Την Τετάρτη 27 Αυγούστου πραγματοποιούμε στο Σχολικό Μουσείο, στις εγκαταστάσεις του στην Αμνάτο, την καθιερωμένη ετήσια εσπερίδα, που εφέτος έχει ως θέμα την ιστορία της ρεθεμνιώτικης νηπιακής εκπαίδευσης. Στο δεύτερο μέρος της εκδήλωσης θα τιμηθούν τέσσερις προσωπικότητες που την υπηρέτησαν, σε δημόσια και ιδιωτικά νηπιαγωγεία. Πρόκειται για τις νηπιαγωγούς Άννα Μουνδριανάκη-Τζαγκαράκη και Αργυρή Λαγουβάρδου-Πατσαχάκη, την ιδιοκτήτρια του νηπιαγωγείου «Τα Χελιδόνια» Σταυρούλα Τσερβάκη-Λαγκουβάρδου και την πρώτη σχολική σύμβουλο νηπιαγωγών Αγγέλα Μάλμου.
Το Σχολικό Μουσείο του Δήμου Ρεθύμνης, από το 1999 που ξεκίνησε να συγκροτείται και από το 2013 που λειτούργησε πλήρως φροντίζει να αναδεικνύει την εκπαιδευτική ιστορία του Ρεθύμνου και να τιμά τους λειτουργούς της που ξεπέρασαν σε προσφορά τα καθιερωμένα. Ας τους δούμε έναν έναν, ξεκινώντας σήμερα από εκείνους που δεν βρίσκονται στη ζωή.
Αργίνη Φραγκούλη. Γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου από πατέρα Κρητικό και μητέρα Κυκλαδίτισσα. Έλαβε την στοιχειώδη και τη γυμνασιακή μόρφωση στα ελληνικά σχολεία της Αιγύπτου και σπούδασε φιλόλογος στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ολοκλήρωσε τις παιδαγωγικές της σπουδές στη Λουκέρνη της Ελβετίας. Σταδιοδρόμησε, αρχικά ως καθηγήτρια και στη συνέχεια, για μια εικοσαετία, ως γενική διευθύντρια, στα εκπαιδευτήρια της Ελληνικής Κοινότητας Καΐρου και Μανσούρας. Έκλεισε την εκπαιδευτική της σταδιοδρομία ως Λυκειάρχης -η πρώτη Ελληνίδα γυναίκα στον βαθμό αυτό- στις Κυκλάδες, στα Γιάννενα και στην Αθήνα.
Στην Αίγυπτο, παρόλες τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε η ελληνική κοινότητα και οι οποίες οδήγησαν στη συρρίκνωση του πληθυσμού της, η σύνεσή της, η μορφωτική της κατάρτιση και η παιδαγωγικότητά της την οδήγησαν να διευθύνει στην Αχιλλοπούλειο Σχολή ταυτόχρονα μαθητικό δυναμικό χιλίων μαθητριών και εκπαιδευτικό δυναμικό μεγαλύτερο των εξήντα ατόμων, Ελλήνων, Αιγυπτίων, Άγγλων και Γάλλων. Παράλληλα διατηρούσε άριστη σχέση και συνεργάστηκε με τις ελληνικές και αιγυπτιακές αρχές, με την ελληνική κοινότητα και με τους διευθυντές των άλλων μεγάλων εκπαιδευτηρίων του Καΐρου. Η Αργίνη Φραγκούλη δώρισε εκπαιδευτικό υλικό στο Σχολικό Μουσείο, το οποίο συνέδραμε από την ίδρυσή του.
Νίκος Τυροκομάκης. Γεννήθηκε το 1940 στην Αγία Γαλήνη και φοίτησε στο Γυμνάσιο Ηρακλείου και στη συνέχεια στην Παιδαγωγική Ακαδημία Ηρακλείου. Διορίστηκε δάσκαλος και υπηρέτησε κατά σειρά στα δημοτικά σχολεία Γλύφας Νομού Ηλείας για επτά χρόνια, Αρδάκτου Αγίου Βασιλείου για τρία χρόνια, Χρωμοναστηριού για τρία χρόνια, Αρμένων για οκτώ χρόνια, 13ο Δημοτικό Σχολείο Ρεθύμνου για επτά χρόνια και στο 9ο Δημοτικό Σχολείο για επτά χρόνια, απ’ όπου και συνταξιοδοτήθηκε. Στη διάρκεια της υπηρεσίας του ως διευθυντής μικρών και μεγάλων σχολικών μονάδων εργάστηκε εντατικά και εποικοδομητικά.
Ένα από τα δημιουργήματα που τον σημάδεψαν και τον καθιέρωσαν ως δημιουργικό και προοδευτικό εκπαιδευτικό ήταν τα πρότυπα εργαστήρια φυσικής και χημείας που έστησε και στα έξι σχολεία στα οποία υπηρέτησε. Τα εργαστήρια αυτά ήταν εξοπλισμένα με αξιόλογο αριθμό οργάνων, απλών χειροποίητων και του εμπορίου, καθώς και με συλλογές πετρωμάτων και απολιθωμάτων, ακόμη και χαρτονομισμάτων, κερμάτων, ταχυδρομικών καρτών και φωτογραφιών. Στη διάρκεια της διδασκαλικής του πορείας κατασκεύασε περισσότερα από διακόσια όργανα φυσικοχημείας με απλά υλικά, που συνέβαλαν στην εποπτική διδασκαλία πολλών μαθημάτων. Το Σχολικό Μουσείο τον τίμησε για τη συνεισφορά του στην εισαγωγή των φυσικών επιστημών στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση.
Αντώνης Δαφέρμος. Γεννήθηκε στην Αξό Μυλοποτάμου. Οι γονείς του δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα να τον σπουδάσουν κι ο ίδιος έζησε τη στέρηση εξ απαλών ονύχων. Τα κατάφερε όμως και σπούδασε στην Παιδαγωγική Ακαδημία Ηρακλείου. Ξεκίνησε την επαγγελματική του σταδιοδρομία από το χωριό καταγωγής του, το σχολείο του οποίου κατέστησε πρότυπο, με το εργαστήριο φυσικών που δημιούργησε και με τα εποπτικά όργανα με τα οποία το προίκισε, αγορασμένα από τα έσοδα σχολικών εκδηλώσεων. Κατά τη δεκαετία του 1960 έκανε την πρώτη του υποδειγματική διδασκαλία και από τότε συνέχισε να το κάνει συχνά, ιδιαίτερα μετά την τοποθέτησή του στο 9ο Δημοτικό Σχολείο Ρεθύμνου το 1981, όπου και οργάνωσε ένα νέο εργαστήριο φυσικών.
Το ίδιο έκανε και από το 1984 στο 5ο Δημοτικό Σχολείο. Σ’ αυτό δημιούργησε εκ του μηδενός ένα πρότυπο εργαστήριο, με τη συμπαράσταση του τότε διευθυντή Στέλιου Μπαγουράκη, των συναδέλφων του και του Συλλόγου Γονέων και Κηδεμόνων, με πρόεδρο τον Μανόλη Κοτζαμπασάκη. Έμεινε ονομαστός στη γειτονιά του Σχολείου για την προετοιμασία των πειραμάτων του από βραδύς, συχνά ξενυχτώντας. Παράλληλα πραγματοποίησε περισσότερες από εξήντα υποδειγματικές διδασκαλίες Φυσικών για συναδέλφους του και για φοιτητές του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης, μελλοντικούς δασκάλους. Το Σχολικό Μουσείο τον τίμησε για τη συνεισφορά του στην εισαγωγή των φυσικών επιστημών στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση.
Νικόλαος Δρανδάκης. Γεννήθηκε στο Ρέθυμνο το 1915. Το 1933 ξεκίνησε τις σπουδές του στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Μετά τις γραπτές πτυχιακές εξετάσεις κλήθηκε να εκπληρώσει τη στρατιωτική του θητεία. Τα δύσκολα χρόνια της κατοχής και του εμφυλίου τα πέρασε στο Ρέθυμνο και μόλις το 1949 κατάφερε να επιστρέψει στην Αθήνα για να ολοκληρώσει τις σπουδές του. Το 1950 έδωσε εξετάσεις, πέτυχε στον διαγωνισμό της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας και διορίστηκε στον Μυστρά ως επιμελητής Βυζαντινών Αρχαιοτήτων. Εκεί υπηρέτησε επί έντεκα χρόνια, αναπτύσσοντας αξιόλογη δράση για τη διάσωση και συντήρηση των μνημείων όχι μόνο του Μυστρά αλλά και της ευρύτερης περιοχής της Λακωνίας. Μετά την προαγωγή του σε έφορο Αρχαιοτήτων το 1962 μετατέθηκε στην Αθήνα ως προϊστάμενος στην Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Νήσων Αιγαίου.
Το 1966 κατέθεσε την επί υφηγεσία διατριβή του και έλαβε τον τίτλο του υφηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Τον ίδιο χρόνο εξελέγη τακτικός καθηγητής της Βυζαντινής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, όπου υπηρέτησε μέχρι την εκλογή του σε αντίστοιχη θέση στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, το 1972. Από τη θέση αυτή αποχώρησε λόγω ορίου ηλικίας τον Αύγουστο του 1982. Παράλληλα με τη διενέργεια ανασκαφών, ασχολήθηκε ερευνητικά με την αρχιτεκτονική, τη γλυπτική, τις επιγραφές, τη ζωγραφική και τη μικροτεχνία. Η διδακτορική του διατριβή αναφέρεται στον Ρεθύμνιο ζωγράφο Εμμανουήλ Τζάνε Μπουνιαλή. Το Σχολικό Μουσείο τον τίμησε για τη συνεισφορά του στην έρευνα της ιστορίας της ρεθεμνιώτικης εκπαίδευσης, η οποία υπήρξε ουσιαστική και κεφαλαιώδης.
Αλκιβιάδης Μαυράκης. Ο Αλκιβιάδης Μαυράκης γεννήθηκε το 1935 σε φτωχική οικογένεια και πέθανε το 2018. Φοίτησε στο Δημοτικό Σχολείο Περιβολίων και στη συνέχεια στο Γυμνάσιο Αρρένων Ρεθύμνης, από το οποίο αποφοίτησε το 1956. Συνέχισε τις σπουδές του στην Παιδαγωγική Ακαδημία Ηρακλείου και στη συνέχεια, το 1960, διορίστηκε στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Υπηρέτησε όλη του την καριέρα το Δημοτικό Σχολείο του χωριού του και έζησε τη μεγέθυνσή του από τη δεκαετία του 1970 και μετέπειτα. Πολλά μπορούμε ακόμη να πούμε για τις χιλιάδες μαθητών που αλφαβήτισε και διαπαιδαγώγησε, για την πνευματική του προσφορά με το βιβλίο «Τα Περιβόλια Ρεθύμνου. Το συναξάρι του τόπου» και με την αρθρογραφία του στον Ρεθεμνιώτικο Τύπο, για την ενεργή κοινωνική του παρουσία, που απέδωσε τα μέγιστα στην οικοδόμηση του παλιότερου Δημοτικού Σχολείου Περιβολίων και αργότερα των Τεχνικών Σχολών, που μετατράπηκαν σε εγκαταστάσεις του Πανεπιστημίου Κρήτης και σε ΕΠΑΛ και ΑΤΕΙ στη συνέχεια. Ο Αλκιβιάδης Μαυράκης ευεργέτησε το Σχολικό Μουσείο με την προσφορά σ’ αυτό μιας σημαντικής σειράς αναγνωστικών βιβλίων.
Αμαλία Μανουσάκη. Γεννήθηκε στην Πηγή Ρεθύμνου μέσα στα επαναστατικά γεγονότα του 1878. Τριών ημερών λεχώνα η μητέρα της την πήρε και κατέφυγαν στην Αθήνα. Εκεί η Αμαλία σπούδασε ως εξωτερική στα Αρσάκεια σχολεία της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας, από τα οποία αποφοίτησε το 1891 -13 ετών- με δίπλωμα δασκάλας. Το 1893 διορίστηκε στο Δημοτικό Σχολείο της Καρύστου, ενώ από τον Σεπτέμβριο του 1894 μέχρι και τον Μάιο του 1896 υπηρέτησε στο Χριστιανικό Παρθεναγωγείο Ρεθύμνου. Τον μήνα αυτό έφυγε από το Ρέθυμνο για την Αθήνα, και πάλι ως πρόσφυγας. Ξαναγύρισε τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους και υπηρέτησε στο Παρθεναγωγείο μέχρι και τον Ιανουάριο του 1897. Στις 2 Φεβρουαρίου έφυγε και πάλι για την Αθήνα, για τρίτη φορά ως πρόσφυγας.
Στην Αθήνα, εργαζόμενη ως γραμματέας της Ένωσης Ελληνίδων μπόρεσε να παρακολουθήσει τα μαθήματα -κατά το σύστημα Fröbel- της Αικατερίνης Λασκαρίδου στο «Διδασκαλείον Νηπιαγωγών» που είχε ιδρύσει η Ένωση στα Πατήσια το 1897. Τότε, με παρότρυνση της ρωσικής καταγωγής βασίλισσας Όλγας, η Μανουσάκη επανήλθε στο Ρέθυμνο, όπου ανέλαβε τη διεύθυνση του μέχρι τότε δημοσυντήρητου νηπιαγωγείου. Στο τέλος του έτους το νηπιαγωγείο έκλεισε. Από το φθινόπωρο του 1899 μέχρι και τον Ιούνιο του 1901 η Μανουσάκη ίδρυσε και λειτούργησε με το ίδιο προσωπικό το δικό της, πια, ιδιωτικό, νηπιαγωγείο. Στη συνέχεια το διέλυσε, επανιδρύοντάς το το 1906 ως νηπιαγωγείο-δημοτικό σχολείο και διευθύνοντάς το μέχρι το 1947 που έφυγε από τη ζωή. Από τα θρανία του πέρασαν τα τέκνα μεγάλου μέρους της μεσαίας τάξης του Ρεθύμνου των πρώτων έξι δεκαετιών του 20ού αιώνα.
Ευγενία Σπαντιδάκη-Ζαμπετάκη. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στο χωριό Ζουρίδι. Φοίτησε στο μονοτάξιο σχολείο του χωριού της και στη συνέχεια στο εξατάξιο Γυμνάσιο Ρεθύμνης και συνέχισε τις σπουδές της στην Παιδαγωγική Ακαδημία Ηρακλείου. Έτσι κατάφερε να εκπληρώσει το μεγάλο όνειρο της ζωής της, να αποκτήσει δηλαδή το περιπόθητο πτυχίο της δασκάλας. Ξεκίνησε την εκπαιδευτική της καριέρα στο Ρέθυμνο από το ιδιωτικό σχολείο «Αθηνά» της κυρίας Αμαλίας Μανουσάκη-Τζαννιδάκη. Εκείνη ακριβώς την εποχή γνώρισε και παντρεύτηκε τον συνάδελφό της Μιχάλη Ζαμπετάκη.
Στη συνέχεια διορίστηκε στη δημόσια εκπαίδευση, υπηρετώντας επί εννέα έτη στο Δημοτικό Σχολείο Πηγής. Συνέχισε την υπηρεσία της επί σειρά ετών στο 5ο Δημοτικό Σχολείο της πόλης του Ρεθύμνου. Την ολοκλήρωσε σε σχολεία της Θεσσαλονίκης. Επί πολλά χρόνια εφάρμοζε τη μέθοδο διδασκαλίας του Βέλγου παιδαγωγού Οβίδιου Ντεκρολί, την επονομαζόμενη «ολική μέθοδο». Για τις ανάγκες εφαρμογής της είχε κατασκευάσει ένα πρωτόγονο τυπογραφείο, το οποίο είχε την πρόθεση να ξαναφτιάξει στο Σχολικό Μουσείο. Παράλληλα ασχολήθηκε με τη συγγραφή βιβλίων, ένα από τα οποία αναφέρεται στα παιδιά με αυτισμό. Από την άποψη αυτή υπήρξε και πάλι πρωτοπόρα. Το Σχολικό Μουσείο πρόλαβε και την τίμησε εν ζωή, ενώ κι εκείνη πρόλαβε να ανεβεί στην έδρα του.
Χρυσάνθη Αθανασιάδου. Γεννήθηκε στο Ρέθυμνο το 1882, όπου και φοίτησε στα μαθητικά της χρόνια. Υπήρξε απόφοιτος του Αρσακείου, με πρόσθετες σπουδές στο Διδασκαλείο και μεταπτυχιακές σπουδές στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο. Ήταν γλωσσομαθής και υπηρέτησε ως καθηγήτρια φιλόλογος, όντας αυστηρότατη στα ήθη, που όμως σμίλευσε συνειδήσεις και θεμελίωσε ισχυρά την εκπαίδευση των Ρεθυμνίων γυναικών. Από μια άλλη σκοπιά μάλιστα απέδειξε ότι οι γυναίκες μπορούν να είναι όχι μόνο εξίσου και περισσότερο μορφωμένες από τους άνδρες αλλά και ότι μπορούν να έχουν ισχυρή πολιτική συνείδηση. Διετέλεσε καθηγήτρια και διευθύντρια στο Ανώτερο Παρθεναγωγείο του Ρεθύμνου επί σειρά ετών, σε σημείο που να ταυτίζεται μ’ αυτό.
Είχε έντονη βασιλική πολιτική τοποθέτηση, γι’ αυτό κι είχε εξοριστεί από την κυβέρνηση Βενιζέλου στην Αθήνα. Την περίοδο όμως εκείνη δεν έμεινε αργή, αλλά διηύθυνε το Αμαλίειο Οικοτροφείο Θηλέων. Πέθανε το έτος 1971, αφήνοντας μια εικόνα ιδιορρυθμίας, η οποία όμως αποκρύπτει τους αγώνες της για τη μόρφωση των κοριτσιών του Ρεθύμνου, ακόμη και σε ανώτατο επίπεδο, και για την εξύψωση της κοινωνικής και πολιτικής τους υπόστασης. Στη φωτογραφία από το Ανώτερο Παρθεναγωγείο Ρεθύμνης, η Χ. Αθανασιάδου επισημαίνεται με τον αριθμό 3.
Θα συνεχίσουμε στις επόμενες «Ιστορικές περιηγήσεις» με τους υπόλοιπους εκπαιδευτικούς που έχει τιμήσει το Σχολικό Μουσείο. Μέχρι τότε μπορείτε να έρθετε την προσεχή Τετάρτη στην Αμνάτο στην εφετεινή εκδήλωση του Μουσείου και είμαστγε σίγουροι ότι δεν θα πλήξετε!

