ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΣΥΠΑ Banner
ΑΠΟΨΕΙΣ

Ο Μαχαλάς

0

 Τώρα που ο καιρός το επιτρέπει και δεν έχει βαρύ χειμώνα, οι ηλικιωμένοι του τόπου μας ντύνονται καλά και πηγαίνουν στο στέκι της γειτονιάς τους για καφέ και για να ξεμουδιάσουν από το πολύ καθισιό και ξάπλωμα μέσα στο σπίτι τους. Δεν ξεχνούν να πάρουν κοντά τους χρήματα, την ομπρέλα τους και τη μάσκα μήπως χρειαστεί να τη βάλουν όταν δούνε ότι κάποιος της παρέας ή από τα διπλανά τραπέζια βήχει ή λέει ότι δεν αισθάνεται καλά και ίσως έχει κορονοϊό για να την φορέσουν. Για όσο χρόνο παραμένουν στην παρέα έχουν κέφι και προσπαθούν όλοι τους να μιλούν και να γελούν συνέχεια για να ξεχνούν ότι έπειτα από λίγο θα βρεθούν πάλι στον καναπέ ή στο κρεβάτι του σπιτιού τους. Ύστερα από τον καφέ το στρώνουν στις τσικουδιές με τον καλύτερό τους μεζέ μέχρι να έλθει η ώρα να πάνε στο κλουβί τους, όπως ονομάζουν το σπίτι τους.

Στην παρέα είχαμε την τύχη να βρεθούμε κι εμείς κοντά τους και ενημερωθήκαμε για όλα που είχανε πει πριν μεταξύ τους και στη συνέχεια είχαμε τη συμμετοχή μας μαζί τους μέχρι που πήρε το τέλος της. Η παρέα είχε κάνει και κάλεσμα σε δύο φίλους τους από γνωστό χωριό της περιοχής του Βρύσινα που είχανε την συμμετοχή τους. Αφού είχε περάσει αρκετός χρόνος, ένας τους ρώτησε σε ποιον Μαχαλά του χωριού σας μένετε; Γιατί παλιά είχα έρθει πολλές φορές. Αμέσως ο ένας έδωσε την απάντηση ότι μένουμε στον κάτω Μαχαλά, κοντά στην κάτω ρούγα (βρύση) του χωριού μας. Όλοι οι άλλοι ξαφνιαστήκανε γιατί χρόνια πολλά είχανε να ακούσουνε τις γειτονιές-τοποθεσίες των χωριών που τις λέγανε «Μαχαλάδες». Υπόψη ότι οι πρόγονοι και των δύο ήτανε από τη Μικρά Ασία, από το χωριό Ν. Φώκες οπότε όταν ήρθανε εδώ μαζί τους φέρανε και όλες τις παροιμίες και συνήθειες που είχανε και τις εφαρμόζανε μαζί με τα παιδιά τους. Γι’ αυτό δεν τις ξεχάσανε τελείως και τις λένε πότε πότε στις παρέες που κάνουν όταν συναντηθούν. Όλες έχουν ριζωθεί μέσα τους παρά που έχουν περάσει τόσα πολλά χρόνια.

Στη συνέχεια ο μεγαλύτερος, όπως συνηθίζανε, πήρε τον λόγο και περιέγραψε με λίγα λόγια για τη ζωή τους στους Μαχαλάδες που ζούσανε οι οικογένειες στα χωριά. Προσπαθούσανε, είπε, όλοι να έχουν καλές σχέσεις μεταξύ τους και να συνεργάζονται όπου είχανε ανάγκη, όπως: Να κάνουν συζεψές μεταξύ τους για τη σπορά, στο αλώνισμα, στα ζώα κλπ. Επίσης, όσες οικογένειες δεν είχανε φούρνο να ψήσουνε το ψωμί τους που ζυμώνανε, τις φιλοξενούσανε αυτές που είχανε με τη σειρά να το φουρνίσουν. Σε όλες τις περιπτώσεις, αν δεν τηρούσανε τη συμφωνία τους, τον άλλο χρόνο πηγαίνανε στους άλλους μαχαλάδες για να συνεργαστούν μαζί τους. Και στη βρύση που είχανε για να πίνουνε νερό φροντίζανε να την καθαρίζουν και να την ασπρίζουν με ασβέστη. Το νερό για να πίνουνε, να μαγειρεύουνε και να πλένονται το κουβαλούσανε με τις στάμνες που είχε το κάθε σπίτι. Το καλοκαίρι τα βράδια οι άνδρες πηγαίνανε στον καφενέ του Μαχαλά τους για παρέα. Οι γυναίκες βγαίνανε έξω στον δρόμο και καθόντουσαν στους πέτρινους καναπέδες της γειτονιάς, μαζί όλες οι γειτόνισσες. Εκεί λέγανε για τα νοικοκυριά τους και για τη ζωή τους στον Μαχαλά τους. Ορισμένες παίρνανε μαζί τους και τις βελόνες να πλέκουν συνήθως μάλλινες κάλτσες και φανέλες στους άνδρες τους. Στο τέλος, είπε ότι αυτά τα χρόνια ζούσαμε μαζί και με ντόπιους στο χωριό, οπότε και αυτοί εφαρμόζανε όλες τις συνήθειές μας και τις μαθαίνανε στα παιδιά τους. Την Κυριακή και τις γιορτές από όλους τους Μαχαλάδες πηγαίναμε όλοι στην εκκλησία του χωριού μας.

Ακολούθησε ο επόμενος και είπε ότι: όταν ήμουνα μικρός στο χωριό μια ημέρα μου είπε η μάνα μου να πάω να γεμίσω τη στάμνα νερό από τη βρύση μας, όπως εγώ πήγα στη βρύση του επάνω Μαχαλά γιατί ήθελα να δω την κοπελιά που μπεγιεντούσα. Επειδή άργησα μου είπε: Μανωλιό, κάτι πονηρό μου κρύβεις και σάϊκα γι’ αυτό θα πήγες στη βρύση του επάνω Μαχαλά. Εγώ δεν έβγαλα άχνα. Το κρατούσα μυστικό μέχρι που πήγα στρατιώτης και όταν γύρισα το είπα στον πατέρα μου και έστειλε τον προξενητή και την παντρεύτηκα και είναι αυτή που έχω τώρα. Και ο τελευταίος πρόσθεσε: Είχα ακούσει πολλές φορές τον παππού μου που έλεγε πρωί-βράδυ ότι θέλω να φύγω από εδώ και να πάω στον Μαχαλά του χωριού μου, στις Φώκες. Εκεί θέλω να μένω μέχρι να πεθάνω και να μένω στο σπίτι μας γιατί εδώ δεν έχουμε ούτε φαγητό να φάμε. Μετά πήρε τέλος η παρέα και ο καθένας πήρε τον δρόμο της επιστροφής για το σπίτι του με τις ευχές όλων να ξανασυναντηθούνε σύντομα.

Τέλος, όσα αναφέρανε οι ηλικιωμένοι στην παρέα τους σήμερα οι νέοι δεν τα γνωρίζουν για να τα επαναλαμβάνουν στις παρέες τους. Μόνο ελάχιστοι που κατοικούν σε ορεινά χωριά στους καφενέδες που διατηρούνται ακόμα κάπου κάπου όταν θα δοθεί κάποια αφορμή για το χωριό τους ή στα διπλανά χωριά να θυμηθούν και να πούνε για τον Μαχαλά τους.  

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

KPRINT Banner
ΑΠΟΨΕΙΣ

Ο Μαχαλάς

0
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ