Σήμερα το βράδυ, μητέρα, έμεινα μόνη
ολομόναχη στα κρατητήρια της Aστυνομίας,
σ’ ένα μικρό κελί τεσσάρων τοίχων,
εκεί στο ημίφως των περισκέψεων και των γιατί...
και το μικρό σπουργιτάκι σου, μητέρα,
η κόρη των ονείρων σου, έτρεξε και κούρνιασε στη γωνιά,
εκεί δίπλα στο ολομόναχο στρώμα,
κοντά στη βαριά σιδερόπορτα της πραγματικότητας,
κάτω από τη σιωπή και των πιο απόμακρων ήχων.
Kι αυτή τη νύχτα, γλυκιά μου, αυτές τις στιγμές,
σ’ αυτή τη σκληρή κάμαρα της θλίψης,
έκλαψα, μητέρα, έκλαψα ξανά και ξανά
και σκούπισα με δάκρυα νιότης,
όλα τα λάθη, όλα τα άπλανα ναι...
και προσευχήθηκα κι έδωσα όρκους
και υπενθύμισα υποσχέσεις παλιές στον εαυτό μου,
για μια νέα αρχή, μητέρα, για νέους δρόμους...
Γλυκιά μου, μητέρα, σας ντρόπιασα πάλι
κι έγινα αφορμή για σχόλια και συζητήσεις
και πόνεσα τον πατέρα και τ’ αδέλφια,
καθώς το όνομα μου έγινε τίτλος εφημερίδων
και για μια ακόμη φορά έσκυψαν το κεφάλι όλοι
κι ο Mάνος κι η Mαρίνα χάθηκαν απ’ το σπίτι,
απ’ το σπίτι μας, μητέρα, από κοντά σου.
Kαι σε ρωτώ, μητέρα, υπάρχει ελπίδα,
έστω μια λάμψη, μια αχτιδούλα μικρή,
έτσι, για να βρω τη δύναμη και πάλι,
να ξεκινήσω, ν’ αλλάξω ζωή.
Tο ξέρω, μητέρα, δε μου μιλάς
και δε σ’ ακούω καθόλου απόψε,
όμως το νοιώθω πως μ’ αγαπάς,
το νιώθω πώς κλαις, το νιώθω,
καθώς στο πρόσωπό σου, ξανά και ξανά,
δάκρυα αγάπης κυλάνε για μένα.
Μικρή προσευχή ! Για τα παιδιά που χάνονται στις Ατλαντίδες των ναρκωτικών.