ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΣΥΠΑ Banner
ΑΠΟΨΕΙΣ

Το «Αρχείο του Ρωσικού Υποπροξενείου Ρεθύμνης»

0

 Το «Αρχείο του Ρωσικού Υποπροξενείου Ρεθύμνης»[1] (εφεξής Α.Ρ.Υ.Ρ. στις υποσημειώσεις) καλύπτει χρονικά μία μακρά περίοδο της ιστορίας της Κρήτης, το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και τις αρχές του 20ου. Το αρχειακό υλικό εκκινά από το έτος 1860, οπότε και ιδρύεται στα Χανιά το Γενικό Προξενείο της Ρωσίας και το αντίστοιχο Υποπροξενείο στο Ρέθυμνο. Το αρχείο σταματά το 1919, όταν ο Υποπρόξενος Γεώργιος Ι. Χατζηγρηγοράκης θα αποστείλει την τελευταία επιστολή προς τον τελευταίο Πρόξενο της Ρωσίας Σ. Ζουέφ στις 31 Οκτωβρίου 1919.  Στο κείμενο που ακολουθεί θα παρουσιαστούν σε γενικές γραμμές διάφορες πτυχές του αρχειακού υλικού που αφορά, κυρίως, την περίοδο από το 1891 έως το 1897. Είναι η περίοδος που την διεύθυνση του Υποπροξενείου Ρεθύμνης έχει ήδη αναλάβει ο Χατζηγρηγοράκης από τις 24 Απριλίου 1891.[2]

Το «Αρχείο του Ρωσικού Υποπροξενείου Ρεθύμνης» αποτελείται από ενότητες λυτών χειρόγραφων στο μεγαλύτερο μέρος τους εγγράφων, οι οποίες έχουν ταξινομηθεί κατά χρονολογικό έτος και παρουσιάζουν μια συνέχεια που καλύπτει τη θητεία και των τεσσάρων Υποπροξένων που υπηρέτησαν τη ρωσική διπλωματία από τη θέση αυτή. Ως προς το αρχειακό υλικό που σχετίζεται με τη θητεία του Χατζηγρηγοράκη παρατηρείται μια ιδιαιτερότητα την οποία δεν εμφανίζουν οι αρχειακές ενότητες των προηγούμενων Υποπροξένων. Στην περίπτωσή του το αρχείο του Υποπροξενείου σώζεται μαζί με το μεγαλύτερο μέρος του προσωπικού/οικογενειακού του αρχείου. Περιλαμβάνει και την προσωπική αλληλογραφία του, έγγραφα και επιστολές που έλαβε ή απέστειλε σε πρόσωπα φιλικά και πρόσωπα του περιβάλλοντός του. Επιπλέον, μας παρουσιάζει ανάγλυφα την εικόνα  μιας σαφώς πιο διευρυμένης δραστηριότητας, πέρα από τα διπλωματικά καθήκοντα, τα οποία υποστηρίζουν σε μεγάλο βαθμό τις υπόλοιπες δραστηριότητες του Χατζηγρηγοράκη, είτε με το κύρος που η διπλωματική ιδιότητα συνεπαγόταν, είτε/και με τα πολλαπλά υλικά οφέλη που εκπορεύονταν από το αξίωμα.

Το «Αρχείο του Ρωσικού Υποπροξενείου Ρεθύμνης» απόκειται στη Δημόσια Βιβλιοθήκη Ρεθύμνης. Περιλαμβάνει στο μεγαλύτερο μέρος του  σχέδια εξερχόμενων εγγράφων σε μορφή επιστολής, τα οποία είχαν ως τελικό αποδέκτη κυρίως τον Γενικό Πρόξενο της Ρωσίας στα Χανιά. Όχι, όμως, μόνο αυτόν, καθώς υπήρχε αλληλογραφία και με τον αρχηγό του ρωσικού στρατού που έδρευε στο Ρέθυμνο την περίοδο 1897-1909, τον μουσουλμάνο Διοικητή Ρεθύμνης, τον πρόεδρο του μουσουλμανικού Εσκαφίου, τον αρχηγό της Χωροφυλακής  και άλλα θεσμικά πρόσωπα. Τα σχέδια των εγγράφων κάθε έτους χωριστά λαμβάνουν έναν αύξοντα αριθμό σχεδίου, είναι ιδιοχείρως γραμμένα από τον κάθε Υποπρόξενο, ενώ σε περιόδους που τη διεύθυνση του Υποπροξενείου αναλάμβανε ο Διερμηνέας του προκύπτουν και σχέδια γραμμένα απ’ αυτόν. Το γεγονός  ότι διασώζεται μεγάλο μέρος των σχεδίων του Ρωσικού Υποπροξενείου, αποτελεί το σημαντικότερο στοιχείο που το χαρακτηρίζει και θα πρέπει να αντιμετωπιστεί ως πλεονέκτημα για την ιστορική έρευνα. Και αυτό γιατί συμβαίνει στα σχέδια των εγγράφων να αποτυπώνονται οι πρώτες καταγραφές, διορθώσεις και διαγραφές, που στο τελικό έγγραφο, είτε αποσιωπούνται, είτε διατυπώνονται με πιο δόκιμο τρόπο. Το ίδιο ισχύει και για τα αντίγραφα των επιστολών προς τρίτα πρόσωπα που επιμελώς κρατούσαν οι Yποπρόξενοι.

Πέρα από τα σχέδια και τα αντίγραφα εγγράφων υπάρχουν και πρωτότυπες  αρχειακές ενότητες που αφορούν τα εισερχόμενα  προξενικά έγγραφα, την εισερχόμενη αλληλογραφία από πρόσωπα που γνώριζαν τον Υποπρόξενο, πρόσωπα της οθωμανικής Διοίκησης, συγχωριανούς και φίλους του Yποπροξένου, πρωτότυπες επιστολές του Επισκόπου Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου Διονύσιου προς τον Χατζηγρηγοράκη, καθώς και επιστολές που λάμβανε ο τελευταίος από τον υιό του Ιωσήφ που σπούδαζε στην Αθήνα. Στα πρωτότυπα έγγραφα περιλαμβάνονται εγκύκλιοι και επιστολές του αρχηγού του ρωσικού στρατού κατοχής και Διοικητή Ρεθύμνης Σόστακ (Theodor de Schostak), έγγραφα των δικαστικών αρχών, αναφορές κατοίκων και προυχόντων που απευθύνονταν στο Υποπροξενείο και στο Γενικό Προξενείο της Ρωσίας, κανονισμοί για διάφορα θέματα που άπτονταν της λειτουργίας των προξενικών αρχών, καθώς και προσκλήσεις για διάφορες κοινωνικές εκδηλώσεις και τελετές. Τέλος, έχουν καταγραφεί και δέκα σημαντικά κατάστιχα, από τα οποία τα έξι αφορούν την υπηρεσιακή λειτουργία του Υποπροξενείου Ρεθύμνης, ενώ τα υπόλοιπα τέσσερα τις εμπορικές και οικονομικές δραστηριότητες του Υποπρόξενου Χατζηγρηγοράκη.

  Για την ηλεκτρονική παρουσίαση του αρχειακού υλικού επιλέχτηκε η βάση δεδομένων FileMaker Pro 5.5, πάνω στην οποία διαμορφώθηκαν όλα τα πεδία των εγγραφών. Ιδιαίτερη βαρύτητα δόθηκε στη χρησιμοποίηση των λέξεων-κλειδιών, ώστε ο ερευνητής να μπορεί εύκολα να διατρέχει ολόκληρο το καταγεγραμμένο υλικό, να συγκεντρώνει και να διασταυρώνει τις πληροφορίες που θέλει. Πέρα από τη χρήση λέξεων-κλειδιών η αναζήτηση είναι δυνατή και σε κάθε ένα πεδίο εγγραφής χωριστά, όπως για παράδειγμα με την χρονολογική ανεύρεση εγγράφων ή με τη χρήση του ονόματος του αποστολέα ή του παραλήπτη. Στο βασικότερο πεδίο εγγραφής δίνονται οι περιλήψεις των εγγράφων με τρόπο ώστε να διασώζεται το σύνολο των πραγματολογικών στοιχείων του κάθε εγγράφου χωριστά. Καταγράφονται όλα τα ονοματεπώνυμα, τα γεωγραφικά στοιχεία και τα τοπωνύμια κάθε εγγράφου, οι διοικητικοί όροι και τα προσωπογραφικά στοιχεία. Από κάθε περίληψη προκύπτουν οι λέξεις-κλειδιά, με τις οποίες ο ερευνητής μπορεί να διατρέξει όλες τις αρχειακές εγγραφές. Δημιουργήθηκαν στην ηλεκτρονική βάση 1531 εγγραφές, που αφορούν τις αρχειακές ενότητες των ετών 1889-1909. Όπως γίνεται κατανοητό έχει καταχωρηθεί στην ηλεκτρονική βάση ένα μόνο μέρος του συνολικού αρχειακού υλικού, για την πλήρη κάλυψη του οποίου απαιτείται η συνέχιση των προσπαθειών της συμπλήρωσης της βάσης δεδομένων. Εν κατακλείδι, το  Αρχείο του Ρωσικού Υποπροξενείου Ρεθύμνης αποτελείται από τέσσερις αρχειακές ενότητες, που αντιστοιχούν στα αρχεία της κάθε περιόδου διοίκησης των Υποπρόξενων χωριστά: α) Αιμίλιου Βαρβιέρη (1860-1861), β) Γεωργίου Σκουλούδη (1861-1877), γ) Εμμανουήλ Μαυραντζάκη (1877-1891) και δ) Γεώργιου Ι. Χατζηγρηγοράκη (1891-1919).

Κάθε αρχείο, όσο πλούσιο και αν είναι σε πληροφορίες και περιγραφές, δεν μπορεί από μόνο του να μας παρουσιάσει μια ολοκληρωμένη εικόνα των οικονομικοκοινωνικών και πολιτικών πραγματικοτήτων της εποχής στην οποία και το ίδιο ανήκει. Δεν παύει, όμως, να αποτελεί μια σημαντική μαρτυρία για ό,τι έγινε.

Η θέση του Υποπρόξενου ήταν λοιπόν μία θέση πολιτικά προσδιορισμένη.[3] Εκ προοιμίου, θα πρέπει να διακρίνουμε δύο βασικές περιόδους της λειτουργίας του Υποπροξενείου Ρεθύμνης την περίοδο της θητείας του Χατζηγρηγοράκη, με την πολιτική πραγματικότητα να διαμορφώνει διαφορετικούς ρόλους για τον Υποπρόξενο και κατά συνέπεια να παρουσιάζονται διαφορετικές ανάγκες στις οποίες το Υποπροξενείο θα έπρεπε να ανταποκριθεί. Η πρώτη περίοδος αφορά τη λειτουργία του Υποπροξενείου σε καιρό επαναστατικής αναταραχής και η δεύτερη την λειτουργία του διπλωματικού μηχανισμού σε καιρό ειρήνης, η οποία συμπίπτει με την αποδοχή της Αυτονομίας από τη Γενική Συνέλευση των Κρητών, την αποχώρηση μέχρι τις 2 Νοεμβρίου 1898 του συνόλου του τουρκικού στρατού από το νησί και την κατάθεση των όπλων από τους χριστιανούς επαναστάτες στις 5 Νοεμβρίου του ίδιου έτους.[4] Από εκεί και πέρα το Υποπροξενείο επανακάμπτει στις ομαλές λειτουργίες του, εξυπηρετώντας, κυρίως, τις ανάγκες που προκύπτουν από την παρουσία του ρωσικού στρατού στο Ρέθυμνο.[5]

Πιο πριν, την περίοδο 1891-1895, ο Υποπρόξενος της Ρωσίας Χατζηγρηγοράκης έρχεται αντιμέτωπος με μία κατάσταση που, όπως παρουσιάζεται μέσα από το αρχείο, υπήρξε ρευστή και σε μεγάλο βαθμό συγκρουσιακή.[6] Οπωσδήποτε τα όσα γράφονται από τον ίδιο και αποστέλλονται στον Πρόξενο στα Χανιά δείχνουν σε μεγάλο βαθμό το τι ακριβώς συνέβαινε στο Ρέθυμνο και στις επαρχίες του, τουλάχιστον ως προς τις ενέργειες της Διοίκησης Ρεθύμνης σε διάφορα ζητήματα. Ως προς τα ζητήματα που αφορούσαν την χριστιανική κοινότητα πέρα από τα γεγονότα τα οποία καταγράφονται με γλαφυρό τρόπο, η παρουσίαση μιας «διωκόμενης» από τους Οθωμανούς κοινότητας δεν μπορεί παρά να ενέχει και το στοιχείο της υπερβολής με προφανή πολιτικό στόχο.[7] Αναδύεται μέσα από το αρχειακό μας υλικό για τα έτη αυτά μια μεθοδευμένη προσπάθεια με άμεσο στόχο την άσκηση πιέσεων προς τη Γενική Διοίκηση Κρήτης για τη βελτίωση της θέσης των χριστιανών και όχι την υπέρβαση των ορίων προς την κατεύθυνση της άμεσης αντιπαράθεσης με τις οθωμανικές αρχές. Η μετά την Επανάσταση του 1889 περίοδος ήταν δύσκολη για τους χριστιανούς, που βγήκαν ηττημένοι από τον επαναστατικό αγώνα, αλλά και προμηνύει πως μια μη διόρθωση  των κακώς κειμένων δεν θα μπορούσε παρά να οδηγήσει είτε στην ενεργότερη εμπλοκή των Μεγάλων Δυνάμεων- κύρια της Ρωσίας σύμφωνα με την πεποίθηση του Χατζηγρηγοράκη- είτε προς μία νέα Επανάσταση.[8] Όμως, μια επαναστατική προοπτική την παρούσα περίοδο είναι κάτι που ο Υποπρόξενος όχι μόνο απεύχεται, αλλά και όλες του οι ενέργειες προσβλέπουν σε μια αρμονική συμβίωση Οθωμανών και χριστιανών στο Τμήμα Ρεθύμνης.[9]

Από το 1895 το ρωσικό Υποπροξενείο Ρεθύμνης γίνεται ο αγωγός διά του οποίου φτάνουν στο Γενικό Πρόξενο στα Χανιά οι ανησυχίες του χριστιανικού πληθυσμού για την πολιτική κατάσταση που διαμορφώνεται στον απόηχο των γεγονότων της μεταπολιτευτικής Επανάστασης. Και στο Ρέθυμνο διατυπώνεται το γενικότερο αίτημα για την ενεργοποίηση της Σύμβαση της Χαλέπας, η οποία παρέμενε ανενεργή μετά την  αποτυχημένη Επανάσταση του 1889. Ήδη από το τέλος της Επανάστασης του 1889 μέχρι το 1895 παρατηρείται μια συνεχώς αυξανόμενη συσσώρευση δυσαρέσκειας απέναντι στην οθωμανική εξουσία, χωρίς ωστόσο να διαμορφώνεται ένα σαφές αίτημα για αυτονομία ή ένωση του νησιού με την Ελλάδα. Και η μία και η άλλη προοπτική φαντάζουν ακόμη μακρινές ουτοπίες, ωστόσο  οι φωνές διαμαρτυρίας  πυκνώνουν σε κάθε δυσάρεστη για τους χριστιανούς ευκαιρία.

Ο Χατζηγρηγοράκης παρακολουθούσε από κοντά τα γεγονότα που συνέβαιναν σε τοπικό επίπεδο και με αφορμή αυτές τις πραγματικότητες προσπαθούσε να εκτιμήσει την πορεία των μελλοντικών πολιτικών εξελίξεων στο Κρητικό Ζήτημα. Ο ίδιος πίστευε πως το Κρητικό Ζήτημα στην παρούσα περίοδο  ήταν πρωτίστως ζήτημα διοικητικό, γι’ αυτό και επικέντρωνε την προσοχή του στην απονομιμοποίηση της οθωμανικής διοίκησης. Πίστευε πως με τις κατάλληλες διοικητικές μεταρρυθμίσεις θα μπορούσε να επανέλθει η απολεσθείσα ηρεμία στο νησί. Τρόμαζε στην ιδέα της επανάκαμψης παλαιότερων διοικητικών καθεστώτων, ακόμη και αυτού της Σύμβασης της Χαλέπας, που θεωρούσε ότι δεν μπόρεσε να λειτουργήσει αποτελεσματικά. Ακόμη και όταν το 1897 με το ξέσπασμα των επαναστατικών συγκρούσεων το Κρητικό Ζήτημα γίνεται πολιτικό, ο Χατζηγρηγοράκης δεν θα πάρει μια σαφή πολιτική θέση, υπέρ της μιας ή της άλλης λύσης, και επιμελώς θα αποφεύγει να διατυπώσει ο ίδιος κάποιο αίτημα προς την προϊστάμενη αρχή του. Το τι πίστευε ο ίδιος διαφαινόταν από τις πληροφορίες, τις φήμες και τις ειδήσεις που επέλεγε ή αποσιωπούσε να παρουσιάζει στον Γενικό Πρόξενο.[10]

Συμπερασματικά, θα υποστηρίζαμε πως ο Υποπρόξενος απευθύνεται στο Γενικό Προξενείο περισσότερο για ζητήματα που άπτονταν της διοικητικής μεταρρύθμισης της οθωμανικής εξουσίας και λιγότερο για πολιτικά ζητήματα, που συνδέονταν με τα αιτήματα των επαναστατών. Ως προς τα τελευταία η παρέμβασή του είναι έμμεση, καθώς ο ίδιος παρουσιαζόταν ως ο ενδιάμεσος κρίκος μεταξύ των επαναστατών και του Προξενείου, χωρίς αυτό να σημαίνει και την πολιτική αποδοχή των επαναστατικών κινήσεων. Φαίνεται πως ήταν μετριοπαθής στις πολιτικές του απόψεις, υπέρμαχος μιας λιγότερο ριζοσπαστικής και λιγότερο βίαιης λύσης στο Κρητικό Ζήτημα. Αν και ήταν ανοιχτός σε κάθε άποψη εμφανίζεται προσεκτικός σε σχέση με όσα μετέφερε στο Προξενείο. Άλλωστε,  η θέση του επέβαλλε να έχει μια πλήρη ενημέρωση, να γνωρίζει ανθρώπους και προθέσεις, ώστε να διαμορφώνει μια καλύτερη εικόνα των καταστάσεων.[11]

Στην πολιτική του δράση ο Χατζηγρηγοράκης θα δεχτεί τους περιορισμούς και τις ευθύνες της διπλωματικής του θέσης. Σε καμία περίπτωση δε θα εκφράσει τις διαφωνίες και τη δυσαρέσκειά του για κάποια πολιτική επιλογή του ρωσικού Προξενείου. Άλλωστε ήταν ελάχιστες οι περιπτώσεις εκείνες που να βρέθηκε στη δυσάρεστη θέση να εκτελέσει κάποια άνωθεν διαταγή με την οποία διαφωνούσε.

Μετά το 1895 θα ακολουθήσει μια περίοδος εντάσεων ανάμεσα σε χριστιανούς και μουσουλμάνους. O Χατζηγρηγοράκης παρακολουθούσε από κοντά και με έκδηλη αγωνία όσα λάμβαναν χώρα.[12] Έγιναν φόνοι και από τις δύο πλευρές, επιθέσεις σε στρατιωτικούς πύργους, αντεκδικητικές ενέργειες από τους Οθωμανούς και γενικότερα επανέκαμψε το κλίμα της ανασφάλειας, ιδιαίτερα στην ενδοχώρα του τμήματος Ρεθύμνης. Ο Berard μίλαγε για την «πλημμυρίδα και την άμπωτη» που προκαλούνταν στην Κρήτη σε περιόδους έντασης και Επανάστασης.[13] Ήταν οι Οθωμανοί που εγκατέλειπαν τα χωριά και οι χριστιανοί που αναζητούσαν προστασία σε ορεινότερα μέρη. Κοινός τόπος και για ό, τι θα συνέβαινε και το 1897.


[1] Το αρχείο διασώθηκε χάρις σε ενέργειες του Γιάννη Παπιομύτογλου,  διευθυντή τότε της Δημόσιας βιβλιοθήκης Ρεθύμνου και φυλάσσεται σε αυτήν.

[2] Α.Ρ.Υ.Ρ., αρ.σχεδίου 16, Χατζηγρηγοράκης προς Λ. Νεάγα, Γενικό Πρόξενο Ρωσίας, 26 Απριλίου 1891. Ο Χατζηγρηγοράκης αναφέρεται στην κηδεία του προϊστάμενού του Εμ. Μαυραντζάκη. Με το ίδιο έγγραφο αποδέχεται το διορισμό του στη διεύθυνση του Υποπροξενείου Ρεθύμνης. Ο Μαυραντζάκης απεβίωσε στις 23 Απριλίου 1891.

[3] Α.Ρ.Υ.Ρ., έτος 1898, «Reglement  Relatif aux Consuls Etrangers».

[4] Α.Ρ.Υ.Ρ., Χατζηγρηγοράκης προς Φραντζεσκάκη Φραντζή, 14 Σεπτεμβρίου 1902.

[5] Ειδικότερα για τη ρωσική διοίκηση στο Τμήμα Ρεθύμνης την περίοδο 23 Οκτωβρίου 1898 έως 12 Ιουλίου1899, βλ., Ζαχαρίας Αντωνάκης, «Η παρουσία των Δυνάμεων Κατοχής στην Κρήτη (1898-1909). Η περίπτωση των Ρωσικών αυτοκρατορικών στρατευμάτων», Ελλωτία, τόμος 10 (2002), σ. 125-147.

[6] Ενδεικτικά, Α.Ρ.Υ.Ρ., αρ.σχεδίου 2, Χατζηγρηγοράκης προς Νεάγα, 12 Ιανουαρίου 1893.

[7] Ενδεικτικά, Α.Ρ.Υ.Ρ., αρ.σχεδίου 3, Χατζηγρηγοράκης προς Βουλγαρίδη, 2 Φεβρουαρίου 1895

[8] Victor Berard, Κρητικές Υποθέσεις, οδοιπορικό 1897. Μέρες ναυάρχων και επανάστασης, Τροχαλία,1994, (α΄έκδοση 1900), σ. 99-101.

[9] Ενδεικτικά, Α.Ρ.Υ.Ρ., αρ.σχεδίου 83, Χατζηγρηγοράκης προς Δεμερίκ, 11 Ιουνίου 1896.

[10] Ενδεικτικά, Α.Ρ.Υ.Ρ., αρ.σχεδίου 31, Χατζηγρηγοράκης προς Δεμερίκ, 12 Φεβρουαρίου 1897.

[11] Ενδεικτικά, Α.Ρ.Υ.Ρ., αρ. σχεδίου 22, Χατζηγρηγοράκης προς Δεμερίκ, 29 Μαρτίου 1896.

[12] Ενδεικτικά, Α.Ρ.Υ.Ρ., αρ. σχεδίου 2, Χατζηγρηγοράκης προς Δεμερίκ, 26 Ιανουαρίου 1896. Berard, 1994, ό.π., σ. 317.

[13] Ο Berard θα δώσει μία γλαφυρή εικόνα της κατάστασης που επικρατούσε αμέσως μετά τον εμπρησμό των Χανίων τον Ιανουάριο του 1897: «Τότε μόνο οι χριστιανοί έτρεξαν στις συνοικίες, στα χωριά, στους ελαιώνες, στ’ αμπέλια, στις μουσουλμανικές ιδιοκτησίες. Το παν καταστράφηκε. Στα ογδόντα μουσουλμανικά χωριά της κεντρικής Κρήτης δεν έμεινε ούτε μία στέγη και οι τοίχοι είναι ετοιμόρροποι από τις ρωγμές. Όσο για τις ελιές και τ’ αμπέλια, άρχισαν το συστηματικό ξερίζωμα˙ αν σώθηκαν μερικές, ο λόγος είναι ότι έλειπαν χέρια.  Είχαν την ιδέα να καλέσουν βουνίσιους σε βοήθεια˙ αλλά επειδή εκείνοι εξέφρασαν την πρόθεση να σφετεριστούν τους ελαιώνες αντί να τους καταστρέψουν, οι άνθρωποι των πεδιάδων, που θα έχαναν τους πελάτες τους, τους αγοραστές του λαδιού τους, έδιωξαν τους βοηθούς τους και ξανάρχισαν μόνοι τη δουλειά. Δε λέω τίποτα για τους μιναρέδες και τα τζαμιά. Το πετρέλαιο και η δυναμίτιδα απλοποίησαν τη δουλειά˙ αυτοί οι καλοί χριστιανοί αισθάνονται μια ευσεβή χαρά να διασχίζουν πολλά χιλιόμετρα, για να έρθουν να διαπράξουν εκεί τις αισχρότητές τους.», Berard, 1994, ό.π., σ. 271. «Οι χριστιανοί κατέστρεψαν τις μουσουλμανικές ιδιοκτησίες του εσωτερικού˙ οι μουσουλμάνοι κατέστρεψαν τις χριστιανικές ιδιοκτησίες της ακτής˙ αυτές οι ιδιοκτησίες είναι ίσες, οπότε οι ζημιές επανορθώνονται, και δεν βλέπουμε ποιο μέρος θα ήθελε ή θα μπορούσε να δώσει στο άλλο αποζημιώσεις σε είδος ή χρήμα.», Berard, 1994, ό.π., σ. 264.

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

KPRINT Banner
ΑΠΟΨΕΙΣ

Το «Αρχείο του Ρωσικού Υποπροξενείου Ρεθύμνης»

0
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ