Πάλι ένας ηλικιωμένος, που έχει κι αυτός ρίζες καταγωγής από τη Μικρά Ασία και έχει γεννηθεί σε ορεινό χωριό του τόπου μας, είναι βαριά στεναχωρημένος και όπου βρεθεί, αναστενάζει για όσα βλέπει να συμβαίνουν στη σημερινή μας εποχή.
«Αυτά δεν μπορώ να τα βλέπω ούτε να τα ακούω», είπε, «γιατί θολώνει το μυαλό μου. Αρκετοί νέοι δεν έχουν σεβασμό, ούτε πηγαίνουν στις περιουσίες που τους ανήκουν, ούτε ξέρουν πού βρίσκονται. Εμείς, απ’ αυτές, αναθραφήκαμε και μεγαλώσαμε».
«Εγώ», είπε, «μεγάλωσα με πολλές στερήσεις. Η πείνα κυριαρχούσε.
Τα ρούχα που φορούσα ήτανε λίγα και παλιά, τα παπούτσια με τρύπες, κι όταν έκανε κρύο έτρεμα. Όταν ήμουν έξω στις δουλειές μαζί με τους γονείς μου. Το βράδυ καθόμασταν κοντά στο τζάκι για να ζεσταθούμε· Στον ύπνο, όμως, τρέμαμε από το κρύο, από τα λίγα σκεπάσματα που είχαμε.
Οι γονείς μας κάνανε πολλές θυσίες για να μας μεγαλώσουν και για να μη χαθεί η ζωή μας. Μας δίνανε συμβουλές να διαβάζουμε, να ξέρουμε και λίγα γράμματα που ίσως μας χρειαστούν όταν μεγαλώσουμε, και όποιο επάγγελμα κι αν ακολουθούσαμε να είμαστε εργατικοί και τίμιοι. Έτσι μόνο θα προοδεύαμε στη ζωή. Εμείς, κοντά τους, ακούγαμε πάντα όλες τις συμβουλές τους.
Ακόμα μας λέγανε ότι, για να έχουμε επιτυχίες σε όλα, πρέπει να πιστεύουμε στον Θεό και στους Αγίους. Έτσι σίγουρα θα έχουμε τη βοήθειά τους. Οι γονείς μου πιστεύανε πολύ στην αγιότητα, γι’ αυτό είχανε πρόοδο σε όλα. Πάντα μας λέγανε: “Όποιος θέλει να προοδεύσει, την Κυριακή να μη δουλέψει”. Το ίδιο ίσχυε και για τις γιορτές. Πράγματι, τότε δεν πηγαίνανε να κάνουν καμία εργασία στα χωράφια — ούτε να σπείρουν, ούτε να θερίσουν, ούτε να αλωνίσουν, ούτε να μαζέψουν ελιές, ούτε να τρυγήσουν το αμπέλι τους. Μόνο στα ζώα πηγαίνανε για να τα βοσκήσουν και να τα αρμέξουν. Το πρωί όλη η οικογένεια πήγαινε στην εκκλησία.
Όταν ήτανε η εποχή να αλωνίσουμε τα σπαρτά, να βγάλουμε το λάδι ή να τρυγήσουμε, κάθε χρόνο πηγαίναμε μια μικρή ποσότητα στην εκκλησία, για να τα ευλογήσει ο παπάς για να έχουμε καλές σοδειές.
Όταν γυρίζαμε στο σπίτι, παίρναμε το πρωινό μας και μετά εκτελούσαμε τις εργασίες της ημέρας. Η μάνα ετοίμαζε το μεσημεριανό φαγητό και ο πατέρας πήγαινε στο καφενείο να συναντήσει τους χωριανούς για τον καφέ τους – να πουν για τις σοδειές τους και, αν είχανε χρόνο, να παίξουν κολτσίνα. Τα παιδιά, αν το επέτρεπε ο καιρός, παίζανε στην αυλή με παιχνίδια της εποχής.
Υπ’ όψιν ότι η παραγγελία προς τον καφετζή ήταν: “Καφέ σκέτο, μέτριο ή γλυκό, ένα ή δυο τσιγάρα” γιατί τότε δεν υπήρχαν σε πακέτα όπως σήμερα, αλλά χύμα σε κούτα, “Τα 88 Σιγαρέττα ΕΘΝΟΣ”. Όταν έφερνε ο καφετζής τον καφέ, του έδινε τα τσιγάρα στο χέρι· μετά άναβε το πρώτο με σπίρτο ή αναπτήρα με φιτίλι και το δεύτερο το τοποθετούσε στο αριστερό του αυτί. Την ώρα που έφευγε για το σπίτι, έπαιρνε μαζί του άλλα δυο τρία τσιγάρα για το απόγευμα και το βράδυ.
Όσο για το φαγητό, τρώγανε όλοι μαζί στο τραπέζι πρωί, μεσημέρι και βράδυ. Κάνανε τον σταυρό τους και ξεκινούσαν να φάνε. Με αυτήν τη συνήθεια, επί πολλά χρόνια δώσανε μάχη για τη ζωή τους και φτάσανε στην πρόοδο, ώστε να ζούνε σήμερα χωρίς κανέναν κίνδυνο στη διατροφή και στη διαβίωσή τους.
Πολλοί ηλικιωμένοι που ζήσανε την παλιά εποχή όταν ήτανε παιδιά μαζί με τους γονείς τους, εφαρμόζουν ακόμα αυτήν την τακτική: την Κυριακή πάνε στην εκκλησία και δεν εργάζονται. Λένε στα παιδιά και στα εγγόνια τους να κάνουν το ίδιο, για να έχουν πρόοδο. Ορισμένοι το αγνοούν και την Κυριακή τη θεωρούν καθημερινή.
Όπως πρόσφατα είπε ένας γιος στον πατέρα του: “Την Κυριακή θα ραβδίσω τις ελιές μας και το βράδυ θα σου φέρω ένα μπιτόνι λάδι για να περάσεις τη χρονιά σου”. Αμέσως ο πατέρας του απάντησε: “Να πας τη Δευτέρα να τις μαζέψεις· την Κυριακή πήγαινε στην εκκλησία με την οικογένειά σου και ξεκουράσου. Εγώ της Κυριακής δεν θέλω λάδι στο σπίτι μου. Έχω το περσινό και θα τη βγάλω με αυτό”.
Δυστυχώς, σήμερα οι νέοι περιφρονούν όλα τα παλιά, αλλά όταν τους συμβεί κανένα κακό λένε: “Καλά μας τα ’λεγαν οι γονείς μας”».

