ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΑΠΟΨΕΙΣ

Φίλες και πέραν του τάφου

0

Στο πλευρόν του λόφου, χωμένον στον βράχον, την ρωγμήν, σαν να εζήτησε προστασίαν απ’ αυτού, το μικρόν, σιωπηλόν κι έρημον εκκλησίδιον. Ως αναχωρητής  αποστρεφόμενος την τύρβιν του κόσμου, αποστέρξας την ζωήν ασκητής, κατέφυγεν επίτηδες θα έλεγες εκεί επάνω , εστερεώθη και εξασφαλισμένο, βλέπει τώρα από του ύψους του κάτω την μυριοθόρυβον πόλιν, την πεδιάδα, που σκιάζει κονιορτού σύννεφον και της οποίας η βοή, μόλις φτάνει με αλλεπάλληλα κύματα στο υποπόδιον των ποδών του.

Άμα φτάσεις, κατεβαίνοντας δύο ή τρία σκαλιά, ευρίσκεσαι εντός αυτού. Αντί τέμπλων και θόλων και τρούλλων, την κορυφήν του σκεπάζει απλή κεραμοσκεπή. Δίπλα στον τοίχο του, ανηρτημένη εκ φαγωμένου σχοινίου, κρέμεται μια γηραλέα καμπάνα, της οποίας ο ήχος, θλιβερός, ραγισμένος ακούεται καμια φορά προς την δύση του ηλίου. Μάντρα στενή το τριγυρίζει, από της εσοχής του βράχου αρχόμενη και στην άλλη τελειώνει κυκλόνουσα αυτό, εν είδη τείχους που σχηματίζει μπροστά του μικρόν περίβολον.

Και του περιβόλου αυτού τον στολισμόν, αποτελούν τρία θρανία εξηρθρωμένα, οι πυκνοί κλώνοι αρτιφυούς πεύκου και μια λεύκη μικρά στην πρώτην ανάπτυξιν της. Κοντά σ’ αυτά, καλυπτόμενο με δυο σανίδες,  πηγάδι προβάλλει τα πέτρινα χείλη του. Και στο βάθος, στη ρίζα του βράχου, μόνη της, μια μεγάλη συκή απλώνει τα κλαδιά της. Ακριβώς κάτω από την συκή, στεγασμένη από τους κλάδους της, εκφύεται ευθυτενής, μαρμάρινη στήλη επιτύμβια με τον λευκόν σταυρόν επί κεφαλής όπου αναγράφονται τα ονόματα των κειμένων νεκρών.

Είναι απλουστάτη επιγραφή, με οκτάδα γυναικείων ονομάτων: Σοφία, Καλυψώ, Φανή, Σοφία, Όλγα, Ελένη, Θάλεια, Φωτεινή. 28 Οκτωβρίου. Σάββατον, ώρα 4 μ.μ. 1889. Άπασες φίλες μέχρι τάφου. Κορασίδες βεβαίως όλες, από δεκατριών έως δεκαέξι ετών, μαθήτριες κατά πάσαν πιθανότητα.

Η οκτάδα των κοριτσιών

Γνωστών οικογενειών οι πλείστες, στο πρώτον άνθος της ήβης, στην πρώτη ακμή της υπάρξεως. Θα ήλθον το Σάββατον αυτό, προδήλως, επωφελούμενες της αργίας του σχολείου των το απόγευμα, χάριν περιπάτου, θα ανερριχήθησαν του κοντινού στα σπίτια του λόφου, δια να αναπνεύσουν εν ελευθερία, εν λήθη για μια ημέρα του πληκτικού μαθήματος και της ανιαράς διδασκαλίσσης, και να ταράξουν το έρημον εκκλησίδιον με τους αργυροήχους των γέλωτας.

Μόνες τους χωρίς την ενοχλητικήν παιδαγωγόν, χωρίς την προσεκτικήν μητέραν, χωρίς πατέρα σοβαρόν, δίχως να ειπούν, τίποτα σε κανένα που θα υπάγουν, εκ κοινής συμφωνίας, υπείκουσες στα αχαλίνωτα, τα θεία ένστικτα τα οποία ωθούν την μικρήν δορκάδα να αναπηδά στην μέσην του δάσους, ή το αρτιγέννητον ελαφάκι να χοροπηδά ανέμελον προς του βουνού την κορφήν.

Θα αλληλεκρατούντο βέβαια εκ του βραχίονος, αναβαίνουσσες και θα ανηφόριζαν τον τραχύν δρόμον συνομιλούσσες συνεχώς, φλυαρρούσες αδιακόπως, με την ευχάριστον αίσθησιν της πρόκαιρης χειραφέτησης και την υπερηφάνεια για το πραξικόπημά τους.

Και θα επορεύοντο στο ξεκίνημα κάποιες, δια να ευρεθούν μετά οπίσω και μετά να έλθουν πάλι εμπρός, να κατέβουν γρήγορα στον δρόμον και να σταματήσουν έπειτα αποκαμωμένες εν όλη τη δυνατήν, αταξίαν, ακαταστασίαν, συμιγνυμένες ή χωριζόμενες κατά την στιγμαίαν θέλησιν των. Και τα έλεγαν κατά δυο, σοβαρευόμενες, με φευγαλέα ερυθρήματα και μειδιάματα πτερόεντα, σιγά – σιγά ως να έλεγαν μεταξύ τους τα σπουδαία μυστικά και θα έτρεχαν διαγωνιζόμενες ποια θα προσπεράσει την άλλη, με πηδήματα εις τον κοχλασμόν του νεανικού των αίματος.

Και θα επροσποιούντο πως εμάλλωναν, θα προσπαθούσαν να υποδυθούν μεγαλύτερων ρόλων, χωρίς να ημπορούν να τους υπηρετήσουν, επιθυμούσαι να φανούν ως δήθεν φρόνιμοι, αδεξιώτατες και χαριέστατες, με την υποκριτικήν των.

Και θα μάζευαν αναμφίβολα όλα τα αγροδίαιτα λουλούδια όσα θα έβρισκαν στον δρόμον, και θα εστόλιζαν μ’ αυτά τα καπέλλα των, με τις ομπρέλλες των ανοιγμένες από τον ήλιον του φθινοπώρου και θα ήσθμαιναν, και θα γέμιζαν την πλαγιά με θόρυβον και ιαχή θριάμβου. Και αφού καταϊδρωμένες, σκονισμένες αλλά πλήρεις χαράς, πλήρης αγαλλιάσεως, έφθασαν εκεί επάνω και ανέβηκαν τις δυο τρεις βαθμίδες και εμπήκαν στον περίβολον, εκάθησαν στα σπασμένα του θρανία, δια να ξεκουραστούν λιγάκι.

Και θα απέβλεψαν με τα έκπληκτα μάτια των προς τον ευρύν και καθαρό οριζόντα και θα είδαν την μυριοθόρυβον πόλιν, αναταρασσόμενην από τον αγών της ζωής, με την γλυκειά μέθη των δέκα πέντε χρόνων των. Έπειτα θα άρχισαν να εξετάζουν την μικρά εκκλησία και θα εγύρισαν την μάντραν και θα έπαιζαν στον περίβολο. Και θα έσκυβαν δια να ιδούν το πηγάδι και θα έκοψαν κλωνιάρια του αρτιφυούς πεύκου ή της νεαράς λεύκης, όταν μια εξ αυτών επλησίασε την μαρμάρινη στήλη, υπό την συκήν στην οποία ανεγράφετο το επίγραμμα: «Ενθάδε κείνται τα οστά της μακαρίτιδος Εκατερίνης, συζύγου Αθανασίου Γκίγκιζα. Απεβίωσε την 4 Ιανουαρίου 1869». 

Διάβασε μεγαλοφώνως την επιγραφή και υπέδειξε πιθανώς στις συντρόφους της την διαλάμπουσαν του γραφούντος ανορθογραφίαν, και θα είπε επευθυνόμενη δήθεν σ’ αυτόν: - «Αϊ μωρέ κακομοίρη, μηδενικό που θα σου βαζε η κυρία Χαρίκλεια!» Και με γέλωτες επλησίασαν το νεκρικό μάρμαρον να το κυττάξουν ακράτητοι.

Κατόπιν, ίσως η ίδια ίσως άλλη, θα έβγαλε από την τσέπην το μολυβοκόνδυλο της και θα επλησίασε περισσότερον, και θα βρήκε αστείον να γράψει εκεί επάνω εις την στήλην του τύμβου και τα ονόματα αυτών, κάτω από το όνομα της γραίας.  Και έβαλλεν την ημερομηνίαν εις ανάμνησιν και το έτος και την ημέρα της εβδομάδος και την ώραν ακόμη, ενθύμημα παντοτεινόν.

Και μετά τούτο με ομόφωνην απόφαση, θα ετράβηξεν στο πλάι, διαχωριστικήν γραμήν, και πέραν αυτής, απεθανάτησε την παιδικήν αγάπην, την συνδέουσαν τ’ αθώα έτη των και την οποία εν αγνοία, εν τη απλότητα αυτών, θενά νομίζουν αιώνια «Απασαι φίλαι μέχρι τάφου».

Επιτέλους, θα έφυγαν, θα κατέβηκαν με τον ίδιον τρόπον, θα εγκατέλειπαν τον γηραιόν βράχον, ωσάν να έλεγες τον γηραιόν παππού, οι κορασίδες άνθη, φυέντα μιαν στιγμήν στους πόδεας του, δια να του στερηθεί πάλιν αμέσως, στην μόνωσιν και την σιγήν του. Από τότε η επιγραφή των μένει εκεί, όπως μένει της γραίας της σκαλισμένης επί του λίθου.

Η συκή απλώνει επ’ αυτής τα πλατέα φύλλα της και ο βράχος ρίπτει την ημέραν την σκιάν του. Η στήλη εγείρεται φέρουσα στο εξής, τ’ όνομα μιας νεκρής και οκτώ ζώντων, εν πλήρει δόξει καλλονής και ακμής. Και η θέα των νεανικών ονομάτων πλησίον της πρεσβύταδος, γεννά όλως ιδιόρρυθμόν συναίσθημα στην ψυχήν. Θα έλεγες ότι επί του μοναχού αυτού μνήματος η ανυπαρξία τείνει την χείρα της προς την ύπαρξιν, το παρόν προσμειδιά προς το παρελθόν η ακμή αδελφούται με την παρακμήν και την εκμηδένησιν. Αι δυο επιγραφαί φαίνονται ανταγωνιζόμενες αλλήλους ή συμπληρώνουσες η μια την άλλην.

Η πρώτη καταχέει ως σκυθρωπόν πέπλον την δευτέραν. Και η δευτέρα, αντανατέλλει την μυστικήν αίγλην φαεινήν ανταύγειαν επί της πρώτης. Νομίζεις ότι εκείνη εγράφη ως εάν σκοτεινή απειλή προς αυτήν, και αυτή ως εάν τολμηρά αυθάδεια προς εκείνην. Θα υπέθετες, ότι επίτηδες οι θορυβώδεις νεανίδες καίτοι ασυνείδητα έγραψαν, εν τούτοις κατέδειξαν πρόκλησιν υπέροχον αδιαφορίας και περιφρονήσεως προς το μέλλον, το δικό τους μέλλον, το οποίο είθε όσο το δυνατόν μεμακρυσμένον όπως παντός επί της γης όντος, το μέλλον, το οποίο, κατ’ ασύνηθες, αδυσώπητον οξύμωρον, αντιπροσωπεύει μετά του παρεθόντος η άλλη επιγραφή.

Και θα υπέθετες αφ’ ετέρου συγχρόνως ότι εν μυστηριώδει και σκοτεινή προαισθήσει, αιφνιδίως επισκηψάσης, την έγραψαν εις αναγνώρησιν μάλλον του μέλλοντος του αφευήτου αυτού και υπ’ αυτών, των κατ εξοχήν ασκέπτων, δειλής υποταγής αφελή ένδειξιν, έδωκαν δι αυτής, σιωπηλήν υπόσχεσιν προς την εν αυτώ δοθείσα, ετοιμάσαν το επιτύβμιον των, ως ειρωνικός σαρκασμός της Ζωής και της Νεότητας προς τον θάνατον και παραδόξως ταυτόχρόνως πένθιμα ως απροσδόκητος και αλλόκοτος αρραβών προς τον Τάφον.

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ