ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΑΠΟΨΕΙΣ

Ξεπερνώντας τις Δυσκολίες: Από το Χωριό μου στο Γυμνάσιο της Πόμπιας (1959-1965)

0

 Γεννήθηκα το 1946 στον Άρδακτο Αμαρίου, έναν οικισμό 60 κατοίκων (απογραφή 1961) και φοίτησα στον μονοθέσιο Δημοτικό σχολείο Λοχριάς , ένα χωριό  234 κατοίκων το 1961, σε απόσταση περίπου ενός χιλιομέτρου. Δάσκαλός μου ήταν ο Βασίλης Φραγάκης από τις Καμάρες ενώ τη χρονιά που αποφοίτησα (1959) το σχολείο απαριθμούσε 45 μαθητές σε όλες τις τάξεις.

Μέχρι τότε όλοι κι όλοι 4 μόνο συντοπίτες μου είχαν συνεχίσει στο γυμνάσιο κι αυτό γιατί, πέρα από τις δυσκολίες της εποχής ήταν και η απόστασή του από τα χωριά μας. (Το Γυμνάσιο της Πόμπιας απείχε 35 χιλιόμετρα και με μέσο μεταφοράς το μουλάρι η διαδρομή μας έπαιρνε 5 ώρες ενώ και το Ρέθυμνο 60 χλμ). Άλλο μέσο μεταφοράς δεν υπήρχε, εκτός από ένα φορτηγό που κάθε Σάββατο πήγαινε στις Μοίρες (5χλμ από την Πόμπια), λόγω του τοπικού παζαριού.

Τις εποχές εκείνες, για πολλούς ανθρώπους της υπαίθρου, οι οικονομικές δυσκολίες και η απομόνωση από τα αστικά κέντρα έθεταν σοβαρά εμπόδια στην εκπαίδευση. Οι μεγάλες αποστάσεις, που συχνά καλύπτονταν με τα πόδια, και η οικονομική ανέχεια καθιστούσαν δύσκολη την πρόσβαση στο σχολείο. Έτσι, πολλά ικανά μυαλά αναγκαστικά΄ οδηγούνταν να εγκαταλείπουν τα όνειρα για μόρφωση και να ακολουθούν την αγροτική ζωή, όπως έκαναν και οι περισσότεροι χωριανοί μου. Για πολλούς, η μόρφωση φάνταζε πολυτέλεια, όταν η επιβίωση ήταν η πρώτη προτεραιότητα.

Ήταν σχεδόν βέβαιο ότι θα ακολουθούσα τη μοίρα που φάνταζε αναπόφευκτη για τα παιδιά των χωριών μας: να μείνω εκεί και να αφιερωθώ στην αγροτική ζωή, όπως έκαναν τόσοι άλλοι συνομήλικοί μου. Οι οικονομικές δυσκολίες και η καθημερινή πάλη για την επιβίωση δεν άφηναν πολλά περιθώρια για όνειρα. Όμως, ο δάσκαλός μου είδε κάτι περισσότερο σε μένα. Πίστεψε στις δυνατότητές μου και κατάφερε να πείσει τον πατέρα μου να με στείλει στο σχολείο, παρά τις αντιξοότητες.

Εισαγωγικές εξετάσεις το 1959

Πράγματι, την 1η Ιουλίου 1959, ο πατέρας μου στο σαμάρι κι εγώ στην καπούλα (=Καπούλια) ξεκινήσαμε το ταξίδι για την Πόμπια, ώστε να δώσω εισαγωγικές εξετάσεις για το γυμνάσιο. Το βράδυ κοιμηθήκαμε έξω από το μοναστήρι της Παναγίας της Καλυβιανης, σε μια καλαμιά, ώστε να τρώει το μουλάρι τη νύχτα.

Νωρίς το πρωί, φτάσαμε στην Πόμπια και βρεθήκαμε στο σχολείο. Από την πρώτη στιγμή ένιωσα δέος. Ένας απέραντος χώρος, με περίπου 200 παιδιά από όλα τα χωριά της επαρχίας Καινουργίου, Πυργιωτίσσης, Μονοφατσίου αλλά και τα ανατολικά του Αμαρίου και του Αγίου Βασιλείου. Με τα κοντά παντελονάκια μου χάζευα το μελλοντικό μου «σπίτι» που  με τρόμαζε και με γοήτευε ταυτόχρονα. Ήταν από τις λίγες φορές που βρέθηκα στο κεφαλοχώρι της περιοχής και κάθε γωνιά, κάθε πρόσωπο, μου φάνταζε ως κάτι νέο, γεμάτο υποσχέσεις για κάτι μεγαλύτερο και άγνωστο.

Τις ονειροπολήσεις μου διέκοψε το κουδούνι. Ένας καθηγητής μας χώρισε κατά ομάδες και μας οδήγησε σε αίθουσες, για να δώσουμε εξετάσεις γραπτά και προφορικά. Ανεβαίνοντας στις σκάλες το βλέμμα μου έπεσε πάνω σε μια επιβλητική φράση γραμμένη στον τοίχο: "Αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων". Δεν καταλάβαινα τι σήμαινε τότε, ούτε ποιος το είχε γράψει, όμως με γέμισε με μια ακαθόριστη αίσθηση βαρύτητας. Τα λόγια έμοιαζαν να κουβαλούν έναν αέρα αρχαίο, σοφό, και με κάποιον τρόπο μιλούσαν σε μένα, αν και αγνοούσα το νόημά τους. Ίσως με τρόμαξαν, ίσως με έκαναν να νιώσω ακόμα πιο μικρός και άσχετος μπροστά σε αυτόν τον νέο κόσμο.

Τώρα, που έχω προκόψει στη ζωή μου και κατάλαβα την έννοια των λέξεων αυτών του Ομήρου, ξέρω πως θα αποτελούσαν μια προτροπή για αριστεία και υπεροχή για το διαρκές κυνήγι του καλύτερου εαυτού μας. Αυτό που τότε ήταν απλώς ένα μυστηριώδες απόφθεγμα, έγινε μια αρχή που με συνόδευσε σε κάθε βήμα της πορείας μου.

Τελειώνοντας την εξέταση, βγήκα έξω χαρούμενος, λέγοντας στον πατέρα μου πως πέρασα. Αυτός με ρώτησε πώς το γνωρίζω αυτό κι αν είχαν ήδη δει τα γραπτά μου. Όμως εγώ ήμουν σίγουρος, γιατί γνώριζα όλες τις απαντήσεις.

Πράγματι, στις 20 Σεπτεμβρίου του  1959 παρουσιάστηκα καμαρωτός να εγγραφώ στην Α΄ τάξη. Δεν πλήρωσα εγγραφή (τότε πλήρωναν), επειδή ο βαθμός εισαγωγής μου ήταν πάνω από 18. Βρήκα ένα δωμάτιο στο σπίτι  της οικογένειας Γ.Ψ., με ενοίκιο 140 δραχμές το μήνα, συμπεριλαμβανομένου και του φαγητού. (Τότε το μεροκάματο ήταν 40 δραχμές).

Μετά από 2 μήνες, βρήκα ένα άλλο δωμάτιο (3x3) και παρόλο που ήμουν 12 ετών άρχισα να μαγειρεύω μόνος μου σε μια καζιέρα. Δεν υπήρχε ρεύμα ούτε θέρμανση (μόνο μια λάμπα πετρελαίου) και φυσικά δεν είχα ούτε νερό (το νερό το έφερνα με σταμνί από τη δρούμπα (=τρούμπα)). Ρολόι φυσικά δεν υπήρχε. Στο σχολείο πήγαινα με το χτύπημα του ρολογιού  της εκκλησίας. Το φαγητό μου ήταν σφουγγάτο (ομελέτα), κουκιά, χόντρος, αυγά, πατάτες, σύγλινα και ό, τι μου έφερνε ο πατέρας μου κάθε 15 ημέρες που κατέβαινε με το μουλάρι.

Στο Γυμνάσιο την περίοδο 1959-1965 φοιτούσαν πάνω από 600 μαθητές. Οι 200 έρχονταν από το Τυμπάκι και οι υπόλοιποι από 40 χωριά της περιοχής. Τα παιδιά από κοντινά χωριά έρχονταν με τα πόδια ή με ποδήλατο κάθε πρωί ενώ τα υπόλοιπα αναγκαστικά αναζητούσαν διαμονή στην Πόμπια.

Κάθε Κυριακή, καραβάνια από γαϊδουράκια, φορτωμένα με τρόφιμα, περνούσαν την είσοδο του χωριού, για να εφοδιάσουν τους μαθητές. Η απειλή της βροχής ήταν πάντοτε παρούσα, καθώς τότε δεν υπήρχαν ούτε νάιλον για προστασία, ούτε μετεωρολογικά δελτία για να τους προειδοποιήσουν. Οι άνθρωποι βασίζονταν μονάχα στην εμπειρία και την παρατήρησή τους για να προβλέψουν τον καιρό.

Ο πατέρας μου χρειαζόταν πέντε ώρες για να φτάσει και άλλες τόσες για να επιστρέψει στο χωριό. Μου έδινε 50 δραχμές, χωρίς να γνωρίζει αν μου έφταναν ή αν τα κατάφερνα. Εγώ, ωστόσο, κατάφερνα να τα βγάζω πέρα με άνεση, χωρίς δυσκολίες.

Η χρονιά πέρασε όμορφα και παρά τις δυσκολίες και το μικρό της ηλικίας μου γνωρίστηκα γρήγορα με πολλά παιδιά και γίναμε αχώριστοι φίλοι. Το σχολείο ήταν μικτό. Τα αγόρια φορούσαμε καπέλο, το οποίο βγάζαμε στον δρόμο από σεβασμό όταν χαιρετούσαμε τους καθηγητές μας και τα κορίτσια φορούσαν ποδιές και κορδέλα στα μαλλιά. Το διάλειμμα στην αυλή ,κάναμε βόλτα πάνω κάτω. Οι χώροι ήταν μοιρασμένοι, οπότε φτάνοντας στη μέση της, κάναμε μεταβολή και γυρίζαμε πίσω.

Πέρασα άνετα στην επόμενη τάξη με βαθμό 17 και το καλοκαίρι που ακολούθησε πήγα για πρώτη φορά να εργαστώ στον τρύγο στο Μαλεβίζι με μεροκάματο 25 δραχμές.

Στη Β΄ τάξη: Πρώτη φορά με μακρύ παντελόνι

Τη δεύτερη χρονιά, πλέον μεγαλύτερος και πιο έμπειρος και φορώντας πια μακρύ παντελόνι αναζήτησα και βρήκα μεγαλύτερο δωμάτιο (4x4) στην οικογένεια της Σ.Φ. με ενοίκιο 90 δραχμές, το οποίο την τελευταία χρονιά αυξήθηκε σε 100 δραχμές. Το δωμάτιο ήταν πια μεγαλύτερο και δίπλα στο Γυμνάσιο. Έτσι, έγινε κέντρο συνάντησης των περισσότερων συμμαθητών μου, οι οποίοι το ονόμασαν «Ελβετία».

Στην «Ελβετία» λοιπόν μαζευόμασταν και παίζαμε ποδόσφαιρο στο διπλανό χωράφι, όχι βέβαια με μπάλες αφού δεν είχαμε αλλά με χειροποίητες που φτιάχναμε γεμίζοντας σκισμένες κάλτσες με πανιά. Μάλιστα, στην «Ελβετία» έρχονταν συχνά να φάνε φίλοι που τύχαινε να μην είχαν φαγητό. Είχα μάθει να μαγειρεύω καλά και πάντα είχα γάλα από συγχωριανούς μου βοσκούς που είχαν εκεί τα χειμαδιά τους.

Με το σχολείο κάναμε πολλές εκδρομές με διανυκτερεύσεις στους χώρους της μονής Αρκαδίου, Γουβερνέτου αλλά και σε χώρους των Γυμνασίων Βάμου και Νεάπολης. Σε μια εκδρομή μου συνέβη ένα ατύχημα καθ’ οδόν αλλά με τη χάρη του Αγίου Μύρωνα τη γλίτωσα χωρίς σοβαρό τραυματισμό.

Παίξαμε και θεατρικές παραστάσεις. Μάλιστα στο έργο «Ερωφίλη» κλήθηκα να ερμηνεύσω διπλό ρόλο. Η κυκλοφορία επιτρεπόταν μέχρι τις 7 το βράδυ και την τήρηση των μέτρων την επέβλεπε με αυστηρό έλεγχο ο παιδονόμος. Καταλήψεις και λουκέτα ήταν άγνωστα σ εμάς και ο σεβασμός στο κτήριο του σχολείου και στους καθηγητές μας ήταν μεγάλος.

Στ’ Γυμνασίου (σημερινή Γ΄ Λυκείου)

Την τελευταία χρονιά, όμως, όλα άλλαξαν. Βλέποντας πως δεν θα ξανασμίξουμε, το ρίξαμε έξω παρόλο που είχαμε μπροστά και τη διαδικασία των πανελληνίων εξετάσεων. Οι παρέες μεγάλωσαν, όπως και οι διασκεδάσεις, με αποτέλεσμα οι βαθμοί να πέσουν αρκετά. Τα βιβλία τότε δεν τα έδινε το κράτος. Τα αγοράζαμε και μάλιστα οι περισσότεροι (ανάμεσα τους κι εγώ) τα βρίσκαμε μεταχειρισμένα από παλιότερους μαθητές. Με τον ίδιο τρόπο πουλούσαμε τα δικά μας όταν ολοκληρώναμε την τάξη.

Η τάξη μου είχε 42 παιδιά εκ των οποίων τα 14 ήταν αγόρια. Στο σχολείο πηγαίναμε με τα βιβλία στο χέρι. Ο Λυκειάρχης μας Α.Β. θεώρησε άσχημο να συμβαίνει αυτό και μας υποχρέωσε να αγοράσουμε σάκες, για να τα βάζουμε μέσα. Τότε, όλα τα αγόρια μαζί συναποφασίσαμε να φτιάξουμε έναν άτυπο σύλλογο (τον επονομαζόμενο ΓΕΤ=Γενικό Επιτελείο Τρέλας) και να συγκεντρώσουμε βούργιες (=σακίδια χειροτεχνημένα στον αργαλειό, που λίγο πολύ όλοι είχαμε στο σπίτι μας). Ένα πρωί λοιπόν μαζευτήκαμε  στο δωμάτιό μου όπου τις είχαμε μαζέψει και αφού βάλαμε μέσα τα βιβλία και το κολατσιό μας, τα φορτωθήκαμε στην πλάτη και μπήκαμε σε τριάδες.   Φανταστείτε 14 μαθητές  σε τριάδες με τη βούργια στην πλάτη και με στρατιωτικό βήμα να εισέρχονται στον χώρο του σχολείου καταχειροκροτούμενοι από τους υπόλοιπους συμμαθητές μας. Το διασκεδάσαμε αρκετά, αλλά το συμβάν καταδικάστηκε ως πράξη συντονισμένης ειρωνικής διαμαρτυρίας και τιμωρηθήκαμε όλοι κυλιόμενα με 3 μέρες αποβολή ανά πεντάδες.

Το λεύκωμα των 41 μαθητών/τριών

Τον τελευταίο μήνα πριν την αποφοίτηση έκαναν την εμφάνισή τους τα λεγόμενα «λευκώματα». Ακόμη και σήμερα το λεύκωμα είναι ένα αναμνηστικό βιβλίο που συνηθίζουν να φτιάχνουν οι μαθητές συνήθως στην τελευταία χρονιά. Σε αυτό ανταλλάσσουν ευχές, σκέψεις, αναμνήσεις και χιουμοριστικά σχόλια. Συχνά, κάθε μαθητής γράφει σε μια σελίδα του λευκώματος αφήνοντας προσωπικά μηνύματα ή στιχάκια ως ενθύμιο των σχολικών τους χρόνων.

Αφιερώματα στο λεύκωμα

Ψάχνοντας στα αρχεία μου, βρήκα το δικό μου λεύκωμα, στο οποίο είχαν γράψει όλοι οι συμμαθητές/τριες μου. Μάλιστα κάποιοι από αυτούς συνέταξαν μαντινάδες, για να εκφράσουν με χιουμοριστικό τρόπο τη σχολική μας ζωή ή να δώσουν τις ευχές τους. Κάποιες από αυτές που μου αφιέρωσαν όπως γράφτηκαν και με το πολυτονικό σύστημα:

«Τὰ χρόνια τὰ μαθητικὰ σὰν τὰ πουλιὰ περνοῦνε, τρέχουν, πετοῦν καὶ χάνονται, κανέναν δὲν ἀκοῦνε»
«Τῆς Ἕκτης τάξης τὰ παιδιά δὲν θὰ τὰ συναντήσεις, ὅλον τὸν κόσμο, φίλε μου, κι ἂν νἑ τὸν ἐγυρίσεις»
«Γειά σου, λοιπόν, Λευτέρη μας, γειά σου, συμμαθητή μας, καὶ νὰ θυμᾶσαι πάντοτε τὴ σχολικὴ ζωὴ μας»
«Λευτέρη, μὴν ξεχνᾶς ποτέ φίλο συμμαθητή σου, βρῆκες ἐμένα στὸ σχολειό, στὸν δρόμο τῆς ζωῆς σου»
«Λευτέρη μου, ἄνοιγε τὸ λεύκωμα νὰ τὰ θυμᾶσαι πάλι, καὶ δὴ πὼς εἶχες κάποτε φίλο σου τὸν Μιχάλη»
«Λευτέρη μου, δὲν σὲ λησμονῶ σὲ ὅλον μου τὸν βίο, γιατί ζωὴ περάσαμε μαζί σ’ ἕνα θρανίο»

Μεγάλη γιορτή στο τέλος

Οι 28 καθηγητές που είχαμε όλα αυτά τα χρόνια διοργάνωσαν μια μεγάλη γιορτή αποφοίτησης  με χορούς τραγούδια αλλά εννοείται όχι ποτά την τελευταία μέρα, στις 26 Ιουνίου 1965.

Η γιορτή συτή ήταν γεμάτη συγκίνηση, καθώς φεύγαμε από το σχολείο και το χωριό που είχε γίνει το δεύτερο σπίτι μας τα  χρόνια της εφηβείας μας ενώ  κλείσαμε τη βραδιά με μια συγκινητική ολονύκτια καντάδα στους δρόμους του χωριού. Από τους 42 μαθητές περάσαμε όλοι σε ανώτερες σχολές και μάλιστα χωρίς φροντιστήριο.

"Κλείνοντας, νιώθω την ανάγκη να εκφράσω την πιο βαθιά μου ευγνωμοσύνη προς τους γονείς μου και τις τρεις αδελφές μου, που με ανιδιοτέλεια και αγάπη έκαναν τόσες θυσίες για να μη μου λείψει τίποτα. Στέκομαι με σεβασμό απέναντι στους καθηγητές μου, που με την υπομονή και τη σοφία τους μας χάρισαν τα απαραίτητα εφόδια για το μέλλον. Αλλά και στους συμμαθητές μου, που ο καθένας τους ξεχωριστά θα έχει πάντα μια θέση στη μνήμη μου, σαν κομμάτι μιας ανεκτίμητης εποχής γεμάτης χαμόγελα, γέλια και όνειρα.

Γιατί, όπως λέει και το τραγούδι: «Τα μαθητικά τα χρόνια δεν τ’ αλλάζω με τίποτα». Είναι αλήθεια. Και θα τα κουβαλάω για πάντα στην καρδιά μου."

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΑΠΟΨΕΙΣ

Ξεπερνώντας τις Δυσκολίες: Από το Χωριό μου στο Γυμνάσιο της Πόμπιας (1959-1965)

0
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ