ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΣΥΠΑ Banner
ΑΠΟΨΕΙΣ

Ο Γιώργης Τυράκης στη Μάχη της Κρήτης

0

I. Ο Γιώργος Τυράκης (1916-2000) θα λάβει μέρος στη Μάχη της Κρήτης ήδη μπαρουτοκαπνισμένος από τα πεδία μαχών στο αλβανικό μέτωπο. Ακολουθώντας την 5η Μεραρχία Κρήτης ως επιστρατευμένος θα βρεθεί στην πρώτη γραμμή στα υψώματα «Πούταν όρη» απέναντι από την οροσειρά της Τρεμπεσίνας.[1] Για να κατανοήσουμε τη δράση του Γεωργίου Τυράκη στις απαρχές της οφείλουμε να εξετάσουμε το γενικότερο πλαίσιο της Μάχης της Κρήτης και το χρονικό διάστημα που ακολούθησε αυτή.[2] Στις συνθήκες αυτές ενυπάρχει η διαμόρφωση της μαχητικής αντίληψης του Γεωργίου Τυράκη. Ο κατακτητής έπρεπε να ηττηθεί με κάθε μέσο. Ο Γιώργης Τυράκης επέστρεψε από το αλβανικό μέτωπο με αναρρωτική άδεια λόγω τραυματισμού του από κρυοπαγήματα. Η Μάχη της Κρήτης τον βρήκε στο Ρέθυμνο στη στρατιωτική μονάδα του, αφού εξακολουθούσε να υπηρετεί τη θητεία του. Πήρε ενεργό μέρος στη Μάχη της Κρήτης. «Πέντε μέρες ήτανε σ’ ένα αμπέλι κι έτρωγε αμπελλόφυλλα».[3]

            Κατά τη διάρκεια της Μάχης της Κρήτης ο Γιώργος Τυράκης θα καταλάβει έγκαιρα τη σημασία της αξιοποίησης του άμαχου πληθυσμού στις στρατιωτικές επιχειρήσεις σε συνεργασία με τις λειψές στρατιωτικές τακτικές δυνάμεις στο πεδίο των μαχών. Για το λόγο αυτό θα απαιτήσει από τους ανωτέρους του να ηγηθούν των άτακτων δυνάμεων και δίνοντας το παράδειγμα από κοινού να χτυπήσουν τις μονάδες των αλεξιπτωτιστών. Η μονάδα του κινήθηκε στη διαδρομή από το Ρισβάν Μετόχι στο Χρωμοναστήρι και από εκεί στον Άγιο Γεώργιο Περιβολίων, όπου και δόθηκαν οι σφοδρότερες μάχες.  Ο Τυράκης πολέμησε, ηγήθηκε και διακρίθηκε κερδίζοντας την εμπιστοσύνη του λόχου του, καθώς και των πολιτών που τους συνέδραμαν στις επιχειρήσεις.           

Άμεσα μετά το τέλος της μάχης και την τελική κατάκτηση του νησιού από τη Βέρμαχτ, ο Γιώργος Τυράκης θα κληθεί να συμμετάσχει σ’ ένα σημαντικό δίκτυο φυγάδευσης, προστασίας και φιλοξενίας των στρατιωτών των συμμαχικών δυνάμεων που δεν μπόρεσαν να εγκαταλείψουν το νησί μετά τη Μάχη της Κρήτης και εγκλωβίστηκαν σ’ αυτό.[4] Η οργάνωση των αντάρτικων ομάδων, της κατασκοπείας και των δικτύων φυγάδευσης στρατιωτών και κομάντος της συμμαχίας στη Μέση Ανατολή δε θα μπορούσε να είναι επιτυχής χωρίς την υποστήριξη από το γηγενή πληθυσμό σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό συμμετοχής. Στο Φουρφουρά βρήκαν φιλοξενία στρατιώτες της συμμαχίας στο δρόμο τους για τα νότια παράλια της Κρήτης και με τελικό προορισμό τα βόρεια παράλια της Αφρικής.

Στα τοπικά δίκτυα στα όρια του χωριού τα πράγματα λειτουργούσαν σε προσωπικό επίπεδο, με άκρα μυστικότητα και προφυλάξεις. Μόνο έτσι και τα ευρύτερα δίκτυα φυγάδευσης και κατασκοπείας θα μπορούσαν να είναι λειτουργικά. Ο Γιώργης Τυράκης έκανε τις επαφές με τους επικεφαλής των δικτύων -τον  Κωστή Μ. Παραδεισανός (1909-2000) για παράδειγμα- και κατόπιν ο ίδιος με τη συνδρομή του πατέρα του Εμμανουήλ (Μανέλη) Α. Τυράκη φρόντιζε να εξασφαλίζει κρυψώνες σε οικίες μέσα στο χωριό στους εγκλωβισμένους στο νησί στρατιώτες της συμμαχίας. Προτιμούσαν για το σκοπό αυτό τις συγγενικές και γειτνιάζουσες οικίες του Γεώργιου Εμμ. Γιακουμάκη (1884-1977) και του αδερφού του Νικόλαου Ε. Γιακουμάκη.[5] Οι περισσότεροι τότε κάτοικοι του χωριού, μα κυρίως ένας αναγκαστικά μικρός λόγω των επικίνδυνων συνθηκών  κύκλος ανθρώπων του χωριού που ήταν σε άμεση επαφή με τους αντάρτες, στήριξαν ποικιλότροπα το μεγάλο αγώνα των ανταρτών εναντίον της Βέρμαχτ.

 Μετά τη Μάχη της Κρήτης η Βέρμαχτ προωθήθηκε στο εσωτερικό του νησιού με κύριο μέλημά της την οργάνωση φυλακίων και τη στρατιωτική οργάνωση της νότιας επάκτιας γραμμής. Βασικός στόχος της ήταν ο εγκλωβισμός, η ανεύρεση και παράδοση των στρατιωτών της συμμαχίας. Στο Φουρφουρά εγκαταστάθηκε μια μικρή, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Ετέαρχου Τρουλινού, στρατιωτική δύναμη αποτελούμενη από πέντε με έξι στρατιώτες και το διοικητή τους. Διέμεναν στο σπίτι του Μιχαήλ Σαρμάνη, τον οποίο και εξεδίωξαν απ’ αυτό. Προφανώς υπήρχε επικοινωνία μέσω ασυρμάτου και αργότερα και μέσω τηλεφωνικής γραμμής με μεγαλύτερες γερμανικές μονάδες στη Σχολή Ασωμάτων και στο Ρέθυμνο. Περισσότεροι ήταν οι Ιταλοί στρατιώτες, περίπου δέκα με δεκαπέντε.

Η αντίσταση των κατοίκων του Φουρφουρά δε θα αφορά την άμεση ένοπλη ή μη αντιπαράθεσή τους με τις παραπάνω δυνάμεις των κατακτητών στο χωριό, αλλά θα πάρει τη μορφή μιας έμμεσης «σιωπηλής» αντίστασης με τη συνδρομή τους στο μεγάλο αγώνα κατά της Βέρμαχτ πάνω στα βουνά, σε σαμποτάζ, στη συγκομιδή πληροφοριών και στην παροχή κάλυψης και προστασίας σ’ εκείνους που αποφάσισαν πως άλλος δρόμος δεν υπήρχε πέρα από την ένοπλη πάλη. Το Μάιο του 1943 (8 Μαΐου 1943) ο Ιπποκράτης Αντωνάκης ειδοποίησε τους αντάρτες στη θέση Καχτάκι (Άπλυτρα) του Φουρφουρά για την προδοσία του ασυρμάτου.[6] Η πράξη αυτή υπήρξε ουσιαστική και τιμήθηκε μεταπολεμικά από τους Συμμάχους. Σε περίπτωση που ο ασύρματος έπεφτε στα χέρια του εχθρού το μορσικό αλφάβητο με τις συχνότητες του Καΐρου θα ήταν εκτεθειμένο στον εχθρό.

            Η σημαντική μαρτυρία του Τυράκη επιβεβαιώνει την ιστορική έρευνα για τη συμβολή των άοπλων πολιτών στα πεδία των μαχών στα περίχωρα του Ρεθύμνου, την αδυναμία του απροετοίμαστου για μάχη και απογυμνωμένου από άντρες και ικανό οπλισμό ελληνικού τακτικού στρατού, τη μαχητικότητα που επέδειξαν ιδιαίτερα στο Ρέθυμνο πολίτες και ένστολοι απέναντι σε έναν αδίστακτο εισβολέα. Η καταγραφή των λόγων του Γιώργη Τυράκη στο βιβλίο «Επιχείρηση Κράιπε Γιώργη Τυράκη» αποτελεί μέσα στην βιβλιογραφία της περιόδου την πιο αξιόπιστη μαρτυρία για το γεγονός της απαγωγής. Συμπληρώνω εγώ μια από τις πιο αξιόπιστες και σημαντικές μαρτυρίες και για τη Μάχη της Κρήτης. [7]

ΙΙ. «Επήγα σ’ ένα λόχο, ο οποίος έδρευεν εδώ πέρα στου Ρισβάνη το Μετόχι ο λόχος αυτός. Ήμεθα κανονικός λόχος, αλλά άοπλος. Μόνο μία ομάδα έφερε όπλα «Στάγιερ», χωρίς γεμιστήρα και με πέντε φυσίγγια το κάθε όπλο. Εμπορούσες, δηλαδή, ένα-ένα να το περνάς στη θαλάμη, δεν έπαιρνε δεσμίδα ’αποκάτω, χωρίς δεσμίδες ήτανε.

Έκανα’ δώ πέρα μέχρι το Μάιο σχεδόν. Τότε πέσανε οι αλεξιπτωτιστές. […] Εμείς εδώ πέρα δεν είχαμε καμία […] εμείς δηλαδή οι στρατιώται, βέβαια οι αξιωματικοί θα ξέραν ίσως, αλλά δε μας ανακοινώναν τίποτα. Ούτε είχαμε λάβει καμιά θέση για να αντιμετωπίσομε ενδεχόμενη επίθεση εδώ πέρα. Κατά το μεσημεράκι πουθενά, μια η ώρα, κάπου εκεί, έρχετ’ ο Συνταγματάρχης, μου διαφεύγει τ’ όνομά του, ο οποίος ήτανε διοικητής των Εμπέδων Ρεθύμνης, θυμάμαι όμως αυτό το περιστατικό που συγκεντρωθήκαμεν ο λόχος, δεν είχαμε πάει πουθενά, εκεί ήμεθα συγκεντρωμένοι πάντοτε, βέβαια, και λέει στο λοχαγό ότι επίκειται βορβαδισμός απού τα γερμανικά αεροπλάνα, γιατί τα βλέπαμ’ εμείς απού περνάγανε, αλλά δεν είχανε στόχο το Ρέθυμνο τότε, και να διαλύσει το στρατό: - Πες τος να διαλύσουν και να μπούνε στα λιόφυτα απάνω. Να φύγουνε! Να μην έχουνε απώλειες. Και φεύγει. Αμέσως τότε ο λοχαγός διατάσσει, να πάμε, να φύγομε, να πάει ο καθένας να πιάσουμε τα λιόφυτα απάνω. Ε, ο στρατός τώρα, άλλοι φύγανε σε χωριά, άλλοι στα λιόφυτα, περάσανε πήγανε στα χωριά, όπως φέρ’ ειπείν στσι Πρασές, ξέρω’ γω, σε άλλα χωριά, όπως στην Πηγή, εδώ, εκεί. […]

Κατά τ’ απόγευμα όμως, να πάλι ένα κύμα αεροπλάνων κι άρχισε να βομβαρδίζει την περιοχή της Ρεθύμνης. Ανηλεώς. Τότε εμείς είχαμε πιάσει τα’ ελιές, απάνω. Έτυχε να’ μαι κοντά μ’ένα, κάποιο διμοιρίτη, υπολοχαγό, όνομα Αγγελάκης λεγότανε, α’ δεν κάνω λάθος, δεν είμαι σίγουρος, απού το Γερακάρι ήτανε ή από πουθενά αλλού δεν ξέρω, δεν θυμάμαι. Έτυχε να’ μεθα μεις οι δυο μαζί κάπου σε μια ελιά αποκάτω και καθόμεθα […]  πιο πάνω προς το Χρωμοναστήρι σε λιόφυτα καθόμεθα και μια στιγμή που είδαμε αυτή την κατάσταση λέμε: -Τι’ α κάνομε τώρα;  Λέει:- Να μαζέψομε τσι στρατιώτες. Πού θα τσι βρίσκαμε; Όλοι είχανε φύγει, διασκορπιστεί εδώ κι εκεί. Όσοι μέναν, οι περισσότεροι ήταν άοπλοι. […] Εντωμεταξύ όμως είχανε κινηθεί πολίτες απ’ τα χωριά από πάνω από’ δώ, από’ κει, και αυτοί άοπλοι, άλλοι με μιαν καραμπίνα κι άλλοι μ΄ένα-ν-τσεκούρι ή καμιά βέργα. Αυτά’ ταν τα όπλατωνε των ανθρώπω αυτηνών.

 Εντωμεταξύ όμως είχε πιάσει μάχη η Σχολή Χωροφυλακής. Η Σχολή Χωροφυλακής ήταν εδώ, η οποία αμέσως επλαισιώθηκε και άρχισενε μάχη. Αυτοί πολεμήσανε πραγματικά κι είχαν και μεγάλες απώλειες. Επολεμήσανε δυνατά, πολύ αποτελεσματικά. Ε, κοντά τώρα σ’αυτούς πλαισιωθήκαμεν κι εμείς με τους πολίτες, με τη Σχολή Χωροφυλακής […] Άρχεται η μάχη τώρα εδώ πέρα κι αρχίξαν οι πολίτες, όπως σας είπα, να’ ρχονται κι αρχίξαμε μεις να οργανώνομε μετά τους πολίτες σε ομάδες.[…] Την Τρίτη μέρα […] Κάτσαμε εκειδά πέρα, πολεμάγαμε στου Ρισβάνη, γύρω από του Ρισβάνη το Μετόχι, στον Αϊ Γιώργη, σ’ όλη αυτή την περιοχή, φερ’ ειπείν, οι Γερμανοί ’χανε τότεδά υποχωρήσει σε δύο εστίες μονάχα: Στον  Αϊ Γιώργη και σ’ ένα σπίτι αποκάτω στα Περβόλια. Αυτές οι δυο εστίες εμείνανε στους Γερμανούς. Εντωμεταξύ τώρα όλος ο κόσμος είχανε πλαισιώσει όλα τα μέρη γύρω-γύρω απού το Ρέθυμνο. Είχανε βάλει εντός κλοιού τους Γερμανούς.

Οι Αυστραλοί δε επολέμησαν κι αυτοί. Ήταν εδώ πέρα Αυστραλοί στρατιώται,οι οποίοι επολεμούσαν κι αυτοί απού τη μεριά τση παραλίας πολύ καλά. Μάλιστα είχανε κάμει μία εξόρμηση μια μέρα, μας εδοποιήσανε μας πριν, που ήμεθα προς το Ρισβάνη να μεταδώσουμε στους άλλους ότι θα γίνει επίθεση απ’ τους Αυστραλούς και να μη γίνει σύγχυση να ρίξομε σ’ αυτούς, όπως κι έγινε, με δύο τανκς. Αλλά δυστυχώς οι Γερμανοί’ χανε […] αντιαρματικά άρματα, καθηλώσανε τα άρματα των Αυστραλώ, τ’ αχρειστεύσανε, χωρίς να μπορούνε να εκπληρούσαν το σκοπόν τωνε. Κι έτσι ναυάγησε αυτή η επίθεση, δηλαδή, η τελική θα’ ταν αυτή, που’ θελα γίνει η εκκαθάριση στο σπίτι που ήτανε. Κι όπως ήμεθα μια μέρα εκεί στου Ρισβάνη το Μετόχι απ’ τον Αϊ Γιώργη φωνάζει κάποιος αξιωματικός Γερμανός, θένε να παραδοθούν, […] να’ ρθουνε σ’ επικοινωνία. […] Αλλά πώς να πηγαίνανε; Βλέπεις, τώρα τότεδά δεν υπήρχε τάξη, ώστε να μπορείς να συνεννοηθείς αμέσως, φερ’ειπείν, και να πλησιάσεις προς τα εκεί. […] Έσπασε το Μάλεμε, μπουκέρνουν οι Γερμανοί προς τα’ δω κι έτσι φύγαμενε. Τα να κάνουμε;

Κατά τη διάρκεια της Μάχης εδώ πέρα εσυνέβησαν ορισμένα περιστατικά όσ’ αναφορά τον τρόπο που ενεργούσαμε κι εμείς τότε εκεί. Εγώ τότε ήμουν ο μοναδικός υπαξιωματικός που’ χα μείνει κειδά πέρα, κι έτσι ανέλαβα κάποια πρωτοβουλία. Εντωμεταξύ τώρα κι οι πολίτες μου’ χανε δώσει μεγάλη εμπιστοσύνη βλέποντας πώς οργάνωνα την κατάσταση σ’ αυτή την περιοχή ακριβώς, στου Ρισβάνη το Μετόχι. […] Ετότεδά δεν υπήρχε τίποτα κειδά πέρα παρά μονάχα γαϊδουράκια που’ θελα βρούμε κειδά πέρα, τους βάζαμεν απάνω και τους έστελνα στην Πηγή. Στην Πηγή ήτανε τότε η έδρα του Συντάγματος, ας πούμε. […] Κι είχα’ γω πει να πούνε στο διοικητή να μας στείλει κάποια στρατιωτική δύναμη προς τα ‘δώ να μας βοηθήσει, διότι ναι μεν οι πολίτες παλεύανε, πολεμούσανε, αλλά εντωμεταξύ περνούσαν οι μέρες κι ούτε τροφή είχαμε ούτε τίποτα και πολλοί εφεύγανε. Άλλοι ερχότανε ή φεύγανε. Αλλά κάποια οργάνωση να γίνει. Πραγματικά στέλνουν ένα λόχο με διοικητή κάποιο υπολοχαγό. Εμείς, τότε, ήτανε […] τέταρτη ή πέμπτη μέρα ήτονε της επιθέσεως, είχαμε λάβει θέσεις ακριβώς απάνω στο ύψωμα που είναι ένα χάλασμα κειδά πέρα τουρκικό απού την εποχή της τουρκοκρατίας, μάλιστα ήτανε και το εξής χαρακτηριστικό: Όλη την κορυφή απάνω κειδά πέρα τη βάλαν οι Γερμανοί, την είχαν επισημάνει και βάζανε συχνά με τα πολυβόλα. Εγώ όμως τι είχα κάνει; Όπως είναι η πλαγιά, άρχεται ακριβώς απού το χάλασμα αυτό, αρχόταν ένα αμπέλι που κατέβαινε προς τα κάτω προς την πλαγιά, προς τη μεριά της Ρεθύμνης, ας πούμε. Επερνούσαμε μεις έρποντας τον τάφρο κρυφά, εμπαίναμε στο αμπέλι και κατεβαίναμε στην κάτω μεριά του αμπελιού. Από κει λαβαίναμε θέση και πολεμάγαμε τσι Γερμανούς. Οι Γερμανοί μας νομίζαν απάνω στην κορυφογραμμή και ρίχναν εκεί. Εκεί ’χαν επισημάνει. Πού να νομίζουν πως ήμεθα, βέβαια, εμείς πλιο μπροστά. Και μάλιστα είχα πει στους άνδρες που είχα κοντά μου ότι : Όταν θα βάνουν τα πολυβόλα, εσείς θα παύετε πυρά. […] Όταν δε θα βάζουν και βλέπετε στόχο, ρίχνετε στο στόχο. […]         

Μια μέρα […] την πέμτη μέρα ή την έχτη, άρχισαν οι δικοί μου οι πολίτες να φεύγουν ένας-ένας. […] Τελευταία έρχετ’ ένας που είχε πάει πίσω να φέρει νερό και μου λέει: […] Πίσω’ δω πέρα στο ρυάκι είν’ ένας λόχος στρατιώται. Απ’ το πρωί. Και δεν έρχοντ’ απάνω. Γιαυτό οι πολίτες φεύγουνε. Σου λέει : «οι στρατιώτες κάθοντ’ αποκάτω κι εμείς θα πολεμούμε;» […]

Ήτανε βραδάκι. Πάω από κάτω και βλέπω πραματικά ένα λόχο να ’ναι μέσα στη ρεμαθιά, να κάθουνται κι ο υπολοχαγός επικεφαλής κειδά πέρα. Λέω στον υπολοχαγό ότι: - Κύριε υπολοχαγέ, εμείς κρατάμε τη θέση απάνω, με τους πολίτες, απάνω εκεί. Κι οι περισσότεροι πολίτες εφύγανε επειδής εσείς καθόσαστε εδώ πέρα απού το πρωί και δεν ήρθατε να μας βοηθήσετε. Γιατί; Και μ’ απαντά ψυχρά-ψυχρά ότι: - Άμα θες εσύ να σκοτωθείς, ορίστε! Πήγαινε! Εγώ δεν πάω! […] Ενπασ’ περιπτώσει ήρθαμε σε ρήξη με τον υπολοχαγό. Ήθελε με την απόκεινέ των αστέρω, επειδής αυτός ήταν υπολοχαγός, δηλαδή, ένας δεκανέας δεν μπορούσε να του μιλήσει έτσι μ’ αυτό τον τόνο και τσατίστηκε ο κύριος κι ήθελε να μ’ απειλήσει. Εγώ του λέω τότεδά. – Θα σε σκοτώσω, του λέω, και θα πάρω το λόχο να βγω εγώ απάνω, του λέω, αφού δεν είσαι συ άξιος να τον-ε-διοικήσεις. Αλλά επεμβαίνουν οι άλλοι στρατιώτες, όοολοι, σύσσωμοι, σηκώνουντ’ απάνω και λένε. – Ναι! ερχόμεθα μαζί σου, μου λένε, γιατί αυτός είναι δειλός. […] Παίρνω τα παιδιά και πήγαμε και λάβαμε θέσεις ακριβώς στο μέρος, μέσα στο αμπέλι απού την κάτω μεριά. Θα’ τανε κάπου η Πέμπτη, έχτη μέρα θα ’τονε, γιατί αμέσως την επαύριο μετά μιάμιση σχεδόν μέρα κι έγιν’ η κατάρρευση […] έγινε η κατάρρευση και εφύγαμενε. […] Και πήγαμε, λοιπόν, στο Φουρφουρά. (σημείωση: Ο Γιώργης Τυράκης και ο συμπολεμιστής του Αντώνης Κατσιάς, η γυναίκα του οποίου ήταν από το Φουρφουρά. Λεγόταν Μαρία και ήταν ξαδέρφη του πατέρα του.)

[…] Μείναμε στο Φουρφουρά. Πότε μέναμεν έξω, φοβούμενοι τους Γερμανούς, γιατί επερνούσαν αποκεί μοτοσικλέτες, αυτοκίνητα καμιά φορά και κάνανε διαδρομή προς την Αμπαδιά. Αλλά εντωμεταξύ τώρα αρχίξανε και τ’ αγγλικά στρατεύματα τα οποία ήσανε εδώ πέρα στο Ρέθυμνο, τα οποία δεν προφτάσανε να φύγουν, κι ήταν σκορπισμένα εδώ, εκεί και ζητούσαν άσυλο σε χωριό. Αρχίσαμε, λοιπόν, να περισυλλέγομεν αυτούς. Κατ’ αρχή δε, πριν αρχίσομε ακόμα να περισυλλέγομε αυτούς, ενερφό μέρος σ’ αυτή την υπόθεση είχενε λάβει ο Αγαθάγγελος ο Γαβριήλ. Αυτός ήτανε Ηγούμενος του Πρέβελη […].

Λοιπόν, έτυχε τώρα’ αυτός να’ χει κάνει μία περιοδεία προς το χωριό-ν-του τα’ Αποστόλους και είχα πάει ’γω με τον Κατσιά να τον-ε-δούμε. […] Αυτός ο άθρωπος μας είπε τότε, μας έδωσε κάτι γραμμές τότεδά κατευθυτηρίους ότι «πρέπει να περισυλλέγετε τους Άγγλους να τους περιθάλπτετε, υπάρχουνε οργανώσεις, άρχισε να γίνεται μία σχετική οργάνωση για την περισυλλογή αυτηνώ, οι οποίοι θα μας τους φέρνουνε στον Πρέβελη κι αποκεί είναι δουλειά των Άγγλων μετά πώς θα φύγουνε αυτοί να πάνε στη Μέση Ανατολή […].» Αρχίσαμε μεις την περισυλλογή των Άγγλω. […] Μια μέρα, τώρα, θα ’τανε αρχές σαρανταδύο, κάπου ή τέλος σαρανταένα […] μια μέρα ήρθεν ο Κωστής Παραδεισανός (από τη  Σάτα) μαζί με ένα Άγγλο αξιωματικό τον Ταμπάμπι εις το σπίτι, στο χωριό, ένα βραδάκι και θέλαν να με δούνε.

Μου λέει ο Ταμπάμπι, ο συνταγματάρχης αυτός ο Άγγλος που σας λέω, τότε είχε το βαθμό του λοχαγού ακόμα […]: - Απού τις πληροφορίες που έχομε από δικού’ μας πάλι που φιλοξένησες εδώ είσ’ ένας άθρωπος ο οποίος θέλεις να εργαστείς για την πατρίδα σου κι α’ θέλεις μπορούμε να συνεργαστούμε μαζί. Να μας βοηθήσεις στο έργο μας […]. Εγώ βέβαια αμέσως εδέχτηκα. Του λέω: - Εντάξει. Ό,τι μπορώ να κάνω για σας μπορώ να το κάνω, εφ’ όσον ο αγώνα’ μας είναι κοινός.» 

ΙΙΙ. Ο Φουρφουράς έχει καταγραφεί στη διεθνή βιβλιογραφία ως τόπος ασυρμάτου. Η σημασία των ασυρμάτων στο νησί μέσα στην κατοχή υπήρξε τεράστια. Με αυτούς λάμβαναν τα μηνύματα από τη Μέση Ανατολή, αλλά και εξέπεμπαν σημαντικές πληροφορίες για τις κινήσεις του εχθρού. Για την προστασία του ασυρμάτου είχε συσταθεί στο Φουρφουρά αντάρτικη ομάδα στην οποία συμμετείχε και ο Στέφανος Δ. Σημαντήρας


[1] Αντώνης Κ. Σανουδάκης, Επιχείρηση Κράιπε Γιώργη Τυράκη, Κνωσός, Αθήνα 1985, σ. 13-14.

[2] Μανόλης Παντινάκης, Νικητές στο απόσπασμα… το Αμάρι στις φλόγες, Ρέθυμνο 2008, σ. 25-26.

[3] Μαρτυρία της αδερφής του Γεωργίου Τυράκη (Τυρογιώργης) Ευαγγελίας (Βαγγέλας) Τυράκη - Αντωνάκη  (γεν. 1921-2021) σύζυγος του Ιπποκράτη Αντωνάκη.

[4] Παντινάκης, 2008, ό.π., σ. 37-41 και 116-117.

[5] Προφορική μαρτυρία του Παντελή Γ. Γιακουμάκη και της Νικοδημείας Γ. Γιακουμάκη-Ιερωνυμάκη, Φουρφουράς, 17 και 24 Απριλίου 2016. Αναφέρει ο Παντελής Γιακουμάκης  (γεν. 1932): «Του Μανέλη η γυναίκα Δέσποινα και ο πατέρας μου ήσαν πρώτα ξαδέρφια». Στον τότε αχεριώνα με τα σανά των ζώων κρύβονταν οι Εγγλέζοι που ο Μανέλης έφερνε στου Γιώργη Γιακουμάκη. Το σπίτι του Μανέλη ήταν στόχος και χρησιμοποιούσαν ως κρυψώνες συγγενικά σπίτια. Ο τοίχος του μέσα δωματίου-αχεριώνα ήταν από τα νότια κοινός με τον τοίχο της οικίας του Τυρομανέλη. Υπήρχε μάλιστα σχέδιο διαφυγής σε περίπτωση που προδιδόταν η κρυψώνα: Ο ανατολικός τοίχος του αχεριώνα  ήταν πιο λεπτός και σε περίπτωση επιδρομής θα τον γκρέμιζαν και θα διέφευγαν από το πέρασμα μέσα από τον γειτονικό  στάβλο δίπλα στην οικία Μανέλη. Εγγλέζοι-Νεοζηλανδοί κρύβονταν και στο σπίτι του Νικόλαου Γιακουμάκη, ο υιός του οποίου Εμμανουήλ Γιακουμάκης ήταν στην Αντίσταση μαζί με τον Τυρογιώργη. Ο Παντελής Γιακουμάκης αναφέρει ένα περιστατικό μέσα στην κατοχή. Μια μέρα ο πατέρας του έκαιγε χόρτα (λινόξυλα) και ήρθε ένα γερμανικό απόσπασμα από το φυλάκιο. Με τη μεσολάβηση του Κωστογιάννη δεν υπήρξαν δυσάρεστες συνέπειες.

[6] Παντινάκης, 2008,  ό.π., σ. 553-557.

[7]Αντώνης Κ. Σανουδάκης, Επιχείρηση Κράιπε Γιώργη Τυράκη, Κνωσός, Αθήνα 1985, σ. 15-24.

Ο Γιώργης Τυράκης
Ο Ιπποκράτης Αντωνάκης, πρώτος από αριστερά, εκπαιδεύεται στον ασύρματο
Κωστής Παραδεισανός
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

KPRINT Banner
ΑΠΟΨΕΙΣ

Ο Γιώργης Τυράκης στη Μάχη της Κρήτης

0
Ο Γιώργης Τυράκης
Ο Ιπποκράτης Αντωνάκης, πρώτος από αριστερά, εκπαιδεύεται στον ασύρματο
Κωστής Παραδεισανός
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ