ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Ο Μητροπολίτης Κρήτης Βασίλειος Ένας ιεράρχης άξιος της Εκκλησίας, της Κρήτης και της ιστορίας της

0

Όταν θα θέλουν οι Έλληνες να καυχηθούν,

 

«Τέτοιους βγάζει το έθνος μας» θα λένε

για σας. Έτσι θαυμάσιος θάναι ο έπαινός σας

  (Κ. Π. Καβάφης)   

     Μια από τις σημαντικότερες μορφές της νεότερης ιστορίας της Κρήτης υπήρξε αναμφίβολα ο Μητροπολίτης Κρήτης Βασίλειος Ε΄ (κατά κόσμον Β. Μαρκάκης). Το έναυσμα για να αναφερθούμε στον μακαριστό ιεράρχη είναι το εξαιρετικό βιβλίο του ευφήμως γνωστού φιλολόγου και θεολόγου Κωστή Ηλ. Παπαδάκη, Βασίλειος Εμμ. Μαρκάκης (1872-1950), Ρέθυμνο 2020. Ας σημειωθεί ότι στον Βασίλειο είναι αφιερωμένο και ειδικό τεύχος του περιοδικού της Μητροπόλεως Γορτύνης και Αρκαδίας Εν Εσόπτρω.

     Το βιβλίο απαρτίζεται από τρία κύρια μέρη. Το πρώτο αποτελεί μια διεξοδική –και μάλιστα την πρώτη έγκυρη και αξιόπιστη- βιογραφία του Βασιλείου, το δεύτερο παρουσιάζει Εγκυκλίους του Επισκόπου, αντιπροσωπευτικές της διακονίας του, και το τρίτο αναπτύσσει το ευρύτερο κοινωνικό πρόσωπό του. Το βιβλίο στηρίζεται στο σύνολο των διαθεσίμων πηγών και μαρτυριών, κοσμείται δε με πλούσιο φωτογραφικό υλικό. 

      Αξίζει να δούμε συνοπτικά την εγκόσμια πορεία του Βασιλείου. Γεννήθηκε το 1872 στο χωριό Κεραμέ της επαρχίας Αγίου Βασιλείου Ρεθύμνης. Μετά την εγκύκλια εκπαίδευση, σπουδάζει στην ένδοξη Θεολογική Σχολή Χάλκης, χειροτονείται διάκονος και αποφοιτά αριστούχος το 1896. Είθε να μη βραδύνει η επαναλειτουργία της, παρά την αντιευρωπαϊκή αντίδραση της Τουρκίας, η οποία παραβιάζει κατάφωρα οικουμενικά δικαιώματα και ελευθερίες. Από το 1898 έως το 1902 υπηρετεί ως σχολάρχης στην περίφημη «Σχολή του Αγίου Πνεύματος» της Μονής Πρέβελη. Το 1902 (σε ηλικία μόλις 30 ετών!), με την καθοριστική υποστήριξη του πνευματικού πατέρα του, Μητροπολίτη Κρήτης Ευμένιου, εκλέγεται Επίσκοπος Αρκαδίας. Αξιομνημόνευτος είναι ο χαρακτηρισμός που επιδαψιλεύει ο Ευμένιος στον Βασίλειο: «[…] ανήρ την τε θύραθεν και την έσω παιδείαν πεπαιδευμένος και δυνάμενος πατρικαίς νουθεσίαις ποίμνιον ποιμένων πνευματικόν».   

      Ο νέος Επίσκοπος αφοσιώθηκε με ζήλο στην υψηλή αποστολή του. Εκτός από την υποδειγματική ποιμαντική διακονία του, επιδόθηκε με ζέση και δυναμισμό σε ένα ευρύ δημιουργικό έργο που καταπλήσσει με την εμβέλεια, τον οραματισμό αλλά και την πρακτική αποτελεσματικότητά του.

      Από τα πιο σημαντικά έργα του Βασιλείου υπήρξε η ίδρυση της ονομαστής Πρακτικής Γεωργικής Σχολής Μεσαράς. Ήταν το μεγαλόπνοο όραμα μιας πρότυπης Γεωπονικής Σχολής με σκοπό «την πρακτικήν γεωργικήν μόρφωσιν των νέων, δια να καθίστανται ούτοι ικανοί να εκμεταλλεύωνται τα ίδια αυτών κτήματα, να διεξάγωσι μικράς γεωργικάς επιχειρήσεις ή να αναλαμβάνωσιν επιστασίαν ή υπηρεσίαν αρχιεργάτου εις οιανδήποτε γεωργικήν επιχείρησιν». Ας σημειωθεί ότι ήταν η πρώτη Γεωργική Σχολή της Κρήτης, ενώ λίγα χρόνια αργότερα θα ιδρυθεί και η Γεωργική Σχολή Ασωμάτων στο Ρέθυμνο. Αρκεί να σημειωθεί ότι η Σχολή είχε φέρει την τελευταία λέξη της τεχνολογίας, λ.χ. την αλωνιστική μηχανή Marshall.    

     Όπως είναι το σύνηθες στη ζωή, ούτε ο Βασίλειος απέφυγε τα προβλήματα, τις δυσχέρειες και τις σχετικές πικρίες. Μετά την παύση του Τιμοθέου (Βενέρη), εκλέγεται Μητροπολίτης Κρήτης τον Απρίλιο του 1941. Τότε ακριβώς εντείνεται η πατριωτική αγωνιστική δράση του. Ήδη από την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου του 1940/41 ανέλαβε δράση και στρατεύτηκε στον πολεμικό αγώνα. Εκτός από το ποιμαντικό έργο του, οργάνωνε εράνους για τη συγκέντρωση ρουχισμού και άλλων εφοδίων για να στέλνονται στο μέτωπο. Για τον σκοπό αυτόν προσέφερε μάλιστα και τα δυο του άλογα, που τότε ήταν το μόνο μεταφορικό του μέσον.

     Αλλά η κορυφαία ώρα του αγωνιστή ιεράρχη εσήμανε έπειτα από τη ναζιστική επίθεση, στη Μάχη της Κρήτης και ιδίως στην Κατοχή. Σύμφωνα με γραπτές και προφορικές μαρτυρίες συγχρόνων, στις 20 Μαΐου 1941, μετά τον Εσπερινό στον Ναό του Αγίου Μηνά, ο Βασίλειος και οι άλλοι ιερείς βροντοφώναξαν: «Όλοι μαζί εναντίον των Ούνων!», παρότρυναν όλους να πάρουν μέρος στον αγώνα εναντίον του εισβολέα, όρμησαν στην αποθήκη του Στρατού, άρπαξαν όσα όπλα μπορούσαν, ανέβηκαν πάνω στα τείχη, κοντά στη Χανιώπορτα, και πήραν θέσεις μάχης εναντίον τού εχθρού. Αλλά και στη συνέχεια, για όσο διάστημα μπόρεσε να μείνει στην έδρα του, εξακολούθησε τον αγώνα με όλα τα διαθέσιμα μέσα, τελειώνοντας τα φλογερά κηρύγματά του με την ευχή: «Καλή Λευτεριά!», και σε κάθε εορτή: «Και του χρόνου ελεύθεροι!».  

    Αλλά φυσικά αυτό δεν μπορούσε να διαρκέσει πολύ. Στις 24 Μαρτίου 1942, ο Νομάρχης Ηρακλείου ζήτησε από τον Βασίλειο, έπειτα από διαταγή των αρχών Κατοχής, την επομένη, κατά την πανηγυρική δοξολογία, να μιλήσει υπέρ των Γερμανών. Και ο ιεράρχης του απάντησε: «Όχι, κ. Νομάρχα, δεν θα ομιλήσω υπέρ των Γερμανών, αλλά κατά!». Και πραγματικά, κατά το κήρυγμά του στις 25 Μαρτίου 1942, ο Μητροπολίτης διατράνωσε από άμβωνος ότι ως Επίσκοπος και Έλληνας δεν μπορούσε να ανεχθεί την κατάσταση τούτη. Είναι προφανές ότι ο Βασίλειος έδρασε έχοντας πλήρη επίγνωση των κινδύνων και των συνεπειών. Και εδώ ισχύει: «Αρχή άνδρα δείκνυσι» (Το αξίωμα δείχνει και αναδεικνύει τον άνδρα)! Ας αναλογισθούμε τι διαδραματίζεται εδώ: ένας πρεσβύτης Επίσκοπος, τολμά με γενναιότητα, ανδρεία και θάρρος να υψώσει αγέρωχα το ασθενικό του ανάστημα απέναντι στον στυγερό κατακτητή. Γνώριζε ασφαλώς τι τον περίμενε και όμως τόλμησε.

     Την επομένη κιόλας συλλαμβάνεται από την Γκεστάπο με διαταγή να οδηγηθεί στο εκτελεστικό απόσπασμα. Από την εκτέλεση κατόρθωσαν να σώσουν τον Βασίλειο ο τότε Γενικός Διοικητής Κρήτης αλλά και ο Ιταλός Διοικητής. Η διαταγή της εκτέλεσης μετατράπηκε σε εξορία στην Αθήνα, όπου τον μετέφεραν και τον εγκατέλειψαν με προφανή σκοπό τον θάνατό του. Το μεγαλύτερο διάστημα της Κατοχής το πέρασε στο Νοσοκομείο «Ευαγγελισμός», από όπου και συνέχισε, όσο ήταν δυνατόν, την ποιμαντική αλλά και αντιστασιακή δράση του. Επιτέλους, τον Φεβρουάριο του 1945 επέστρεψε και πάλι, νικηφόρος, στην έδρα του στην ελεύθερη Κρήτη, όπου και εκοιμήθη τον Ιανουάριο του 1950.  

     Όλες οι μαρτυρίες για τον χαρακτήρα και την προσωπικότητα του Βασιλείου εξαίρουν την ευλάβεια, την αγαθότητα, την πραότητα, τη φιλανθρωπία, τη δικαιοσύνη, τη φιλαλληλία του. Ανεκτίμητο ντοκουμέντο της εποχής αλλά και τεκμήριο για την παροιμιώδη φιλοξενία του είναι το «Βιβλίον Επισκεπτών» (1915-1940) της Επισκοπής Αρκαδίας, στο οποίο καταγράφονται οι εντυπώσεις πλήθους επιφανών προσώπων, Ελλήνων και ξένων, από τις επιστήμες, τα γράμματα και τις τέχνες, όπως λ.χ. των: Λ. Αλεξίου, Ν. Καζαντζάκη, Σ. Μαρινάτου, Α. Ορλάνδου, Β. Ρώτα, Ν. Τωμαδάκη, των διασήμων αρχαιολόγων G. Gerola, L. Pernier  κ.α. Εκτός από το καθαρά πνευματικό έργο του, εκείνα που τον χαρακτήριζαν ήταν ο ζήλος, η ακαταπόνητη εργατικότητα, ο ρεαλισμός και η δράση για επωφελή κοινωνικά έργα (λ.χ. για τον εκσυγχρονισμό της γεωργικής παραγωγής, την οδοποιία κ.α.), αποδεικνύοντας έτσι έμπρακτα τη μεγάλη σημασία των καλών έργων και ακολουθώντας το βιβλικό: «Γίνεσθε δε ποιηταί λόγου, και μη ακροαταί μόνον, παραλογιζόμενοι εαυτούς» (Επιστολή Ιακώβου, 1, 22).

      Ο Μητροπολίτης Κρήτης, ο από Αρκαδίας Βασίλειος αναδείχθηκε, με το βίο, τη δράση και τα έργα του, σε σπουδαίο ιεράρχη,  άξιο της Εκκλησίας, της Κρήτης και της ιστορίας της. Τυχερές οι χώρες και οι λαοί που έχουν τέτοιους ηγέτες. Ας είναι αιωνία η μνήμη του! 

*   Ο κ. Κωνσταντίνος Ι. Ανδρουλιδάκης είναι Καθηγητής της Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης.

 

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ