Είναι γεγονός, αυτό προκύπτει από τις δημοσκοπήσεις αλλά και τις συζητήσεις που κάνει ο καθένας με τους γύρω του, ότι στην Ελλάδα σήμερα 7 έως 8 στους 10 πολίτες δεν εμπιστεύονται την Δικαιοσύνη. Αλλά τι σημαίνει δεν εμπιστεύονται και επίσης ποια ακριβώς Δικαιοσύνη δεν εμπιστεύονται; Διαχρονικά η Δικαιοσύνη στον τόπο μας και σε όλες σχεδόν τις μορφές διακυβέρνησης ανά τον κόσμο επηρεάζεται, λιγότερο ή περισσότερο δεν έχει μεγάλη σημασία, στην λήψη των αποφάσεών της από την εκτελεστική και νομοθετική εξουσία. Αυτό κατ’ αρχήν είναι προβληματικό και ενάντιο στην πρόβλεψη του Συντάγματος περί ανεξάρτητων μεταξύ τους και διακριτών τριών εξουσιών στο Κράτος. Ωστόσο στην πλέον των διακοσίων ετών νέα ελληνική πολιτεία η Δικαιοσύνη δεν μπορεί να λεχθεί ότι λειτούργησε ελεύθερα και ισόνομα απέναντι στο σύνολο των πολιτών.
Η διάκριση των εξουσιών είναι θεμελιώδης αρχή της Δημοκρατίας και του κράτους δικαίου. Η σχέση μεταξύ των τριών εξουσιών στην Ελλάδα, όχι μόνο σε τεταμένες πολιτικά εποχές, όπως ήταν ο εμφύλιος (1946-1949) και η περίοδος της Δικτατορίας των Συνταγματαρχών, αλλά σε όλες τις περιόδους, ακόμα και τις πλέον δημοκρατικές, αν μπορεί να εντοπίσει κανείς τέτοιες, λειτουργούσε από κατά περίπτωση δέσμια της εκτελεστικής εξουσίας έως απολύτως εξανδραποδισμένη και ανίσχυρη να υπερασπιστεί το αγαθό της Δικαιοσύνης, το οποίο υποτίθεται υπηρετούσε, εν ονόματι του λαού. Με άλλα λόγια, αμέτρητες στην κυριολεξία είναι οι περιπτώσεις που η εκάστοτε εκτελεστική εξουσία επενέβη φανερά ή κρυφά προκειμένου να επηρεάσει την πορεία και το αποτέλεσμα δικαστικών αποφάσεων. Και αυτές είναι μόνο όσες είδαν το φως της δημοσιότητας. Αναρωτιέται κανείς πόσες στ’ αλήθεια είναι οι υποθέσεις που δεν προχώρησαν με βάση την νομοθεσία και την ισότητα των πολιτών απέναντι στον Νόμο, αλλά με βάση πολιτικές επιρροές, οικονομικά συμφέροντα, προσωπικά πάθη του δικαστή ή του εισαγγελέα. Τρέμει στην κυριολεξία κανείς στην ιδέα ότι υπάρχουν δικαστές που εν γνώσει τους δικάζουν άτιμα και παράνομα, κι όμως αυτό θα πρέπει να το λάβουμε πλέον ως δεδομένο, αν θέλουμε να αντιμετωπίσουμε με κρυστάλλινη οπτική το θέμα, ώστε κάποτε να μπορέσουμε να οδηγηθούμε σε μια καλύτερη συνθήκη απονομής δικαιοσύνης.
Να κάνουμε εδώ μια επιβεβλημένη αν και αυτονόητη ως προς το περιεχόμενο της παρένθεση, λέγοντας ότι από μόνη της η Δικαιοσύνη έχει περιορισμούς στην λειτουργία της. Ο Νόμος έχει ενίοτε διαφορετικές αναγνώσεις ακόμα και από τους πλέον έμπειρους και ειδικούς νομικούς, τα τεκμήρια σε πλείστες των περιπτώσεων είναι απολύτως ελλιπή για να οδηγηθεί το δικαστικό σώμα σε μια ασφαλή και δίκαιη απόφαση κοκ. Αλλά αυτά και άλλα παρόμοια δεν είναι ουσιαστικά προβλήματα. Δεν αναφέρεται ο λαός σε αυτού του είδους την έλλειψη απονομής δικαιοσύνης, όταν εκφράζει έλλειψη εμπιστοσύνης στην Δικαιοσύνη. Ο λαός αναφέρεται κατά κύριο λόγο στις αποφάσεις σημαντικών δικαστηρίων της χώρας, που οι αποφάσεις τους επηρεάζουν άμεσα ή έμμεσα ένα μεγάλο ποσοστό ή το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας. Και οι αποφάσεις αυτές είναι προϊόν υπόγειων διαβουλεύσεων και πολιτικών σκοπιμοτήτων. Ακριβώς για αυτού του είδους τις αποφάσεις, κι αναζητώντας τα αίτια της ύπαρξης δικαιοσύνης δύο ή και περισσότερων ταχυτήτων, της δικαιοσύνης που λειτουργεί διαχωρίζοντας σε κάστες τους πολίτες, καταλήγει κανείς στην αρχή του νήματος, στο ότι το πρόβλημα πηγάζει από το ότι το σύνολο της ηγεσίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου και των λοιπών βασικών δικαστηρίων της χώρας επιλέγεται από την εκάστοτε κυβέρνηση. Επεμβαίνει τόσο προκλητικά η εκτελεστική εξουσία σε αυτό, που δεν είναι λίγες οι φορές που μόλις λίγο χρονικό διάστημα πριν την λήξη της κυβερνητικής θητείας να διορίζονται νέοι ημέτεροι δικαστές σε θέσεις κλειδιά.
Η σχέση λοιπόν μεταξύ δικαστικής και εκτελεστικής εξουσίας στην Ελλάδα, από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους και μέχρι σήμερα ποτέ δεν κατέστη διακριτή και διαυγής. Ιδιαίτερα από το 1945 κι έπειτα, η σχέση αυτή είναι ολοφάνερα πλέον συναλλακτική, υπό την έννοια ότι η μία εξυπηρετεί προσωπικά συμφέροντα και μικροπολιτικές της άλλης, ικανοποιώντας με τις αποφάσεις της διακριτά άτομα εις βάρος του κοινωνικού συνόλου. Συχνές παρεμβάσεις της εκάστοτε Κυβέρνησης είχαν ως αποτέλεσμα την απομάκρυνση ανεπιθύμητων λόγω της φερεγγυότητας, αξιοκρατίας και αρτιότητας των νομικών τους απόψεων δικαστών και αντικατάστασής τους από συναδέλφους τους περισσότερο ή απολύτως πιστούς στην κυβερνητική πολιτική και σε συγκεκριμένα συμφέροντα των ολιγαρχών.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα τέτοιας παρέμβασης αποτελούν οι περίφημες δίκες των δωσίλογων όπου ελάχιστοι από όσους οδηγήθηκαν στο εδώλιο καταδικάστηκαν και οι ποινές που τους επιβλήθηκαν ήταν εξαιρετικά επιεικείς έως συμβολικές, η υπόθεση της δολοφονίας του Γρ. Λαμπράκη με καθυστερήσεις στην δικαστική διαδικασία και συγκάλυψη των ενόχων, το σκάνδαλο Κοσκωτά, με ολοφάνερα ανεπαρκή απόδοση ευθυνών ως προς τα εμπλεκόμενα πρόσωπα, αλλά και εσχάτως οι υποθέσεις της Siemens και της λίστας Lagarde, με καταγγελίες από ανώτατους δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς για πολιτική παρέμβαση στην άσκηση του έργου τους, μέσω ασφυκτικών πιέσεων προς τις ελεγκτικές αρχές, σκόπιμες καθυστερήσεις, εκκωφαντικές παραλείψεις, ευρεία απόκρυψη στοιχείων μέσω της παραποίησης των ονομάτων στις λίστες κοκ. Οι επεμβάσεις αυτές έχουν διαμορφώσει μια εικόνα στον λαό για τη δικαστική εξουσία, μακριά από τη θέση που έπρεπε να έχει στην κοινωνία και τον ρόλο της στην διαμόρφωση συνθηκών αξιοκρατίας και προόδου. Γιατί να πιστέψουμε ότι υποθέσεις που σήμερα «τρέχουν» θα έχουν καλύτερη τύχη από αυτής της ποιότητας διαπλεκόμενη Δικαιοσύνη;
Δεν είναι λίγες εξάλλου οι περιπτώσεις ενεργών δικαστικών και εισαγγελέων που έχουν κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου για την αξιοπιστία και τον τρόπο λειτουργίας της Δικαιοσύνης στην χώρα μας, όπως για παράδειγμα οι Σωτ. Μπάγιας, Γ. Πενταγιώτης, Γρ. Πεπόνης, Κ. Λογοθέτης και αρκετοί άλλοι, αξιοπρεπείς νομικοί, γνωστοί για την ανεξαρτησία τους και την αφοσίωσή τους στο λειτούργημά τους, οι οποίοι έχουν κατά καιρούς επισημάνει την επιτακτική και άμεση ανάγκη για ανεξαρτησία στη Δικαιοσύνη και εκφράσει έντονες ανησυχίες για τις πιέσεις που δέχονται οι δικαστικοί λειτουργοί από την κυβερνητική πλειοψηφία. Οι παραπάνω δεν υπέκυψαν στην φίμωση, ακόμη και όταν διώχθηκαν πειθαρχικά, για την κριτική που είχαν ασκήσει δημόσια για τα κακώς κείμενα στον χώρο της Ελληνικής Δικαιοσύνης και της Ελληνικής Πολιτείας. Κριτική που θεωρούσαν ότι πρέπει να κάνουν από καθήκον και από το κατοχυρωμένο δικαίωμά τους από το Σύνταγμα της Ελλάδας και από ευρωπαϊκές και διεθνείς συμβάσεις.
Ποια είναι τα κοινά χαρακτηριστικά των παραπάνω παραδειγμάτων; Είναι πρώτον, ότι όλοι τους διώχθηκαν με πρωτοβουλία συναδέλφων τους (τουλάχιστον έτσι εμφανίστηκε, κι όχι ως πολιτική απόφαση) και δεύτερον και κυριότερο, ότι εν τέλει αθωώθηκαν όλοι αυτοί στο δικαστήριο, παρόλο που η εξουσία είχε επιτύχει τον πραγματικό στόχο της. Την φίμωσή τους, την δυσμενή μετάθεση, την αποπομπή, την συνταξιοδότηση, την πρόκληση ασθένειας, τον θάνατο ακόμα, όσων τόλμησαν να εκφράσουν δημόσια λόγο αληθινό για την θανατηφόρα λειτουργία της δικαιοσύνης στην πατρίδα μας.
Και οδηγούμαστε κάπως έτσι στο αυτονόητο. Όταν στον χώρο της Δικαιοσύνης αντιμετωπίζονται έτσι σπουδαίοι νομομαθείς συνάδελφοι, καθώς κρίνεται από την εκάστοτε εξουσία ότι δεν εξυπηρετούν τα δικαστικά ή τα πολιτικά παιχνίδια της, πόσο μάλλον ένας απλός πολίτης που θα εναντιωθεί σε αυτά είναι προφανές ότι πολύ πιο εύκολα και αποτελεσματικότερα θα βρεθεί ο τρόπος να φιμωθεί και να υποκύψει οικονομικά, συναισθηματικά, ψυχολογικά, κοινωνικά, βιολογικά, όταν στοχοποιηθεί από την δικαστική και εκτελεστική εξουσία του τόπου. Σε αυτή την κατηγορία περιπτώσεων θα μπορούσαμε να αναφέρουμε ως χαρακτηριστικά παραδείγματα τον μουσικό Παναγιώτη Βήχο που είχε καταγγείλει σεξουαλική εκμετάλλευση ανηλίκων σε μαγαζί που έτυχε να δουλέψει ένα καλοκαίρι σε αιγαιοπελαγίτικο νησί, τον επιστήμονα Δημήτρη Μπάτση που συνέγραψε το πλέον εμπεριστατωμένο σύγγραμμα για το πώς η Ελλάδα μπορεί να πρέπει να αναπτύξει χημική και εν γένει βιομηχανία και εσχάτως τον πατήρ-Αντώνιο από την «Κιβωτό του Κόσμου» με την ανυπολόγιστη προσφορά αγάπης σε παιδιά. Και σε αυτές τις περιπτώσεις στο τέλος δικαιώθηκαν όλοι τους, αλλά στον πρώτο με μεγάλο κόστος στην υγεία του ώστε πρόλαβε να δει την αθωωτική απόφαση λίγο πριν τον θάνατό του, στον δεύτερο τον δικαίωσε η Ιστορία, ενώ ο τρίτος ακόμα «τραβιέται» στα δικαστήρια παρόλο που για τις ανυπόστατες κατηγορίες σιγά-σιγά οι ίδιοι οι καταγγέλλοντες παραιτούνται από τις μηνύσεις τους, δηλώνοντας πως όσα ανέφεραν δεν ανταποκρίνονται στην αλήθεια.
Έννοιες όπως ισονομία, δημοκρατία, αξιοκρατία, δικαιοσύνη δεν είναι κενές περιεχομένου, ούτε είναι λέξεις φιλολογικές από άλλες εποχές. Εμπεριέχουν μέσα τους εκατομμύρια πρόσωπα, με όνειρα, αγώνες και ξοδεμένο κόπο, χρόνο και χρήμα για επενδύσεις ζωής, που άλλοι δε χρειάστηκαν να ιδρώσουν καθώς βρήκαν πόρτες ανοιχτές. Οι έννοιες αυτές είναι τα θεσμικά και νοητά θεμέλια του πολιτισμού που πρώτοι οι πρόγονοί μας σε τούτο τον ευλογημένο τόπο έκαναν την νοητική σύλληψη και την πρώτη προσπάθεια, ικανοποιητικά πετυχημένη, για την πρακτική εφαρμογή τους. Μορφές συνύπαρξης και κοινοτισμού που υιοθετήθηκαν από την ρωμαϊκή αυτοκρατορία και όλες τις μετέπειτα δομές εξουσίας του δυτικού κόσμου. Αν δεν υπάρξει δικαιοσύνη δε μπορεί να υπάρξει ούτε παραγωγική ανάπτυξη, ούτε οικονομική προοπτική, ούτε ξένες επενδύσεις, ούτε αξιοκρατία στις σπουδές των παιδιών και την κατανομή των πόρων στα πανεπιστήμια, στις δομές υγείας, στα αναπτυξιακά προγράμματα, στην τοπική αυτοδιοίκηση. Αυτό το Κράτος πρέπει άμεσα να μεταμορφωθεί, και ο θεμέλιος λίθος πρέπει να τεθεί από τον χώρο της Δικαιοσύνης. Πράγμα εξαιρετικά επίπονο, αλλά που αποτελεί μονόδρομο πλέον για την ίδια την ύπαρξή μας. Κι αυτές οι αλλαγές γίνονται είτε με τα όπλα, μέθοδος που στις σημερινές συνθήκες δεν μπορεί να εφαρμοστεί, είτε με την πολιτική πάλη μέσα από την διεκδίκηση της εξουσίας από τους πραγματικά άξιους, πατριώτες, δίκαιους και δημιουργικούς πυλώνες της πατρίδας. Όλα τα άλλα είναι συζητήσεις άνευ πρακτικής αξίας.