«Ο Κρητικός λαός, συνελθών εις πάνδημον συλλαλητήριον εν Θερίσω της Κυδωνίας σήμερον την 10 Μαρτίου 1905 κηρύττει ενώπιον Θεού και ανθρώπων την πολιτικήν αυτού ένωσιν μετά του Βασιλείου της Ελλάδος, εις μίαν αδιαίρετον, ελευθέραν, συνταγματικήν πολιτείαν. Εν Θερίσω τη 12 Μαρτίου 1905».
Στις 10/23 Μαρτίου 1905 ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο Κωνσταντίνος Φούμης και ο εξ Αθηνών Κωνσταντίνος Μάνος κήρυξαν την επανάσταση κατά του Ύπατου Αρμοστή πρίγκιπα Γεωργίου με κύριο αίτημα την ένωση της Κρήτης με το Ελληνικό Βασίλειο. Στην ουσία πίσω από το ενωτικό αίτημα, κοινό άλλωστε μεταξύ φιλελευθέρων και συντηρητικών, υπήρχε η επιθυμία των Βενιζελικών για μεγαλύτερη συμμετοχή στην εξουσία. Αυτό συνεπαγόταν τον περιορισμό ή την απαλοιφή της συγκεντρωτικής και αυταρχικής εξουσίας του Γεωργίου. Αυτόδηλα, οι Μεγάλες Δυνάμεις τάχθηκαν υπέρ της συντήρησης του πολιτειακού καθεστώτος της Αρμοστείας, γεγονός που τους έφερε αντιμέτωπους με ένα μειοψηφικό τμήμα του χριστιανικού πληθυσμού της νήσου. Η τοποθέτηση αυτή των Δυνάμεων Κατοχής ενάντια στο επαναστατικό κίνημα δε συνοδεύτηκε και από την ανάλογη δραστηριοποίηση απέναντι στις επιθετικές κινήσεις των επαναστατών. Την πολιτική της αδράνειας και της μη παρέμβασης δεν τη συμμερίστηκε η ρωσική κατοχική δύναμη και σε μικρότερο βαθμό η αγγλική δύναμη κατοχής. Οι φιλοπριγκιπικές εφημερίδες του Ρεθύμνου ενημέρωσαν τον πληθυσμό ότι «από της π. Τετάρτης 16 λήγοντος μηνός κατά διαταγήν των Μεγάλων Δυνάμεων η Α.Β.Υ ο Πρίγκηψ Γεώργιος της Ελλάδος Ύπατος Αρμοστής Κρήτης ανέθηκεν εις τον Συντ/ρχην τον ρωσσικόν στρατευμάτων και Αρχηγόν της κατοχής κ.Κ. Ουρμπάνοβιτζ την τήρησιν της δημοσίας τάξεως εν τω Ημ. Νομώ Ρεθύμνης, έκτοτε δε ο ρωσσικός στρατός ανέλαβε την φρούρησιν των δημοσίων Γραφείων και την τήρησιν της τάξεως».[1]
Η κοινοποίηση της ανάληψης δράσης από τις ρωσικές δυνάμεις έγινε στις 27 Μαρτίου, δηλαδή, έντεκα ημέρες μετά την ημερομηνία επαναφοράς της ρωσικής κατοχικής διοίκησης στο τομέα της διατήρησης της τάξης στο νομό. Στο μεσοδιάστημα προηγήθηκε το δυναμικό συλλαλητήριο των Βενιζελικών στην πόλη στις 25 Μαρτίου 1905.[2] Τότε, για πρώτη φορά εκδηλώθηκε επέμβαση του ρωσικού στρατού και της χωροφυλακής όταν υποβιβάστηκαν οι ελληνικές σημαίες, που οι υποστηρικτές του κινήματος είχαν τοποθετήσει σε δημόσια κτίρια, στη Νομαρχία και το Τελωνείο. Η κοινωνία της πόλης παρά τις εκκλήσεις του Ύπατου Αρμοστή στις 12 Μαρτίου από τη Χαλέπα[3] και τις προτροπής των νεοεκλεγέντων βουλευτών του νομού για «απόλυτον ησυχίαν»,[4] έμοιαζε ανήσυχη και νευρική. Ανήσυχοι ήταν και οι Ρώσοι αξιωματικοί. Το πρωινό, μάλιστα, της 25ης Μαρτίου ο Κ. Ουρμπάνοβιτς (Urbanovic) δεν παρέστη αν και προσκλήθηκε στη δοξολογία για τον εορτασμό της εθνικής εορτής.[5] Στο μετά την 25η Μαρτίου διάστημα ο φιλοπριγκιπικός τύπος της πόλης έγινε το βήμα απ’ όπου εκτοξεύονταν οι απειλές των αντιβενιζελικών προς «τα ταραχοποιά στοιχεία που ήγειραν θρασείαν την κεφαλήν»[6] καθώς και οι προειδοποιήσεις των Ρώσων για ένοπλη επέμβαση. Έτσι προς εκφοβισμό δηλώνεται μέσω των εφημερίδων η ανάληψη της φρούρησης της πόλης από το ρωσικό στρατό. Η δημοσίευση της 27ης Μαρτίου αποτελούσε μία σαφή προειδοποίηση με αποτρεπτικό χαρακτήρα και είχε άμεσο αποτέλεσμα τον κατευνασμό της έντασης στην πόλη, όχι, όμως, και στην επαρχία.
Τα μηνύματα για επαναστατικές συναθροίσεις και κινήσεις σε χωριά του νομού, που έφταναν στα αυτιά του Ουρμπάνοβιτς, τον οδήγησαν στο να ζητήσει διαμέσου του Ρώσου Προξένου ενίσχυση των στρατευμάτων κατοχής. Το Μάιο του 1905 έφτασαν στο Ρέθυμνο ακόμα 183 στρατιώτες του 52ου συντάγματος πεζικού «Βίλνο» με διοικητή το λοχαγό Μπογκντασάρωφ. Στην ύπαιθρο αυξήθηκαν κατά το μήνα Μάιο οι περιπτώσεις αντίστασης κατά των νομίμων αρχών και της χωροφυλακής. Στο Ατσιπόπουλο ο ενωμοτάρχης Μάρκος Αβάτζος, που είχε λιποτακτήσει, κατέλαβε με τρεις άλλους ενόπλους χωροφύλακες το Δημαρχείο του Δήμου Ατσιποπούλου.[7] Η επέμβαση της χωροφυλακής αποκατέστησε την τάξη. Στο Μελιδόνι οι κατά τους Ρώσους «συμμορίτες» συγκρούστηκαν με ακροβολισμένους Ρώσους με τραυματίες ανάμεσα στους αντάρτες. Εστίες επαναστατικών ενεργειών κατά της χωροφυλακής και των ρωσικών αποσπασμάτων εντοπίζονταν αφενός στην επαρχία Μυλοποτάμου (Μελιδόνι, Γαράζο, Μαργαρίτες), αφετέρου στις περιοχές που γειτνίαζαν με την επαρχία Αποκόρωνα (Αργυρούπολη, Ρούστικα, Άγιος Κωνσταντίνος) και αποτελούσαν προγεφύρωμα των επαναστατών του Θερίσου στο νομό Ρεθύμνης. Το πέρασμα των περιοχών αυτών στην ένοπλη αντιπαράθεση έγινε με προτροπή των υπό των εκπροσώπων της επαναστατικής αρχής ανταρτών του Αποκόρωνα, χωρίς επαρκείς ενδείξεις για το μέγεθος εμπλοκής του τοπικού πληθυσμού στην επανάσταση. Μπορούμε να υποθέσουμε πως το επαναστατικό κίνημα, εξαιτίας της έγκαιρης κινητοποίησης του ρωσικού στρατού, δε βρήκε την υποδοχή που, ενδεχομένως, να περίμεναν οι επικεφαλείς των ανταρτών του Θερίσου και των γύρω επαρχιών, ώστε να γενικευτεί η επανάσταση στο νομό Ρεθύμνης που παρέμεινε αντιδραστικός προς αυτήν.
Αρχές Ιουνίου οι Ρώσοι αποφάσισαν να επιβάλλουν στρατιωτικό νόμο στις πιο «ανήσυχες» περιοχές του νομού, κίνηση που προκάλεσε δυσαρέσκεια στους πληθυσμούς των περιοχών αυτών χωρίς αυτό να συνεπάγεται γενίκευση της ένοπλης αντίστασης.[8] Οπωσδήποτε, όμως, υπήρξαν κάποιοι που πήραν τα όπλα και τέθηκαν υπό τις διαταγές ρεθυμνιωτών οπλαρχηγών, όπως του Ανδρέα Κακούρη στην περιοχή των Ρουστίκων και του Σταυριανού Μπιρή στο Ζουρίδι. Ανησυχητικές για τον Ουρμπάνοβιτς ήταν και οι περιπτώσεις λιποταξίας χωροφυλάκων. Στα χωριά που έφταναν οι Ρώσοι εγκαθιστούσαν τμήματα της χωροφυλακής και του στρατού και απαγόρευαν την κυκλοφορία στους δρόμους μετά τις 9μ.μ.. Ούτε οι μονές Αρσανίου και Αρκαδίου εξαιρέθηκαν από τα κατασταλτικά μέτρα του Ουρμπάνοβιτς μετά τις πληροφορίες που είχε ότι οι ιερομόναχοι βοηθούν τους αντάρτες.[9] Η έξοδος του ρωσικού στρατού από το στρατώνα της Σοχώρας, η επιβολή στρατιωτικού νόμου σ’ όλο το νομό, καθώς και οι προειδοποιήσεις προς τον πληθυσμό της ενδοχώρας για «διά βίας αποκατάστασης του διασαλευθέντος παρά των επαναστατών πρώην γοήτρου και ανεξαρτησίας των εντοπίων Αρχών», αποθάρρυναν τον ντόπιο πληθυσμό που απέφυγε την όποια συμμετοχή στο κίνημα. Οι Ρώσοι δεν μπόρεσαν να εμποδίσουν την είσοδο επαναστατών από το νομό Χανίων, που, όμως, δεν έτυχαν θερμής υποδοχής παρά την υποστήριξή τους από Ρεθεμνιώτες οπλαρχηγούς.[10]
Στις 31 Ιουλίου 1905 ξεκίνησαν από το Θέρισο επαναστάτες υπό τις διαταγές των Κ. Μάνου και Γ. Ζερβού με προορισμό τις δυτικές περιοχές του νομού Ρεθύμνης και σκοπό την κατάλυση των αρχών στις περιοχές αυτές. Η πορεία των επαναστατών από τα χωριά Αργυρούπολη, Ρούστικα, Παλαίλιμνος, Πρινέ και Ατσιπόπουλο προκάλεσε τη σύμπτυξη των ρωσικών δυνάμεων στην πόλη του Ρεθύμνου, κυρίως, γιατί ο Ουρμπάνοβιτς δεν επιθυμούσε την ανάληψη δραστικών επιχειρήσεων κατά των ανταρτών, οι οποίες θα προκαλούσαν θύματα και στον άμαχο πληθυσμό. Κάποιοι από τους αντάρτες εξέλαβαν την αναδίπλωση των Ρώσων ως ένδειξη ηττοπάθειας και χωρίς να υπάρχει διαταγή, εκβιάζοντας μία σύγκρουση με τους Ρώσους, πλησίασαν τις πρώτες σκοπιές στην περιοχή Νταμπακαριά στη δυτική έξοδο της πόλης σκοτώνοντας ένα Ρώσο σκοπό. Ο Ουρπάνοβιτς πέρασε, αμέσως, στην αντεπίθεση με δύναμη 500 ανδρών και στη θέση Βιολί-Χαράκι, κοντά στο Ατσιπόπουλο, συγκρούστηκε με δύναμη 150 ανταρτών. Οι Ρώσοι με τη συνδρομή 100 περίπου χωροφυλάκων ανάγκασαν τους επαναστάτες σε υποχώρηση στις 2 Αυγούστου. Δύο λόχοι ρωσικού στρατού κατέλαβαν τα Ρούστικα και την Αργυρούπολη και επέβαλλαν στρατιωτικό νόμο.[11] Μέχρι τα τέλη Αυγούστου ο Ρωσικός στρατός κατάφερε να απωθήσει όλους τους επαναστάτες προς το νομό Χανίων, με σημαντικές απώλειες ανάμεσα στους αντάρτες. Οι Ρώσοι είχαν έναν νεκρό στρατιώτη από τη συμπλοκή στο Ατσιπόπουλο και αρκετούς τραυματίες. Ο Ουρμπάνοβιτς σημείωσε στο «Ημερολόγιο του εκστρατευτικού σώματος των αυτοκρατορικών στρατευμάτων» στις 22 Αυγούστου: «…η αντίσταση των στασιαστών στο ρωσικό τομέα έχει παταχτεί και, καθ’ όλα τα φαινόμενα για όλη τη διάρκεια της παραμονής μας στην Κρήτη
Στις 28 Αυγούστου 1905 ο Ουρπάνοβιτς με προκήρυξη διαβεβαίωνε για το ακαταδίωκτο όσων μεταμελούμενοι παραδώσουν τα όπλα. Την ίδια μέρα έγινε η ταφή του Ρώσου στρατιώτη, αφού προηγήθηκε νεκροψία. Στην κηδεία προς μεγάλη δυσαρέσκεια του Ρώσου διοικητή δεν παρέστη ο Επίσκοπος Ρεθύμνης Διονύσιος, που ήταν θερμός υποστηρικτής του κινήματος του Θερίσου. Το ευνοϊκό και φιλικό υπέρ των Ρώσων κλίμα των περασμένων ετών άρχισε μετά το 1905 να αλλάζει.
[1] Επιθεώρησις, εφημερίς πολιτική, κοινωνική, εμπορική και των ειδήσεων, εκδίδεται κατά Σάββατον, υπεύθυνος εκδότης: Γ. Παπαδόπετρος, Διευθ. και Συντάκτης, Θ. Γ. Παπαδάκης.
27 Μαρτίου 1905.
[2] Επιθεώρησις, 27 Μαρτίου 1905. Ο υποπρόξενος Χατζηγρηγόρης αναφέρει ότι έγιναν και συλλήψεις ανθρώπων «εκ των μάλα φερόντων της ημετέρας πόλεως». Κωνσταντίνου Δ. Σβολόπουλου, Ο Ελευθέριος Βενιζέλος και η πολιτική κρίσης εις την αυτόνομον Κρήτην 1901-1906, Ίκαρος 1974, σ. 158.
[3] Επιθεώρησις, 13 Μαρτίου 1905.
[4] Επιθεώρησις, 27 Μαρτίου 1905.
[5] Επιθεώρησις, ό.π.
[6] Επιθεώρησις, 5 Απριλίου 1905.
[7] Επιθεώρησις, 25 Μαΐου 1905.
[8] Επιθεώρησις, 4 Ιουνίου 1905.
[9] Επιθεώρησις, 4 Ιουνίου 1905.
[10] Επιθεώρησις, 11 Ιουνίου 1905.
[11] Επιθεώρησις, 28 Αυγούστου 1905.

