ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΣΥΠΑ Banner
ΡΕΘΥΜΝΟ

Πως η επιστήμη προσεγγίζει το μίσος που εκδηλώθηκε

0

 Η αιφνιδιαστική έλευση των μεταναστών που έφτασαν παράνομα στο Ρέθυμνο το περασμένο Σάββατο,  προκάλεσε μια πρωτοφανή σε έκταση και ένταση «έκρηξη μίσους», του οποίου η προσπάθεια «ανάγνωσης» σοκάρει τους πιο ψύχραιμα σκεπτόμενους.

Η κοινή γνώμη βρέθηκε σε μια πρωτοφανή σύγχυση. Ποιος είχε δίκιο, ποιος άδικο, τι πραγματικά συμβαίνει και τι έπρεπε να γίνει; Τα ερωτήματα προκάλεσαν ένα ομιχλώδες τοπίο πολλαπλών απαντήσεων που δεν απαντούσαν στο παραμικρό!

Η ψύχραιμη, οργανωμένη και σωστή διαχείριση της κρίσης από τις τοπικές Αρχές και κυρίως από την Αντιπεριφέρεια Ρεθύμου, τους Δήμους Ρεθύμνης και Αγίου Βασιλείου αλλά και το Λιμενικό Σώμα, δεν ήταν αρκετά για να κατευνάσουν τα πνεύματα.

Έτσι είδαμε καταστάσεις και ενέργειες που δύσκολα ερμηνεύονται.

Προφανώς ένα μεγάλο μέρος του κόσμου για διάφορους λόγους και κυρίως γιατί είναι δύσκολη η δική μας καθημερινότητα, δεν επιθυμεί την εγκατάσταση άλλων νέων πληθυσμών στο τόπο μας. Αυτό έχει μια λογική βάση να συζητηθεί. Διάφοροι λόγοι θα μπορούσαν να μπουν στον δημόσιο διάλογο και να γίνει μια ανταλλαγή απόψεων.

Όμως, γιατί τόσο μίσος για κάποιους δυστυχισμένους που τους έφεραν και τους παράτησαν στις ακτές της Αγίας Γαλήνης και που από την αρχή ειπώθηκε πως θα φύγουν το πολύ μέσα σε μια εβδομάδα;

Αντί να ορθώσουμε ανάστημα και να διαμαρτυρηθούμε που η Ελλάδα αποδεικνύεται «ξέφραγο αμπέλι», εμείς πήγαμε και πετάξαμε φωτοβολίδες πάνω από το χώρο προσωρινής φιλοξενίας!

Αντί να απαιτήσουμε πολιτικές προστασίας των θαλάσσιων συνόρων μας νότια του νησιού μας, πήγαμε και σκίσαμε τα λάστιχα του φορτηγού που μετέφερε χημικές τουαλέτες στο γήπεδο του Τσεσμέ!

Τι ακριβώς δείξαμε με αυτές τις πρακτικές; Αναδείξαμε το πρόβλημα ή το επιλύσαμε;

Το πιο αποκαλυπτικό ξεγύμνωμα της νοσηρότητας ήρθε, ωστόσο, από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.  «Πετάξτε τους στη θάλασσα με τα ρούχα» έγραψαν κάποιοι ενώ όταν μια συμπολίτισσα ανάρτησε έκκληση να μαζέψουν τρόφιμα και ρούχα για τους ανθρώπους αυτούς, έγραψε άλλος συμπολίτης κάτω από την ανακοίνωση της: «Σε καταριέμαι να σε βιάσουν και να σε σκοτώσουν αφού πρώτα δεις να βιάζουν και να σκοτώνουν τα παιδιά σου»!

Και αυτά είναι δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα ενός άνευ προηγουμένου κύματος μίσους που «παγώνει» τα πάντα στο πέρασμα του.

Όλα αυτά τα φαινόμενα που προσδιορίζουν μια νοσηρή πραγματικότητα μέσα στην λειτουργία της τοπικής κοινωνίας, προσπαθήσαμε να προσδιορίσουμε με την Ψυχολόγο Χρυσούλα Παπαδάκη (MSc Health Psychology/ MSc Criminal Justice Studies).

Πως προσεγγίζει η επιστήμη όλα αυτά που έγιναν μπροστά μας και όλα αυτά που είδαμε ή διαβάσαμε στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης;

Περισσότερα στην συνέντευξη που ακολουθεί:

Πώς δικαιολογείται η έκφραση τόσου μίσους από την κοινωνία εναντίον των μεταναστών;

  Η έκφραση μίσους κατά των μεταναστών προκύπτει από τη μετατροπή της μετανάστευσης σε κατ’ εξοχήν ζήτημα ασφάλειας, όπου ο μετανάστης αναπαριστάται ως εν δυνάμει απειλή για την εδαφική ακεραιότητα, την κοινωνική συνοχή ή ακόμη και τη δημόσια υγεία με άμεσο απότοκο την λήψη 'έκτακτων μέτρων' διαχείρισης της 'απειλής'. Πολιτικές δηλώσεις σε υψηλούς τόνους, που συχνά συνδέουν την παρουσία μεταναστών με την αύξηση της εγκληματικότητας ή τον κίνδυνο τρομοκρατίας, αναπαράγονται από τα μέσα ενημέρωσης, ενώ κρατικές πρακτικές επιτήρησης και αποκλεισμού στα σύνορα εδραιώνουν το στερεότυπο του «επικίνδυνου ξένου». Η δυναμική αυτή εντείνεται σε περιόδους κρίσεων,

όπως στην προσφυγική κρίση του 2015, όταν η αυξημένη ροή ανθρώπων είχε ως αποτέλεσμα την λήψη έκτακτων μέτρων τα οποία όχι μόνο ενίσχυσαν την ιδέα της

«εισβολής» αλλά και επέφεραν την επιβολή  περιορισμών σε βάρος ευάλωτων ομάδων.

    Παράλληλα, η δημόσια σφαίρα χαρακτηρίζεται από έλλειμμα συλλογικής ενσυναίσθησης και έλλειψη

ουσιαστικού διαλόγου. Ο λόγος που κυριαρχεί είναι πολωτικός, καθώς η ταύτιση του «ξένου» με απειλή οδηγεί σε γενικεύσεις μεταξύ διαφόρων μεταναστευτικών κατηγοριών και σε δαιμονοποίηση κοινοτήτων, συχνά συνοδευόμενη από διάδοση ψευδών ειδήσεων και θεωριών συνωμοσίας. Ελλείπουν εκπαιδευτικές και πολιτιστικές πρωτοβουλίες που θα ενίσχυαν την κατανόηση της μεταναστευτικής πραγματικότητας και θα προωθούσαν την αναγνώριση της αξιοπρέπειας και των δικαιωμάτων των μεταναστών ως ανθρώπων με δικές τους ανάγκες και ιστορικό.

Παράλληλα, τα ψυχολογικά κίνητρα που φαίνεται να συμβάλλουν στην έκφραση μίσους ενάντια στους μετανάστες μπορούν να καθοδηγούνται από προσωπικά κίνητρα επιβίωσης και κυριαρχίας αλλά κάποιες φορές και   από την ενίσχυσης της αυτοεκτίμησης.  Οι άνθρωποι είναι κοινωνικά πλάσματα που τους αρέσει να είναι μέρος μιας ομάδας όπως ακριβώς τους αρέσει να βλέπουν τους εαυτούς τους –θετικά και  θέλουν να θεωρούν τις ομάδες που ανήκουν, ως σημαντικές. Επομένως, έχουν την τάση να ανταποκρίνονται περισσότερο ευνοϊκά για τους άλλους μονο όταν είναι μέλη μιας κοινής ομάδας. Έτσι, οι μετανάστες  θυματοποιούνται ως αποτέλεσμα μιας σειράς  πεποιθήσεων και προκαταλήψεων κρινόμενοι  όχι για κάτι που έχουν κάνει, αλλά ως προς την  ίδια τους την ύπαρξή.

Η σαφής αναγκη πολλών ανθρώπων για ένα σίγουρο και  σταθερό πλαίσιο, το οποίο τους κάνει να αισθάνονται ότι απειλείται όταν ο κόσμος μεταβάλλεται ραγδαία, σαφώς αποτελεί ένα ακόμη ψυχολογικό κίνητρο έκφρασης μίσους απέναντι στο ‘διαφορετικό’.

«Όταν συναντώ κάποιον που δεν ταιριάζει με τα στερεότυπα μου»,

 «το άτομο αυτό αποτελεί απλώς μια εξαίρεση»

(Hamilton, D.ψυχολόγος)

Στο τοπικό επίπεδο, η κοινωνικοοικονομική ανασφάλεια, η ελλιπής διαχείριση υποδοχής και η αδιαφανής επικοινωνία από την πλευρά του κράτους λειτουργούν πολλαπλασιαστικά. Σε περιοχές με υψηλή ανεργία και ελλείψεις σε βασικές υποδομές, ο ανταγωνισμός για πόρους όπως η στέγαση, η υγεία και η εκπαίδευση εντείνει την αίσθηση των ελλειμμάτων και στρέφει την αγανάκτηση προς την πιο ορατή και «διαφορετική» ομάδα. Όταν οι

τοπικές αρχές δεν παρέχουν σαφείς πληροφορίες για τις διαδικασίες υποδοχής, το κενό πληροφόρησης καλύπτεται από φήμες και ψευδή ρεπορτάζ, τα οποία τροφοδοτούν περαιτέρω το δηλητήριο του φόβου.

  Συνολικά, το μίσος εναντίον των μεταναστών δεν πηγάζει από έναν μεμονωμένο παράγοντα αλλά από την αλληλεπίδραση της πολιτικής ρητορικής ασφάλειας, της ανεπάρκειας δημοκρατικών διαδικασιών ενσυναίσθησης και των τοπικών συνθηκών που πολλαπλασιάζουν τις εντάσεις.

 Η αντιμετώπιση αυτής της πολυπαραγοντικής μισαλλοδοξίας απαιτεί συντονισμένες πολιτικές θεσμικής διαφάνειας, εκπαιδευτικές δράσεις στον σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και ολιστική διαχείριση υποδοχής, προκειμένου να οικοδομηθεί μια κοινωνία που αναγνωρίζει τον μετανάστη ως ισότιμο μέλος της.

 Γιατί διαπιστώνεται έξαρση θεωριών συνωμοσίας, φοβιών και σύγχυσης στην κοινή γνώμη;

  Η έξαρση των θεωριών συνωμοσίας, των φοβιών και της σύγχυσης στην κοινή γνώμη εδράζεται στην παρατεταμένη

διάβρωση της εμπιστοσύνης προς θεσμούς, πολιτικούς και ειδικούς, η οποία πυροδοτήθηκε πρώτα από την

οικονομική κρίση,  ενισχύθηκε έντονα κατά την διάρκεια της πανδημίας  COVID  και συνεχόμενα από τις  μεταναστευτικές ροές. Όταν οι πολίτες αισθάνονται ότι η επίσημη πληροφόρηση δεν επαρκεί ή ότι τους αποκρύπτονται ζωτικά δεδομένα, η ψυχολογική ανάγκη για κατανόηση τους οδηγεί σε απλουστευτικές ερμηνείες που παρέχουν την ψευδαίσθηση μιας συνεκτικής αφήγησης του χάους, είτε αφορά οικονομικές ή υγειονομικές κρίσεις είτε την «εισβολή» ξένων πληθυσμών. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ως κύρια πηγή καθημερινής ενημέρωσης, λειτουργούν χωρίς μηχανισμούς διασταύρωσης. Εκεί, η παρουσία μεταναστών συνδέεται συχνά με θεωρίες όπως η δημογραφική αλλοίωση ή ο

σχεδιασμός «υβριδικών επιθέσεων», οι οποίες τροφοδοτούν την αίσθηση απειλής από «άλλους» που «υποσκάπτουν» τον κοινωνικό ιστό.

 Η απουσία δημοκρατικών διαδικασιών διαλόγου και η έλλειψη εκπαιδευτικών πρωτοβουλιών ενσυναίσθησης στερεί από την κοινωνία την ικανότητα να αντιπαραθέσει αυτές τις αφηγήσεις, ενώ οι ελλείψεις σε υποδομές υποδοχής και ανταγωνισμό για πόρου, εντείνουν μια  γενικευμένη ανασφάλεια.

  Τέλος, η περιορισμένη πολιτική και ψηφιακή παιδεία καθιστά ευάλωτα μεγάλα τμήματα του πληθυσμού στη χειραγώγηση. Χωρίς κριτική ικανότητα για την αξιολόγηση πηγών και επιχειρημάτων, οι πολίτες παγιδεύονται σε συνωμοσιολογικές θεωρίες που δίνουν εύκολες απαντήσεις σε αβέβαιες καταστάσεις, ενώ το αφήγημα του «επικίνδυνου ξένου» προσφέρει έναν

αποδιοπομπαίο τράγο για πολύπλοκα προβλήματα. Έτσι, η συνδυασμένη επίδραση της θεσμικής αμφισβήτησης, των ανεξέλεγκτων ψηφιακών καναλιών, της μεταναστευτικής αβεβαιότητας και της ελλιπούς ενημέρωσης δημιουργεί το εκρηκτικό μίγμα φόβου και σύγχυσης που ανατροφοδοτεί κάθε νέα κρίση και στην περίπτωση των μεταναστευτικών ροών.

 Ποιες είναι οι προτεινόμενες λύσεις, αν υπάρχουν;

  Η λύση για την αντιμετώπιση της έξαρσης μίσους και σύγχυσης γύρω από το μεταναστευτικό πρέπει να είναι

ολιστική, με κεντρικό άξονα την αποασφαλειοποίηση της μετανάστευσης. Πρώτον, ο δημόσιος διάλογος οφείλει να μετατοπιστεί από την κινδυνολογία προς έναν λόγο ένταξης, διασφάλισης δικαιωμάτων και διαπολιτισμικής κατανόησης· αυτό σημαίνει ότι πολιτικοί και θεσμοί πρέπει να αποφεύγουν την αναγωγή του μετανάστη σε «κίνδυνο» και να υιοθετήσουν έναν λόγο  που θα αναδεικνύει τη συνεισφορά του στην οικονομία, τον πολιτισμό και την κοινωνική συνοχή. Με αυτόν τον τρόπο επιτρέπεται η ανάδειξη της μετανάστευσης ως φυσικού στοιχείου ενός ανοιχτού, δυναμικού κοινωνικού πλαισίου.

  Ταυτόχρονα, η επένδυση στην συστηματική εκπαίδευση για την κριτική σκέψη και την πολιτισμική ευαισθησία

είναι αναγκαία: σχολικά και πανεπιστημιακά προγράμματα πρέπει να περιλαμβάνουν μαθήματα επί της αναλυτικής προσέγγισης των μέσων ενημέρωσης, της ιστορίας των μετακινήσεων πληθυσμών και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ώστε οι νέες γενιές να αναγνωρίζουν τις τεχνικές χειραγώγησης και να αναπτύσσουν ενσυναίσθηση απέναντι στον «άλλο».

Παράλληλα, η διά βίου μάθηση για ενήλικες μέσω σεμιναρίων ψηφιακής παιδείας και ενημέρωσης σχετικά με το πώς να αξιολογούν πηγές στο διαδίκτυο θα μειώσει την τάση για συνωμοσιολογικά αφηγήματα. Σημαντικό παράλληλα είναι να ενταχθούν με ουσιαστικό τρόπο μαθήματα ή και σεμινάρια αναφορικά με την διαδικασία της ασφαλειοποίησης, ώστε να αρχίσει να διαχέεται η κριτική κατανόηση του πώς η μετανάστευση κατασκευάζεται ως «απειλή» .Η διαφάνεια και η συμμετοχή των τοπικών κοινωνιών στον σχεδιασμό και την εφαρμογή πολιτικών υποδοχής και ένταξης λειτουργούν προληπτικά

απέναντι στην τοπική αγανάκτηση και τους φόβους για πόρους. Όταν οι πολίτες ενημερώνονται έγκαιρα και έχουν ενεργό ρόλο —μέσα από διαβουλεύσεις, δημόσιες

συνελεύσεις και συνεχή ανατροφοδότηση— τότε αναπτύσσεται η αίσθηση λογοδοσίας των αρχών και

οικοδομείται εμπιστοσύνη. Οι ΜΚΟ, οι κοινότητες, τα εκπαιδευτικά ιδρύματα και οι θρησκευτικοί φορείς μπορούν να λειτουργήσουν ως γέφυρες επικοινωνίας, ανακουφίζοντας το στίγμα, παρέχοντας πρακτική υποστήριξη και προωθώντας την κοινωνική συνοχή μέσω τοπικών δράσεων πολιτισμού, αθλητισμού και εθελοντισμού.

Η μεταναστευτική πολιτική πρέπει να αποσυνδεθεί από την αντιμετώπιση της μετανάστευσης μέσω πρακτικών αντιμετώπισης της ως «έκτακτης απειλής» και να ενσωματώσει μηχανισμούς πρόληψης αποκλεισμού, προστασίας ευάλωτων ομάδων και ταχείας

πρόσβασης στην αγορά εργασίας και στο  παραγωγικό σύστημα ενός τόπου υποδοχής.

 Παρόλα αυτά, χωρίς την πολιτική βούληση για θεσμική

μεταρρύθμιση, καμία καμπάνια ευαισθητοποίησης  ή εκπαιδευτικό πρόγραμμα δεν μπορεί να ανατρέψει τη δυναμική του φόβου· Η πραγματική αλλαγή θα έρθει μόνο όταν η μετανάστευση θεμελιωδώς επαναθεμελιωθεί ως πηγή συνεισφοράς για την ίδια την κοινωνία.

Σε έναν κόσμο που η εξέλιξη είναι ραγδαία αλλά παράλληλα έχει  και έναν αυξανόμενο αριθμό κινδύνων και απειλών , μπορεί να είναι η ικανότητά μας για συνεργασία και όχι σύγκρουση, που ενδεχομένως θα σώσει όλους μας.

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

KPRINT Banner
ΡΕΘΥΜΝΟ

Πως η επιστήμη προσεγγίζει το μίσος που εκδηλώθηκε

0
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ