ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΣΥΠΑ Banner
ΑΠΟΨΕΙΣ

Κατοχή και Αντίσταση στο Αμάρι (1941-1945) - Όψεις της υλικής διάστασης του Πολέμου στη νέα της χρήση

0

 Η μνήμη της πολιτικής τρόμου και των μαζικών εκτελέσεων είναι την ίδια στιγμή και μνήμη των θυμάτων, που ποτέ δεν έπαψαν να μας μιλούν. Στις πρακτικές των αντιποίνων ξεδιπλώθηκε η ωμή ναζιστική θεωρία ενάντια σε κάθε δίκαιο πολέμου, το οποίο, όμως, επικαλούνταν για να το καταστρατηγήσει την ίδια στιγμή. Ανάμεσα στη σχέση κατακτητή και κατακτημένου οι μορφές των αντιποίνων που αναπτύχθηκαν από το στρατό κατοχής έθεταν με σαφήνεια τα όρια και ανάμεσα στον πολιτισμό και τη βαρβαρότητα, αφού η μορφή που πήραν αυτά έδειξαν ένα καλά σχεδιασμένο έγκλημα κατά της ανθρωπότητας και όχι μία μορφή άμυνας της Βέρμαχτ. Πίσω από τις αντιλήψεις των ανώτερων κλιμακίων της Βέρμαχτ, τις διαδοχικές διαταγές για τη διαχείριση των έκρυθμων καταστάσεων, το στρατηγικό σχεδιασμό με βάση την αποτελεσματικότητα, κρυβόταν η αλήθεια της αντιμετώπισης των ανθρώπων ως αριθμών. Αργά ή γρήγορα, όπως θα φανεί, ο υπολογισμός δεν έκανε διάκριση μεταξύ ενόχων και αθώων και αυτή ήταν η λογική των αντιποίνων της Βέρμαχτ. Η θεωρητική κατασκευή της λογικής της εξόντωσης των «σλάβων» και των «κομμουνιστών» ήταν μόνο το κάλυμμα μιας πανικόβλητης κατοχικής δύναμης που απέναντι στην αντίσταση του τοπικού πληθυσμού κατέφευγε στις τακτικές των αντιποίνων και στην καταστρατήγηση κάθε έννοιας πολεμικού δικαίου.

Από τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα γερμανικής θηριωδίας υπήρξαν οι σφαγές στα χωριά Καλάβρυτα, Κομμένο και Δίστομο. Στις 16 Αυγούστου 1943, εκτελέστηκαν στο χωριό Κομμένο 317 άνθρωποι, ανάμεσά τους νήπια και παιδιά. Αντίστοιχης αγριότητας υπήρξε η σφαγή των Καλαβρύτων στις 13 Δεκεμβρίου 1943. Το χωριό καταστράφηκε ολοσχερώς και εξοντώθηκε το σύνολο του αντρικού πληθυσμού του. Παρόμοιας αγριότητας υπήρξε και η σφαγή του Διστόμου στις 10 Ιουνίου 1944. Τα αντίποινα των Γερμανών στην περιοχή του Διστόμου είχαν ως αποτέλεσμα την εκτέλεση 218 κατοίκων και το κάψιμο του χωριού. Aπό τις 14 μέχρι 16 Σεπτεμβρίου του 1943 εκτελέστηκαν 401 κάτοικοι των επαρχιών Βιάννου και Ιεράπετρας. Στις 17 Αυγούστου, στο μπλόκο της Κοκκινιάς εκτελέστηκαν περισσότεροι από 200 Έλληνες και ένας μεγάλος αριθμός μεταφέρθηκε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Χαϊδαρίου. Στις 22 Αυγούστου 1944 η ναζιστική βία έπεσε πάνω στα χωριά του Κέντρους. (Γερακάρι, Άνω Μέρος, Βρύσες, Γουργούθοι, Σμιλές, Δρυγιές, Καρδάκι και Κρύα Βρύση). Οι κάτοικοι της περιοχής συγκεντρώθηκαν, οι ταυτότητες των ανδρών ελέγχθηκαν και εκείνοι που επρόκειτο να εκτελεστούν, συνελήφθησαν και κρατούνταν χωριστά. Οι γυναίκες διατάχθηκαν να επιστρέψουν στα σπίτια τους και να συλλέξουν τα τιμαλφή τους. Αυτό ήταν ένα τέχνασμα με στόχο να διευκολύνουν τη λεηλασία που θα ακολουθούσε. Οι γυναίκες, τα παιδιά και οι ηλικιωμένοι απομακρύνθηκαν, ενώ οι άνδρες, όσοι δεν εκτελέστηκαν, μεταφέρθηκαν στο Ρέθυμνο, όπου κρατήθηκαν στη Φορτέτζα, στα «σύρματα», για μερικές εβδομάδες. Μετά από την αναχώρησή τους, εκτελεστικά αποσπάσματα άρχισαν τις εκτελέσεις των ανδρών που κρατήθηκαν στα χωριά σε ομάδες. Έγιναν μαζικές εκτελέσεις άμαχου πληθυσμού, από τις οποίες έχασαν τη ζωή τους 164 άνθρωποι. Στο χωριό Βρύσες εκτελέστηκαν τριάντα κι ανάμεσα τους και Σμιλιανοί. Τα χωριά καήκαν. 77 οικίες των Βρυσών ισοπεδώθηκαν. Επί οχταημέρου οι ναζί λεηλατούσαν το χωριό.

Tι απέγιναν οι επικεφαλής των ναζί στην Κρήτη; Ο Στρατηγός Friedrich-Wilhelm Müller συνελήφθη από τον Κόκκινο Στρατό στην Ανατολική Πρωσία και αργότερα εκδόθηκε στην Ελλάδα. Δικάστηκε στην Αθήνα μαζί με τον Bruno Bräuer μεταξύ 1942-1944, για εγκλήματα πολέμου στο νησί. Και οι δύο δικάστηκαν, καταδικάστηκαν σε θάνατο στις 9 Δεκεμβρίου 1946 και εκτελέστηκαν από εκτελεστικό απόσπασμα στις 20 Μαΐου 1947. Κανείς άλλος δεν έχει ποτέ προσαχθεί στη δικαιοσύνη και δεν καταβλήθηκαν ποτέ αποζημιώσεις στους επιζώντες.

Μας χωρίζουν αρκετές δεκαετίες από τα ιστορικά γεγονότα στα οποία αναφέρεται η επετειακή αυτή εκδήλωση. Γενιές ανθρώπων πέρασαν αφήνοντας το αποτύπωμά τους, υλικό και πνευματικό. Άνθρωποι που τότε έζησαν έφυγαν από κοντά μας, άλλοι αφήνοντας πίσω σ’ εμάς τη μαρτυρία τους, άλλοι έφυγαν σιωπηρά, χωρίς να πουν τίποτα ή που μίλησαν λίγο, ενώ έκαναν πολλά. Δεν έζησα αλλά μπορώ να φανταστώ τους στενούς συγγενείς των θυμάτων, πνιγμένους στο βουβό πόνο τους κάθε χρόνο τέτοιες μέρες, αθόρυβα να αφήνουν τα λουλούδια τους στους τάφους των δικών τους ανθρώπων. Κυριαρχούσε το πένθος.

Στις μέρες μας κάθε χρόνο τιμούμε τη μνήμη των θυμάτων των Ναζί. Είναι βέβαιο πως δεν αρκούν μόνο οι τελετές και το επαναλαμβανόμενο τελετουργικό. Δεν είναι αρκετό τη στιγμή που η Ευρώπη ακολουθεί μια δική της αντιφατική πολιτική διαχείρισης των ιστορικών γεγονότων. Αλλού οι ακροδεξιές φωνές εξυμνούν τους θύτες, αλλού, όμως, η Ευρώπη υποκλίνεται σ’ όσους έδωσαν τη ζωή τους ενάντια στο ναζισμό-φασισμό σε Ανατολή και Δύση. Εμείς, όμως, πρώτοι οφείλουμε να δώσουμε τις δικές μας απαντήσεις με τη γνώση και όχι τη λήθη του παρελθόντος μας. Σημαντική θέση στη διασφάλιση της μνήμης έχει η παιδεία και η εκπαίδευση.

Αναμφίβολα σημαντικό κεφάλαιο στην παγκόσμια ιστορία του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου αποτελεί η ιστορία που διαδραματίστηκε πάνω στο νησί της Κρήτης. Ακόμη και στις μέρες μας υπάρχουν σημεία στους τόπους της που μαρτυρούν ότι κάτι σημαντικό έγινε στο νησί, ότι ο πόλεμος άφησε εδώ πέρα τα ίχνη του. Υπάρχουν όμως και οι μαρτυρίες ανθρώπων εν ζωή ή μη που μας μιλούν για αυτό το παρελθόν. Είναι αυτά τα διαχρονικά ζωντανά ίχνη που παρουσιάζουν τις αφανείς πλευρές ενός σκληρού πολέμου. Το νησί βρέθηκε στη δίνη αυτού του πολέμου και η απόφαση σε αυτές τις περιστάσεις για αντίσταση κατά του κατακτητή δεν είναι εύκολη. Όσοι όμως την πήραν υπάκουαν σε αυτό που τους επέβαλλε η συνείδησή τους και καθόρισαν την πορεία τους μέσα στο πλαίσιο επιλογών που έδινε το νησί για την εκδήλωση πράξεων εναντίον του εχθρού. 

Το Αμάρι έχει καταχωρηθεί στη διεθνή βιβλιογραφία ως τόπος σημαντικός για την περίοδο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.[1] Δεν είναι μόνο η συνολική αντίσταση των κατοίκων της επαρχίας εναντίον του κατακτητή, αλλά και η δράση συγκεκριμένων δικτύων που δραστηριοποιούνταν εναντίον του εχθρού με οργάνωση του Συμμαχικού Στρατηγείου Μέσης Ανατολής. Επιπλέον το Αμάρι ήταν και τόπος μαρτυρίου, αφού τα αντίποινα των Γερμανών έπληξαν με τρόπο ολοκληρωτικό χωριά της επαρχίας. (Λοχριά, Βρύσες, Γερακάρι, Δρυγιές, Σμιλές, Καρδάκι, Γουργούθοι, Άνω Μέρος) Ως τόπος ενεργοποίησης δικτύων ποικίλων αντιστασιακών δράσεων όπως η φιλοξενία και φυγάδευση στρατιωτών της συμμαχίας, η λειτουργία ασυρμάτων, η τροφοδοσία αντάρτικων ομάδων, η στελέχωση των ομάδων αυτών, το Αμάρι και οι άνθρωποί του έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην επιτυχή διεκπεραίωση της φυγάδευσης της αντάρτικης ομάδας που απήγαγε το στρατηγό Κράιπε προς τις νότιες ακτές.

H ναζιστική Γερμανία εξαρχής θεώρησε την Κρήτη ως το τελευταίο προκεχωρημένο φυλάκιο της στην Ευρώπη, από το οποίο είτε θα εξορμούσαν οι δυνάμεις της Βέρμαχτ, είτε θα αμύνονταν σε αυτό. Η σημαντικής αξίας γεωγραφική και γεωπολιτική θέση του νησιού στις προθέσεις των Γερμανών και τα σχέδια των Βρετανών στη Μεσόγειο, επηρεάζει το σχηματισμό και τη δράση των αντιστασιακών οργανώσεων. Οι Γερμανοί διατηρούν πολυάριθμες στρατιωτικές δυνάμεις στο νησί, δημιουργούν στρατόπεδα και αεροδρόμια, σκάβουν και επανδρώνουν πολυβολεία σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της Κρήτης. Οι Βρετανοί επιθυμούν να κρατούν σε επαγρύπνηση τον ντόπιο πληθυσμό για μια επικείμενη απόβασή τους στο νησί, ενώ παράλληλα σε συνεργασία και με εγχώριες δυνάμεις δημιουργούν αντιστασιακούς πυρήνες.

Η ναζιστική λογική πίσω από τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις αποτέλεσε από μόνη της, ως θύμα των δικών της αντιφάσεων, το μερικό εκείνο στοιχείο στο όνομα του οποίου ξεδιπλώθηκε ολόκληρη η απειλή κατά της ανθρωπότητας. Αυτή την απειλή, που ως σκέψη πραγματοποιήθηκε με τρόπο ορθολογικό σε απόλυτη αντίθεση προς τον ορθό Λόγο, του οποίου αποτέλεσε προσβολή, ο ιστορικός οφείλει να κατανοήσει σύμφωνα με τις λογικές ερμηνείες του παρελθόντος. Η ανάδειξη στο πλαίσιο αυτό της ναζιστικής λογικής περί αντιποίνων μάς παρουσιάζει τον παραλογισμό ενός κατοχικού μηχανισμού, που, όμως, φρόντιζε ο ίδιος να ενεργεί στα πλαίσια ενός λογικού σχεδιασμού για την επιβολή της δύναμής του στον κατακτημένο και πάντοτε σε αναφορά με τη νομιμότητα, που οριζόταν σύμφωνα με τις δικές του αντιλήψεις περί δικαίου. Η κατανόηση αυτών των πρακτικών πρέπει να είναι για εμάς ο μονόδρομος για την «αποζημίωση» που χρωστά η Ιστορία στα θύματα της ναζιστικής λογικής. Η μνήμη της πολιτικής τρόμου και των μαζικών εκτελέσεων είναι την ίδια στιγμή και μνήμη των θυμάτων, που ποτέ δεν έπαψαν να μας μιλούν.

 Στις πρακτικές των αντιποίνων ξεδιπλώθηκε η ωμή ναζιστική θεωρία ενάντια σε κάθε δίκαιο πολέμου, το οποίο, όμως, επικαλούνταν για να το καταστρατηγήσει την ίδια στιγμή. Η ανάδειξη στο πλαίσιο αυτό της ναζιστικής λογικής περί αντιποίνων μάς παρουσιάζει τον παραλογισμό ενός κατοχικού μηχανισμού, που, όμως, φρόντιζε ο ίδιος να ενεργεί στα πλαίσια ενός λογικού σχεδιασμού για την επιβολή της δύναμής του στον κατακτημένο και πάντοτε σε αναφορά με τη νομιμότητα, που οριζόταν σύμφωνα με τις δικές του αντιλήψεις περί δικαίου.

Ανάμεσα στη σχέση κατακτητή και κατακτημένου οι μορφές των αντιποίνων που αναπτύχθηκαν από το στρατό κατοχής έθεταν με σαφήνεια τα όρια και ανάμεσα στον πολιτισμό και τη βαρβαρότητα, αφού η μορφή που πήραν αυτά έδειξε ένα καλά σχεδιασμένο έγκλημα κατά της ανθρωπότητας και όχι μία μορφή άμυνας της Βέρμαχτ. Πίσω από τις αντιλήψεις των ανώτερων κλιμακίων της Βέρμαχτ, τις διαδοχικές διαταγές για τη διαχείριση των έκρυθμων καταστάσεων, το στρατηγικό σχεδιασμό με βάση την αποτελεσματικότητα, κρυβόταν η αλήθεια της αντιμετώπισης των ανθρώπων ως αριθμών. Η θεωρητική κατασκευή της λογικής της εξόντωσης των «σλάβων» και των «κομμουνιστών» ήταν μόνο το κάλυμμα μιας πανικόβλητης κατοχικής δύναμης που απέναντι στην αντίσταση του τοπικού πληθυσμού κατέφευγε στις τακτικές των αντιποίνων και στην καταστρατήγηση κάθε έννοιας πολεμικού δικαίου.

Οι Γερμανοί στρατιώτες που «αμύνονταν συμβολικώς του Δυτικού πολιτισμού», διέπραξαν και κατά την αποχώρησή τους από την Κρήτη ένα ακόμη έγκλημα κατά της ανθρωπότητας με τις αθρόες εκτελέσεις και το κάψιμο των χωριών του Κέδρους…

Παρά το γεγονός πως η επιχείρηση της απόβασης στη Νορμανδία στέφτηκε με επιτυχία, ο δρόμος προς το Βερολίνο δεν θα ήταν εύκολος για τα αγγλοαμερικανικά στρατεύματα. Οπωσδήποτε η ανακατάληψη του Παρισιού από τις δυνάμεις αυτές και τους Γάλλους αντιστασιακούς στις 25 Αυγούστου 1944 σηματοδότησε την αντιστροφή του κλίματος και συμβολικά αποκατέστησε την τάξη του καλού έναντι του κακού. Οι Γερμανοί είχαν υποχωρήσει από τις αρχικές γραμμές τους στη γαλλική επικράτεια με γενική υποχώρηση στις 15 Αυγούστου, όμως, το κύριο μέλημα του στρατηγού Αϊζενχάουερ υπήρξε η παγίωση μιας αξιόπιστης γραμμής εφοδιασμού σε ένα βάθος μετώπου που διαρκώς διευρυνόταν. Παράλληλα η αποκατάσταση των συγκοινωνιακών υποδομών υπήρξε απαραίτητη για την ευόδωση της προσπάθειας. Ο αρχικός στόχος ήταν η κατάληψη των Κάτω Χωρών, ώστε να διευκολυνόταν η βασική επίθεση στην βιομηχανική καρδιά του Ράιχ στην περιοχή του Ρουρ. Αντίθετες φωνές όπως αυτή του στρατηγού Μοντγκόμερι που ήθελε άμεση επίθεση στη Γερμανία δεν έγιναν δεκτές. Εμπόδιο στην προέλαση αποτελούσε η παράταξη ισχυρών Γερμανικών δυνάμεων στην οχυρή γραμμή Ζίγκφριντ. Επιπλέον το γεγονός πως διασχίζουν την περιοχή αυτή πολλά ποτάμια έκανε την διέλευσή τους εξαιρετικά δύσκολο εγχείρημα.

Στο δρόμο για το Άρμεν η αντίσταση των Γερμανών ήταν ο κύριος λόγος για την καθυστέρηση της προέλασης μετά και την αποτυχία των δυνάμεων των αλεξιπτωτιστών να δώσουν το πλεονέκτημα στους συμμάχους. Μπαίνοντας στο Φθινόπωρο του 1944 οι εχθροπραξίες είχαν επεκταθεί σε πολλά μέρη χωρίς οι σύμμαχοι να σημειώνουν ιδιαίτερη πρόοδο, παρά το γεγονός πως διέθεταν υπέρτερες δυνάμεις. Οι Γερμανοί του στρατηγού Ρούντστεντ έθεσαν στη μάχη όλες τις εφεδρείες και επιχείρησαν στην περιοχή των Αρδεννών μια τελευταία ανεπιτυχή αντεπίθεση. Πριν από την επίθεση των Αρδεννών τον Δεκέμβρη του 1944 ο Χίτλερ διακήρυσσε: «Μια νίκη των εχθρών μας θα οδηγήσει οπωσδήποτε στον μπολσεβικισμό μέσα στην Ευρώπη. Όλοι πρέπει να καταλάβουν, και θα καταλάβουν, τι θα σήμαινε αυτή η μπολσεβικοποίηση για τη Γερμανία. Εδώ δεν πρόκειται για αλλαγή του κράτους, όπως στο παρελθόν.[…] Εδώ όμως πρόκειται για την ύπαρξη της ίδια της ουσίας.[…]».[2] Με αυτά τα λόγια ο Χίτλερ έδινε το σύνθημα της αντεπίθεσης τη στιγμή που μαζί μ’ αυτόν όλα κατέρρεαν για το χιλιόχρονο Ράιχ. Το γερμανικό έθνος, πίστευε ο Φύρερ, απειλούνταν με αφανισμό, αφού απειλούνταν ο πυρήνας της ουσίας της γερμανικής φυλής. 

Στην επαρχία Αμαρίου ακόμη και σήμερα μπορεί να δει κανείς τα κατάλοιπα αυτής της ιστορίας. Μετά την αποχώρηση των Γερμανών οι κάτοικοι του Αμαρίου πήγαν στο Τυμπάκι –στο χώρο δουλείας τους- και πήραν απαραίτητα γι’ αυτούς υλικά από το χώρο του γερμανικού αεροδρομίου. Κυρίως πήγαν οι κάτοικοι των πλησιέστερων προς τους γερμανικούς χώρους χωριών. Οι κάτοικοι των ολοκαυτωμάτων χωριών ζούσαν σε μια ιδιότυπη προσφυγιά διασκορπισμένοι σε συγγενικές οικίες άλλων χωριών του Αμαρίου, οπότε μηδαμινό γερμανικό υλικό έφτασε τότε στα μέρη τους. Έτσι χρησιμοποιήθηκαν υλικά όπως P.S.P., στρατιωτικά κάνιστρα, συρματοπλέγματα και στρατιωτικοί πάσσαλοι σε μια νέα χρήση σε πόρτες, ως κάγκελα, σε αγρούς, σε πλέγματα, περιφράξεις και στις μεταφορές, αφήνοντας, όμως, και ένα ίχνος από την παλιά χρήση τους στη μνήμη των παλαιοτέρων, όσων ακόμη βρίσκονται εν ζωή: «αυτό είναι των Γερμανών από το αεροδρόμιο στο Τυμπάκι». Η ιδιότυπη αυτή λαφυραγώγηση έγινε από το σύνολο των χωριών της επαρχίας Αμαρίου, ιδιαίτερα βέβαια από τους κατοίκους χωριών που γειτνίαζαν με το Τυμπάκι. Τα λάφυρα αυτά σήμερα βρίσκονται διάσπαρτα στα χωριά της επαρχίας και εντοπίζονται από το εξασκημένο μάτι. Λαφυραγώγηση έγινε και στο στρατόπεδο των Γερμανών στα Μακρυμαλλιανά πάνω από το Τυμπάκι, καθώς και στη γεωργική σχολή Ασωμάτων.[3]

Τα υλικά μέσα του πολέμου γίνονται μέσα ειρήνης σε εποχές δύσκολες για το Αμάρι. Ο πόλεμος είχε αφανίσει οικογένειες, είχε καταστρέψει χωριά που περίμεναν την ανοικοδόμησή τους, είχε αφήσει κατεστραμμένες καλλιέργειες, ανθρώπους που διαβιούσαν στο σύνολό τους σε συνθήκες φτώχειας και στέρησης. Όμως τα πράγματα έπρεπε να προχωρήσουν σε πείσμα των χαλεπών καιρών. Από τις γερμανικές εγκαταστάσεις χρησιμοποιήθηκε οτιδήποτε μπορούσε να συμβάλλει στην ανοικοδόμηση οικιών. Σίδερα ξηλώθηκαν, ξυλεία και πέτρες μεταφέρθηκαν. Ο κινητός εξοπλισμός που διέφυγε της φύλαξης μπορούσε να περιλαμβάνει από κρεβάτια και έπιπλα μέχρι κουζινικά σκεύη. Στις Κουρούτες Αμαρίου χρησιμοποιήθηκε ως προέκταση πασσάλου κάνη από γερμανικό όπλο. Κάλυκες βλημάτων γεμίζουν με λουλούδια σε οικίες και εκκλησίες. Νυφικά των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων φτιάχτηκαν από μετάξι αλεξιπτώτων. Τα PSP χρησιμοποιήθηκαν ακόμη και ως βολόσυροι στα αλώνια. Τα στρατιωτικά μπιτόνια νερού και βενζίνας χρησιμοποιούνται μέχρι τις μέρες μας σε μεταφορές υγρών.

Στα χωριά που υπέστησαν τη ναζιστική βαρβαρότητα με δυσκολία ανιχνεύονται οι παραπάνω νέες χρήσεις του πολεμικού υλικού, αφού η επαύριο του πολέμου δεν βρίσκει στα χωριά του όσους επέζησαν. Πέρα από τους νεκρούς υπάρχουν ακόμη και σήμερα υλικές μαρτυρίες της ναζιστικής βίας. Διασώζονται οι τόποι εκτελέσεως, τα κτίρια συγκέντρωσης, καμένα σημάδια μάρτυρες του απάνθρωπου. Αυτά πρέπει να διασωθούν και να συντηρηθούν ως μαρτυρικοί τόποι. Τα κτίρια του Άουσβιτς και του Νταχάου, για παράδειγμα, διασώθηκαν για να θυμίζουν. Στη Γαλλία ένα ολόκληρο χωριό στέκει για να θυμίζει. Πρόκειται για το Oradour-sur-Glane κοντά στην πόλη Λιμόζ της νοτιοδυτικής Γαλλίας. Στις 10 Ιουνίου 1944 εκτελέστηκαν 642 κάτοικοι άνδρες, γυναίκες και παιδιά και το χωριό παραδόθηκε στη μανία των Waffen-SS. Αυτά ως αντίποινα για τη δράση ανταρτών με αφορμή την αιχμαλωσία ενός ναζί αξιωματικού από αντάρτες της περιοχής.

Η πρόταση μου είναι η αξιοποίηση των μαρτυρικών τόπων με ειδικές σημάνσεις και με την αναγραφή συνοπτικά κάποιων πληροφοριών για το γηγενή και αλλοδαπό επισκέπτη. Ο Σμιλές, για παράδειγμα, είναι ένα ερειπωμένο χωριό που έχασε τους κατοίκους του όταν επέδραμαν οι κατακτητές. Αναφέρεται στην έκθεση της κεντρικής επιτροπής διαπιστώσεως ωμοτήτων: «Σμιλές. Ο συνοικισμός εξ 11 κατοικιών, καταστραφεισών. Εξετελέσθησαν 3 άνδρες, εξ ων ο εις Ιω. Βαρούχας, ήτο πατήρ 7 τέκνων.»[4] Ένα άλλο παράδειγμα, εξίσου σημαντικό, αποτελεί το ερειπωμένο πια χωριό των Γουργούθων, το οποίο υπέστη επίσης καθολική καταστροφή από τους ναζί. Εκεί ακόμη στέκουν τα δοκάρια των πυρπολημένων οικιών, μέσα σε μια αρκετά μεγάλη έκταση με κατεστραμμένες οικίες.

Αυτονόητο  θεωρώ σε ένα βάθος χρόνου τη δημιουργία μουσείου Ολοκαυτώματος, Κατοχής και Αντίστασης της περιόδου 1941-1944, όπου θα μπορούν να εκτεθούν πολεμικά υλικά όπως της παρούσας κινητής έκθεσης, αλλά και πιο συγκεκριμένα πράγματα όπως φωτογραφίες από τους τόπους θυσίας, προσωπικά αντικείμενα, φωτογραφίες και κειμήλια των εκτελεσμένων και των κατοίκων των μαρτυρικών χωριών. Όλα αυτά μπορούν να γίνουν. Υπάρχουν όμως και πολλά που έχουν ήδη γίνει. Στην είσοδο του χωριού-μνημειακού χώρου του Oradour-sur-Glane υπάρχει η επιγραφή «Να θυμάστε…»


[1] Ενδεικτικά βλ., Πάτρικ Λη Φέρμορ, Η απαγωγή του Στρατηγού Κράιπε, πρώτη έκδοση Φεβρουάριος 2016, Wes Davis, Επιχείρηση «Αριάδνη». Ο μυστικός πόλεμος για τη σωτηρία της Κρήτης από τους Ναζί, Αθήνα 2014, σ. 139, 157, Rick Stroud, Kidnapin in Crete, The true story of the abduction of a nazi General, Bloomsbury, 2014  και Tom J. Dunbabin, Ένας αρχαιολόγος στον πόλεμο, Από τη σειρά  ''Μαρτυρίες '', αριθμός 6, Ελληνο-αγγλική έκδοση, Ε.Κ.Ι.Μ. Ηράκλειο 2015.

[2] Mark Mazower, Η Αυτοκρατορία του Χίτλερ. Ναζιστική εξουσία στην κατοχική Ευρώπη, 2009, σ. 522. Για την Πτώση του Χίτλερ και τις τελικές αντεπιθέσεις βλ. σ. 522-550.

[3] Μαρτυρία Παντελή Γιακουμάκη, Φουρφουράς Αμαρίου, 5 Μαρτίου 2017.

[4] Δήμος Ηρακλείου, Έκθεσις της  κεντρικής επιτροπής διαπιστώσεως ωμοτήτων εν Κρήτη, Ηράκλειο 1983, σ. 74.

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

KPRINT Banner
ΑΠΟΨΕΙΣ

Κατοχή και Αντίσταση στο Αμάρι (1941-1945) - Όψεις της υλικής διάστασης του Πολέμου στη νέα της χρήση

0
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ