Μπαλωμένα ρούχα φορούσα - της κατοχής τα χρόνια
ήτανε γεμάτα από μπαλώματα – τα πιο πολλά από σεντόνια
Και ο ράφτης εις την πόλη του – μπαλωμένα ρούχα φορούσε
έραβε αυτούς που δεν είχανε - και αυτός τα υστερούσε.
Στα όρη όταν πήγαινα – να βόσκω τα πρόβατά μου
με τις πατούχες σάλευα – και ράγιζε η καρδιά μου
Σκουντούφλες έκανα πολλές – στα παιδικά μου χρόνια
παπούτσα δεν είχα να φορώ - και κάλους έχουνε ακόμα
Έφυγες παντέρμη κατοχή – και ακόμη σε θυμάμαι
ποτέ άλλοτε εις την ζωή – παπούτσα και ρούχα να μην υστερούμαι.
Από την μαύρη κατοχή που ζήσανε όσοι είναι σήμερα στην ζωή ηλικιωμένοι την θυμούνται και την διηγούνται στους νεότερους. Από συγκίνηση τα δάκρυα τους τρέχουν ποτάμι από τα μάτια τους γιατί δεν χαρήκανε στα παιδικά τους χρόνια. Το παράπονο τους είναι μεγάλο αλλά δοξάζουν τον Θεό που είναι στην ζωή και φτιάξανε οικογένειες και χαίρονται για τα παιδιά και εγγόνια που έχουν. Ευτυχώς λένε όλοι ότι μας πιστεύουν όταν τους λέμε τα βιώματά μας και μας σέβονται και μας αγαπούν. Ορισμένα τους έρχονται στην σκέψη τους χωρίς να το περιμένουν όπως αυτήν την φορά για τον παπουτσή « τσαγκάρη » και για τον ράφτη. Την παλιά εποχή οι τσαγκάρηδες και οι ράφτες ήτανε λίγοι γι΄αυτό δεν προλαβαίνανε να φτιάχνουν παπούτσια σε όλους στα χωριά που ήτανε όλοι τους γεωργοί και κτηνοτρόφοι. Όλοι τους θέλανε να έχουνε γερά παπούτσια για να εκτελούν όλες τις εργασίες τους για να βγάλουνε το ψωμί της οικογένειάς τους. Ξυπόλητοι ήταν αδύνατο να το κάνουν. Ήθελε όμως ο τσαγκάρης να φτιάξει και δικά του αλλά αδυνατούσε από τις πολλές παραγγελίες που είχε. Έτσι για να μην περπατεί ξυπόλητος σε σύντομο χρόνο έβαζε μπαλώματα στα δικά του παπούτσα από επάνω με δέρμα και από κάτω με σόλες από πετσί ή από τεμάχια λάστιχο από τα παλιά λάστιχα των αυτοκινήτων. Όταν δεν προλάβαινε να τα φτιάξει περπατούσε ξυπόλητος.
Το ίδιο και ο ράφτης εξυπηρετούσε πρώτα όλους τους άλλους για να έχουν ρούχα να φορούν στις εργασίες τους για να μην κρυώνουν τον χειμώνα και αυτός στα δικά του ρούχα έβαζε μπαλώματα από τα παλιά που είχε. Και οι δύο όταν επρόκειτο ένα ζευγάρι να παντρευτεί αφήνανε πίσω όλες τις παραγγελίες τους για να τους εξυπηρετήσουν. Υπ΄όψιν ότι την ίδια εποχή και στην οικογένεια η μητέρα στα ρούχα όλων των μελών της όταν παρουσιάζανε φθορές σε κάποιο σημείο αυτών τοποθετούσε μπαλώματα. Τα παπούτσια τα πήγαινε στον τσαγκάρη στην πόλη. Κάποιος από αυτούς που είναι στην ζωή σήμερα και τα έχει ζήσει μας ενημέρωσε για όλα τα παραπάνω αλλά ακόμα πρόσθεσε ότι ένας είχε πάει στην αγορά για ψώνια και συνάντησε τον παπουτσή του ξυπόλητο του είπε: Εσύ τσαγκάρης και περπατείς ξυπόλητος; Και αυτός του απάντησε: πρώτα φτιάχνω τα παπούτσια αυτών που είναι στα χωριά γιατί δεν μπορούν να δουλεύουν στα βουνά ξυπόλητοι και από την άλλη έχω ανάγκη χρημάτων για την οικογένειά μου. Μόλις τα τελειώσω θα κάνω και τα δικά μου. Τα ίδια περίπου είπε και ο ράφτης όταν τον ρωτήσανε για τα πολλά μπαλώματα που του είχε βάλει η γυναίκα του στα ρούχα: ότι δεν μπορώ να κοιμηθώ αλλά και ούτε τις δουλειές μου κάνω άνετα όταν εργάζομαι.
Τέλος μετά από τα πολλά δυσάρεστα βιώματα που είχε ζήσει ο άνθρωπος την περασμένη κατοχή σιγά – σιγά και με πολλούς κόπους μπήκε στην εποχή που επιθυμούσε. Τώρα ζει πολύ καλύτερα και μόνο που την θυμούνται όσοι την ζήσανε. Με την υπομονή που έκανε και με την βοήθεια της Θείας δύναμης σήμερα απολαμβάνουν και κάνουν τον Σταυρό τους που σωθήκανε.