ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΣΥΠΑ Banner
ΑΠΟΨΕΙΣ

Στην καρδιά της Νίδας: Ταξίδι με τον περιηγητή Aubyn Trevor-Battye (1909)

0

  «Επήδα αλαφροπόδαρος κι εγύριζε φαράγγια,

σα να ’τον σαραντάπηχος, το ’να βουνό με τ’ άλλο,

με τσι βιτσίλες συντροφιά, ορτάκης με τ’ αγρίμια,

κι ήβγαινε σε ψηλή κορφή κι εθώρει πάσα μέρα

γη κι ουρανό και θάλασσα, τον κόσμο ούλο δικό ντου·

τάξε πως ήτον βασιλιός κι όχι βοσκός στη Νίδα!»

—Κωστής Φραγκούλης, «Ο βοσκός», στ. 22-27

Το τρίτο αυτό δημοσίευμα που αφορά στο ταξίδι του Άγγλου φυσιοδίφη και περιηγητή Aubyn Trevor-Battye [1] στην Κρήτη, το 1909, μας οδηγεί σε ένα από τα ιδιαίτερα και ατμοσφαιρικά σημεία του νησιού: το Οροπέδιο της Νίδας, στις ανατολικές/νοτιοανατολικές πλαγιές του Ψηλορείτη (Ίδης), νότια των Ανωγείων Μυλοπόταμου, σε απόσταση ≈22 χλμ. από αυτά. Το οροπέδιο καταλαμβάνει συνολική έκταση ≈6 τετρ. χλμ. (3 Χ 2) [2]. Η ονομασία του προέρχεται από τη λέξη Ίδα, παραλλαγή της αρχαίας ονομασίας του βουνού Ίδη. Ο Trevor-Battye ανέβηκε εδώ, στην «καρδιά» του νησιού, σε ένα τοπίο όπου η φύση, ο μύθος και η καθημερινότητα των ανθρώπων συνυπήρχαν με τρόπο σχεδόν πρωτογενή.

Στις σελίδες 123-135 του βιβλίου του “Camping in Crete”, ο Βρετανός περιηγητής περιγράφει με ζωντανές λεπτομέρειες την πορεία του προς τη Νίδα, μια ορεινή λεκάνη σε υψόμετρο ≈1.400μ., τις εντυπώσεις του από το οροπέδιο, περιοχή υψηλής γεωμορφολογικής, οικολογικής και αρχαιολογικής σημασίας, τις συναντήσεις του με τους κτηνοτρόφους, αλλά και το δέος που του προκαλεί η εγγύτητα με το Ιδαίο Άντρο, έναν από τους πιο φορτισμένους τόπους της μινωικής λατρείας. Μέσα από την ιδιαίτερη γραφή του, το τοπίο μεταμορφώνεται: από μια άγρια ορεινή λεκάνη γίνεται μια σκηνή γεμάτη μύθο, ιστορία και ήχους. Το κείμενο του Trevor-Battye προσφέρει πολύτιμες μαρτυρίες για τη μορφή του τοπίου, τη ζωή των βοσκών που ζούσαν τότε στα μιτάτα [3]  και τις συνθήκες περιήγησης στην ορεινή Κρήτη της εποχής.

Ακολουθεί η μετάφραση των σελίδων 123-135, που αντιστοιχούν στα κεφάλαια 5 & 6 του τρίτου μέρους του βιβλίου “Camping in Crete”:  

Το Οροπεδιο της Νίδας (δορυφορική άποψη)

(Χάρτης Google. Είναι εμπορικό σήμα της Google LLC.

Δεδομένα χάρτη: © Google)       

3ο ΜΕΡΟΣ – ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

Κάτω στο οροπέδιο της Νίδας

Το να βρίσκεται κάποιος στην Κρήτη και να μην δει τα οροπέδια της θα ήταν κρίμα για οποιονδήποτε, αλλά για εκείνον που πηγαίνει στην Κρήτη για να μελετήσει τα φυσικά της χαρακτηριστικά θα ήταν αδύνατο.

Σε όλη τη διάρκεια του χειμώνα και μέχρι τα μέσα ή τέλη Απριλίου, το Οροπέδιο της Νίδας, όπως και αυτό του Ομαλού, είναι μια έρημος: όπως κανένα αλέτρι δεν ανοίγει το αυλάκι στο ένα, έτσι και στο άλλο δεν βόσκουν κοπάδια, ούτε καλούν βοσκοί από λόφο σε λόφο. Το οροπέδιο είναι γεμάτο χιόνι. Αλλά με την άφιξη της άνοιξης το χιόνι έχει εξαφανιστεί, καθώς απορροφήθηκε κατά τη διάρκεια της τήξης του μέσα από μεγάλες υπόγειες σπηλιές που οδηγούν σε υπόγεια ρεύματα, πολύ μακριά και βαθιά κάτω, ώσπου σχηματίζει τις πηγές που καταλήγουν στη θάλασσα. Τότε οι βοσκοί ανεβάζουν τα κοπάδια τους.

Είναι εύκολο, καταλαβαίνω, να φτάσει κανείς στη Νίδα από τις βορειοανατολικές πλαγιές της Ίδης: η κατάβαση από αυτόν τον δρόμο είναι σταδιακή, όπως θα δείξει ο χάρτης. Όμως, το στρατόπεδό μας βρισκόταν στην άλλη, τη νοτιοδυτική πλευρά, και για να ακολουθήσουμε αυτή τη διαδρομή θα έπρεπε να περάσουμε τα άλογα ακριβώς πάνω από την ραχοκοκαλιά της κορυφογραμμής, με ένα μακρύ ταξίδι μπροστά τους, και ο Γιάννης [4] νόμιζε ότι θα ήταν πιο αποτελεσματική αυτή η διαδρομή. Αλλά τώρα πιστεύω ότι ακολούθησε το πιο δύσκολο σχέδιο.

Λίγο μετά το μεσημέρι μαζέψαμε την κατασκήνωση και ξεκινήσαμε για το οροπέδιο. Το ταξίδι ήταν αρκετά εύκολο για ένα διάστημα. Πηγαίνοντας νοτιοανατολικά, περάσαμε μία διάβαση ώστε ο κύριος όγκος της Ίδης να βρίσκεται τώρα από την άλλη μας πλευρά, και ακολουθήσαμε μια στενή λωρίδα επίπεδης χορτολιβαδικής έκτασης κάτω από έναν ψηλό γκρεμό. Ο δρόμος γινόταν ενδιαφέρων χάρη στα πουλιά και τα φυτά: ευωδιαστές κίτρινες βιολέτες (Viola fragrans) ανθούσαν δίπλα στο μονοπάτι, και κοκκινομύτες [στο πρωτότυπο κείμενο: Choughs] πετούσαν συζητώντας πάνω από τα κεφάλια μας. Όλοι οι κοκκινομύτες που είδα στην Κρήτη ήταν κοκκινομύτες της Κορνουάλης (Pyrrhocorax graculus) [5], αλλά η δεσποινίς Bate είχε βρει λίγα χρόνια νωρίτερα κοράκια των Άλπεων (P. alpinus) [6] να φωλιάζουν στο Σπήλαιο των Καμαρών. Βρήκαμε δύο καταφύγια βοσκών, και μπήκαμε σε ένα από αυτά. Ήταν πολύ πιο ευρύχωρο από εκείνα που είχαμε δει στο παρελθόν, γιατί στην πραγματικότητα ήταν μια περικλεισμένη σπηλιά. Η οροφή και οι πλευρές της σπηλιάς ήταν μαύρες από τον καπνό της φωτιάς, ούτε υπήρχε άλλη έξοδος για τον καπνό παρά μόνο από την είσοδο. Πάνω από τα κάρβουνα κρεμόταν μια μεγάλη σιδερένια κατσαρόλα. Διάφορα αντικείμενα, όπως κρεμμύδια και ρούχα, ήταν κρεμασμένα στους τοίχους. Υπήρχαν δύο βοσκοί μέσα σε αυτή τη σπηλιά, λερωμένοι και απεριποίητοι, αλλά πολύ ευγενικοί άνθρωποι, οι οποίοι μας πρόσφεραν μαύρο ψωμί και κρεμμύδια, και έφεραν από μια σκοτεινή γωνιά ένα μεγάλο δοχείο φτιαγμένο από κολοκύθα [καλαμπάσι], γεμάτο γάλα. Αλλά επειδή το γάλα είχε εκείνη τη δυσάρεστη γεύση που αποκτά το πρόβειο γάλα όταν βράζεται, ζήτησα νερό αντί γι’ αυτό. Προς έκπληξή μου, ένας από τους βοσκούς εξαφανίστηκε αμέσως μέσα από ένα άνοιγμα στο δάπεδο της σπηλιάς. Έλειψε για λίγα λεπτά, αλλά επανεμφανίστηκε κρατώντας ένα μπουκάλι με καθαρό και κρύο νερό. Όταν ρώτησα πού και πώς κρατούσε αυτό το νερό, άναψε μια λάμπα και μου ζήτησε να τον ακολουθήσω. Στη συνέχεια, κατέβηκε γρήγορα σε αυτό που φαινόταν αρχικά να είναι το άνοιγμα ενός πηγαδιού. Αλλά βλέποντας ότι στεκόταν και με περίμενε με τη λάμπα στο χέρι, με κάποια μικρή δυσκολία (καθώς η είσοδος ήταν μικρή και η πρώτη καθοδική κλίση αρκετά απότομη) κατέβηκα στο επίπεδό του. Βρισκόμασταν σε μια υπόγεια διάβαση. Ο βοσκός προχώρησε μπροστά, φωτίζοντας τον δρόμο μου κατεβαίνοντας σκαλοπάτια και κατηφορικές περιοχές βράχων. Ήμασταν συνεχώς σε σκυφτή θέση, και σε ένα σημείο χρειάστηκε να ξαπλώσουμε ανάσκελα και να γλιστρήσουμε έτσι (ανάσκελα) για ένα ή δύο μέτρα. Τότε άκουσα τον ήχο νερού που στάζει, και αμέσως ο οδηγός μου είπε: "Στάσου!" Κατέβηκε έναν απότομο τοίχο βράχου, και εκεί, υπό το φως της λάμπας, στεκόταν δίπλα σε μια λίμνη νερού στην οποία έσταζαν και έπεφταν σταγόνες από τα τοιχώματα της σπηλιάς. Ήταν τόσο εξοικειωμένος με τον δρόμο προς αυτή την ιδιόμορφη δεξαμενή, που όταν πήγε μόνος του, πήγε χωρίς φως. Βρήκα την επιστροφή μάλλον δύσκολη, αν και ήταν εύκολο για τον βοσκό, λόγω της μακροχρόνιας εξάσκησής του [7].

Όταν επιστρέψαμε στη σπηλιά, ένας από τους άνδρες κατέβασε από τον τοίχο ένα μουσικό όργανο που το αποκαλούν λύρα, και με αυτή, τόσο εκείνος όσο και ο Γιάννης έπαιξαν παράξενες, άγριες, ξέφρενες μελωδίες [8], ενώ ο Γιάννης χόρευε λίγο καθώς έπαιζε. Αυτή η λύρα είναι το χαρακτηριστικό όργανο των βοσκών στην Κρήτη, και τη φτιάχνουν μόνοι τους. Η λύρα μοιάζει πολύ με το μαντολίνο, αλλά έχει μικρότερο σκάφος. Δεν παίζεται με πένα, αλλά με δοξάρι, και το δοξάρι είναι διακοσμημένο με μικρά κουδουνάκια. Ένα μικρό γουρουνάκι παιχνίδιζε γύρω από έναν σωρό απορριμμάτων της κουζίνας έξω από αυτή τη σπηλιά.

Λίγο αφότου αφήσαμε τους φίλους μας τους βοσκούς, φτάσαμε σε μια στενή χαράδρα και περπατήσαμε κατά μήκος της δυτικής της άκρης. Στην απέναντι πλευρά, οι βράχοι έμοιαζαν με μια σειρά από καμάρες. Αυτές παρέχουν ένα κλειδί για την ηφαιστειακή προέλευση του συστήματος των μεγάλων πτυχώσεων στην όψη των βουνών που εποπτεύουν τη Νίδα, όπως θα περιγραφεί στη συνέχεια. Αυτή η χαράδρα μας έβγαλε σε εκείνη την πλευρά της οροσειράς που βρίσκεται στα νοτιοανατολικά της Νίδας και αποτελεί σε εκείνη την πλευρά τον τοίχο οριοθέτησής της. Και τώρα, κοιτάζοντας κάτω, μπορούσαμε να διακρίνουμε επίπεδη γη πολύ πιο κάτω από εμάς, την οποία ο Γιάννης είπε ότι ήταν το Οροπέδιο της Νίδας. Το μονοπάτι που ακολουθούσαμε δεν κατεβαίνει καθόλου προς τη Νίδα, αλλά είναι απλώς ένα μονοπάτι βοσκών που ξεκινάει μόνο από το χωριό Καμάρες. Επομένως, ήρθε η στιγμή που είχαμε μπροστά μας την επιλογή είτε να ακολουθήσουμε το μονοπάτι μέχρι τις Καμάρες, και από εκεί να επιστρέψουμε στη Νίδα μέσω ενός περάσματος μεταξύ των δύο, είτε να κατευθυνθούμε με ελιγμούς κατευθείαν προς τη Νίδα από την απότομη και άγνωστη όψη του βουνού. Ο Γιάννης σταμάτησε την ομάδα του για να το σκεφτεί. Ακριβώς τότε ακούστηκε στον αέρα μια μακρόσυρτη φωνή του βουνού: ήταν το τηλολαλητό*. Μας καλούσε ένας βοσκός από μια γειτονική κορυφή.

* Τηλολαλία = μιλώ μακριά, τηλεσκοπία (στο πρωτότυπο κείμενο: τηλοσκοπία) = βλέπω μακριά — λέξεις που χρησιμοποιούνται για τη φωνή από βουνό και την όραση από βουνό.

Υποθέτω ότι απείχε περίπου ενάμιση χιλιόμετρο, γιατί μόλις που μπορούσα να διακρίνω μια φιγούρα πάνω σε έναν μακρινό βράχο. Ο Γιάννης και εκείνος διεξήγαγαν μια μακρά συνομιλία με τον τραγουδιστό τρόπο όλων των ορεινών. Για να δείξουν πότε τελειώνει μια  φράση, η τελευταία συλλαβή παρατείνεται σαν το ουρλιαχτό ενός λύκου. Δεν μπορώ να πω ποια ήταν η πραγματική απόσταση μεταξύ μας, αλλά έμεινα κατ' επανάληψη έκπληκτος στην Κρήτη, όπως και αλλού, από την τεράστια απόσταση που μπορούν να ταξιδέψουν οι φωνές στα βουνά.

Το αποτέλεσμα των ερευνών του Γιάννη ήταν η απόφασή του να κατευθυνθεί κατευθείαν κάτω από το βουνό προς τη Νίδα, αλλά νομίζω ότι, αν μπορούσε να είχε προβλέψει τις δυσκολίες του θα είχε πάρει την πιο μακρινή, αλλά ευκολότερη διαδρομή. Το πρόβλημα, φυσικά, ήταν το άλογο φορτίου.

Αυτή η πλευρά του βουνού που βλέπει στη Νίδα είναι εντελώς διαφορετική από οτιδήποτε άλλο είδα στην Κρήτη. Ολόκληρη η όψη του βουνού παρουσιάζει μια σειρά από μεγάλες, στρογγυλεμένες εξογκώσεις ή αντικλινείς καμπύλες. Δεν υπάρχουν χαράδρες να κατεβαίνουν σε αυτή την πλευρά: οι αυλακώσεις ανάμεσα στις στρογγυλεμένες κορυφογραμμές είναι μόνο ρηχές κοιλότητες. Ακριβώς όπως στις κορυφογραμμές της Ίδης [9], έτσι και εδώ, η ραχοκοκαλιά μιας κορυφογραμμής αποτελούνταν από συμπαγή βράχο, λίγο-πολύ σπασμένο, αλλά οι κοιλότητες ήταν γεμάτες με βραχώδη υπολείμματα — μια μάζα σπασμένων βράχων ποικίλου μεγέθους. Αυτός ήταν ο χαρακτήρας της όψης του βουνού από την οποία έπρεπε να κατεβάσουμε ένα άλογο φορτίου και ένα μουλάρι. Το μουλάρι, το οποίο ήταν μόνο ελαφρώς φορτωμένο, τα κατάφερε αρκετά εύκολα, αλλά το καημένο το άλογο που κουβαλούσε τα βαρύτερα πράγματα -ένα σάκο μεταφοράς, μια τσάντα, ένα κουτί τροφίμων, υπνόσακο και υπόστρωμα- πέρασε φριχτά.

Κάναμε ζιγκ-ζαγκ όσο καλύτερα μπορούσαμε για να μειώσουμε την κλίση της κατάβασης, αλλά συχνά το άλογο μπορούσε να κάνει μόνο ένα βήμα κάθε φορά, προς μία κατεύθυνση, και μετά έπρεπε να τραβηχτεί πίσω, σχεδόν στα καπούλια του, και να περιστραφεί βίαια για να κάνει την επόμενη βουτιά προς την αντίθετη κατεύθυνση. Μετά έπρεπε να πηδάει από προεξοχές, και αυτό έριχνε τόσο μεγάλο βάρος στο λουρί που είχε στο λαιμό, ώστε τελικά έσπασε και το φορτίο γλίστρησε στον λαιμό του. Το φορτίο δεν μπορούσε να επανατοποθετηθεί χωρίς να λυθεί τελείως και να ξαναφορτωθεί. Το λουρί επισκευάστηκε με σπάγκο. Συχνά βρισκόμασταν σε τόσο δύσκολη θέση που σταματούσαμε για μερικά λεπτά, χωρίς να βλέπουμε διέξοδο, και έπρεπε να καταβάλουμε προσπάθεια για να μετακινήσουμε όσες πέτρες μπορούσαμε ώστε να δημιουργήσουμε χώρο για τα πόδια του αλόγου. Για να προστεθεί στον μπελά του Γιάννη, ο άθλιος Αλή, που μισούσε τη δουλειά του, αρνήθηκε να δουλέψει και, αφού αποσύρθηκε σε ένα ασφαλές σημείο, περνούσε τον χρόνο του βρίζοντας όλους τους Χριστιανούς με κάθε ύβρη που μπορούσε να επιστρατεύσει η γλώσσα του[10]. Ωστόσο, ακόμη και η κατάβαση στη Νίδα έφτασε επιτέλους στο τέλος της, και τη δύση του ηλίου μπήκαμε στο οροπέδιο μέσω μιας πολύ στενής σχισμής ανάμεσα σε δύο βράχους, στην οποία ο σάκος μεταφοράς σκίστηκε και το περιεχόμενό του -ψωμί, κεριά και διάφορα άλλα- σκορπίστηκε παντού.

Βάση με ανάγλυφα που απεικονίζουν τη γέννηση του Δία. Σύμφωνα με τον μύθο, ο Δίας γεννήθηκε και ανατράφηκε στο Ιδαίο Άντρο, στο Οροπέδιο της Νίδας. (Ρώμη, Μουσεία Καπιτωλίου 1944), 04 (περικοπή), φωτογραφία (2011): Mark Landon, Wikimedia Commons, CC BY 4.0.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6

Νίδα

Το νοτιοδυτικό άκρο του Οροπεδίου της Νίδας δεν είναι λείο. Αντιθέτως, αποτελείται από διάφορες μάζες βράχων με μονοπάτια να περνούν μόνο σποραδικά ανάμεσά τους. Αυτοί οι βράχοι καταλαμβάνουν περίπου το ένα τέταρτο του οροπεδίου. Το υπόλοιπο είναι επίπεδη βοσκή.

Ο τόπος όπου σταματήσαμε ήταν δίπλα σε μια πηγή, η οποία γέμιζε μια λιμνούλα δίπλα στον βράχο, και μετά έτρεχε στο γρασίδι προς μια σειρά από μακρόστενες ποτίστρες, τοποθετημένες εκεί για τα κοπάδια της Νίδας. Όχι μακριά από την πηγή βρίσκεται μια αναβαθμίδα και μια σπηλιά, και εκεί μετέφερα τον εξοπλισμό μου, έφτιαξα λίγο τσάι και ατένισα τη θέα· άξιζε να τη δει κανείς. Ακριβώς δίπλα στη σπηλιά φύτρωνε ένας παλιός και στριφτός ασφένταμος, και γύρω υπήρχαν μόνο βράχοι. Πίσω, υψωνόταν η πτυχωμένη όψη του βουνού από όπου είχαμε κατέβει. Ακριβώς από κάτω βρισκόταν το μικρό κομμάτι με το γρασίδι γύρω από την πηγή, και μετά ακολουθούσε μια ακανόνιστη μάζα βράχων, όχι πεσμένων βράχων, αλλά βράχων στη φυσική τους θέση. Κανένας, κατά προσέγγιση, δεν ήταν ψηλότερος από τρία ή τέσσερα μέτρα, αλλά ήταν πολύ διαφορετικοί στη μορφή, γιατί ενώ μερικοί ήταν επίπεδοι, σαν αναβαθμίδες και τραπέζια, άλλοι ήταν μακριοί και στρογγυλεμένοι, σαν τα σώματα μεγάλων πέτρινων φαλαινών ξαπλωμένων στους θάμνους και το γρασίδι. Πέρα από αυτά, στο βάθος, μπορούσε κανείς μόλις και να διακρίνει ή μάλλον να μαντέψει, μια επίπεδη έκταση που ήταν η ομαλότητα του ανοιχτού βοσκότοπου. Μια μακριά λωρίδα χιονιού κατέβαινε στην πλευρά της ψηλής οροσειράς της Ίδης στα αριστερά, και παρόλο που η κορυφή της Ίδης ήταν κρυμμένη από τη θέα, ο ήλιος που είχε φύγει από εμάς φώτιζε ακόμα αυτό τον ψηλό ώμο και έκανε το χιόνι να παίρνει ροζ απόχρωση. Το πρώτο πλάνο της σκηνής συμπληρωνόταν από τον μπλε καπνό της φωτιάς που είχαν ανάψει οι άνδρες στην κοιλότητα κάτω από εμένα, και από το μουλάρι και το γκρίζο άλογο φορτίου δεμένα στους θάμνους, τα οποία κυλιόντουσαν, έτρωγαν και ξεκουράζονταν από τους κόπους τους. Έκανε κρύο σε αυτό το υψόμετρο, και σύντομα ο Γιάννης και ο Αλή ανέβηκαν για να πάρουν κάτι ζεστό για να κοιμηθούν, και έφυγαν πολύ ευχαριστημένοι με ένα χοντρό παλτό και μια κουβέρτα.

Έτσι, έμεινα ξαπλωμένος στη σπηλιά μου μέχρι που βγήκαν τα αστέρια, και οι ασβοί [άρκαλοι στην Κρήτη], που ζούσαν στο σκοτάδι πίσω μου γρύλιζαν και κινούνταν ανήσυχα στις φωλιές τους. Θα μπορούσαν ίσα-ίσα να είχαν φύγει από τη σπηλιά χωρίς να περάσουν ακριβώς πάνω από εμένα, αλλά, εκτός αν είχαν μια πίσω πόρτα την οποία αγνοούσα, νομίζω ότι η παρουσία μου τους κράτησε αιχμαλώτους όλη εκείνη τη νύχτα. Οι νυχτερίδες ήταν ενοχλητικές στην αρχή, αλλά είχαμε μια κουραστική μέρα, και σύντομα σταμάτησα να τις προσέχω και αποκοιμήθηκα.

Με τον πρωινό ήλιο, επανήλθα στη συνείδηση από ένα ξαφνικό ξέσπασμα τραγουδιού — το γνώριμο τραγούδι ενός μικρού αγγλικού πουλιού, αλλά με μια κάποια διαφορά στη φρασεολογία. Ένας τρυποφράχτης τραγουδούσε στην κορυφή του παλιού ασφένταμου, μετά κατέβηκε χαμηλότερα και ήταν πολύ απασχολημένος ανάμεσα στα κλαδιά. Αυτός ο τρυποφράχτης, ο οποίος αποδείχθηκε ότι ήταν αδύνατο να διακριθεί από τον τρυποφράχτη που απαντά στη Βρετανία, δεν είχε καταγραφεί προηγουμένως στην Κρήτη. Σύντομα, η κραυγή από κοκκινομύτες ακούστηκε πάνω από τα κεφάλια μας, και ομάδες αυτών των πουλιών φάνηκαν να πηγαίνουν προς τους τόπους όπου τρέφονταν. Καθώς ξεπερνούσαν την άκρη των ψηλών βράχων, βυθίζονταν στον αέρα σαν καλιακούδες, και μετά, όταν έφταναν ακριβώς πάνω από τα κεφάλια μας, ίσιαζαν και συνέχιζαν την πτήση τους. Τα κόκκινα ράμφη τους ήταν πολύ ευδιάκριτα.

Λίγο αφότου ανέβηκε ο ήλιος, οι βοσκοί άρχισαν να καλούν ο ένας τον άλλον από λόφο σε λόφο, και τα κοπάδια άρχισαν να μαζεύονται γύρω από την πηγή. Ήταν όμορφο να τα βλέπεις να έρχονται από παντού, με τους γεροτράγους με τα κουδούνια να ηγούνται και τα κατσικάκια να αναπηδούν πάνω από τους βράχους. Αυτοί οι βοσκοί ήταν πολύ πιο ευχάριστοι από εκείνους της Ίδης, και παρακολουθούσαν το γδάρσιμο των πουλιών που έκανα με μεγάλο ενδιαφέρον.

Το Οροπέδιο της Νίδας έσφιζε από ζωή. Οι κελάδες (Pipits) έτρεχαν στο έδαφος, ενώ οι πετρόκληδες (chats) και οι τσικλιτάρες (wheatears) κυνηγούσαν έντομα από βράχο σε θάμνο, και μπλε πεταλούδες έσφυζαν παντού. Αυτή η πεταλούδα, δείγματα της οποίας έφερε πίσω η Δεσποινίς Dorothea Bate το 1904, είναι συγγενική με τη δική μας ευρωπαϊκή μπλε πεταλούδα (Cyaniris argiolus), και περιγράφηκε για πρώτη φορά από τον Freyer (1845) ως Aricia psylorita.

Όσο ενδιαφέρον κι αν είναι το Οροπέδιο της Νίδας για τον φυσιοδίφη, είναι σχεδόν περιττό να προσθέσουμε ότι η μυθολογική του παράδοση είναι ο κυριότερος λόγος που κεντρίζει το ενδιαφέρον κάθε επισκέπτη. Η ιστορία είναι γνωστή: όταν η Ρέα γέννησε τον βρεφικό Δία στη Δίκτη, βρισκόταν σε θανάσιμο φόβο του πατέρα του, του Κρόνου μήπως τον καταβροχθίσει, γιατί ο Χρόνος ο Καταβροχθιστής [11] δεν αφήνει τίποτα να περάσει. Έτσι, πήρε μαζί της το βρέφος της στην Ίδη, στους πρόποδες της οποίας τον έκρυψε, στη σπηλιά του Οροπεδίου της Νίδας. Αυτή η σπηλιά -το Σπήλαιο του Διός [Ιδαίο Άντρο] [12]- βρίσκεται στη βορειοδυτική γωνία του οροπεδίου. Η ιστορία της εξερεύνησής της βρίσκεται στις σελίδες των αρχείων της Βρετανικής Σχολής Αθηνών.

Κοντά στο σπήλαιο βρίσκεται ένα μικρό παρεκκλήσι ή «μοναστήρι», χτισμένο με έναν κάπως πιο ολοκληρωμένο τρόπο από εκείνο της Ίδης. Περπάτησα γύρω από τον εξωτερικό του τοίχο, αλλά δεν μπήκα να το εξετάσω προσεκτικά. Το μετάνιωσα εκ των υστέρων, αλλά ίσως, όμως, τα φυσικά χαρακτηριστικά, το έμφυτο ενδιαφέρον και η ομορφιά της Νίδας είχαν την τάση να κάνουν κάποιον ανυπόμονο με κάθε σημάδι ανθρώπινου έργου. Ο ήχος της καμπάνας του παρεκκλησιού, την οποία χτυπούσε κάποιος αφοσιωμένος βοσκός, ερχόταν πολύ όμορφα κατά μήκος του οροπεδίου μέχρι τη σπηλιά μου το βράδυ. Η «καμπάνα» ήταν φτιαγμένη από επίπεδο σίδερο [επρόκειτο για σήμαντρο], όπως περιγράφεται από τον Tournefort.*

* Tournefort, Voyage into the Levant, I 123 [Ταξίδι στο Λεβάντε]: "Επειδή οι Τούρκοι τους έχουν απαγορεύσει (στους Έλληνες) τις καμπάνες, κρεμούν πλάκες σιδήρου και τις χτυπούν με μικρά σιδερένια σφυριά." Ο Tournefort ήταν Γάλλος βοτανολόγος που ταξίδεψε στην περιοχή στις αρχές του 18ου αιώνα.

Το Οροπέδιο της Νίδας είναι εντελώς διαφορετικό από τον Ομαλό. Ο Ομαλός, με υψόμετρο 3.785 πόδια [≈1.154 μ.], με την πετρώδη αλλά καλλιεργημένη επιφάνειά του, την ανάπτυξη κράταιγου [ίσως πρόκειται για αγριοκράταιγο ή και κουδουμαλιά] και αγριοαχλαδιάς, έχει ήδη περιγραφεί. Η Νίδα βρίσκεται σε υψόμετρο περίπου 4.550 πόδια [≈1.387 μ.], ή περίπου 1.200 πόδια [≈366 μ.] ψηλότερα από τον Ομαλό, και η Νίδα είναι βοσκότοπος, και μάλιστα βοσκότοπος του καλύτερου είδους. Εκείνο τον μήνα, τον Ιούνιο, ήταν ένα βελούδινο στρώμα από κοντοκουρεμένα χόρτα, λεπτότερα κι από το μαλλί των προβάτων [13]. Υπήρχε τουλάχιστον μια καταβόθρα, μια βαθιά τρύπα στο έδαφος, μέσω της οποίας, σαν από ένα γιγάντιο χωνί, μπορούσε να στραγγίσει το λιωμένο χιόνι. Όταν κατέβαινες στον δροσερό θάλαμο που αποτελούσε το στόμιο του χωνιού, ήταν κρεμασμένες ολόγυρα λευκές σαξιφράγες [Saxifraga], οι οποίες, λόγω του ημιφωτισμού, είχαν αναπτύξει άνθη και φύλλα ασυνήθιστης έκτασης και μακριούς, παράξενους μίσχους. Δεδομένου ότι μας πήρε τριάντα πέντε λεπτά να διανύσουμε με το άλογο τη διαδρομή από άκρη σε άκρη του οροπεδίου με ρυθμό περπατήματος, υπολογίζω το μήκος του χονδρικά στο ενάμιση μίλι [≈2,4 χλμ.]. Περίπου ο μισός χώρος είναι βραχώδης, το υπόλοιπο είναι λείο και φαινομενικά εντελώς επίπεδο — τόσο επίπεδο όσο το γήπεδο κρίκετ Lord’s, και καλύπτεται από πυκνό και κοντό γρασίδι, σαν να είχε κοπεί με χλοοκοπτική μηχανή. Η Νίδα δεν είναι κυκλική όπως ο Ομαλός. Ο μακρύτερος άξονάς της εκτείνεται περίπου από Νότια-Νοτιοδυτικά προς Βόρεια-Βορειοανατολικά, και ο δευτερεύων άξονάς της από περίπου Ανατολικά-Βορειοανατολικά προς Δυτικά-Νοτιοδυτικά. Το έδαφος του χορταριασμένου μέρους φαίνεται να έχει σημαντικό βάθος και είναι πλούσιου κοκκινωπού-κίτρινου χρώματος — ένα αμμώδες χαλίκι καλυμμένο από μια αργιλώδη κρούστα που έχει σχηματιστεί από ρίζες και αποσυντιθέμενη βλάστηση.

Αυτό το υπέδαφος προφανώς προέρχεται από τις αποπλύσεις των αποσαθρωμένων βράχων από πάνω. Είναι ακριβώς το ίδιο στην όψη με αυτό των χωμάτινων μονοπατιών και εκτάσεων που ήδη αναφέρθηκαν ως χαρακτηριστικό της Ίδης. Υπάρχουν ενδείξεις ηφαιστειακής δράσης εδώ, οι οποίες απουσιάζουν εντελώς στην περίπτωση του Ομαλού. Όχι μόνο η όψη του βουνού στα νοτιοδυτικά του οροπεδίου -δηλαδή, η πλευρά που βλέπει βορειοανατολικά- δεν είναι μόνο διαμορφωμένη, όπως ειπώθηκε, σε μεγάλες στρογγυλεμένες εξογκώσεις, αλλά κομμάτια πυριγενούς πετρώματος (σερπεντίνη) βρίσκονται διασκορπισμένα γύρω από το μοναστήρι, στο βορειοανατολικό άκρο του οροπεδίου.*

* Όπως επισημαίνει ο Spratt [14], η μεγάλη απότομη κλίση αυτής της νότιας και νοτιοδυτικής πλευράς του βουνού οφείλεται στο γεγονός ότι είναι η ανυψωμένη πλευρά. Στη βόρεια και βορειοανατολική πλευρά, λέει, «η πλαγιά κατεβαίνει σε μια σειρά από ράχες και αναβαθμίδες, σαν πολλά σκαλοπάτια».

Συνεπώς, παρόλο που η ίδια η Ίδη δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως ο κώνος ενός ηφαιστειακού βουνού με την κυριολεκτική έννοια, ούτε το Οροπέδιο της Νίδας να έχει διαμορφωθεί άμεσα από ηφαιστειακή δραστηριότητα (διότι, όπως και ο Ομαλός, φαίνεται να είναι το αποτέλεσμα του νερού και του ανέμου), εντούτοις υπάρχουν εδώ ενδείξεις κάποιας έκρηξης που φαίνεται να μην έχει αντίστοιχο στην περίπτωση του Ομαλού.

Ο καλός ο Γιάννης με άφησε στη Νίδα. Είπε ότι πραγματικά δεν μπορούσε να αντέξει άλλο τον Αλή· ούτε μπορούσα να τον κατηγορήσω, γιατί στ’ αλήθεια το παιδί ήταν ένας ολοκληρωμένος ζωηρός δαίμονας. Έτσι, έφυγε για να επιστρέψει στο σπίτι του στο Αποδούλου, ενώ ένας ευγενικός, συμπαθής ηλικιωμένος βοσκός πήρε τη θέση του για να μας οδηγήσει στον Χάνδακα [το σημερινό Ηράκλειο - στο πρωτότυπο κείμενο: Candia], μέσω του χωριού Κρουσώνας. Αυτή είναι η συνήθης διαδρομή που ακολουθούν όσοι πηγαίνουν από τον Χάνδακα για να δουν το Όρος Ίδη, οπότε δεν θα επιμείνω σε αυτήν εδώ, αλλά υπάρχουν πολλά που ενδιαφέρουν τον φυσιοδίφη στον δρόμο. Περνάει κανείς από πολλά μικρά οροπέδια -καθένα μια μικρογραφία της Νίδας- και αυτά είναι διδακτικά, καθώς δείχνουν πώς σχηματίστηκε το Οροπέδιο της Νίδας.

Καθώς καθόμουν στην πόρτα της σπηλιάς μου τα πρωινά, μου φαινόταν ότι η Νίδα, μέσα στην ηρεμία της απομόνωσής της, με τον ήχο των κουδουνιών των προβάτων, το τραγούδι των πουλιών, των λουλουδιών της, των μπλε πεταλούδων της, του παλλόμενου φωτός της, ήταν ένα ιδιαίτερα όμορφο μέρος.

Ένα απολαυστικό μέρος για στάση στο τελευταίο ψηλό οροπέδιο, ακριβώς πάνω από τον Κρουσώνα, είναι η Πηγή Ζόμιθος [και Ζώμινθος]. Εδώ φύτρωνε ο μεγαλύτερος ασφένταμος που είδα, ο κορμός του οποίου χωριζόταν σε τρεις κύριους βλαστούς. Τον μέτρησα όσο καλύτερα μπορούσα με το μπαστούνι-όπλο συλλογής μου, το οποίο έχει μήκος τρία πόδια [≈91 εκ.]. Το όπλο μου χώρεσε τέσσερις φορές στην περίμετρό του, πράγμα που σημαίνει ότι είχε περίπου δώδεκα πόδια [≈3,65 μ.] περίμετρο.

Οροπέδιο Νίδας, Κρήτη, φωτογραφία (2017): Unukorno , Wikimedia Commons, CC BY 4.0.

Επίλογος                                                                                                              

Η πιο πάνω καταγραφή του Trevor-Battye για την περιοχή του Οροπεδίου της Νίδας αποτελεί σημαντική πηγή για την ιστορία, τη λαογραφία και τη φυσική κληρονομιά της Κρήτης. Η παρατήρησή του για το περιβάλλον και την καθημερινή ζωή των κτηνοτρόφων προσφέρει πολύτιμα στοιχεία για την εποχή.

Συνδέοντας τα δεδομένα αυτά με τις προηγούμενες δημοσιεύσεις μου για το ταξίδι του περιηγητή, ελπίζω να προστεθεί ένα λιθαράκι στο μεγάλο οικοδόμημα της πλούσιας λαογραφικής παράδοσης της Κρήτης, φωτίζοντας λίγο περισσότερο το πολύτιμο παρελθόν της, όσον αφορά στην  πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα.

Οροπέδιο Νίδας, Κρήτη, φωτογραφία (2007): Zde , Wikimedia Commons, CC BY-SA 4.0

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Ο Άγγλος φυσιοδίφης και περιηγητής Aubyn Trevor-Battye (1855-1922) υπήρξε μία από τις σημαντικές προσωπικότητες των ταξιδιωτών του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα. Γεννημένος στο Kent της Αγγλίας και σπουδασμένος στην Οξφόρδη, ταξίδεψε, ως φυσιοδίφης, στην Ευρώπη, στη Βόρεια Αμερική, στην Αφρική, στην Ασία και σε αρκτικές περιοχές. Το 1908, και τον επόμενο χρόνο, ή λίγο αργότερα, επισκέφθηκε την Κρήτη, καταγράφοντας με ιδιαίτερη ακρίβεια τη ζωική και φυτική ζωή, τα τοπία, και συχνά τις συνήθειες των κατοίκων. Το βιβλίο του “Camping in Crete”, που εκδόθηκε το 1913 στο Λονδίνο, από τις εκδόσεις Witherby & Co., αποτελεί πολύτιμη μαρτυρία για την κοινωνική και φυσική πραγματικότητα του νησιού εκείνης της εποχής και μια σημαντική ταξιδιωτική πηγή για την κρητική λαογραφία. Ολόκληρο το κείμενο του περιηγητή υπάρχει στην ιστοσελίδα:

 https://archive.org/details/campingincretewi00trev

[2] Το εμβαδόν των περίπου 6 τετρ. χλμ. του Οροπεδίου της Νίδας, περιλαμβάνει το οροπέδιο ως γεωγραφικό σύνολο. Δηλαδή, τις πλαγιές, τα υψώματα και την κεντρική κοιλότητα (πόλγη).

[3] Η λέξη μιτάτο προήλθε από τη λατινική λέξη metatum, που σημαίνει στρατιωτικό κατάλυμα. Στο Μεσαίωνα η λέξη metatum πέρασε στην ελληνική γλώσσα ως μητάτον (ή μιτάτον). Στη Βυζαντινή περίοδο, η λέξη σήμαινε προσωρινό κατάλυμα για ταξιδιώτες, εμπόρους ή αξιωματούχους. Στη νεότερη εποχή, τα μιτάτα χρησιμοποιούνται για την παρασκευή και τη φύλαξη του τυριού και για την προσωρινή διαμονή των βοσκών. Ο κρητολόγος Ελευθέριος Κ. Πλατάκης (Βραχάσι Λασιθίου 1910-1986), ο οποίος ήταν, παράλληλα, φυσικός, σπηλαιολόγος, συγγραφέας και εκδότης στην μελέτη του «Το Ιδαίον Άντρον», εκτός από πληροφορίες για το σπήλαιο αυτό (όπως το ονοματεπώνυμο του Ανωγειανού βοσκού που ανακάλυψε το σπήλαιο, το 1884, καθώς και του επιστήμονα που το ίδιο έτος ταυτοποίησε ότι η «Σπηλιάρα τση Βοσκοπούλας» ήταν το Ιδαίον Άντρον των αρχαίων), μας δίνει αρκετές πληροφορίες και για το Οροπέδιο της Νίδας και τον τρόπο που είναι κατασκευασμένα τα μιτάτα της. Είναι μια μελέτη που, αν και δυσεύρετη, αξίζει η προσπάθεια να βρεθεί και να διαβαστεί.

[4] Ο Γιάννης ήταν ο οδηγός του Trevor-Battye για τη  διαδρομή Αποδούλου - Κουρούτες - κορφή Τίμιος Σταυρός Ψηλορείτη - Νίδα. Ήταν κάτοικος Αποδούλου Αμαρίου.

[5] Εδώ, εντοπίζεται κάποιο λάθος: Τα πουλιά “Chough” της Κορνουάλης είναι κοκκινομύτες ή κοκκινοκαλιακούδες, με την επιστημονική ονομασία “Pyrrhocorax pyrrhocorax” και στην κοινή αγγλική γλώσσα “Red-billed Chough”, ενώ την επιστημονική ονομασία “Pyrrhocorax graculus” έχουν τα αλπικά κοράκια ή κιτρινοκαλιακούδες (με κίτρινη μύτη), που μαζί με τους κοκκινομύτες αποτελούν τα μοναδικά είδη του γένους Pyrrhocorax.

[6] Η ονομασία P. alpinus ήταν η παλαιότερη επιστημονική ονομασία του αλπικού κορακιού ή κιτρινοκαλιακούδας (Pyrrhocorax graculus).

[7] Ποια είναι άραγε αυτή η σπηλιά-καταφύγιο των βοσκών που επισκέφθηκε ο Trevor-Battye το 1909 και ποια ήταν η σπηλιά που αναφέρει σε επόμενο απόσπασμα του κειμένου του ότι κοιμήθηκε σ’ αυτήν;

[8] Το γεγονός ότι ο Γιάννης έπαιξε λύρα, αποτελεί κρίσιμο στοιχείο για την ταυτοποίησή του. Ίσως να πρόκειται για τον λυράρη Νικόλαο Γιαννάκη ή «Θραψανό», ο οποίος, σύμφωνα με τον Θοδωρή Ρηγινιώτη:

(https://www.gtp.gr/LocInfo.asp?infoid=26&IncludeWide=0&code=EGRCRE20KURKUR&PrimeCode=EGRCRE20KURKUR&Level=8&PrimeLevel=8&LocId=1808&lng=1), ήταν ένας από τους λυράρηδες του Αποδούλου (πριν το 1900 ) και είχε αυτό το ψευδώνυμο επειδή ασκούσε το επάγγελμα του πιθαρά. Το ότι είναι πιθανό να πρόκειται για τον συγκεκριμένο άνθρωπο, προκύπτει και από την αναφορά του Trevor-Battye, στη σελ. 109 του βιβλίου του, ότι: “his name was Ioannis,  and he was commonly known as Ianni (pronounced Yanni) or, as we should say, Johnny.” Η φράση αυτή, στην κυριολεξία σημαίνει: το όνομά του ήταν Ιωάννης και ήταν κοινώς γνωστός ως Γιάννης ή -όπως θα λέγαμε- Τζόνι (Γιαννάκης). Το ότι το μικρό όνομα του λυράρη Γιαννάκη ήταν Νίκος και όχι Γιάννης, είναι μεν πρόβλημα, αλλά όχι αξεπέραστο. Για τον ξένο περιηγητή, σίγουρα θα ήταν πιο εύκολο να τον αποκαλεί Γιάννη, παρά Γιαννάκη. Βέβαια, υπάρχει και ο αντίλογος, ότι θα μπορούσε να τον αποκαλεί κανονικά με το μικρό του όνομα: «Νίκο», που προφέρεται ακόμη πιο εύκολα από το Γιάννης… 

Επίσης, μεταξύ των βοσκών που έπαιξαν λύρα ίσως να ήταν κάποιος από τους Ανωγειανούς λυράρηδες του τέλους του 19ου ή των αρχών του 20ου αιώνα. Ενδεικτικά αναφέρω τους: Γιάννη και Βασίλη Σταμάτη, Βασίλη Ξημέρη, Μιχάλη Σκουλά (παππού του γνωστού σύγχρονου λυράρη Βασίλη Σκουλά) και Αντώνη Σκουλά. Αν και δεν γνωρίζω αν ήταν και βοσκοί, πιθανότατα προέρχονταν από οικογένειες βοσκών και είχαν άμεση σχέση με την κτηνοτροφία, καθώς αυτή ήταν η κυρίαρχη ασχολία των κατοίκων των Ανωγείων εκείνη την εποχή. Αν ταυτοποιηθεί κάποιος λυράρης θα διαπιστωθεί ευκολότερα και ποια ήταν η σπηλιά που επισκέφτηκε ο Άγγλος φυσιοδίφης και περιηγητής. Ισχύει και το αντίστροφο. Είναι σημαντικό που στο κείμενο αυτό του Trevor-Battye καταγράφεται η γνωστή αγάπη των κατοίκων του Μυλοπόταμου για τη λύρα και τον χορό, που αποδεικνύεται ότι υπήρχε ήδη από το 1909. Τα Ανώγεια -και κατ’ επέκταση όλη η ευρύτερη περιοχή γύρω από τη Νίδα- αποτελούν εδώ και δεκαετίες βασικό πυλώνα της κρητικής παραδοσιακής μουσικής και του κρητικού χορού. 

[9] Στη σύγχρονη γεωγραφική ταξινόμηση το Οροπέδιο της Νίδας θεωρείται μέρος του Ψηλορείτη (Ίδης). Ο συγγραφέας φαίνεται να το αντιμετωπίζει ως ξεχωριστή περιοχή. 

[10] Toν Ιούνιο του 1909, που θεωρούμε ότι ο Trevor-Battye επισκέφτηκε τη Νίδα, η Κρήτη ήταν μια κοινωνία: α. Πολιτικά ανήσυχη, με ενίσχυση των φιλελευθέρων και του Ελευθερίου Βενιζέλου, β. Κοινωνικά μεταβατική, με αγροτική οικονομία και ισχυρές τοπικές αντιθέσεις, γ. Εθνικά κινητοποιημένη, με κυρίαρχο το αίτημα της Ένωσης με την Ελλάδα. Είχαν ήδη αποχωρήσει τα στρατεύματα Άγγλων, Γάλλων και Ιταλών και παρέμεναν μόνο οι Ρώσοι, που βρίσκονταν στο Ρέθυμνο, να αποχωρήσουν (αποχώρησαν 14-15 Ιουλίου 1909). Παρά την αποχώρηση των στρατευμάτων τους, οι Μεγάλες Δυνάμεις διατήρησαν τυπικά την εποπτεία της Κρητικής Πολιτείας, μέχρι την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα, το 1913. Αν και το μουσουλμανικό στοιχείο είχε περιοριστεί σημαντικά στην ύπαιθρο, παρέμεναν αρκετοί μουσουλμάνοι στις πόλεις, σε συνθήκες αυξημένης επισφάλειας. Οι σχέσεις μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων ήταν υποβόσκουσες, συχνά εχθρικές. Αυτό αντικατοπτρίζεται και στη συμπεριφορά του Αλή, που είχε έρθει από την περιοχή των Χανίων, αλλά και από την αντιπάθεια που έτρεφε ο Γιάννης για τον Αλή.  

[11] Ο συγγραφέας κάνει ένα έξυπνο λογοπαίγνιο, χρησιμοποιώντας τον Χρόνο στη θέση του Κρόνου, ο οποίος καταβρόχθιζε τα νεογέννητα παιδιά του επειδή προβλεπόταν ότι ένα από αυτά θα τον εκθρόνιζε (στο πρωτότυπο κείμενο: “Time the Devourer”, δηλαδή: Χρόνος ο Καταβροχθιστής). Ο πανδαμάτορας Χρόνος τα καταπίνει όλα -ζωές, πολιτισμούς-  αφήνοντας πίσω του μόνο τη μνήμη και τα ίχνη των περασμένων εποχών.

[12] Ο Ελευθέριος Κ. Πλατάκης, στη σελ. 61 της προαναφερόμενης μελέτης του, καταλήγει -μετά από διερεύνηση αρχαίων αλλά και σύγχρονων κειμένων- ότι το Ιδαίον Άντρον είναι το σπήλαιο και της γέννησης του Δία, και ότι ο Δίας δεν γεννήθηκε στο σπήλαιο του Ψυχρού Λασιθίου (Δικταίον Άντρον). 

[13] Την άνοιξη, στο Οροπέδιο της Νίδας πρασινίζει από ένα ενδημικό φυτό της Κρήτης, τη νευρίδα (Poligonum idaeum). Μάλλον σε αυτό αναφέρεται ο περιηγητής. Το φυτό αυτό ονομάζεται και χρυσόχορτο, επειδή όταν το τρώνε τα αιγοπρόβατα τα δόντια τους βάφονται χρυσά. Επειδή το φυτό αυτό ξεκινάει σιγά-σιγά να ανθίζει από τον Ιούνιο αλλά κυρίως ανθίζει από τον Ιούλιο και παραμένουν τα άνθη του έως και τον Οκτώβριο, όταν επισκέφθηκε τη Νίδα ο Trevor-Battye, στις αρχές Ιουνίου, το πιθανότερο είναι ότι δεν υπήρχαν ακόμη άνθη του φυτού αυτού, ή τουλάχιστον όχι αρκετά.

[14] Ο Thomas Abel Brimage Spratt ήταν Άγγλος αντιναύαρχος του Βρετανικού  Βασιλικού Ναυτικού, υδρογράφος και γεωλόγος του 19ου αιώνα. Εξερεύνησε και χαρτογράφησε την Κρήτη (1851-1853). Τα αποτελέσματα του ταξιδιού του δημοσιεύτηκαν το 1865, στο βιβλίο του με τίτλο “Travels and researches in Crete”.

 [15] Πηγές Φωτογραφιών και Χάρτη:

  1. Φωτογραφία από Βιβλίο:
    • Η ασπρόμαυρη φωτογραφία της νότιας πλευράς του Ψηλορείτη, με το Οροπέδιο της Νίδας στο βάθος, προέρχεται από το Κεφάλαιο VI του βιβλίου του Trevor-Battye «Camping in Crete».
  2. Φωτογραφίες από Wikimedia Commons:
    • Η έγχρωμη φωτογραφία της βάσης του αγάλματος με τα ανάγλυφα από τη γέννηση του Δία (Ρέα, Δίας, η κατσίκα Αμάλθεια, Κουρήτες σε χορό).
    • Οι τρεις (3) έγχρωμες φωτογραφίες του Οροπεδίου της Νίδας.
    • Η φωτογραφία του Ιδαίου Άντρου (Σπήλαιο του Διός στην Ίδη).
  3. Χάρτης από Google Maps:
    • Ο χάρτης με τη δορυφορική άποψη του Οροπεδίου της Νίδας.

[16] Μέσα στο μεταφρασμένο κείμενο, εκτός από αγκύλες με αρίθμηση που παραπέμπει στις αντίστοιχες «σημειώσεις», περιλαμβάνονται και αγκύλες που περιέχουν παρατηρήσεις μου, σχετικές με τα αναφερόμενα στο πρωτότυπο.

Η μετάφραση των κεφαλαίων 5 & 6 του Trevor-Battye ακολουθεί ακριβώς τον αριθμό και τη διάρθρωση των παραγράφων του πρωτοτύπου.

Οι υποσημειώσεις του πρωτοτύπου, στο μεταφρασμένο κείμενο έχουν ενσωματωθεί ακριβώς κάτω από τα σχετικά σημεία του κειμένου.

Το σύμβολο «≈» σημαίνει πως ο αριθμός είναι «περίπου», όχι ακριβώς.

Το οροπέδιο της Νίδας όπως φαίνεται από το Ιδαίο Άντρο. φωτογραφία (2012): C messier, Wikimedia Commons, CC BY 4.0.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ – ΠΗΓΕΣ

1.Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Κρήτης (ΜΦΙΚ) του Πανεπιστημίου Κρήτης, Τίτλος: «Οροπέδιο Νίδας». Πλατφόρμα: Story Maps.

URL:  https://storymaps.nhmc.uoc.gr/nida-plateau/

2.Πλατάκης Ελευθέριος, «Το Ιδαίον Άντρον». Εκδόσεις «Ανταίος», Ηράκλειο 1965, σελ.10-12, 15-16, 34, 41, 52-61.

3.Ρηγινιώτης Θοδωρής, Βιογραφία του Αποδουλιανού λυράρη Μελιδονιώτη Αντώνη (Περικλαντώνη). Δημοσιεύτηκε στις ιστοσελίδες: cretan-music.gr και www.gtp.gr

4.Φραγκούλης Κωστής, απόσπασμα από το ποίημα: «Ο βοσκός» (στίχ. 22-27).

Το ποίημα περιλαμβάνεται στο βιβλίο/ανθολογία του Γιάννη Παυλάκη: «Ριζίτικα - Κρητική δημοτική ποίηση», Βιβλιοεκδοτική Αναστασάκη, Αθήνα 1997, σελ. 407-408.

5.Trevor-Battye, Aubyn. “Camping in Crete”, London: Witherby & Co., 1913, pp. 123-135.

(Accessed via Internet Archive.)

6.Wikimedia Commons: Base with reliefs of the birth of Zeus (Rome Mus Cap 1944) 04 crop.jpg, Musei Capitolini (Rome), photograph (2011): Mark Landon, Wikimedia Commons, CC BY 4.0. URL:

https://commons.wikimedia.org/wiki/File:Base_with_reliefs_of_the_birth_of_Zeus_(Rome_Mus_Cap_1944)_04.jpg

7.Οροπέδιο Νίδας, Κρήτη (Nida Plateau, Crete), φωτογραφία (2017): Unukorno, Wikimedia Commons, CC BY 4.0., URL:

https://commons.wikimedia.org/wiki/File:Nida_Plateau_Crete_01.jpg

8.Οροπέδιο Νίδας, Κρήτη (Nida’s Plateau, Crete), φωτογραφία (2007): Zde , Wikimedia Commons, CC BY-SA 4.0., URL: https://commons.wikimedia.org/wiki/File:Oropedio_Nida,_Crete,_076691.jpg

9.Το οροπέδιο της Νίδας όπως φαίνεται από το Ιδαίο Άντρο. φωτογραφία (2012): C messier, Wikimedia Commons, CC BY 4.0., URL: https://el.wikipedia.org/wiki/Αρχείο:Οροπέδιο_Νίδας_0461.jpg

10.Είσοδος του Ιδαίου Άντρου στον Ψηλορείτη. Έχουν χρησιμοποιηθεί ράγες για να ισορροπήσουν οι πέτρες. (Entrance to Cave of Zeus on Ida. Tracks have been used to balance the stones), φωτογραφία (2007): Zde, Wikimedia Commons, CC BY 4.0., URL:

https://commons.wikimedia.org/wiki/File:Entrance_to_Cave_of_Zeus_on_Ida,_076704.jpg

11.Google Maps. Google Maps is a trademark of Google LLC. Map data © Google    

Είσοδος του Ιδαίου Άντρου στον Ψηλορείτη. φωτογραφία (2007): Zde, Wikimedia Commons, CC BY 4.0.

Σχετικά με τον αρθρογράφο

Ο Μιχάλης Γ. Βοσκάκης γεννήθηκε το 1964 στις Κουρούτες Αμαρίου (Π.Ε. Ρεθύμνου). Σπούδασε Οργάνωση και Διοίκηση Επιχειρήσεων. Εργάστηκε πάνω από 10 χρόνια στον ιδιωτικό τομέα και στη συνέχεια για 22 χρόνια στο Δημόσιο, διαδοχικά σε τρία Υπουργεία. Στο Δημόσιο προσλήφθηκε το 2000, μετά από συμμετοχή του στον Πανελλήνιο Γραπτό Διαγωνισμό του ΑΣΕΠ το 1995. Σήμερα είναι ιστορικός ερευνητής και λογοτέχνης, με εμπειρία στη συγγραφή ιστορικών θεμάτων. Δημοσιεύει επίσης λαογραφικά κείμενα, καθώς και ποιήματα στην κρητική διάλεκτο. Έχει δημοσιεύσει κείμενα σε εφημερίδες και ιστοσελίδες της Κρήτης, καθώς και κείμενο στο επιστημονικό περιοδικό «Νέα Χριστιανική Κρήτη», ενώ ένα ποίημά του δημοσιεύτηκε σε εφημερίδα της Πελοποννήσου. Υπογράφει τα κείμενα του ως Μιχάλης Γ. Βοσκάκης. 

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

KPRINT Banner
ΑΠΟΨΕΙΣ

Στην καρδιά της Νίδας: Ταξίδι με τον περιηγητή Aubyn Trevor-Battye (1909)

0
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ