ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΣΥΠΑ Banner
ΑΠΟΨΕΙΣ

Οι απαρχές της σερβικής εθνικής συνείδησης και η σερβική επανάσταση

0

 Την επανάσταση των Σέρβων στο πασαλίκι του Βελιγραδίου το 1804 διευκόλυναν τρεις συνθήκες: α´) Η ανάπτυξη της κτηνοτροφίας (κυρίως της χοιροτροφίας) και του ζωεμπορίου με την Αυστρο-Ουγγαρία (μέσω του Σμεντέρεβου). Από την ανάπτυξη αυτή δημιουργήθηκε ένα μικρό αλλά εύπορο σώμα ζωεμπόρων, οι οποίοι αναλάμβαναν το αξίωμα του προκρίτου (κνεζ) στα χωριά τους και σχημάτισαν μία ηγετική τάξη (ελίτ) στα πλαίσια των Σέρβων του πασαλικίου, β´) Οι αυστροτουρκικοί πόλεμοι του 18ου αιώνα, στους οποίους συμμετείχαν κάθε φορά ένοπλα σώματα από Σέρβους εθελοντές, σήμαιναν για τους τελευταίους την απόκτηση πολεμικής πείρας και γ´) οι Σέρβοι της νότιας Ουγγαρίας και της Σλαβονίας λειτούργησαν για τους Σέρβους του πασαλικίου ως μεσολαβητές όχι μόνον στον τομέα του εμπορίου με τη Δύση αλλά και ως μεταλαμπαδευτές των ευρωπαϊκών επαναστατικών ιδεών.[1] Οπωσδήποτε η σερβική αριστοκρατία επηρεάστηκε από την επαφή της με δύση. Μαζί με την επίλυση των αγροτικών προβλημάτων θα ζητήσουν και την κήρυξη αυτονομίας. Ο Κνέζ Sima Marcovits  θα οραματιστεί ένα ανεξάρτητο κράτος.[2]

            Το 1801 οι γενίτσαροι (νταήδες) επέστρεψαν στο Βελιγράδι, δολοφόνησαν τον εκεί (Χατζή Μουσταφά) πασά και εγκαθίδρυσαν ένα καθεστώς αναρχίας και τρομοκρατίας. Τον Ιανουάριο του 1804 δολοφόνησαν 72 Σέρβους προκρίτους. Αυτό το γεγονός έδωσε το έναυσμα για την κήρυξη της επανάστασης. Στις 13/25 Μαρτίου του 1804 στην έκθεση του Ρώσου Προξένου στο Βουκουρέστι Λουκά Κίρικο προς τον Γενικό Πρόξενο στο Ιάσιο αναφερόταν πως «οι Σέρβοι κάτοικοι του Βελιγραδίου ξεσηκώθηκαν ξανά εναντίον των Τούρκων του κόμματος του εχθρικού προς αυτούς, οι οποίοι σκότωσαν 5 από τους πρίγκιπές τους. Οι Χριστιανοί σκότωσαν όλους τους Τούρκους που είχαν παγιδευτεί στο φρούριο και στα προάστια».[3] Στην αναφορά του Ρώσου Γενικού Προξένου Τσαρτορίσκι από το Ιάσιο στις 17 Μαρτίου 1804 περιγράφει πως «ο σερβικός πληθυσμός του Βελιγραδίου επαναστάτησε για άλλη μια φορά εναντίον των Τούρκων σε σχέση με τη δολοφονία πέντε από τους ηγέτες του. Σκότωσαν όλους τους μουσουλμάνους που συνάντησαν στην πόλη και στα προάστια. Ο Πασάς κατέφυγε πίσω από τα τείχη του φρουρίου».[4] Η πόλη του Βελιγραδίου θα παραμείνει υπό οθωμανική κατοχή μέχρι το 1806. Η Σφαγή των Κνέζων, (Σερβικά : Сеча кнезова / Seča knezova), αναφέρεται σε μια σφαγή που διαπράχθηκε τον Ιανουάριο του 1804 στην κεντρική πλατεία της πόλης Βάλιεβο της σημερινής Σερβίας. Θύματα ήταν οι πλέον εξέχοντες ευγενείς της Σερβίας, με τον τίτλο Κνέζες (Knezes- Κνέζοι) («τοπικοί άρχοντες»), του Πασαλικίου του Βελιγραδίου. Εκτελέστηκαν από τους Γενίτσαρους που κυβέρνησαν τη Σερβία εκείνη την εποχή.

            Οι Γενίτσαροι είχαν καταλάβει την εξουσία στο πασαλίκι του Βελιγραδίου κατά παράβαση του Σουλτάνου και φοβούνταν ότι ο Σουλτάνος θα χρησιμοποιήσει τούς Σέρβους για να τους εκδιώξουν. Ο Σελίμ ο Γ΄ είχε σαν στόχο την αναμόρφωση του στρατού και τον εξευρωπαϊσμό του.[5] Επιπλέον στόχευε η συλλογή των φόρων να γίνεται από κρατικούς υπαλλήλους.[6]

            Για να αποφευχθεί αυτό, αποφάσισαν να εκτελέσουν όλους τους ευγενείς Σέρβους σε όλη τη Σερβία. Αξιοσημείωτα θύματα ήταν ο Αλέξα Νενάντοβιτς και ο Ίλια Μπιρκάνιν. Το γεγονός πυροδότησε μια εκτεταμένη εξέγερση η οποία τελικά εξελίχθηκε στη πρώτης σερβικής επανάσταση, με στόχο να θέσει τέρμα στα 300 χρόνια της Τουρκοκρατίας. Σύμφωνα με τις σύγχρονες πηγές στο Βάλιεβο , τα αποκεφαλισμένα κεφάλια των δολοφονημένων ανδρών τέθηκαν σε δημόσια εμφάνιση στην κεντρική πλατεία για να χρησιμεύσουν ως παραδειγματισμό για όποιον σκεφτόταν να τους πολεμήσει.[7]

            Οι Κνέζες ήταν οι αντίστοιχοι με τον ελλαδικό χώρο προύχοντες ή προεστοί κάθε χωριού που συνήθως ήταν ντόπιοι. Το πασαλίκι του Βελιγραδίου είχε λίγο μουσουλμανικό πληθυσμό που δεν έφτανε για να τον χρησιμοποιήσει ο Πασάς, είχε την επιλογή είτε να προσλάβει μισθοφόρους ή από τον Ορθόδοξο χριστιανικό πληθυσμό. Το 1797 ο Πασάς είχε προγραμματίσει να αυξήσει τους φόρους, αλλά οι Κνέζοι είχαν διαμαρτυρηθεί και τον έπεισαν να στηριχθεί πάνω τους για να οργανώσουν τον τοπικό πληθυσμό. Οι Κνέζες ήταν ικανοί να μαζέψουν στρατιωτική δύναμη πάνω από 10.000 άνδρες. Στη περίπτωση αυτή οι αρχές στην Κωνσταντινούπολη ήταν πολύ αδύναμες για την αντιμετώπιση των Γενιτσάρων και οι ντόπιοι Κνέζες ήταν το προφανές μέσο για την Κωνσταντινούπολη για την εκδίωξη των Γενιτσάρων.

            Οι Κνέζοι που αποκεφαλίστηκαν ήταν πάνω από εκατό ανάμεσά τους και αρκετοί κληρικοί. Πολλοί Κνέζοι κατάφεραν να ξεφύγουν και ήταν οι μετέπειτα ηγέτες της εξέργεσης.

Σ’ όλη τη διάρκεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας το Κοσσυφοπέδιο υπήρξε μια περιοχή ασταθής, ακριβώς γιατί γινόταν μήλο της έριδος των εθνικισμών που αναδύονταν και διεκδικούσαν την περιοχή. Ακόμη και σήμερα η αστάθεια δεν έχει εγκαταλείψει την περιοχή, όπως δεν έχει εγκαταλείψει και ολόκληρα τα Βαλκάνια. Οι Σέρβοι ιστορικοί, όπως ο προαναφερόμενος, θεωρούν το Κοσσυφοπέδιο την ιστορική κοιτίδα του σερβικού έθνους, λίκνο του πολιτισμού και της ορθόδοξης πίστης τους, κατέχει, δηλαδή, η περιοχή σημαντική θέση στο φαντασιακό υποσυνείδητο του σερβικού λαού και αυτό δεν πρέπει να παραγνωριστεί. Υποστηρίζουν πως στην περιοχή αυτή εγκαταστάθηκε η πλειοψηφία του σερβικού λαού, αλλά εξαιτίας των δυσμενών συνθηκών διαβίωσης που ακολούθησαν την κομβικής σημασίας μάχη του Κοσσυφοπεδίου το 1389 με την παρουσία του Οθωμανού κατακτητή, αναγκάστηκε να κινηθεί βορειοδυτικά προς τις περιοχές της Ρασκίας και του Βελιγραδίου.

 Οι Σέρβοι υπό την καθοδήγηση του ηγεμόνα τους πρίγκιπα Λάζαρου (1371-1389) αντιμετώπισαν τον Ιούνιο του 1389 τις υπέρτερες οθωμανικές δυνάμεις του σουλτάνου Μουράτ του Α΄. Η αντίστασή τους υπήρξε σθεναρή, ο Μουράτ σκοτώθηκε στη μάχη, όμως, ο διάδοχός του Βαγιαζίτ κατάφερε να επικρατήσει τελικά στο πεδίο της μάχης.[8] Η μάχη στο Κοσσυφοπέδιο μέχρι και σήμερα συνιστά το σημαντικότερο γεγονός της μεσαιωνικής σερβικής ιστορίας, οι νεομάρτυρες των οποίων έχουν την αφετηρία τους τότε, ανάμεσά τους και ο πρίγκιπας Λάζαρος. Αμέσως μετά την κατάκτηση έγιναν εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στην περιοχή από τις οθωμανικές δυνάμεις, ενώ οι εξισλαμισμένοι αλβανόφωνοι πληθυσμοί συντέλεσαν με τη δράση τους στον εκτοπισμό των ορθόδοξων Σέρβων.

Στη διατήρηση και καλλιέργεια αυτής της πρώιμης συλλογικότητας μεταξύ των Σέρβων του 18ου αιώνα συνέβαλαν επιγραμματικά τέσσερεις παράγοντες: α) η ύπαρξη μιας συλλογικής μνήμης για ένα κοινό και ένδοξο ιστορικό παρελθόν, β) η δράση της Ορθόδοξης σερβικής εκκλησίας και του απλού κλήρου, τόσο στο Πασαλίκι του Βελιγραδίου με το πατριαρχείο του Ipec, όσο και στην Αυστροουγγαρία, όπου η Ορθοδοξία είχε συσπειρωθεί υπό την απειλή του Καθολικισμού, γ) η σερβική αστική διανόηση της Βοϊβοντίνας και η συγγραφική παραγωγή της και δ) η δράση ένοπλων λαϊκών ομάδων-ληστών- των Χαϊντούκων. Η ανάπτυξη της εθνικής συνείδησης το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα δε συνέπιπτε και με τη σαφή διαμόρφωση ενός επαναστατικού πολιτικού σχεδίου που να οδηγούσε σε μια ανεξάρτητη από την Οθωμανική αυτοκρατορία σερβική κρατική οντότητα. Οι όροι της κατάκτησης δεν αμφισβητούνταν, την ίδια στιγμή που αναπτυσσόταν ένας εθνικισμός που εξαρχής στηριζόταν στην πίστη, στην έννοια της κοινής καταγωγής και στην μνήμη του αίματος. Το τετράτομο έργο του Jovan Rajić (1726-1801) “Ιστορία των διαφόρων Σλαβικών Εθνών, Βουλγάρων, Κροατών και Σέρβων”, που δημοσιεύθηκε μεταξύ των ετών 1794 και 1795 στη Βιέννη, εξελίχθηκε σε πραγματικό πυλώνα της Σερβικής εθνικής ιδεολογίας των αρχών του 19ου αιώνα. O κόμης  Sava Tekelija, ευκατάστατος Σέρβος προύχοντας από την Ουγγαρία, δημοσίευσε το 1805 στη Βιέννη, σε 2000 αντίτυπα, έναν “Γεωγραφικό χάρτη της Σερβίας, Βοσνίας, Ντουμπρόβνικ, Μαυροβουνίου και όμορων περιοχών”. Oι Σέρβοι της νοτίου Ουγγαρίας όχι μόνο επικρότησαν την εξέγερση, αλλά άρχισαν να συνδέουν το δικό τους μέλλον με την προοπτική δημιουργίας ενός ανεξάρτητου και   κυρίαρχου σερβικού κράτους.

Το πέρασμα από το εθνικό κίνημα στην εκδήλωση μιας μαζικής επαναστατικής δράσης το 1804 υπήρξε ζήτημα συγκυριών και συγκεκριμένων ταξικών επιλογών. Την εξέγερση στο Οράσατς (Οράσακ) στις 2/14 Φεβρουαρίου 1804 την έκανε μια ισχυρή ομάδα αριστοκρατών, οι Κνεζ, οι οποίοι ως τοπικοί άρχοντες ασκούσαν επιρροή σε μεγάλες αγροτικές ομάδες οικογενειών τις Zadruga. Τα συμφέροντα των Κνεζ  -άσκηση της τοπικής διοίκησης, συλλογή των φόρων, έλεγχος των πηγών πλουτισμού- κάτω από τις συγκεκριμένες συνθήκες που τότε επικρατούσαν στην περιοχή -δράση των γενιτσάρων- θίχτηκαν και οδήγησαν στην εξέγερση όχι κατά της Υψηλής Πύλης, που έμενε στο απυρόβλητο, αλλά εναντίον των αποσχιστικών και από το Σουλτάνο γενιτσαρικών στρατευμάτων. Οι Σέρβοι θα θέσουν ως στόχο την τοπική αυτονομία και όχι την οριστική αποτίναξη της οθωμανικής κηδεμονίας. Πολιτικά κατά την πρώτη σερβική εξέγερση θα εκφραστούν μέσα από τον αρχηγό του στρατού Καραγεώργη, ο οποίος θα  επιβληθεί των knez  και των νέων πληθυσμών του Βελιγραδίου.[9]

Αν από φορολογική άποψη οι ορθόδοξοι έμποροι, ως κάτοικοι της πόλης, είχαν μάλλον ελαφρές υποχρεώσεις τόσο απέναντι στο κράτος όσο και στην αγορά όπου διοχέτευαν τα προϊόντα τους, ήσαν ωστόσο εκτεθειμένοι στην ανασφάλεια που χαρακτήριζε τους δρόμους της Αυτοκρατορίας και υπόκειντο στους εκβιασμούς των Γενιτσάρων  ιδιαίτερα σε πόλεις όπως η Θεσσαλονίκη, το Βελιγράδι και το Σεράγεβο. Παρ’ όλ’ αυτά, τα στοιχεία μαρτυρούν υπέρ της ευημερίας και άνθησης των εμπορικών κέντρων και στο Πασαλίκι του Βελιγραδίου. Η ίδια η πόλη του Βελιγραδίου είχε εξελιχθεί από φρούριο σε ένα κέντρο εμπορικό και διαμετακομιστικό για την οθωμανική Αυτοκρατορία, από το οποίο εκκινούσαν νέοι εμπορικοί δρόμοι κατά μήκος και πέρα από τις όχθες του Δούναβη.

            Η ενεργή εμπλοκή της Ρωσίας προκάλεσε την αντίδραση της Αυστρίας, αλλά και της ναπολεόντειας Γαλλίας το 1810. Τον Ιανουάριο του 1811 ρωσικά στρατεύματα θα βρεθούν στο Βελιγράδι.[10] Οι σερβικές νίκες αμφισβητούσαν πια ευθέως την εξουσία του σουλτάνου στο πασαλίκι του Βελιγραδίου και έθεταν την ίδια στιγμή σε ανασφάλεια την εμπορική οδό Βελιγραδίου-Νις-Θεσσαλονίκης. Η συνθήκη του Βουκουρεστίου στις 28 Μαΐου  1812 με την οποία τερματιζόταν ο ρωσοτουρκικός πόλεμος υποσχόταν αυτονομία για τους σέρβους. Η εισβολή της Γαλλίας στη Ρωσία οδήγησε στην απόσυρση των ρωσικών δυνάμεων από τη Σερβία και επέτρεψε στους Οθωμανούς να συντρίψουν στρατιωτικά την επανάσταση.[11] Η Αυστρία δε θα συναινούσε στον διαμελισμό της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Πέρα από το διπλωματικό παιχνίδι για το ποιος θα έχει στην επιρροή του τους Σέρβους, θα σταθούμε στους κοινωνικούς όρους της σερβικής επανάστασης. Το σαντζάκι του Σμεντέρεβο (σερβικά: Смедеревски санџак) γεωγραφικά τοποθετείται  ανάμεσα σε δύο μεγάλες αυτοκρατορίες: Αυστροουγγαρία και Οθωμανική αυτοκρατορία ήθελαν να έχουν την κυριότητά του. Το 1791 το σαντζάκι θα περάσει στην Οθωμανική κυριαρχία για τελευταία φορά πριν το ξέσπασμα της σερβικής εξέγερσης. Η επιρροή της Αυστρίας στο πασαλίκι ωστόσο δεν έλλειψε: είτε μέσω του εμπορίου είτε με την μετακίνηση των προσφύγων και των ίδιων των Σέρβων, σταδιακά εδραιώθηκε ένας σημαντικός δίαυλος επικοινωνίας και μεταφοράς των ιδεών της γαλλικής Επανάστασης και του Διαφωτισμού στον υπόδουλο σερβικό πληθυσμό.

            Στην Μάχη του Misar οι σέρβοι θα νικήσουν τους Οθωμανούς. Ο Καραγιώργης θα είναι αρχηγός ενός στρατού 30.000 μαχητών όταν στις 29 Δεκεμβρίου 1806 θα καταλάβει το Βελιγράδι.[12] Στις 12 Δεκεμβρίου 1806 ο Konda θα καταφέρει να ανοίξει τις πύλες της στου σέρβους επαναστάτες.[13] Τον Ιούνιο του 1807 η δεύτερη σε μέγεθος πόλη της Σερβίας το Ushize θα κυριευτεί από τους επαναστάτες.[14] Το Μάρτιο του 1807 ο Καραγιώργης υποσχέθηκε στον Κυβερνήτη του Βελιγραδίου Σουλεϊμάν Πασά ότι θα παρείχε σε αυτόν και τη φρουρά του ασφαλή αποχώρηση, αν εκκένωναν το πολιορκημένο φρούριο της πόλης. Όταν ο Σουλεϊμάν και η φρουρά του έβγαιναν από το φρούριο έπεσαν σε ενέδρα. Οι ενήλικοι άνδρες σκοτώθηκαν επί τόπου. Οι γυναίκες και τα κορίτσια έγιναν Χριστιανές και αναγκάστηκαν να παντρευτούν τους κατακτητές τους, ενώ τα παιδιά τέθηκαν υπό τη φροντίδα χριστιανικών οικογενειών.

            Ένα χρόνο μετά οι Σέρβοι θα κηρύξουν την ανεξαρτησία τους, το Μάρτιο του 1807. Ο Καραγιώργης Πέτροβιτς υπήρξε αγράμματος ζωέμπορος, εκπαιδευμένος στρατιωτικά στον αυστριακό στρατό. Ο πατέρας του, Πέταρ Γιοβάνοβιτς, ήταν κλέφτης (ή χαϊντούκ) στα νιάτα του, αλλά κατόπιν είχε γίνει αγρότης χωρικός. Η συνέλευση των κνέζων τον έχρησε αρχηγό της επανάστασης.

 

Οι ορθόδοξοι έμποροι, ως κάτοικοι της πόλης, είχαν μάλλον ελαφρές υποχρεώσεις τόσο απέναντι στο κράτος όσο και στην αγορά όπου διοχέτευαν τα προϊόντα τους, ήσαν ωστόσο εκτεθειμένοι στην ανασφάλεια που χαρακτήριζε τους δρόμους της Αυτοκρατορίας και υπόκειντο στους εκβιασμούς των Γενιτσάρων[15] ιδιαίτερα σε πόλεις όπως η Θεσ/νίκη, το Βελιγράδι και το Σαράγεβο. Παρ’ όλ’ αυτά, τα στοιχεία μαρτυρούν υπέρ της ευημερίας και άνθησης των εμπορικών κέντρων. Η οδός Βελιγράδι-Σεμλίνο-Βιέννη-Λειψία αποτελούσε την κύρια οδό του γερμανικού εμπορίου μετά τον τελευταίο αυστροτουρκικό πόλεμο (1788-1790). Η ίδια οδός χρησιμοποιούνταν και για τις εισαγωγές από την Αυστρία και τα γερμανικά κρατίδια.

 Κύρια εμπορική δραστηριότητα του Πασαλικίου το εμπόριο των χοίρων έφερνε σε επαφή Σέρβους και Έλληνες εμπόρους, διαμόρφωνε μια αγορά που ξεπερνούσε τα όρια των κατεκτημένων περιοχών, στην οποία διακινούνταν και ιδέες, που ακόμα δεν ήταν ώρα να ριζώσουν στο σερβικό κομμάτι των κατακτημένων περιοχών. Κατά την πρώτη αυτή σερβική εξέγερση οι φορείς των διαφωτιστικών ιδεών παρέμειναν στο περιθώριο των επαναστατικών γεγονότων, ώστε να αφαιρείται η δυνατότητα μιας άλλης τροπής των γεγονότων. Ο αρχηγός των Κνεζ Καραγιώργης  (Καραγιώργεβιτς) Πέτροβιτς εκμεταλλεύτηκε την ήδη υπαρκτή αίσθηση των αγροτικών πληθυσμών της περιοχής ότι αποτελούν μια ξεχωριστή πολιτιστική οντότητα. Ο ίδιος μάλιστα παρουσιάστηκε ως συνεχιστής και διάδοχος της μεσαιωνικής αυτοκρατορίας των Νεμανιδών και του ηγεμόνα των Σέρβων Στεφάνου Δουσάν. Οι επίσημες επιστολές και πράξεις του ηγέτη της εξέγερσης, Karađorđe Petrović, ιδρυτή της δυναστείας των  Karađorđević, προς τους τοπικούς στρατιωτικούς διοικητές, οι διακηρύξεις καθώς και η αλληλογραφία, την οποία αντάλλαξε με εκπροσώπους των Μεγάλων Δυνάμεων, κατέληγαν με τη φράση “στο όνομα σύσσωμου του Σερβικού έθνους”.[16] Στρατιωτικές δυσχέρειες μετά το 1809 οδήγησαν στην τελική κατάρρευση του επαναστατικού μετώπου και στην αποκατάσταση της οθωμανικής κυριαρχίας.[17] Στη πρώτη φάση της σερβικής επανάστασης σημαντική ήταν η συμβολή των αγροτών, οι οποίοι συσπειρώθηκαν εναντίον των γενίτσαρων. Τον Ιανουάριο του 1807 θα καταλάβουν το Βελιγράδι τη σημαντικότερη οχυρή πόλη. Εξεγέρσεις Σέρβων καθοδηγούμενες από τοπικές φατρίες έγιναν στο Μαυροβούνιο, στο σαντζάκι του Νόβι Παζάρ, στην Εζεργοβίνη ακόμη και στην ορεινή Αλβανία.[18] Όλοι ενώθηκαν υπό τον Καραγιώργεβιτς. Το 1809 η αιφνιδιαστική επίθεση των Οθωμανών ανάγκασαν την υποχώρηση των δυνάμεών του στο Novi Βazar. Το φθινόπωρο του 1813, στερούμενη όποιας ξένης υποστήριξης, η Σερβική εξέγερση καταπνίγηκε βάρβαρα από τον τακτικό Οθωμανικό στρατό.

            Η σερβική Επανάσταση είχε έως πρόσφατα υποβαθμιστεί στη βιβλιογραφία συγκρινόμενη με την ελληνική Επανάσταση.[19] Θεωρήθηκε ως μια εξέγερση που επηρέασε μόνο το Πασαλίκι του Βελιγραδίου, χωρίς να προκαλέσει τις συνέπειες και μια διευρυμένη εμπλοκή των Μεγάλων Δυνάμεων που προκάλεσε η ελληνική περίπτωση.[20] Οπωσδήποτε νεότερες μελέτες εντάσσουν τη σερβική επανάσταση στο Ανατολικό ζήτημα που αφορούσε τη διανομή των ευρωπαϊκών εδαφών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Πρόσφατες μελέτες προσπαθούν να ανιχνεύσουν την εθνική συνείδηση των σέρβων και τον εθνικό χαρακτήρα της επανάστασής τους.[21] Την ίδια στιγμή αναγνωρίζουν και τον κοινωνικό χαρακτήρα της πρώτης σερβικής εξέγερσης. Ως εξέγερση (ustanak) θα πρέπει να αντιμετωπίζεται, τουλάχιστον, στην πρώτη της περίοδο, για να λάβει αργότερα και εθνικά χαρακτηριστικά.

Το 1815 οι Σέρβοι για δεύτερη φορά θα επαναστατήσουν με αρχηγό αυτή τη φορά τον Μίλος Ομπρένοβιτς, που είχε στο μεταξύ εκτοπίσει τον Καραγιώργη. Aργότερα, το 1817, ο Καραγιώργης θα δολοφονηθεί με εντολή του Ομπρένοβιτς.  Η Συνέλευση του Τάκοβι (σερβικά: Састанак у Такову) ήταν μία Σερβική εθνική συνέλευση που πραγματοποιήθηκε στις 24 Απριλίου την κυριακή των Βαΐων του 1815. Έγινε στον χώρο του ναού του Αγίου Γεωργίου του Τάκοβι, με το τέλος της ξεκίνησε η δεύτερη σερβική εξέγερση. Στην συνέλευση ή οποία είχε χαρακτήρα Εθνικής Συνέλευσης των επαναστατημένων Σέρβων. Συμμετείχαν όσο περισσότεροι Κνεζ μπορούσαν κυρίως από τα γειτονικά χωριά, ιερείς και απλός κόσμος. Η διάρκεια της ήταν μία ημέρα, εξάλλου ο βασικός σκοπός της ήταν η συνέχιση ή όχι της επανάστασης. Στην εθνοσυνέλευση αποφασίστηκε ότι, μετά την αποτυχία της πρώτης σερβικής εξέγερσης, έπρεπε να συνεχιστεί η εξέγερση , ηγέτης της εξέγερσης εξελέγη ο Μίλος Ομπρένοβιτς. Μία άλλη απόφαση της συνέλευσης ήταν η δημιουργία παρασήμου με την ονομασία «Σταυρός του Τάγματος του Τάκοβυ». Ο σταυρός του Τάκοβι χρησιμοποιείται και σήμερα ως σύμβολο στις στολές του στρατού της Σερβίας. Η γερουσία μεταφέρθηκε στο Βελιγράδι και ο Ομπρένοβιτς ανέλαβε διπλό ρόλο: και αυτόν του ηγέτη της επανάστασης και αυτόν του αξιωματικού των Οθωμανών.[22] Το Νοέμβριο του 1817 ο Ομπρένοβιτς θα ανακηρυχθεί Ανώτατος Κνεζ.[23]

            Με το τέλος της συνέλευσης οι παρευρισκόμενοι βγήκαν στο προαύλιο της εκκλησίας όπου περίμενε κόσμος να ακούσει τις αποφάσεις τους. Ο Μίλος Ομπρένοβιτς ανέβηκε σε μία μεγάλη πέτρα και απηύθυνε λόγο κηρύσσοντας την Δεύτερη Σερβική Εξέγερση. Ανάμεσα στα λόγια που είπε ήταν και τα: «Εδώ είμαι, και εδώ είναι ο πόλεμος εναντίον των Τούρκων».

Η Επανάσταση από τα πεδία των μαχών μεταφέρθηκε στα επόμενα χρόνια στο πεδίο της διπλωματίας. Μετά την καταλυτική παρέμβαση υπέρ των Σέρβων από τη Ρωσία -ρωσοτουρκικός πόλεμος του 1828-1829- ο Σουλτάνος με διάταγμα αναγνώρισε την αυτονομία της Σερβίας τον Οκτώβριο του 1830. Για πρώτη φορά οι Σέρβοι αποχτούσαν ανεξάρτητη διακυβέρνηση με την τυπική έστω παρουσία του οθωμανικού στρατού σε περιορισμένους θύλακες. Tο Κόσοβο, ως βιλαέτι του Κοσόβου, παρέμεινε στην Οθωμανική αυτοκρατορία και έξω από τα όρια του αυτόνομου σερβικού κράτους. Αποτέλεσε έτσι ένα ανοιχτό πεδίο σύγκρουσης του σερβικού και του αλβανικού εθνικισμού, ιδιαίτερα όταν ο τελευταίος θα ξεσπούσε βίαια το δεύτερο μισό του 19ο αιώνα. Ο Ομπρένοβιτς που ήδη είχε καταλύσει κάθε μορφή συνταγματικής διακυβέρνησης από το 1817 με τη δημιουργία μιας συνέλευσης πιστής στον ίδιο (Skupstina), συνέχισε να κυβερνά ηγεμονικά και το αυτόνομο σερβικό κράτος. Κάτω από ισχυρές πιέσεις ο ηγεμόνας θα παραχωρήσει το 1835 σύνταγμα που επειδή ήταν αρκετά φιλελεύθερο ήταν αδύνατο να εφαρμοστεί στην πράξη. Το 1839 ο Ομπρένοβιτς όρισε διάδοχό του το δευτερότοκο υιό του Μιχαήλ. Η εθνοσυνέλευση, όμως, θα άρει την υποστήριξή της στο πρόσωπό του και θα εκλέξει το 1842 νέο ηγεμόνα τον Αλέξανδρο Καραγεώργη (1842-1858), γιο του δολοφονημένου Πέτροβιτς.

Το 1858 ο οίκος των Ομπρένοβιτς θα αναλάβει ξανά τα ηνία της εξουσίας ξανά με τον Μιχαήλ. Το 1868 ο Μιχαήλ θα δολοφονηθεί από οπαδούς των Καραγιώργεβιτς. Την ίδια τύχη θα έχει και ο τελευταίος απόγονος των Ομπρένοβιτς βασιλιάς Αλέξανδρος, όταν το 1903 ομάδα συνωμοτών πέτυχε να ανεβάσει στο σερβικό θρόνο τον Πέτρο Καραγιώργεβιτς. Από τους δέκα μονάρχες που βασίλεψαν στη Σερβία μετά το 1830 οι τρεις δολοφονήθηκαν και οι τέσσερις εκδιώχθηκαν υπό την απειλή εκτέλεσης. Η βία στη Σερβία αποτέλεσε και αποτελεί –να θυμίσουμε τη δολοφονία του πρωθυπουργού Ζόραν Τζίντζιτς το 2003- στοιχείο εγγενές του τρόπου πρόσληψης της πολιτικής. Αυτό ήταν η συνέπεια της απουσίας των διαφωτιστικών ιδεών και ενός κυρίαρχου φιλελεύθερου πνεύματος στη Σερβία.


[1]Dusan Batakovic, “A Balkan-style French revolution?: The 1804 Serbian Uprising in European perspective”, Balcanica , January 2005 (36), σ. 117-120.

[2] Batakovic, 2005, ό.π., σ. 123.

[3] Донесение русского консула в Бухаресте Л. Г. Кирико русскому генеральному консулу в Яссах А. А. Жерве со сведениями о восстании белградских сербов и происках французских эмиссаров в Болгарии и Румелии, Βουκουρέστι, 13/ 25 Μαρτίου 1804, στο http://www.vostlit.info/Texts/Dokumenty/Serbien/XIX/1800-1820/Perv_serb_vosst_1/1-20/1.phtml?id=8289

[4] Донесение А. А. Жерве А. А. Чарторыйскому об укреплении турецких крепостей и о восстании сербского населения Белграда, Ιάσιο, 17 Μαρτίου 1804, στο http://www.vostlit.info/Texts/Dokumenty/Serbien/XIX/1800-1820/Perv_serb_vosst_1/1-20/3.phtml?id=8291

[5] Leopolde Ranke, The history of Serbia, and the Serbian revolution, with a sketch of the insurrection in Bosnia, translator: Alexander Ker, Alpha editions, 2019, αναπαραγωγή της α΄ έκδοσης έκδοσης του 1853, σ. 62.

[6] Ranke, 2019, ό.π., σ. 63.

[7] Ranke, 2019, ό.π., σ. 119-120.

[8] Peter F. Sugar, Η νοτιοανατολική Ευρώπη κάτω από οθωμανική κυριαρχία (1354-1804), τόμος Α΄, Αθήνα, 1994, σ. 43-60. Επίσης, John V.A. Fine, The late Medieval Balkans. A critical survey from the late Twelve century to the Ottoman conquest,  The University of Michigan Press, 1994.

[9] Cedomir, Antic, “The formative years of the Principality of Serbia (1804-56): ottoman influences”, ed. A. Anastasopoulos-Elias Kolovos, Ottoman rule and the Balkans, 1760-1850, Conflict, Transformation, Adaptation, Proceedings of an international conference held in Rethymno, Greece, 13-14 December 2003, Ρέθυμνο 2007, σ. 244-245.

[10]Lawrence P. Meriage, “The First Serbian Uprising (1804-1813) and the Nineteenth-Century Origins of the Eastern Question”, Slavic Review , Volume 37 , Issue 3 , September 1978 , σ. 433.

[11] Meriage, 1978, ό.π., σ. 437.

[12] Meriage, 1978, ό.π., σ. 427.

[13] Ranke, 2019, ό.π., σ. 112.

[14] Ranke, 2019, ό.π., σ. 115.

[15]  Η διείσδυση Γενιτσάρων στις συντεχνίες στάθηκε η εξέλιξη με τις μεγαλύτερες επιπτώσεις στη ζωή των μελών τους: ως τα τέλη του αιώνα σχεδόν όλοι οι συντεχνίτες του Βελιγραδίου, του Σαράγεβου και της Σαλονίκης αυτοπροσδιορίζονταν  ως Γενίτσαροι, ιδιότητα που τους διαφοροποιούσε από τους συμπολίτες τους χριστιανούς και εβραίους.

[16]  Batakovic, 2005, ό.π., σ. 113-128.

[17] Για τη σερβική Επανάσταση (1804-1830) βλέπε, Ζωρζ Καστελλάν, Η Ιστορία των Βαλκανίων, Γκοβόστη 1991 και R. V. Paxton, «Nationalism and revolution: a re-examination of the origins of the first Serbian insurrection, 1804-1807», East Europe Quarterly, London 6/3 (1972), σ. 337-362. 

[18] D. T. Bataković, The Kosovo Chronicles, Belgrade: Plato 1992, σ. 42-45

[19] Meriage, 1978, ό.π., σ. 421-422.

[20] L. S. Stavrianos, The Balkans since 1453, New York, 1958, σ. 269.

[21] Batakovic, 2005, ό.π., σ. 113-128.

[22] Ranke, 2019, ό.π., σ. 213.

[23] Ranke, 2019, ό.π., σ. 218.

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

KPRINT Banner
ΑΠΟΨΕΙΣ

Οι απαρχές της σερβικής εθνικής συνείδησης και η σερβική επανάσταση

0
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ