Μετά το Ολοκαύτωμα των Εβραίων, οι περισσότεροι επιζώντες του ένιωθαν ότι δεν υπήρχε μέλλον για τους ίδιους στην Ευρώπη. Στις 14 Μαΐου 1948, ο επικεφαλής του Παγκόσμιου Σιωνιστικού Κογκρέσου Δαβίδ Μπεν - Γκουριόν (1886-1973) διάβασε την ιδρυτική διακήρυξη του κράτους του Ισραήλ, ενώπιον 250 ατόμων στο Μουσείο του Τελ Αβίβ. Στη θέση του προέδρου ορκίστηκε ο Χάιμ Βάιζμαν και την πρωθυπουργία αναλαμβάνει ο Μπεν Γκουριόν. Για τους Εβραίους της διασποράς ήταν η επισημοποίηση της επιστροφής στη Γη της Επαγγελίας, ύστερα από εξορία χιλιάδων ετών. Για τους Άραβες, που αποτελούσαν την πλειονότητα των κατοίκων της Παλαιστίνης, ήταν η «Ημέρα της Καταστροφής» («Nakba»), η δική τους Έξοδος από τα πατρογονικά τους εδάφη. Οι Εβραίοι είχαν ιστορικούς και θρησκευτικούς δεσμούς με τη γη του Ισραήλ χιλιάδες χρόνια. Kατά τη σιωνιστική άποψη είναι πρώτα απ’ όλα ένας λαός, ένα έθνος, όχι μια θρησκεία και όπως και τα άλλα έθνη, έτσι και αυτοί αξίζουν να έχουν πατρίδα με κρατική κυριαρχία. Από την άλλη οι Παλαιστίνιοι περιορισμένοι στην Λωρίδα της Γάζας και στη Δυτική Όχθη πασχίζουν για τη δημιουργία ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους.
Το κράτος του Ισραήλ είναι, λοιπόν, νεοσύστατο χωρίς βάθος ιστορίας που όμως συνεχώς επικαλείται την ιστορία.[1] Είναι μια ιστορία που πατά πάνω σε γεγονότα τα οποία όμως διαστρέφει και τα κάνει να αποχτούν απόλυτη ισχύ. Είναι μια ιστορία που προσλαμβάνεται με θρησκευτικούς όρους και ως τέτοια παύει να είναι ιστορία, αλλά δογματισμός. Όσοι βρίσκονται απέναντι στο κράτος αυτό είναι απόλυτοι, τηρούν στην καλύτερη περίπτωση επικριτική στάση, ενώ οι πολλοί από τους Εβραίους της διασποράς απλά θέλουν να αγνοούν την ύπαρξη του κράτους αυτού, μη μπορώντας να προβάλλουν άλλου είδους αντιστάσεις. Για τους άλλους, το Ισραήλ είναι ο δεσμός και, θα συμπληρώσω εγώ, τα δεσμά που τους κρατούν ενωμένους σε μια περιοχή όπου θα πρέπει διαρκώς να αμύνονται ακόμη και όταν δεν υπάρχει άμεση απειλή. Αυτό που αρνούνται να κατανοήσουν είναι πως η άμυνα όταν δεν υφίσταται απειλή είναι επίθεση, η οποία ως συναίσθημα εμποτίζει βαθειά τους Ισραηλινούς.
Το Ολοκαύτωμα είναι το βασικό συστατικό της κρατικής ιδεολογίας της ραγδαίας εξελισσόμενης φιλελεύθερης ισραηλινής αστικής τάξης, το σημείο από όπου εκκινεί η ίδια η κρατική τους ύπαρξη. Αυτό από μόνο του δημιουργεί μια προβληματική πρόσληψη του Ολοκαυτώματος, συνδέοντάς το με τη Θυσία και τη μεταφυσική, με τρόπο που αυτό που φαντάζει ως πραγματικό τελικά να μην είναι. Τη στιγμή που υπερασπίζεται κανείς τις αξίες του Διαφωτισμού, την ίδια στιγμή να μην αντιλαμβάνεται πως το περιεχόμενο των αξιών αυτών έχει ήδη μεταλλαχθεί στο αντίθετό τους. Έχοντας υποστεί τον αφανισμό της Τελικής Λύσης του Γ΄ Ράιχ, ο διωκόμενος έρχεται μία στιγμή που χωρίς να το καταλάβει έχει αρχίσει να διώκει ο ίδιος. Αντί να προσπαθήσει να εξαλείψει όλες μα όλες τις γενεσιουργές αιτίες που οδήγησαν στον εξευτελισμό της ανθρώπινης ζωής στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, από καθαρό τρόμο υιοθετεί τις πρακτικές του διώκτη για να αμυνθεί σε ένα «κίνδυνο» ανάμνηση του κινδύνου που βίωσαν μέσα στα στρατόπεδα.
Από την άλλη οφείλουμε να είμαστε συνεπείς ως προς το τι καταδικάζουμε και πώς. Καταδικάζουμε τον ολοκληρωτικό πόλεμο και την εγκληματική πολιτική της κυβέρνησης Νετανιάχου, χωρίς να φτάνουμε σε μια αφοριστική καταδίκη για το ίδιο το Κράτος του Ισραήλ, ούτε προφανώς για τον ισραηλιτικό λαό συνολικά. Είναι αλήθεια πως αυτό που υπάρχει στο Ισραήλ δύσκολα το συναντάμε ακόμη και σε αστικές δημοκρατίες δυτικού τύπου. Το Ισραήλ είναι μια συμμετοχική δημοκρατία περίπου 7.500.000 κατοίκων, με μια πολυφωνική βουλή (Κνέσετ), στην οποία εκπροσωπούνται ισότιμα οι ισραηλινοί Άραβες και ένα σαφή φιλελεύθερο προσανατολισμό, ακόμη και στον τρόπο ζωής τους στα αστικά του κέντρα της χώρας. Οι πολίτες παίρνουν ενεργό μέρος στα κοινά και συμμετέχουν στη δημόσια ζωή αναπτύσσοντας κοινωνική συνείδηση και αλληλεγγύη όσον αφορά τις ανάγκες και την αντιμετώπισή τους. Να θυμηθούμε τα Κιμπούτς (kvutza) -με μορφές κοινοκτημοσύνης σε διάφορους βαθμούς- που έπαιξαν και παίζουν ενεργό ρόλο στο κράτος του Ισραήλ τόσο σε κοινωνικό, όσο και σε οικονομικό επίπεδο.[2] Το Ισραήλ εγγυάται την ομαλή συνύπαρξη και των τριών μονοθεϊστικών θρησκειών, προστατεύοντας τα ιερά μνημεία και το δικαίωμα έκφρασης της πίστης.
Άρα, αυτό που καταδικάζουμε είναι ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζεται το «πρόβλημα ασφάλειας» του κράτους αυτού, τα επιχειρήματα με τα οποία δικαιολογείται και οι ενέργειες με τις οποίες εκφράζεται ο επεκτατισμός του κράτους αυτού. Καταδικάζουμε τον πόλεμο εναντίον των Παλαστινίων στη Λωρίδα της Γάζας. Επιπλέον καταδικάζουμε την πολιτική των εποικισμών στην Δυτική Όχθη και στην Ανατολική Ιερουσαλήμ, όπου η κατοχή γης δημιουργεί ταυτόχρονα ιδιοκτησία και εθνικό προσδιορισμό.[3] Εκεί μαζί με τα τεθωρακισμένα και τους οπλισμένους πολίτες επιστρατεύονται και μπουλντόζες για τη διεκδίκηση κάθε μέτρου γης από τους Παλαιστινίους νόμιμους κατοίκους. Ο Σιωνισμός, όπως άλλοτε ο ναζισμός για τη Γερμανία, δεν μπορεί να είναι η λύση του προβλήματος, μα το ίδιο το πρόβλημα.
[1] Mια γενική βιβλιογραφία: Leslie Stein, The Hope Fulfilled: The Rise of Modern Israel, Greenwood Press 2003, Ahron Bregman, A History of Israel, Palgrave Macmillan 2002, Maxime Rodinson, Israel: A Colonial-Settler State?, Monad P, New York 1988 και του ιδίου, Cult, Ghetto, and State: The Persistence of the Jewish Question, Αl Sagi Books, London 1983.
[2] Για την ιστορική σημασία των Κιμπούτς στη δημιουργία του Ισραήλ βλ. Καρίνα Λάμψα -Ιακώβ Σιμπή, Η ζωή απ΄ την αρχή. Η μετανάστευση των Ελλήνων Εβραίων στην Παλαιστίνη (1945-1948), Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2010.
[3] Οι ισραηλινοί εποικισμοί ξεκίνησαν λίγα χρόνια μετά την κατάκτηση της Δυτικής Όχθης και της λωρίδας της Γάζας το 1967 με τον Πόλεμο των Έξι Ημερών. Άρχισαν να διογκώνονται προς τα τέλη της δεκαετίας του ΄70 και έκτοτε συνεχίζουν να επεκτείνονται δυναμιτίζοντας στην πράξη την προσπάθεια για μία λύση δύο κρατών πάνω στα ντε φάκτο σύνορα που υπήρχαν πριν τον πόλεμο του 1967.

