ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΣΥΠΑ Banner
ΑΠΟΨΕΙΣ

Η εφαρμογή των αντιποίνων της Βέρμαχτ στην Κρήτη, 1941-1944: η εγκαθίδρυση της συλλογικής ευθύνης και η ήττα των μηχανισμών της ναζιστικής προπαγάνδας στο νησί

0

 I. Η θεωρητική κατασκευή της λογικής της εξόντωσης των «σλάβων» και των «κομμουνιστών» ήταν μόνο το κάλυμμα μιας πανικόβλητης κατοχικής δύναμης που απέναντι στην αντίσταση του τοπικού πληθυσμού κατέφευγε στις τακτικές των αντιποίνων και στην καταστρατήγηση κάθε έννοιας πολεμικού δικαίου.

            II. Τα πρώτα γερμανικά αντίποινα στην Κρήτη ακολούθησαν το αμέσως μετά την κατάληψη του νησιού διάστημα και είχαν άμεση σχέση με τη στάση του τοπικού πληθυσμού απέναντι στις δυνάμεις του κατακτητή κατά τη διάρκεια της Μάχης της Κρήτης.[1] Η παρουσία στη μάχη του πληθυσμού αποτέλεσε έναν μη προβλέψιμο ανασχετικό παράγοντα της γερμανικής προέλασης, πράγμα το οποίο τρομοκράτησε τη γερμανική διοίκηση που έκανε λόγο για «πόλεμο αγρίων και ανθρωποφάγων».[2] Ήδη από τις 23 Μαΐου οι Γερμανοί αντιλαμβάνονται πως απέναντί τους έχουν μια ισχυρή δύναμη επιστρατευμένων πολιτών και αμέσως στοχοποιούν τον άμαχο πληθυσμό ως τροφοδότη των δυνάμεων αυτών.[3] Άρα μέσα στη γερμανική τακτική τίθενται και οι εκτελέσεις αμάχων στα ίδια τα πεδία των μαχών. Τα πρώτα στρατοδικεία γίνονται με συνοπτικές διαδικασίες και με χρήση των μαρτυρικών ενόρκων καταθέσεων Γερμανών στρατιωτών αναφορικά με την παραβίαση του Διεθνούς Δικαίου από τον κρητικό πληθυσμό. Οι πρώτες τέτοιες  καταθέσεις λήφθησαν στις 27 και 28 Μαΐου 1941.[4] Οι καταθέσεις πυκνώνουν μέσα στον Ιούνιο και τον Ιούλιο του 1941, οπότε συστήνονται στρατοδικεία, καθώς και επιτροπή διερεύνησης, που ερευνούν την παραβίαση του Διεθνούς στρατιωτικού Δικαίου από τον γηγενή πληθυσμό εμμονικά. Ενώ, λοιπόν, απασχολούσε μέσα στη Μάχη της Κρήτης τα στρατοδικεία των γερμανικών αεροπορικών σωμάτων η παραβίαση του διεθνούς δικαίου από τα αγγλικά στρατεύματα και το βρετανικό πολεμικό ναυτικό[5], σύντομα το θέμα τους θα ήταν μόνο η οργανωμένη αντίσταση του πληθυσμού και το πώς θα καθοριζόταν η μελλοντική σχέση του με τον κατακτητή. Ο φόβος είχε πια αλλάξει στρατόπεδο.

Η Γερμανία «σχεδιασμένα» θα προχωρούσε στην εξέταση περιπτώσεων για να ασκηθούν αντίποινα και να συγκροτηθούν στρατιωτικά δικαστήρια «τα οποία θα χρησιμεύσουν ως μέσο εκφοβισμού για μέλλον». [6] Η αμεσότητα εφαρμογής των αντιποίνων, που παρέκαμπτε τα ειδικά δικαστήρια, έθετε το γερμανικό στρατό ρυθμιστή της κατάστασης.

Η Γερμανική στρατιωτική διοίκηση προχώρησε στα αντίποινα του καλοκαιριού του 1941 έχοντας κατά νου όχι αυτό που συνέβη στα πεδία των μαχών το Μάιο, όσο το πώς θα μπορούσε να εδραιωθεί θα μπορούσε να εδραιωθεί με τον πιο άμεσο και εμφατικό τρόπο η δική της εξουσία στο νησί. Έπρεπε να σπαρθεί στον άμαχο πληθυσμό -που για τους Γερμανούς αποδείχτηκε μάχιμος- ο φόβος. Για το σκοπό αυτό αρχικά παρακάμφθηκε το όποιο γερμανικό στρατοδικείο και οι στρατιωτικοί λειτουργούσαν υπηρετώντας πιστά το σκοπό αυτό με συνοπτικές διαδικασίες. Τα αντίποινα πραγματοποιήθηκαν σχεδιασμένα από τη Βέρμαχτ, όμως, σημασία έχει να δούμε και το παραγόμενο αποτέλεσμά τους. Όχι μόνο δεν επικράτησε ο φόβος και δεν κάμφθηκε το φρόνημα του πληθυσμού, αλλά άμεσα άρχισαν να οργανώνονται οι αντάρτικες ομάδες που ως πρώτη αποστολή θα είχαν την απόκρυψη και τελικά τη φυγάδευση των στρατιωτών της συμμαχίας στη Μέση Ανατολή. Συνέχισαν να λειτουργούν και να πυκνώνουν τα δίκτυα κατασκοπείας. Άρχισαν να ετοιμάζονται οι πρώτες δολιοφθορές και σαμποτάζ. Κυρίως, άρχισε να οργανώνεται αντίσταση στα βουνά, στο βαθμό που μπορούσε να είναι εφικτό κάτι τέτοιο.[7]

Η πρακτική των αντιποίνων θα αποτελέσει και στα επόμενα χρόνια της κατοχής μια βασική αμυντική και επιθετική αρχή του στρατού κατοχής που θα φέρει, όμως, τα αντίθετα από τα επιθυμητά γι’ αυτόν αποτελέσματα.[8] Τα στρατοδικεία είχαν ήδη αρχίσει τη λειτουργία τους. Από το 1942 υπήρξε συνηθισμένη τακτική των αρχών κατοχής να προβάλλουν κάθε επιθετική πράξη τους εναντίον του ντόπιου πληθυσμού ως απολύτως δικαιολογημένη και συμμορφωμένη με το διεθνές δίκαιο του πολέμου. Για  το λόγο αυτό, αλλά και για τη συμμόρφωση του πληθυσμού με τον εκφοβισμό του, δημοσιεύονταν τα ονόματα όσων καταδικάζονταν από το Στρατοδικείο σε θάνατο, μαζί με την πράξη που επέσειε μια τέτοια ποινή. Σε άλλες περιπτώσεις, όμως, αναγγελλόταν η εκτέλεση ομήρων ως αντίποινα για το θάνατο Γερμανών στρατιωτών χωρίς να υπάρχει προηγούμενη απόφαση Στρατοδικείου. Τα γερμανικά αντίποινα είχαν ένα επιπλέον στόχο· να μεταβιβάσουν την ευθύνη για τις δικές τους ενέργειες στη δράση των ανταρτών και να στρέψουν τον ντόπιο πληθυσμό εναντίον τους.         

            Σε επιστολή του Διοικητή του Φρουρίου Κρήτης Alexander Andrae προς τον Επίσκοπο Αγαθάγγελο στις 18 Ιουνίου 1942 η απειλή των τυφλών αντιποίνων διατυπώνεται χωρίς περιστροφές: «Εάν η ανεύρεσις των πραγματικών δραστών δεν καθίσταται δυνατή, παρίσταται ανάγκη για λόγους εξιλεώσεως και εκφοβισμού να ζητούνται συλλογικώς ευθύναι και από μη αμέσως συμμετασχόντα πρόσωπα, μέχρι της στιγμής εκείνης κατά την οποίαν θα παύση κάθε παροχή βοηθείας εις τον εχθρόν».[9] Από το Νοέμβριο του 1942, οπότε και αναλαμβάνει Διοικητής ο Bruno Bräuer (4 Φεβρουαρίου 1893 – 20 Μαΐου 1947), οι γερμανικές αρχές κατοχής απαιτούσαν από τους Κρήτες να μείνουν ουδέτεροι και να αποφύγουν οποιαδήποτε παθητική ή ενεργητική αντίσταση κατά του γερμανικού στρατού, προειδοποιώντας ότι, σε μία τέτοια περίπτωση, ο γερμανικός στρατός θα προβεί σε αντίποινα.[10]

            Οι συστάσεις των κατακτητών διαμέσου και των τοπικών οργάνων τους και της προπαγάνδας αφορούσαν την αυστηρή ουδετερότητα των πληθυσμών των κοινοτήτων της Κρήτης. Το μήνυμα ήταν σαφές και σημαντικό: «Η τήρησις αυστηράς ουδετερότητας εκ μέρους όλων των κατοίκων των Κοινοτήτων είναι απολύτως επιβεβλημένη διότι και η ελάχιστη εχθρική πράξις εναντίον των στρατευμάτων Κατοχής, εάν λάβη χώρα εις μίαν Κοινότηταν, είναι δυνατόν να προκαλέση την πλήρην καταστροφήν της Κοινότητος ταύτης. Ο πόλεμος ούτως έχει το δίκαιον του, το οποίον διαφέρει εντελώς από το δίκαιον των περιστάσεων της ειρήνης, ο δε πληθυσμός πρέπει να κατανοήση ότι δέον να συμμορφούται απαρεγκλίτως προς αυτό».[11] Ως υπεύθυνους για τη συμμόρφωση των τοπικών πληθυσμών ο Γενικός Διοικητής Κρήτης Πασσαδάκης καθιστά τους προέδρους των Κοινοτήτων μαζί με τους προκρίτους της κοινότητας. Αυτοί «πρέπει να παρακολουθούν διαρκώς την στάσιν και τας κινήσεις όλων των κατοίκων και ιδία των ανυποτάκτων στοιχείων της Κοινότητος και να συγκρατούν τούτα από οιανδήποτε δράσιν ή ενέργειαν  εναντίον των στρατευμάτων Κατοχής».

            Η γερμανική προπαγάνδα και στην περίπτωση της Κρήτης συνδέει την παρουσία του στρατού κατοχής με την αποτροπή του κομμουνιστικού και πανσλαβιστικού κινδύνου. Γι’ αυτήν ο τοπικός πληθυσμός που προχωρούσε σε εχθρικές ενέργειες και σαμποτάζ αποτελούνταν από «πλανηθέντες συμπατριώτες», θύματα οι ίδιοι της κομμουνιστικής προπαγάνδας.

            Παρά τις καθημερινές σχεδόν αναφορές σε υποτιθέμενα χτυπήματα εναντίον του εχθρού στο Ανατολικό μέτωπο και στη Βόρεια Αφρική η διαγραφόμενη πραγματικότητα στην Κρήτη δεν ενέπνεε αισθήματα εφησυχασμού στις δυνάμεις του κατακτητή. Η μεταστροφή του γενικότερου κλίματος αποτυπώνεται και στις διατάξεις της 17ης Ιουνίου 1943, που αντικατέστησαν προηγούμενες, «περί εφαρμογής του γερμανικού Ποινικού Δικαίου και περί προστασίας της εσωτερικής ειρήνης και των αρχών κατοχής».[12] Οι διατάξεις αυτές δημοσιεύτηκαν αφενός για να λειτουργήσουν αποθαρρυντικά σε οποιαδήποτε σχεδιαζόμενη επιβουλή εναντίον των δυνάμεων του Άξονα, αφετέρου για να δικαιολογήσουν στον τοπικό πληθυσμό τις πράξεις βίας της Βέρμαχτ εναντίον του, κυριότερα την αφαίρεση ζωής με τις εκτελέσεις αμάχων. Την ευθύνη για την εφαρμογή των διατάξεων θα είχε το γερμανικό Στρατοδικείο και οι αποφάσεις θα λαμβάνονταν με βάση το γερμανικό ποινικό δίκαιο. Απλές περιπτώσεις που φαινομενικά δε συνδέονταν άμεσα με την Αντίσταση μπορούσαν να επισύρουν τη θανατική ποινή: «Ο έλλην Θεόφιλος Χριστάκης εκ Τυμπακίου κατεδικάσθη την 23.11.43 υπό του γερμανικού στρατοδικείου εις θάνατον διά σαμποτάζ. Η ποινή εξετελέσθη την 4.12.43. Ο Χριστάκης είχε κατακόψει δύο φοράς διά μαχαιρίου καινουργή λάστιχα γερμανικών αυτοκινήτων και επώλει τα τεμάχια».[13]

            Σε όλες τις περιπτώσεις προβλεπόταν, λοιπόν, η ποινή του θανάτου, όπως στις λεηλασίες, στα σαμποτάζ, στις πράξεις βίας, στις πολιτικές πράξεις βίας εναντίον προσώπων που συνεργάζονταν νομιμόφρονα με τις αρχές κατοχής, με την πρόβλεψη για ελαφρότερες ποινές, όπως κάθειρξη, φυλάκιση και χρηματικά πρόστιμα αν η πράξη μπορούσε να τις δικαιολογήσει. Επιπλέον «πάς όστις αποκρύπτει, παρέχει στέγην ή κατ’ άλλον τρόπον υποστηρίζει πρόσωπα αποδράσαντα από την φύλαξιν αυτήν (εννοείται του γερμανικού Στρατού), ή πρόσωπα ανήκοντα εις εχθρικόν στρατόν ή πρόσωπα προτιθέμενα να τεθούν εις την διάθεσιν εχθρικού στρατού τιμωρείται με θάνατον».

            Σε τοπικό επίπεδο απλά εφαρμοζόταν όσα σε κεντρικό επίπεδο είχε αποφασίσει το Ράιχ για τον εαυτό του. Έτσι διατυπωνόταν η θέση πως καμία επιθετική πράξη δεν θα κρινόταν με βάση τη σύμβαση της Χάγης (1907) που αφορά τη δράση τακτικών στρατευμάτων, αλλά με το παραπάνω γερμανικό Δίκαιο. «Σχετικώς προς ταύτα διαπιστούται ότι ο δρων, παρά την σύμβασιν της Χάγης, ως ελεύθερος πυροβολητής, με το όπλον ανά χείρας, ή εις επιχειρήσεις σαμποτάζ, ή αποπειράται να πράξη τοιούτον τι, θα τυφεκίζεται».[14] Αυτό που διαπιστώνεται είναι πως η παράκαμψη του Στρατοδικείου μπορούσε να συμβεί ακόμη και στην περίπτωση εφαρμογής του γερμανικού δικαίου. Η διάσταση ανάμεσα στο νόμο και την εφαρμογή του επιβεβαιωνόταν από μια καθημερινότητα, όπου ο κατακτητής δεν δίσταζε απροκάλυπτα και σε αντίθεση με τους διεθνείς κανονισμούς, αλλά και τις δικές του διακηρύξεις, να προχωρεί σε πράξεις ωμότητας και βίας. Επιλεκτικά η γερμανική διοίκηση στην Κρήτη, εκτελώντας άνωθεν εντολές, αρνούνταν να συμμορφωθεί με τη Σύμβαση της Χάγης και τις διατάξεις της και ως προς το σεβασμό των κρατουμένων πολέμου (κεφάλαιο 2, άρθρα 4-20) και ως προς τα όρια της στρατιωτικής εξουσίας της κατοχικής δύναμης απέναντι στη χώρα κατοχής.[15]

            Το Φρούριο Κρήτης στα τέλη του 1943 εφαρμόζει και αυτό τις γενικότερες διαταγές της Στρατιωτικής Διοίκησης Νοτιοανατολικής Ευρώπης (διαταγή του Γενικού Διοικητή Αλεξάντερ Λερ) που εκδόθηκαν στις 22 Δεκεμβρίου 1943, ύστερα από διαταγές του ίδιου του Χίτλερ.[16] Η αντιμετώπιση του κομμουνιστικού κινδύνου προέβλεπε την εφαρμογή συγκεκριμένων μέτρων εξιλασμού σε περίπτωση επιθέσεως εναντίον των γερμανικών δυνάμεων και των αρχών κατοχής. Τα μέτρα εξιλασμού θα εφαρμόζονταν μόνο στην περίπτωση που οι δράστες δεν είχαν συλληφθεί σε διάστημα 48 ωρών, η επίθεση εναντίον των προστατευμένων ατόμων οφειλόταν σε πολιτικούς λόγους και αυτή είχε προκαλέσει νεκρούς και τραυματίες. Ως νεκρός θεωρούνταν και ένας «αρπαχθείς», ο οποίος δεν απελευθερώνονταν μετά την εκπνοή της προθεσμίας των 48 ωρών. Τα μέτρα εξιλασμού και η έκτασή τους θα καθορίζονταν κατά περίπτωση και μπορούσαν να περιλαμβάνουν εκτελέσεις, καταστροφές κατοικιών, επιβολή χρηματικών ποινών και φυλακίσεις. Η διαταγή, όμως, προέβλεπε τη σύνδεση των αντιποίνων με τις συνέπειες που αυτά θα είχαν στον νομοταγή πληθυσμό, στην ψυχολογία και την πολιτική συμπεριφορά του. Έτσι γινόταν σαφές πως «αντίποινα σε ανήμπορους να αντιδράσουν ανθρώπους και κατοικημένες περιοχές, κλονίζει την εμπιστοσύνη όσον αφορά τη δικαιοσύνη των δυνάμεων κατοχής […]». Σε περίπτωση, όμως, που αποδεικνυόταν η συνενοχή του πληθυσμού με τους δράστες ή η παθητική συμπεριφορά τους, τα άτομα που θα χαρακτηρίζονταν ως βοηθοί των συμμοριτών θα εκτελούνταν και θα καταστρέφονταν οι οικίες τους. Αν δεν υπήρχε κάποια απόδειξη συνενοχής μπορούσαν να θεωρηθούν συνυπεύθυνοι μόνο όσοι χαρακτηρίζονταν ως κομμουνιστές. Τέλος απαγορευόταν η εκτέλεση παιδιών και γυναικών με εξαίρεση αν ήταν αυτοί δράστες ή βοηθοί συμμοριτών. Μέχρι τότε επιτρεπόταν η εκτέλεση ανηλίκων αν είχαν το ανάστημα ενός ενήλικα.

  Μέσα σε αυτό το ήδη διαμορφωμένο κλίμα η γερμανική προπαγάνδα θα κληθεί να διαχειριστεί και το γεγονός της απαγωγής του στρατηγού Κράιπε τη νύχτα της 26ης προς 27ης Απριλίου 1944. Αμέσως ο στρατηγός Μπρώυερ στοχοποιεί τους ενόχους: «Πληρωμένοι συμμορίται υπό την αγγλικήν ηγεσίας».[17] Επιπλέον κατηγορεί και ένα μέρος του αστικού πληθυσμού «όστις […] συμπράττει με τους συμμορίτας και προδότας του λαού [...]», οι οποίοι «από εβδομάδων δολοφονούν […] κατ’ εντολήν των άγγλων και κομμουνιστών χρηματοδοτών των, κατά κτηνώδη τρόπον έλληνας πατριώτας». Αυτό που παρατηρούμε είναι πως σε επίπεδο λόγων ο τρόπος διαχείρισης της απαγωγής εντάσσεται σε ένα γενικότερο πλαίσιο προπαγάνδας που ήδη είχε τεθεί και συνδέεται με την πολιτική εξολόθρευσης του εσωτερικού εχθρού. Στις 3 Μαΐου 1944 ισοπεδώθηκαν τα χωριά Λοχριά, Καμάρες, Μαγαρικάρι και Σακτούρια, χωρίς να υπάρξουν μαζικές εκτελέσεις του πληθυσμού.[18] Για τις αρχές κατοχής «η λογική και δικαιοσύνη πρυτάνευσε και την φοράν αυτήν και τα γερμανικά αντίμετρα εστράφησαν αποκλειστικώς εναντίον των ως άνω ενόχων και των βάσεων των συμμοριών».[19] Οι όροι «συμμορίτες» και «κομμουνιστές» εξακολουθούσαν στα τέλη Αυγούστου 1944 να έχουν την ίδια απροσδιοριστία που είχαν και στις διαταγές της 22ας Δεκεμβρίου του 1943. Ο στόχος των αρχών κατοχής ήταν να παρουσιαστούν τα αντίποινα ως μια πράξη δικαιοσύνης που συμφωνούσε με το πολεμικό δίκαιο, το οποίο πρώτη η Γερμανία δεν αναγνώριζε για τον αντίπαλο. Από τη στιγμή που οι τοπικές κοινότητες δεν εμπόδισαν την διάχυση της «κομμουνιστικής απειλής» καθίσταντο καθολικά υπεύθυνες για την όποια εχθρική ενέργεια εναντίον των δυνάμεων κατοχής και των εγχώριων συνεργατών τους.[20]   

  Στις 26 Ιουνίου 1944 αναλαμβάνει διοικητής του Φρουρίου Κρήτης ο στρατηγός του πεζικού Βάλτερ Μύλλερ, ο οποίος ήδη είχε διαγράψει μια πορεία στο νησί ως μέραρχος και συνεπώς ήταν γνώστης των καταστάσεων. Ο Μύλλερ σύντομα εγκαταλείπει τις πρώτες πράξεις καλής θέλησης, όπως ήταν η απελευθέρωση ομάδας κρατουμένων από την Αγυιά, και προχωρεί σε φυλακίσεις, εκτοπίσεις, εκτελέσεις ομήρων και κρατουμένων και στην ανηλεή καταδίωξη των ανταρτών. Οι εκτελέσεις που αποφασίστηκαν από το στρατοδικείο αναφέρονταν σε πράξεις κατασκοπείας, στην  κατοχή όπλου και την «κομμουνιστική σύμπραξιν». Για την τελευταία ήδη με τη διαταγή της 27ης Δεκεμβρίου 1942 προβλεπόταν από το γερμανικό ποινικό δίκαιο η δυνατότητα της ποινής του θανάτου.[21] Στην διάταξη της 17ης Ιουνίου 1943 περί εφαρμογής του γερμανικού ποινικού δικαίου διατυπωνόταν ρητά πως η παροχή βοήθειας σε κομμουνιστικές επιδιώξεις τιμωρούνταν σε βαριές περιπτώσεις με θάνατο.[22] Στις 10 Μαΐου 1944 η διάταξη αυτή αλλάζει στη διατύπωσή της-στην παράγραφο εννέα-, αποτυπώνοντας τη σκλήρυνση της γερμανικής πολιτικής: «Η εύνοια κομμουνιστικών επιδιώξεων, ιδιαιτέρως δε πάσα προσωπική ή περιουσιακή ένωσις προς τον σκοπόν αυτόν τιμωρείται με θάνατον […]».[23] Η διαφοροποίηση ως προς την έννοια του δικαίου στο λόγο και στην πρακτική των αρχών κατοχής ήταν ουσιαστική. «Διότι […] θα σημάνη αληθείς συμφοράς διά το σύνολον». «Αι Γερμανικαί αρχαί διαθέτουσαι εις πάσαν στιγμήν ισχυρά πολεμικά μέσα θα καταστρέψουν εκ ρίζης όλας τας εστίας των ληστανταρτών. Είνε φυσικόν κατόπιν τούτου να μη δυνηθούν να αποτρέψουν δεινά τα οποία θα επιπέσουν πάλιν κατά της κεφαλής όχι μόνον των ενεχομένων εις τα τελευταία γεγονότα (σημ. ως τέτοια αναφέρονται φόνοι, απαγωγές, ληστείες, κλοπές, σαμποτάζ, επιθέσεις σε γερμανικά φυλάκια και αυτοκίνητα, δολοφονίες γερμανών στρατιωτών) αλλά και άλλων μη ενόχων και κατά του πληθυσμού γενικώτερον».[24]  

            III. Θα πρέπει να υπογραμμίσουμε πως η απαγωγή ενός Γερμανού στρατηγού, του Κράιπε, στις 26-27 Απριλίου 1944 και η εγκληματική δράση της 22ας Αυγούστου 1944 δεν συνδέονται με μια ευθεία γραμμή, ούτε αυτής της σχέσης αιτίου-αποτελέσματος, ούτε αυτής της χρονικής διαδοχής. Το αντίθετο υπήρξε προϊόν της γερμανικής προπαγάνδας  που έπρεπε να αιτιολογήσει τις πράξεις της ως σύννομες με το διεθνές δίκαιο του πολέμου. Οι Γερμανοί εξαρχής θεώρησαν πως «τα Βρετανικά στρατεύματα Κομάντο πέτυχαν να συλλάβουν και να απαγάγουν/απομακρύνουν από την Κρήτη τον ανώτατο αρχηγό των γερμανικών στρατευμάτων της νήσου». Αυτό που οι ίδιοι διαπίστωναν στις 7 Ιουνίου του 1944[25] θα άλλαζε και για λόγους που ήδη εξηγήσαμε. Στόχος της προπαγάνδας θα είναι οι «κομμουνιστές», «τα κακοποιά στοιχεία». Η ηττημένη γερμανική προπαγάνδα θα οδηγήσει τη Βέρμαχτ στη καθολική εφαρμογή των αντιποίνων χωρίς διακρίσεις. Ο γερμανικός στρατός αυτό που πραγματικά επιχείρησε ήταν να χτυπήσει περιοχές που διέθεταν ικανή παραγωγική βάση για τη συντήρηση αντάρτικων ομάδων, ώστε να εξασφαλίσει την αναγκαία κάλυψη υποχωρώντας σταδιακά προς τα Χανιά. Ήταν πια ένας ηττημένος στρατός.

 

 

 

[1] Ενδεικτική βιβλιογραφία: Μαργαρίτης, Γ., «Ο πόλεμος 1940-1941», Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τόμος 8ος, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2003, σ. 9-32., Mazower, M., Στην Ελλάδα του Χίτλερ. Η εμπειρία της Κατοχής και της Αντίστασης. εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1994, Φλάισερ, Χ., Στέμμα και Σβάστικα. Η Ελλάδα της Κατοχής και της Αντίστασης. Τόμος 1, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1986,  Αρχείο Φράιμπουργκ. Έγγραφα της Γερμανικής Στρατιωτικής Διοίκησης περιόδου 1940-1945, πρόλογος Εμμ. Χαλκιαδάκης,  τόμος Α΄, έκδοση Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη, Ηράκλειο 2017. Το αρχειακό υλικό απόκειται σε ψηφιακή μορφή (CD΄s) στη Βικελαία Βιβλιοθήκη Ηρακλείου.

[2] Ελεύθερον Βήμα, 27 Μαΐου 1941.

[3] Αρχείο Γερμανικής Στρατιωτική Διοίκησης Κρήτης (Αρχείο Φράιμπουργκ), Βικελαία Βιβλιοθήκη, CD 2, φάκελος 1, σ. 69, «5η Ορεινή Μεραρχία, Διοικητής Μεραρχίας 3χλμ νοτίως της δυτικής περιφέρειας του αεροδρομίου Μάλεμε την 23 Μαΐου 1941, 9.00.Ο  Διοικητής Μεραρχίας Ringel».

[4] Αρχείο Γερμανικής Στρατιωτική Διοίκησης Κρήτης, ό.π., CD 9, φάκελος 2, σ. 17-26, «Στρατοδικείο 7ης Αερομεταφερόμενης Μεραρχίας, 28.5.41» και σ. 203-208, «Στρατοδίκης 12ης Στρατιάς, 27.5.41».

[5] Αρχείο Γερμανικής Στρατιωτική Διοίκησης Κρήτης, ό.π., CD 9, φάκελος 2, σ. 236-241 και 242-246.

[6]Αρχείο Γερμανικής Στρατιωτική Διοίκησης Κρήτης, Βικελαία Βιβλιοθήκη, CD 2, φάκελος 3, σ. 79-80, «Γενική Διοίκηση 11ου Αεροπορικού Σώματος, Διοικητής 31.5.1941. Ο ασκών διοικητικά καθήκοντα Πτέραρχος Student».

[7] The National Archives (KEW) (TNA), HS5/671, όπου και η αναφορά για το σχηματισμό και τη δράση της Ε.Ο.Κ. στη κατοχή. Ευχαριστώ το κ. Γιάννη Σκαλιδάκη, διδάσκων Ιστορία στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, που μου την έθεσε υπόψιν μου.

[8] Αναλυτικά για τα γερμανικά αντίποινα στο Ζαχαρίας Δ. Αντωνάκης, «Ο λόγος και η πρακτική των αρχών κατοχής περί αντιποίνων στην Κρήτη (1941-1944)»,  Δήμος Αμαρίου, Κατοχή και Αντίσταση στο Αμάρι 1941-1945. Τα μαρτυρικά χωριά του. Μνήμη και Ιστορία (συλλογικός τόμος), Αμάρι 2016, σ. 65-103  και του ιδίου, «Το Αμάρι την περίοδο 1941-1945 μέσα από προσωπικές διαδρομές αγωνιστών. Από τη Μάχη της Κρήτης στα σύρματα του Τυμπακίου και το βουνό», πρακτικά συνεδρίου (υπό δημοσίευση) «Η Μάχη της Κρήτης, η Κατοχή και η Αντίσταση στην Κρήτη και τα πολεμικά αεροδρόμια της Κρήτης στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο», Καστέλλι, Θραψανό, Αρκαλοχώρι 6-9 Ιουλίου 2017.

[9] Εφημερίδα Παρατηρητής, 27 Ιουνίου 1942.

[10] Αρχείο Γερμανικής Στρατιωτική Διοίκησης Κρήτης, ό.π.,  CD 6, φάκ. 3, αρ. εγγρ. 18,  «Διάγγελμα Μπρούνο Μπρόιερ»

[11] Παρατηρητής, 10 Ιουλίου 1943.

[12]Παρατηρητής, 1 Αυγούστου 1943, «Διάταξις της 17ης Ιουνίου 1943 περί εφαρμογής του γερμανικού Ποινικού Δικαίου και περί προστασίας της εσωτερικής ειρήνης και των αρχών κατοχής».

[13] Παρατηρητής, 9 Δεκεμβρίου 1943.

[14] Παρατηρητής, 6 Αυγούστου 1943.

[15] The Hague Conventions and Declarations of 1899 and 1907, Laws of war: Laws and Customs of war on  Land.(Hague IV), October 18, 1907, Oxford University Press, New York 1915,  p. 100-132.

[16] Ενδεικτικά, Jonathan  E. Gumz, “Wehrmacht  Perceptions of  mass violence in Croatia, 1941-1942”,  The Historical Journal, 44, 4 (2001), pp. 1015-1098,  Χέρμαν Φρανκ Μάγερ, Από τη Βιέννη στα Καλάβρυτα. Τα αιματηρά ίχνη της 117ης μεραρχίας καταδρομών στη Σερβία και την Ελλάδα (4η Έκδοση), Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2006, σ. 480-481.

[17] Παρατηρητής, 29 Απριλίου 1944.

[18] Εφημερίδα Κρητικός Κήρυξ, 6 Μαΐου 1944.

[19] Παρατηρητής, 5 Μαΐου 1944.

[20] Αρχείο Γερμανικής Στρατιωτική Διοίκησης Κρήτης, ό.π., CD 1, φάκελος 1, σ. 15-16, «Διοικητής Φρουρίου Κρήτης, Διοίκηση Στρατού, Αριθ. 352/44, Προς τους διανομείς, 31 Ιουλίου 1944».

[21] Κρητικός Κήρυξ, 11 Απριλίου 1943, «Το Γερμανικόν Ποινικόν Δίκαιον εις τα κατεχόμενα ελληνικά εδάφη», παράγραφος 4.

[22] Παρατηρητής, 1 Αυγούστου 1943, «Διάταξις της 17ης Ιουνίου 1943 περί εφαρμογής του γερμανικού Ποινικού Δικαίου και περί προστασίας της εσωτερικής ειρήνης και των αρχών κατοχής», παράγραφος 9. 

[23]Παρατηρητής, 10 Αυγούστου 1944.

[24] Κρητικός Κήρυξ, 11 Αυγούστου 1944.

[25] Γερμανική αναφορά σχετικά με το στρατηγό Κράιπε, Targau, 7 Ιουνίου 1944. Ευχαριστώ τον κ. Γιώργο Καλογεράκη, διδάκτωρ Ιστορίας, που την έθεσε υπόψιν μου.

Μπρούνο Μπρόιερ (4 Φεβρουαρίου 1893 – 20 Μαΐου 1947)
Φρίντριχ-Βίλχελμ Μύλλερ (29 Αυγούστου 1897 – 20 Μαΐου 1947)
Karl Heinrich Georg Ferdinand Kreipe (5 Ιουνίου 1895 – 14 Ιουνίου 1976)
Οι απαγωγείς με τον στρατηγό Κράιπε στη μέση.
Οι απαγωγεις και ο Κράιπε πάνω στον Ψηλορείτη
Οι απαγωγείς
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

KPRINT Banner
ΑΠΟΨΕΙΣ

Η εφαρμογή των αντιποίνων της Βέρμαχτ στην Κρήτη, 1941-1944: η εγκαθίδρυση της συλλογικής ευθύνης και η ήττα των μηχανισμών της ναζιστικής προπαγάνδας στο νησί

0
Μπρούνο Μπρόιερ (4 Φεβρουαρίου 1893 – 20 Μαΐου 1947)
Φρίντριχ-Βίλχελμ Μύλλερ (29 Αυγούστου 1897 – 20 Μαΐου 1947)
Karl Heinrich Georg Ferdinand Kreipe (5 Ιουνίου 1895 – 14 Ιουνίου 1976)
Οι απαγωγείς με τον στρατηγό Κράιπε στη μέση.
Οι απαγωγεις και ο Κράιπε πάνω στον Ψηλορείτη
Οι απαγωγείς
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ