ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΣΥΠΑ Banner
ΑΠΟΨΕΙΣ

Το πίβουλο κοπέλι (Ο Έρωτας)

0

 Όλοι με κράζουν άπονο κοπέλι δίχως γνώση

Κι αν εμπορούσα θάνατο εθέλασι μου δώσει.

Λέσι πως οι σαΐτες μου, τούτες οι χρουσωμένες,

απού δοξεύγω τσι καρδιές, πως ει φαρμακεμένες.

Συναφορμάς μου σκοτωμοί, πολέμοι και θανάτοι

δηγούνται πως η θάλασσα κι η γης είναι γεμάτη.

Γεώργιος Χορτάτσης, «Πανώρια». Πράξη Ε’, σκηνή Α’ (Έρωτας, μοναχός), στίχ.3-8 [1]

 

Κατά τη Θεογονία του Ησιόδου, ο Έρωταςήταν η μια από τις τρεις θεότητες που δημιούργησαν τον κόσμο, ενώ, σύμφωνα με τους κυρίαρχους μύθους της ελληνικής μυθολογίας, όσον αφορά στη γέννησή του, ήταν καρπός της Αφροδίτης και του Άρη ή του Ουρανού. Σύμφωνα με μύθο που αναφέρει ο Λατίνος συγγραφέας LuciusApuleius, στο έργο του «Metamorphoseonlibri XI»,ο Έρωτας παντρεύτηκε την Ψυχή.

Όπως στην πλειονότητα των κλασσικών έργων της παγκόσμιας λογοτεχνίας των τελευταίων αιώνων, έτσι και στην ποίηση και τα θεατρικά έργα που γράφτηκαν στην Κρήτη κατά την περίοδο της Βενετοκρατίας, και κυρίως από τον 15ο έως τον 17ο αιώνα, η έννοια του έρωτα είναι κυρίαρχη. Ο έρωτας του Ερωτόκριτου και της Αρετούσας, του Πανάρετου και της Ερωφίλης, του Γύπαρη και της Πανώριας, του Αλέξη και της Αθούσας, του Ροδολίνου και της Αρετούσας, του Φορτουνάτου και της Πετρονέλλας, είναι η βάση πάνω στην οποία ο Κορνάρος, ο Χορτάτσης, ο Τρωίλος, ο Φώσκολος, έχτισαν τους καταπληκτικούς στίχους τους που από τότε μέχρι σήμερα εντυπωσιάζουν με ευκολία και ενίοτε ή και συχνά συγκινούν τον κάθε αναγνώστη.Στην κρητική λογοτεχνία της περιόδου αυτής, ο έρωτας απεικονίζεται με τον ίδιο τρόπο που απεικονίζεται συνήθως και σε άλλες μορφές τέχνης-ζωγραφική και  γλυπτική- την ίδια περίοδο,στην Ευρώπη, δηλαδή απεικονίζεται με αναφορές στην αρχαία ελληνική και ρωμαϊκή μυθολογία.Ήδη τον 15ο αιώνα, ο Μαρίνος Φαλιέρος, στο ποίημά του «ΕρωτικόνΕνύπνιον»[2] περιγράφει τον Έρωτα ως ένα μικρό και όμορφο παιδί, με χρυσόλαμπρα φτερά, που βαστά ταρκασοδόξαρο(φαρέτρα και τόξο) και σαΐτες πλουμισμένες αλλά ματωμένες, πιθανά από αίμα καρδιάς (στίχ.13-14 & 17-19).Στο τέλος του ποιήματος μας προτρέπει: «το ρήγα τον φρικτόν Έρωτα να τιμούμε» (στίχ.129). Στην «Ερωφίλη»[3] του Γεωργίου Χορτάτση, ο Πανάρετος λέει στον φίλο του Καρποφόρο: «κι ο ζυγωμένος έρωτας με μάνητα μεγάλη στο νου μου εξαναγύριζε κ’ επλήγωνέ με πάλι» (στίχ. Α201-202), και η Ερωφίλη, μόνη της, αναστενάζει:«Μοίρα κακή κι αντίδικη, τυραννισμένη μοίρα, ποια πάθη απού τον έρωτα, ποιες πρίκες δεν επήρα;» Και λίγους στίχους παρακάτω:

«τονε θωρώ τον πίβουλο και την αγάπη αρχίζει την ψεύτικη απού μου ’δειχνε σε μάχη να γυρίζει» (στίχ. Γ43-44). Και ο Πανάρετος, μόνος του: «Έρωτα, με το ξόμπλι μου, μηδένας μην ελπίζει πολύ καιρό πασίχαρος μετά σου να γυρίζει, γιατί δολώνεις τσι χαρές με δάκρυα και με κρίσες, κ’ εις τσι δροσιές τσ’ αρίφνητες σμίγεις φωτιές περίσσες.» (στίχ. Γ227-230).  Ακόμη, ο σύμβουλος του βασιλιά μονολογεί: «Τον έρωτα κατέχομε πως πάντα του γυρεύγει με το δοξάρι κοκιαστότσ’ αθρώπους να δοξεύγει» (στίχ. Δ129-130).  Ο Χορός (Χορικό Α’),αναφερόμενος στον Έρωτα,τραγουδεί: «Στω γυναικώ τ’ αμμάτια το θρονί σου κρατείς» (στίχ. 615-616), ενώ στο Ιντερμέδιο Α’ της «Ερωφίλης» υπάρχουν οι στίχοι: «γιατί ’ς αυτό το πρόσωπο τ’ ομορφοκαμωμένο της Αφροδίτης το παιδί στέκει σγουραφισμένο» (στίχ. 143-144), οι οποίοι, φυσικά, αναφέρονται και αυτοί στον Έρωτα.  Στον «Ερωτόκριτο» [4] του Βιτσέντζου Κορνάρου, ο Ρωτόκριτος, απευθυνόμενος στο φίλο του Πολύδωρο,του λέει: «Άλλοι άξοι, φρονιμώτατοι που ’χαν καιρού θεμέλιο, του Έρωτα εγενήκασι παιγνίδι του και γέλιο»(στίχ. Α279-280). Και ο ποιητής, αναφερόμενος στον άτυχο έρωτα του αρχοντόπουλου της Κρήτης Χαρίδημου για τη γυναίκα του που τελικά σκότωσε ο ίδιος, κατά λάθος, κυνηγώντας στον Ψηλορείτη: «Αγαπηθήκασι κ’ οι δυο κι ο εις τον άλλο θέλει κ’ ετούτα κάνει τα συχνιά το πίβουλο κοπέλι». Στη «Βοσκοπούλα» [5] ο ανώνυμος ποιητής περιγράφει τη συνάντηση μαζί της σ’ ένα λαγκάδι: «Στρέφομαι και θωρώ τη μες στα μάτια κ’ ερράγην η καρδιά μου τρια κομμάτια, γιατί Έρωτες είχαν κ’ εδοξεύγα και να με σαϊτέψουν εγυρεύγα.» (στίχ. 17-20).Στον «Ροδολίνο» [6] του Ιωάννη-Ανδρέα Τρωίλου, ο Ερμήνος, σύμβουλος του βασιλιά Ροδολίνου, αποφαίνεται: «Όπου κι α διάξει ο έρωτας κι όπου κι αν κατοικήσει, τση δύναμής του υποταγή δίδει του κόσμου η κτίση» (στίχ. Α153-154). Κι η Σωφρόνια, η παραμάνα της βασίλισσας Αρετούσας, μονολογεί: «Αμ’ όπου ορίζει ο έρωτας, πασ’ όργητα τελειώνει και πέφτει η μάνητα η παλιά όπου η νια αγάπη σώνει∙» (στίχ. Α725-726). Στον «Φορτουνάτο» [7] του Μάρκου-Αντωνίου Φώσκολου, ο ομώνυμος ήρωας, αναρρωτιεται: «Έρωτα, ‘ς ποιο σκολειό ’πραξες, και πόχεις μαθημένα τόσωλογιώ μπερδέματα, φρικτά καταραμένα; Ποιό δάσκαλο έτσι άπονο ηύρηκες να σε μάθη να δίδηςπρίκες, βάσανα, κρίσες, καημούς και πάθη» (στίχ. Β101-104). Και απευθυνόμενος στον φίλο του Θόδωρο: «μα ξεύρεις, πόθου κ’ έρωτα καμώματα πως παίρνου το νου τα’ αθρώπου το ζιμιό, κ’ εις άλλα τόνε φέρνου μέτρα, όπου δεν τα λόγιασε ποτέ του στον καιρόν του, γιατί του παίρνου την εξά, το νου, το λογισμόν του» (στίχ. Β145-148). Ακόμη, ο Φορτουνάτος μονολογεί για τον έρωτα που γνωρίζει ότι ο ίδιος είναι ευάλλωτος: «παιδεύγει συργουλίζει με, τάσσει μου και γελά με, και εις μια μπαμπακερή κλωστή πολλές φορές κρεμνάμε» (στίχ. Γ385-390). Υπάρχουν αρκετές άλλες αναφορές στον Έρωτα στα κείμενα αυτά, όπως και σε άλλα αυτής της περιόδου, π.χ. στον "Κατσουρμπο" του Γεωργίου Χορτάτση, όπου ο πρόλογος είναι μονόλογος του Έρωτα.

 

Εμήνυσε μου Αυγερινός τη γ-κλίνη μου ν’ αφήσω,

όξω στση Κρήτης τα βουνά πάλι να πορπατήσω.

Ντύνομαι, καλικώνομαι, παίρνω και το βουργιάλι,

βάνω κεφαλομάντιλο, βέργα στην αμπασκάλη.

Ογλήγορα βγαίνω στα ψηλά, σε κουτσουνάρι φτάνω,

πίνω και το κρυγιό νερό και σέρνω πάλι απάνω.

Ακροσταλάρω στ’ αοριού καλά χωσμένο σπήλιο,

σιμώνει μου μια λυγερή και λάμπει σα-ν-τον ήλιο·

έχει λουλούδια όμορφα στ’ ολόξανθα μαλλιά τζη,

μπλάβα είναι τα μάθιατζη, ζαλίζ’ η γι-ομορφιά τζη.

Στον αλαβάστρινο λαιμό και με περίσσα χάρη,

-περασμένο σε μεταξωτή κλωστή- φορεί μαργαριτάρι.

Κι απ’ το σπηλιάρι με θωρεί κοπέλι με δοξάρι,

-μαζί με τσι σαΐτες του- κρατεί το με καμάρι.

Σέρνει απ’ τη φαρέτρα ντου βερτόνι ξιφωμένο,

το σίντερο στη μπίκα ντου καλά ’ναι πυρωμένο.

Κοκκιάζει τησαΐτα ντου, το σουβλερό βερτόνι,

δοξεύγει ανεμπόδιστα και στη γ-καρδιά ξαμώνει.

Νιώθω τη γ-κάψα, με κεντά, την αναπνιά μου στένει,

ίδια στιγμή που το βλέμμα μου στο βλέμμα τζη ’πομένει.

Αστροπελέκια με χτυπού σε μπλε μαθιώ μπαΐδα,

χάνω το γ-κόσμο από μπροστά στη μπλάβη καταιγίδα.

Σαΐτεψέ με ο Έρωτας, το πίβουλο κοπέλι[8],

και άλα μπλίρ’ η μοίρα μου πού να με πάει θέλει.

Μα φεύγουνε τα νέφαλα και βρίχνω ’δα το φως μου,

άδειος ο πόρος τση σπηλιάς πάλι βγορίζ’ ομπρός μου!

Δε στέκει ’κεια η λυγερή μούδε και το κοπέλι,

μούδε τη σπούρδα δε θωρώ· τη θήκη με τα βέλη.

 

Εις τη γ-καρδιά λαβωμαθιά απόχτησα μεγάλη,

γροικώ το μ-πόνο, χάνομαι στου νου τη μ-παραζάλη.

Απού τα ψηλά στα χαμηλά κ’ ύστερα πάλι οπίσω,

ο Έρωτας με οδηγεί στη ζήση να γραντίσω.

Άλλες στιγμές με τυραννά, στα τάρταρα με ρίχνει,

και άλλες πρεμαζώνει με και στη γ-κορφή μ’ αφήνει.

Εκειά που σογκρεμίζει με ’πό τση ψυχής τα κάστρα,

γίνεται «ο χαιρετισμός των αγγέλω προς τα άστρα» [9].

Κι εκειά που λέω μια φορά κοντά ’ναι η ευτυχία,

και δυο και τρεις και πιότερες πέφτω στη δυστυχία.     

 

Μέρα και νύχτα στη σπηλιά τη λυγερή γυρεύγω,

θαρρώ για έναν έρωτα μάταιο πως παλεύγω.

Άλλος κιανείς τη λυγερή δεν έχει ’δει στ’ αόρι,

η φαντασία μου άραγες εγέννησε ντη γ-κόρη;

Μα ’βρα μια μέρα στση σπηλιάς ’πό πίσω η-τη ράχη,

κομμάτι από μεταξωτή κλωστή, σημάδι πως υπάρχει!

 

Ελπίδα ’χω πως κάποτες θα ’δώ από το σπήλιο,

πάλι να βγαίνει η ξαθή και όμορφη στον ήλιο.

Τα μπλάβα μάθια ’νεζητώ, τη μ-πλάνα ομορφιά τζη,

τα ζαχαρένια χείλη τζη και τα χρυσά μαλλιά τζη.

 

Αλίμονο! Είν’ όνειρο! Στο παραμιλητό μου,

ο γέρος μου ταράσσει με, ξυπνώ με το στανιό μου.

Σα ντου δηγούμαι τ’ όνειρο σκύβγει μου ψυθιρίζει,

μιαν αρμηνειά π’ ολοτενιάς το νου μου βασανίζει:

«Σ’ αθρώπου μάθια άκριτα αιστήματα μη χτίσεις,

καλά τη μ-ψυχή ντου γνώρισε πρι να τον αγαπήσεις,

κι όντε στσι στράτες τ’ αοριού και στσι σπηλιές σαλεύγεις,

όι λυγερές, μα τσ’ ομορφιές τση φύσης να γυρεύγεις…».

 

ΠΗΓΕΣ- ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1.Γεώργιος Χορτάτσης,«Πανώρια». Κριτική έκδοση Εμμ. Κριαρά, αναθεωρημένη  με επιμέλεια Κομνηνής Δ. Πηδώνια, Εκδόσεις «Ζήτρος», Θεσσαλονίκη 2007, σελ.271.

2.Μαρίνος Φαλιέρος, «Ερωτικά όνειρα». Κριτική έκδοση ArnoldVanGemert, Εκδόσεις «Βυζαντινή και Νεοελληνική Βιβλιοθήκη»,Θεσσαλονίκη 1980, σελ.131, 135

3. Γεώργιος Χορτάτσης, «Ερωφίλη».Επιμέλεια: Στυλιανός Αλεξίου-Μάρθα Αποσκίτη. Εκδόσεις «στιγμή», Αθήνα 2014, σελ.110, 124, 147, 148, 154-155, 169.

4. Βιτσέντζος Κορνάρος, «Ερωτόκριτος». Επιμέλεια: Στυλιανός Αλεξίου. Εκδόσεις «ΕΣΤΙΑ», Αθήνα 2001, σελ. 19, 100, 166.

5. Ανώνυμου, «Η Βοσκοπούλα». Επιμέλεια: Στυλιανός Αλεξίου. Εκδόσεις «ΕΣΤΙΑ», Αθήνα 2007, σελ. 65.

6.Ιωάννης-Ανδρέας Τρωίλος, «Ροδολίνος». Επιμέλεια: Μάρθα Αποσκίτη. Εκδόσεις «στιγμή», Αθήνα 1987, σελ. 64, 83.

7. Μάρκος - Αντώνιος Φώσκολος, «Φορτουνάτος». Εκδόσεις «Δωδώνη», Αθήνα –Γιάννινα 2004, σελ.68, 70, 108.

8. Ο Έρωτας, ως πίβουλο [επίβουλο= δόλιο, ύπουλο] κοπέλι, αναφέρεται στην «Ερωφίλη», στο στίχο Γ43 και στον Ερωτόκριτο, στους στίχους  Β628 και Γ352.

9.Η φράση: «Έρωτας είναι ο χαιρετισμός των αγγέλων προς τα άστρα» ανήκει στον VictorHugo. (Βλ. VictorHugo, «Οι Άθλιοι». Μετάφραση-Πρόλογος: Γ. Κοτζιούλας.  Εκδόσεις «ΔΑΡΕΜΑ», Αθήνα 1955,τόμ. Β’, σελ. 189).

10. Στις φωτογραφίες του κειμένου απεικονίζονται τα γλυπτά:

α) «Έρως Τοξοθραύστης», του Γεωργίου Βρούτου (1843-1909). Βρίσκεται στον υπαίθριο χώρο (πάρκο) του Ζαππείου.

β) «Έρως και Ψυχή», του AntonioCanova (1757-1822),στην εκδοχή του έργου που βρίσκεται στο μουσείο Ερμιτάζ της Αγίας Πετρούπολης. Μια άλλη εκδοχή του έργου φυλάσσεται στο Λούβρο του Παρισιού.

 

ΓΛΩΣΣΑΡΙ                                  

ακροσταλάρω=σταματώ για λίγο

άλαμπλίρι=ο Θεός ξέρει

(η) αμπασκάλη=η μασχάλη

ανεζητώ (’νεζητώ)=αναζητώ

απομένω (’πομένω)=παραμένω

(το) αόρι=το βουνό

(η) αρμηνειά=η συμβουλή

(το) αστροπελέκι=ο κεραυνός

βγορίζω=φαίνομαι, διακρίνομαι από μακριά

(το) βερτόνι=το βέλος

(το) βουργιάλι=το σακίδιο πλάτης

(ο) γέρος=ο πατέρας

γραντίζω=μπλέκω άσχημα

γροικώ=εδώ σημαίνει «αισθάνομαι»

δοξεύγω=τοξεύω

εδά (’δά)=τώρα

καλικώνομαι=βάζω υποδήματα

κεντώ= ανάβω (γράφεται και «καιντώ»)

(το) κεφαλομάντιλο=το κρητικό κρουσσάτο μαντίλι

κοκκιάζω=τοποθετώ το βέλος στο τόξο

(το) κουτσουνάρι=ηπετρινη ή ξύλινη υδρορροή

μηνώ=στέλνω μήνυμα

μούδε=ούτε

(η) μπαΐδα=η παγίδα

(η) μπίκα = η μύτη

(ο) μπλάβος,-η,-ο=ο μπλε

(το) νέφαλο=το σύννεφο

ξαμώνω=σημαδεύω

ογλήγορα=γρήγορα

ολοτενιάς=τελείως

όντε=όταν

πρεμαζώνω=περιμαζεύω

σαλεύγω=περπατώ

(η) σπούρδα=η φαρέτρα

(το) στανιό=με το ζόρι

στένω=σταματώ

στση=στης

ταράσσω=μετακινώ

τζη&τση=της

τσι=τις

(ο) χωσμένος,-η,-ο=ο κρυμμένος

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

KPRINT Banner
ΑΠΟΨΕΙΣ

Το πίβουλο κοπέλι (Ο Έρωτας)

0
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ