Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η ιστορική διαδρομή του προσώπου του Αβραάμ Λίνκολν (1809- Απρίλιος 1865) έχει ενδυθεί και ένα μυθικό πέπλο, το οποίο χρησιμοποιώντας και στοιχεία πραγματικά, σκεπάζει με στοιχεία υπερβολής τις δυνατότητες και τις ικανότητές του. Αυτό το συναντούμε σε ιστορικές βιογραφίες, σε λογοτεχνικά κείμενα, σε κινηματογραφικές αναφορές και γενικότερα σε ποικίλα σημεία αναφοράς γύρω από την προσωπικότητα και την ακτινοβολία του Λίνκολν. Άλλωστε, μακριά από τις παραμορφωτικές προσλήψεις, εκείνο που έχει σημασία είναι το ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο έδρασε ο Λίνκολν και μέσα από το οποίο αναδείχτηκε στην προσωπικότητα που σήμερα θεωρείται στις Η.Π.Α. ως ο σημαντικότερος πρόεδρος της χώρας αυτής. Το γεγονός πως το σύνολο σχεδόν των αναφορών έχουν έναν προφανή θετικό χαρακτήρα δεν σημαίνει πως είναι σε θέση να μας περιγράψουν και την ιστορική αλήθεια γύρω από το ποιος πραγματικά ήταν και, το σημαντικότερο, μέσα σε ποιες ιστορικές συνθήκες έδρασε.
Στην περίπτωση της κινηματογραφικής ταινίας «Λίνκολν» (“Lincoln”, 2012, DreamWorks Pictures and 20th Century Fox) του αμερικανοεβραίου σκηνοθέτη Στήβεν Σπίλμπεργκ (Steven Spielberg) το ιστορικό πρόσωπο δεν ξεφεύγει από τα όρια της μυθοποίησης, χωρίς αυτό ούτε να αποτελεί μομφή για το αισθητικό αποτέλεσμα, ούτε κατηγορία για εσκεμμένη διαστρέβλωση της ιστορικής αλήθειας. Άλλωστε η τελευταία ενυπάρχει μέσα στην ταινία του Σπίλμπεργκ, όμως το αποτέλεσμα της δραματοποίησης δε θέτει ως στόχο την παρουσίαση της ιστορικής πραγματικότητας, αλλά την ψυχαγωγία βασισμένη σε μια συγκεκριμένη πρόσληψή της, όπου η ιστορική αλήθεια δεν είναι ο στόχος.
Κι όμως, όπως τον παρουσιάζει ο διαπρεπής ιστορικός και σύμβουλος του πρώην Προέδρου Ομπάμα, Φίλιπ Ζέλικωφ (Philip Zelikow), o Σπίλμπεργκ στη συγκεκριμένη ταινία μπορεί να διεκδικήσει αξιώσεις ιστορικού.[1] Αυτό που μάλλον θέλει να πει ο ιστορικός για το σκηνοθέτη είναι πως στην ταινία προτείνονται ερμηνείες που μπορούν να αναπαραστήσουν την ιστορική αλήθεια, ακόμη κι αν αυτές δεν έχουν επιβεβαιωθεί από την ιστορική έρευνα. Αποτελούν για το Ζέλικωφ μία ακόμη ερμηνεία και αυτή τη φορά ενδεχομένως η ματιά του σκηνοθέτη να είναι η κοντινότερη στην αλήθεια. Αν κρίνουμε, όμως, από την ιστορική ματιά του στην κινηματογραφική μεταφορά της D-Day, της απόβασης, δηλαδή, της Νορμανδίας στις 6 Ιουνίου 1944 μέσα από την αφήγηση της διάσωσης του στρατιώτη Ryan (“Saving Private Ryan”, 1998), οφείλουμε τουλάχιστον να είμαστε κριτικοί και προς τον σκηνοθέτη και προς τον ιστορικό μας. Άλλωστε αυτό είναι κάτι που και οι ίδιοι θα το ήθελαν από εμάς. Στο «Λίνκολν» ο Σπίλμπεργκ κάνει μια καλή προσπάθεια, ανοίγοντας έναν σιωπηρό διάλογο με την Ιστορία, που γεννά ερωτήματα πέρα από την ταινία.
Το σενάριο επικεντρώνεται σε ένα ιστορικό στιγμιότυπο, την περίοδο που ο Πρόεδρος Λίνκολν επιδίωκε να περάσει από το Κογκρέσο τη 13η Τροποποίηση για την οριστική κατάργηση της δουλείας στις Η.Π.Α., η οποία με τον τρόπο αυτό θα κατοχυρωνόταν στο ίδιο το Σύνταγμα. Ο στόχος του Λίνκολν ήταν να περάσει την τροποποίηση πριν τον τερματισμό του εμφυλίου πολέμου, ώστε και να θεωρηθεί πως η ψήφισή της θα συνέβαλε στη λήξη του και να αποτραπούν ενδεχόμενες διαρροές ψήφων από μια αιφνιδιαστική κατάπαυση των εχθροπραξιών. Στις 31 Ιανουαρίου 1865 η κατάργηση της δουλείας ψηφίστηκε από το Κογκρέσο και στις 6 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους, εννέα μήνες μετά τη δολοφονία του Λίνκολν, αποτελούσε μέρος του Συντάγματος. Η ταινία «Λίνκολν» δεν είναι ούτε ένα ντοκιμαντέρ, ούτε μία ιστορική αφήγηση.[2] Από την εποχή των αμερικανικών προπαγανδιστικών ταινιών με θέμα διάφορα ζητήματα αμερικανικής ιστορίας[3], θυμάμαι, για παράδειγμα, το πιο πρόσφατο «Χορεύοντας με τους Λύκους» του Κέβιν Κόστνερ (1990), μέχρι την παραγωγή ταινιών όπως «Οι Συμμορίες της Νέας Υόρκης» του Μάρτιν Σκορσέζε (2002) και εν προκειμένω του «Λίνκολν», διαπιστώνουμε σίγουρα μια σημαντική διαφορά: στις νεότερες αναπαραστάσεις της αμερικανικής ιστορίας στο σινεμά οι σκηνοθέτες τουλάχιστον δεν αγνοούν πια την ιστορική παραγωγή, αλλά τη βάζουν στον πυρήνα της αφήγησής τους. Αυτό είναι μια σημαντική αλλαγή προς το καλύτερο. Ο υπόγειος αυτός διάλογος της Ιστορίας με τον κινηματογράφο μπορεί να συμβάλει σημαντικά στην κατανόηση του παρελθόντος, πέρα από την άμεση επαφή μας με την βιβλιογραφική παραγωγή.
Αν και βασίζεται σε ιστορικές πηγές- κυρίως στη βιογραφία της ιστορικού Doris Goodwin- και στους τίτλους εμφανίζεται ένα επιτελείο ιστορικών, ωστόσο δεν μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι η ταινία είναι ακριβής. Πηγαίνοντας κανείς να δει την ταινία, όπως συμβαίνει και με κάθε άλλη ιστορική βιογραφία και ταινία που να αναφέρεται σε κάποιο ιστορικό γεγονός- δε σημαίνει πως έμαθε ποιος πραγματικά ήταν ο 16ος πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, που έχει επιβληθεί στην Ιστορία ως ο σημαντικότερος πρόεδρος της χώρας αυτής. Αν αυτός δεν ήταν ο σκοπός του Σπίλμπεργκ δεν πρέπει να είναι ούτε του θεατή. Μπορεί όμως να ξεκινήσει ένας διάλογος με αφορμή την ταινία ώστε ο θεατής να οδηγηθεί σε ένα υλικό, βιβλία κυρίως, που θα το έχουν επεξεργαστεί ιστορικοί και μελετώντας ο ίδιος να καταλήξει στα σωστά ερωτήματα. Τότε μόνο θα υπάρξει μια αμοιβαία κατανόηση ανάμεσα στην ταινία και στην κατανόηση της ιστορικής αλήθειας. Είναι τότε η καλή στιγμή που ο κινηματογράφος από τη μία μεριά και η Ιστορία από την άλλη θα έχουν κατανοηθεί και αλληλοσυμπληρωθεί. Η ταινία «Λίνκολν» δίνει και στην Ιστορία που ακολουθεί μια τέτοια ευκαιρία καλή.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής ήδη από την εποχή του Αλέξη Ντε Τοκβίλ αποτελούσαν ένα παράδειγμα για τον τρόπο δημιουργίας και συγκρότησης ενός έθνους-κράτους με θεσμούς δημοκρατικούς και πολιτειακή συγκρότηση στη βάση της ισότητας, που έχει τις ρίζες της στον ευρωπαϊκό διαφωτισμό και στις αξίες της γηραιάς Ηπείρου. Ήταν η Ευρώπη που για διάφορους λόγους τροφοδοτούσε με πληθυσμούς τις νέες περιοχές στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού και μαζί με αυτούς μεταλαμπάδευε ό, τι μπορούσε να θεωρηθεί ευρωπαϊκό, μαζί και την ιδέα του έθνους-κράτους. Εκεί, λοιπόν, στη γη των Ινδιάνων οι αποικιοκρατικές δυνάμεις, Άγγλοι, Γάλλοι, Ισπανοί, οργάνωσαν ένα σύστημα εμπορίου που στηριζόταν στην εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πόρων της γης αυτής, το οποίο στη συνέχεια τροφοδοτούσε τις μητροπόλεις με τα αγαθά των αποικιών. Το σύστημα αυτό έμελλε να διαταραχθεί από τους αποικιακούς ανταγωνισμούς και τις σφοδρές συγκρούσεις σε περιοχές μακριά από την Ευρώπη μα και τόσο συνδεδεμένες με αυτήν. Μετά το 1750 οι αποικιοκρατικές δυνάμεις της Γηραιάς Ηπείρου αναμετρώνται μακριά από αυτή στις Φιλιππίνες, τη Σενεγάλη και τα λιμάνια των σκλάβων στην δυτική Αφρική, μέχρι και την βόρεια Αμερική. Οι επιπτώσεις ωστόσο των συγκρούσεων αυτών θα έχουν τεράστιο αντίχτυπο τόσο στην Ευρώπη όσο και στις ίδιες τις αποικίες, όπως στη βρετανική βόρεια Αμερική. Σύντομα οι ταπεινωμένοι Ισπανοί καθώς και οι Γάλλοι θα έχουν την ευκαιρία να πάρουν εκδίκηση από τη Βρετανία για την ήττα τους στον επταετή πόλεμο. Οι πόλεμοι των βρετανικών στρατευμάτων εναντίον των Γάλλων και των Ινδιάνων στη βόρεια Αμερική (1754-1761), το οικονομικό κόστος των οποίων μέσω της φορολογίας μετακυλούνταν στις ίδιες τις βρετανικές αποικίες, είχαν σαν αποτέλεσμα το συνασπισμό ετερόκλητων δυνάμεων εναντίον του βρετανικού στέμματος. Παρά τα πρόσκαιρα εδαφικά κέρδη για την Αγγλία οι πόλεμοι αυτοί σηματοδοτούν την αλλαγή στάσης των αποικιών απέναντι στη μητρόπολη.
Μέσα στο γενικό πλαίσιο των αποικιοκρατικών συγκρούσεων ο πόλεμος της αμερικανικής ανεξαρτησίας αποτελούσε στη βαθύτερη ουσία του μέρος των συγκρούσεων αυτών, αφού υπήρξε το αποτέλεσμα των αποικιακών ανταγωνισμών και οι συνέπειές του επηρέασαν την παγκόσμια κατανομή δυνάμεων ανάμεσα στις αποικιοκρατικές δυνάμεις. Από τη μια μεριά οι αυτοκρατορίες που απομυζούσαν τις αποικίες και από την άλλη οι αποικιακές δυνάμεις που τελικά αντέδρασαν στην αύξηση των φόρων και στην ολοένα και μεγαλύτερη εξάρτηση από τις μητροπόλεις, ιδιαίτερα από τη βρετανική αυτοκρατορία. Ήταν η στιγμή που η Γαλλία και η Ισπανία άρχισαν να παρέχουν κάθε είδους στήριξη στους αμερικανούς επαναστάτες στον ανηλεή αγώνα τους εναντίον των βρετανικών δυνάμεων το 1776. Η συνδρομή των γαλλικών πλοίων στο πλευρό των αμερικανών επαναστατών μετά το 1778 υπήρξε καθοριστική στην έκβαση της Επανάστασης σε ένα ιδιαίτερα κρίσιμο στάδιό της.
Αλλά και στα πεδία των μαχών, στην πολιορκία του Γιόρκταουν (Yorktown, 28/9-19/10 1781) για παράδειγμα, ο στρατηγός Τζωρτζ Ουάσινγκτον είχε υπό τις διαταγές του 16000 στρατιώτες, οι μισοί από τους οποίους ήταν Γάλλοι. Είχε προηγηθεί ο επταετής πόλεμος μέχρι το 1762-63, μια σύγκρουση με έναν φαινομενικά αποικιακό χαρακτήρα που σύντομα θα αποτελούσε τη θρυαλλίδα που θα πυροδοτούσε συγκρούσεις σε μια παγκόσμια κλίμακα με την εμπλοκή των δυνάμεων των αυτοκρατοριών. Αυτό που συνέβαινε στην Αμερική σκορπούσε τον τρόμο στη βρετανική αυτοκρατορία. Ο φόβος πως θα απλωνόταν και σε άλλες βρετανικές αποικίες μία αντίδραση των τοπικών πληθυσμών, ιδιαίτερα στην Ινδία, παρέλυε το στέμμα και ανασύντασσε τις στρατιωτικές δυνάμεις με αυτή τη λογική. Η σημασία της Ινδίας για το Στέμμα και το βασιλιά Γεώργιο βάρυνε περισσότερο από τις δεκατρείς βρετανικές αποικίες στη βόρεια Αμερική τη στιγμή που έπρεπε να ληφθεί η απόφαση για απεμπλοκή από τον πόλεμο με τους αμερικανούς.
Με την αμερικανική Επανάσταση ξεκινά η διαμόρφωση όλων εκείνων των εννοιών και των ιδεών, των ευρωπαϊκών κληρονομιών που θα αναμορφωθούν στην αμερικανική γη και που στο μακρύ 19ο αιώνα θα εμπλουτιστούν για να δημιουργήσουν τελικά τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής.[4] Χωρίς την κατανόηση της ιστορικής διαδρομής των ιδεών αυτών πολλά πράγματα της αμερικανικής ιστορίας, ανάμεσά τους και η ίδια η πολιτική του Αβραάμ Λίνκολν, δεν θα μπορούσαν να ερμηνευτούν σωστά. Η σημαντικότερη ίσως συνέπεια της Επανάστασης ήταν η δημιουργία ενός νέου αυτοπροσδιορισμού μέσα από τη διακυβέρνησή τους, καθώς και η ευκαιρία για επέκταση σε νέες περιοχές προς τη δύση εκτοπίζοντας τους γηγενείς πληθυσμούς σταδιακά, χωρίς πια τους βρετανικούς περιορισμούς. Τη στιγμή που το έθνος δημιουργείται ανοίγονται τεράστιες ευκαιρίες για επέκταση των ζωνών επιρροής, για διεύρυνση του εμπορίου και για την πρόοδο της κοινωνίας των πρώην ευρωπαίων αποίκων μέσα σε ένα πλαίσιο φιλελεύθερων αξιών, που θα στηρίζονταν στην ελεύθερη βούληση και στην αίσθηση της κοινής μοίρας, των ίσων ευκαιριών και της ισονομίας.
Η αμερικανική Επανάσταση είχε σπείρει την ιδέα της ελευθερίας, καθώς και την ιδέα της απελευθέρωσης των σκλάβων όχι χωρίς αντιδράσεις. Στις 4 Ιουλίου του 1776 με τη διακήρυξη της αμερικανικής ανεξαρτησίας ένα νέο έθνος γεννιόταν και συνάμα μια νέα μορφή διακυβέρνησης. Το Σύνταγμα των Ηνωμένων Πολιτειών υιοθετήθηκε στις 17 Σεπτεμβρίου 1787· η επικύρωσή του το επόμενο έτος έκανε τις πολιτείες μέρος μιας ενιαίας δημοκρατίας με ισχυρή κεντρική κυβέρνηση. Το 1791 με την Χάρτα των Δικαιωμάτων κατοχυρώθηκαν πολλά θεμελιώδη πολιτικά δικαιώματα και ελευθερίες. Έτσι είχαν τα πράγματα στην ανατολική ακτή. Δυτικότερα η γη έπρεπε να κατακτηθεί και να δημιουργηθεί, να σπαρθεί και να αποδώσουν οι σοδειές καρπούς, πράγμα που ήταν ταυτόσημο με την εξάρτησή της από την Ένωση και την κεντρική κυβέρνηση. Ένα νέο έθνος ανέτελλε που έπρεπε να δημιουργήσει το ίδιο την εικόνα του, καθώς και τον πολίτη των Ηνωμένων Πολιτειών. Την ίδια περίοδο αποφασιζόταν η επέκταση προς τα δυτικά στις περιοχές των ιθαγενών όπου υπήρχε γη μόνο για αυτή τη μοίρα: να γίνει γη των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής.
Η ενοποίηση της Αμερικής ήταν μια υπόθεση πολλών δεκαετιών. Μέχρι το 1860 η αναφορά στο όνομα των «Ηνωμένων Πολιτειών» γινόταν στον πληθυντικό αριθμό. Μετά η χρήση του ουσιαστικού γινόταν στον ενικό αριθμό συμβολίζοντας με τον τρόπο αυτό την ενοποίηση του κράτους και των Πολιτειών του, καθώς και των πολιτών του σε ένα έθνος, το αμερικανικό. Οι Η.Π.Α ανήκει σε εκείνα τα παραδείγματα εθνικών κρατών, των οποίων όλα τα ιδιαίτερα εθνικά χαρακτηριστικά έχουν επικρατήσει με την ίδρυση του κράτους και που δεν θα μπορούσαν να προϋπάρξουν χωρίς αυτό.[1] Το κράτος λοιπόν έχει κεντρικό ρόλο στη κατασκευή της ταυτότητας του αμερικανού πολίτη, όμως οι απόψεις γύρω από τον τρόπο διακυβέρνησης των Ηνωμένων Πολιτειών όχι μόνο δεν ήταν ενιαίες, αλλά τις περισσότερες φορές ήταν συγκρουσιακές η μία με την άλλη. Με άλλα λόγια δεν απέδιδαν όλοι την ίδια σημασία στο ρόλο της Ομοσπονδιακής κυβέρνησης, ούτε συμφωνούσαν στο βαθμό παρεμβατικότητας της κεντρικής εξουσίας στη διοίκηση των επιμέρους Πολιτειών. Παρά τις διαφορετικές απόψεις σε γενικές γραμμές η πρόσληψη του έθνους γινόταν κυρίως με οικονομικά κριτήρια. Η ίδια η οικονομική πρόοδος και η δημιουργία της εθνικής οικονομίας θα ένωνε τους πολίτες σε έναν κοινό στόχο για την πρόοδο του έθνους. Αν θέλαμε να συμβολίσουμε την πρόοδο αυτή τις πρώτες δεκαετίες της ύπαρξης του κράτους αυτού θα αναφερόμασταν από τη μία μεριά στην εξόντωση των ιθαγενών και από την άλλη στην επέκταση του σιδηροδρομικού δικτύου, του τηλεγράφου, των καλλιεργήσιμων εκτάσεων, των στρατιωτικών σταθμών και των αμερικανικών ταχυδρομείων. Η οικονομία των ΗΠΑ, ειδικά στην περίοδο 1815-1850, χαρακτηρίστηκε από ένα συνεχές ρεύμα αποίκων, κυρίως Ευρωπαίων. Αυτοί εγκατέλειπαν μια δύστυχη και οικονομικά επιβαρυμένη από τους πολέμους ήπειρο, για να κατοικήσουν μια νέα γη που η αφθονία του χώρου και η ευκαιρία για πλούτο ήταν για αυτούς πρωτόγνωρες. Αυτοί οι άποικοι γίνονταν αμέσως και σχεδόν χωρίς κανέναν περιορισμό τότε αμερικανοί πολίτες.
Ό,τι με τη σύγχρονη έννοιά του φαίνεται αυτονόητο, εκείνη την εποχή, στα πρώτα βήματα ενός νέου έθνους, όχι μόνο δεν προέκυπτε ως τέτοιο, αλλά ήταν πολλές φορές αποτέλεσμα συγκρούσεων, που του έδιναν αρχικά μία ασαφή και αόριστη σημασία. Το τι ήταν εθνικό και τι δεν ήταν, το τι ήταν δημοκρατικό και τι δεν ήταν, η ίδια η μορφή του Συντάγματος, η χάρτα των δικαιωμάτων, ο ρόλος της Ομοσπονδιακής κυβέρνησης και των πολιτειακών κυβερνήσεων, καθώς και μια πλειάδα άλλων εννοιών έπρεπε να διαμορφωθούν εξαρχής και ο ορισμός τους δεν προέκυπτε σε καμία περίπτωση ως αποτέλεσμα συμφωνίας, τουλάχιστον στις πρώτες δεκαετίες της ύπαρξης των Ηνωμένων Πολιτειών. Μέχρι το 1823 οι Η.Π.Α. απειλήθηκαν πολλές φορές με διάλυση, κυρίως της αδυναμίας τους για μία απευθείας πολεμική αναμέτρηση με την Αγγλία σε στεριά και θάλασσα, την οποία και προκαλούσαν με την εξωτερική πολιτική τους. Μόνο από λάθη στρατηγικής της βρετανικής κυβέρνησης απεφεύχθη το μοιραίο.
Η διακήρυξη του Προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών Τζέιμς Μονρόε «Η Αμερική στους Αμερικανούς» στις 2 Δεκεμβρίου 1823 σηματοδοτεί τη μεταστροφή της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, που εγκαταλείπει οποιαδήποτε ανάμειξή της στις ευρωπαϊκές υποθέσεις, αλλά και διακηρύσσει προς κάθε κατεύθυνση πως δεν θα ανεχτεί τη βρετανική εμπλοκή στην αμερικανική ήπειρο. Την ίδια περίοδο ξεκινά η προσπάθεια προώθησης προς τα δυτικά, προς τη «Δύση», στο εσωτερικό της Βόρειας Αμερικής. Η ενοποίηση των Ηνωμένων Πολιτειών λειτουργούσε σε πολλαπλά επίπεδα και χρειάστηκε αρκετές δεκαετίες μέσα στον «αιώνα των εθνών» για να επιτευχθεί. Δεν αφορούσε μόνο την ενσωμάτωση κάθε Πολιτείας σε μία ενιαία Ομοσπονδιακή κυβέρνηση και τη διαμόρφωση μιας αμερικανικής συνείδησης στους εποίκους, αλλά και την προσπάθεια επέκτασης προς τις ακτές του Ειρηνικού και νότια προς τις περιοχές που κατείχε το Μεξικό. Αποτελούσε, δηλαδή, και μια γεωγραφική ενοποίηση της Βόρειας Αμερικής υπό την κυριαρχία της κεντρικής ομοσπονδιακής κυβέρνησης των Ηνωμένων Πολιτειών.
Αρχικά, στα πρώτα βήματα της πολιτικής σταδιοδρομίας του, ο Λίνκολν χαρακτηρίστηκε ως ο «άνθρωπος της Δύσης».[2] Η συμμετοχή του και αργότερα ως Πρόεδρος των Η.Π.Α. στην αναδιαμόρφωση των Δυτικών περιοχών υπήρξε καθοριστικής σημασίας για την ανάπτυξή τους. Τότε ήταν που αντιτάχθηκε στην επέκταση της δουλείας στη Δύση, ένα κρίσιμο ζήτημα που θα τον απασχολήσει στο διάστημα της διακυβέρνησής του. Ο Λίνκολν δεν τάχθηκε εξαρχής εναντίον της κατάργησης του θεσμού της δουλείας, ούτε φυσικά και κατά το διάστημα της Προεδρίας του. Ήταν ένας άνθρωπος βαθύτατα δημοκράτης, αλλά αυτό απείχε αρκετά από μία πολιτική στρατηγική που θα έθετε ευθέως το ζήτημα της δουλείας από τη μεριά του. Μάλλον το αντίθετο γινόταν για πολλά χρόνια με τον Λίνκολν να απορρίπτει, για παράδειγμα, τις εισηγήσεις των ριζοσπαστών Ρεπουμπλικάνων για άμεση κατάργηση της δουλείας, αφού αυτό που προείχε ήταν η διάσωση της Ένωσης των βορειοαμερικανικών Πολιτειών κατά τον Αμερικανικό Εμφύλιο Πόλεμο (1861-1865) και όχι η χειραφέτηση των δούλων. Οπωσδήποτε αποτελούσε ένα πολύπλοκο ζήτημα που συνδεόταν με ευρύτερα πολιτικά θέματα, όπως για παράδειγμα το ζήτημα των μεθοριακών Πολιτειών, ζητήματα εκλογικής τακτικής και ψήφων στο Κογκρέσο και τέλος το ίδιο τον Εμφύλιο Πόλεμο, που θα έδινε τελικά ώθηση στις ιστορικές εξελίξεις μέσα από τις εκατόμβες νεκρών και των δύο αντιπάλων.
To ζήτημα της χειραφέτησης των δούλων που τέθηκε από τον Βορρά στάθηκε απλώς η αφορμή για την απόσχιση των νότιων Πολιτειών. Τα βαθύτερα αίτια του πολέμου βρίσκονταν στις μεγάλες διαφορές που χώριζαν το «Νότο» από το «Βορρά» και αφορούσαν πρωτίστως τη διαφορετικού τύπου οικονομική ανάπτυξη μεταξύ των δύο αυτών γεωγραφικών και διοικητικών περιοχών. Από τη μια μεριά ο εκβιομηχανισμένος Βορράς και από την άλλη ο αγροτικός Νότος με τις φυτείες βαμβακιού και τις δουλοπαροικίες. Για την αριστοκρατία των φυτειών το μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης στηριζόταν στην καλλιέργεια της γης και στην απόδοσή της με την επέκταση του θεσμού της δουλείας ακόμη και στη Δύση. Για τους βιομηχάνους του Βορρά το μέλλον των Η.Π.Α. περνούσε από τις βιομηχανίες τους.[3] Η αυξανόμενη οικονομική και τεχνολογική υστέρηση του Νότου ενίσχυε τις αποσχιστικές τάσεις και την ιδέα της αποτίναξης της κυριαρχίας του Βορρά. Αλλά και για τον Βορρά η ανταγωνιστική πολιτική των Νοτίων αποτελούσε εμπόδιο στην επεκτατική τους πολιτική προς τη Δύση. Οι Νότιοι με την αδιάλλακτη στάση τους θα είναι αυτοί τελικά που θα βάλλουν φωτιά στα θεμέλια της αμερικανικής ενότητας.
Στις 20 Δεκεμβρίου 1860, η Νότια Καρολίνα έγινε η πρώτη Πολιτεία που αποχώρησε από την Ένωση, δίνοντας το παράδειγμα στις αποσχιστικές δυνάμεις και των υπολοίπων πέντε νοτίων Πολιτειών (Αλαμπάμα, Γεωργία, Φλόριντα, Μισισίπι, Λουιζιάνα) για να διακηρύξουν από την Αλαμπάμα το σχηματισμό νέας ανεξάρτητης κυβέρνησης, αυτής των Συνομοσπονδιακών Πολιτειών της Αμερικής του Τζέφερσον Ντέιβις (Jefferson Davis) και του μετέπειτα στρατηγού της Ρόμπερτ Λη (Robert E. Lee). Ο πρωταρχικός στόχος του Λίνκολν θα είναι η αποτροπή με κάθε μέσο του εμφυλίου πολέμου, χωρίς ωστόσο να αποδέχεται ως όρο για την κατάπαυση των εχθροπραξιών τη διαίρεση των Ηνωμένων Πολιτειών. Αυτή ήταν η κόκκινη γραμμή της Ένωσης και του Λίνκολν προσωπικά. Ο Πρόεδρος δεν ήταν διατεθειμένος να καταργήσει το θεσμό της δουλείας και με τον τρόπο αυτό να διακινδύνευε να χάσει Πολιτείες της Ένωσης που νομιμοποιούσαν το θεσμό της, όπως το Κεντάκυ και το Μέρυλαντ.
Μόνο κάτω από την πίεση του πολέμου, πίεση κοινή και για τους δύο αντιπάλους, θα προκρινόταν η χειραφέτηση των δούλων ως λύση για την επιστράτευση νεοσυλλέκτων στο στρατό της Ένωσης. Επιπλέον ο Λίνκολν θα κέρδιζε και τη συμπάθεια των φιλελεύθερων Ευρωπαίων, ιδιαίτερα της Αγγλίας. Τον Σεπτέμβριο του 1862 μέσα στο πνεύμα αυτό εξέδωσε την προκαταρκτική διακήρυξη της χειραφέτησης, με την οποία υποσχόταν την ελευθερία όλων των δούλων των Πολιτειών που είχαν στασιάσει, εξαιρώντας τις Πολιτείες που ενδεχομένως επέστρεφαν στην Ένωση. Αναπόφευκτα και ο «Νότος» μεθόδευε κινήσεις για την κατάργηση και από μέρους του της δουλείας. Αυτή η πολυπλοκότητα του εμφυλίου πολέμου, με τα ασαφή ιδεολογικά όρια των δύο εμπολέμων, που σαφώς δεν εξαντλούνταν σε μια αντιπαράθεση εκείνων που ήταν υπέρμαχοι και εκείνων που ήταν ενάντιοι στη δουλεία, απουσιάζει χαρακτηριστικά από την ερμηνεία του Πολέμου που ο Σπίλμπεργκ προτείνει στην ταινία του. Το κρίσιμο ζήτημα παρέμενε η Ένωση.
Μετά την τρομακτική σε βιαιότητα μάχη στο Γκέτυσμπεργκ της Πενσυλβάνιας και την ήττα των Νοτίων (Ιούνιος 1863), ο Λη δε θα επιχειρούσε ποτέ ξανά εισβολή σε εδάφη των Βορείων. Στις 4 Ιουλίου 1863 το Βίκσμπεργκ θα πέσει στα χέρια των ομοσπονδιακών δυνάμεων του αρχηγού των ενόπλων δυνάμεων των «Βορείων» Γκραντ (Ulysses S. Grant). Τα στρατηγικά σχέδια του ίδιου του Λίνκολν για ολοκληρωτική επίθεση σε όλα τα μέτωπα εναντίον των «Νοτίων» άρχισαν να αποδίδουν, όχι χωρίς παλινδρομήσεις, σημαντικές απώλειες και ήττες για το στρατό της Ένωσης. Η νίκη στα πεδία των μαχών και η πτώση στα χέρια των Ομοσπονδιακών του Πήτερσμπεργκ και του Ρίτσμοντ μετά από μακρά πολιορκία δρομολογούν τις τελικές εξελίξεις υπέρ της Ένωσης. Στις 9 Απριλίου 1865 ο Λη παρέδωσε στον Γκραντ το στρατό του. Πέντε ημέρες αργότερα ο Πρόεδρος Λίνκολν, νικητής του Εμφυλίου, και πρωτεργάτης της επανενοποίησης των Ηνωμένων Πολιτειών θα έπεφτε νεκρός σε δολοφονική ενέδρα. Η Συνομοσπονδία θα διαλυόταν και ο νότος θα ανασυγκροτούταν, όμως πολλά από όσα οραματίστηκε ο Λίνκολν για τη φυλετική ισότητα δεν θα γίνουν πράξη˙ θα παρέμεναν ζητήματα ανοιχτά για την αμερικανική κοινωνία και του επόμενου αιώνα, του εικοστού.
[1] E.J.Hobsbawm, Έθνη και εθνικισμός από το 1780 μέχρι και σήμερα. Πρόγραμμα, μύθος, πραγματικότητα, 1994, σ. 113.
[2] Michael S. Green, “Lincoln, the West, and the Antislavery Politics of 1850s”, στο Lincoln Looks West: From the Mississippi to the Pacific, (edited by Richard W. Etulain), Southern Illinois University, 2010, p. 90-112. Ενδεικτικά για το Λίνκολν βλ. Mark E. Neely, Abraham Lincoln and the promise of America, Harvard University Press, 1994, Harry V. Jaffa, A New Birth of Freedom: Abraham Lincoln and the Coming of the Civil War, 2000.
[3] Για την οικονομία και την κοινωνία των Η.Π.Α το 19ο αιώνα, καθώς και τον αμερικανικό εμφύλιο πόλεμο βλέπε, E.J.Hobsbawm, Η Εποχή του Κεφαλαίου 1848-1875, 1996, σ. 207-224.
[1] Philip Zelikow, “Steven Spielberg, Historian”, The New York Times, 29 November 2012.
[2] Gary Gutting, “Learning History at the movies”, The New York Times, 29 November 2012.
[3] Στάθης Βαλούκος, Ιστορία του κινηματογράφου, 2003, σ. 567-569.
[4] Ειδικότερα για τον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας βλέπε, Γιάννης Κοκκινάκης, Εξουσία και Ελευθερία. Η συγκρότηση των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, 1776-1789, Π.Ε.Κ., 2012.










