ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΑΠΟΨΕΙΣ

Γιώργης Νικολάου Σπανουδάκης (1929 – 2023)

0

 Μέλισσες 3.6.1995 Κουρά του Σπανουδογιώργη. Σύναξη.

Στην τάβλα 54 νοματαίοι. Δέκα λογιώ κρασά, 50 κιλά και βάλε χωρίς τσι ρακές. Μόνο ο Αγαθάγγελος κέρασε 10 κιλά κρασί και 5 κιλά ρακή. Ο Κυδωνοβασίλης από την Ε.Μ.Υ. υπολόγισε τσ’ αέρηδες στα 7-8 μποφόρ. Απαγορευτικό. Ούλοι στην τάβλα. Τραγουδιστάδες: Διογένης, Κουκλινός (έφερε και μπουγάτσες), Παντερμομπάμπης, Σπανουδογιώργης, Σκαρσουλομανόλης. Ριζίτικα, αμανέδες, μαντινάδες. Στο τέλεμα είπαμε και την "Θειά μου την Θοδώρα,» αλλά και «Μια μικρούλα όμορφη, ετών δεκαεννιά». Εφάγαμενε, ήπιαμενε και δώστου πάλι απού την αρχή. Τα σκιανιά πιάσανε τση Μουρνές και του Σπήλιου το πλάι και δεν έκανε κιανενούς όρεξη να σηκωθεί.

-Γειά σου κουμπάρε Γιώργη και του χρόνου να ξανασμίξομε!

-«Αμέτε φίλοι στο καλό, ούλοι δικοί και ξένοι

Τoύτη τη μέρα την καλή, του χρόνου ποιος το ξέρει

γη’ ζουμε, γη ποθαίνουμε, γη πάμε σ’ άλλα μέρη

πάλι καλές αντάμωσες» (παραδοσιακό)

Ο Γιώργης είχε τεράστιο μνημονικό. Γνώριζε τσι ρίζες των χωριανών, 150 χρόνια οπίσω. Τώρα που έχει φύγει θα του θυμίσω κι εγώ την φύτρα και την οικογένειά του. Θα του άρεσε.

Συζύγου: Άννα Μανόλη Σκουλουφιανάκη

Τέκνων: Ερασμία – Κωστής Πατάτας/ Νικολής – Ελένη Γιάννη Κόκκινου/ Αργυρή – Μανόλης Χριστοδουλάκης

Γονέων: Νικολής του Κωστή – Ερασμία Γιώργη Λαγουβάρδου (Αναγνώστη)

Αδερφών: Κωστής – Μαρία Τζωρτζάκη/ Παρασκευή – Κωστής Βεργίτσης/ Μάρκος – Ελένη Χαριδήμου Σηφακάκη/ Μιχάλης (πέθανε μικρός) / Ελένη – Μανόλης Γιάννη Γαβράς/ Βασίλης – Ευθυμία Αρχοντάκη / Γαλάτιος – Ειρήνη Χριστοδουλάκη

Πάππων: Κωστής του Παυλή – Ελένη Γιώργη Νεονάκη (Παπαδόγαμπρου)

Ο πατέρας του Παυλοκωσταντή (του παππού του) ήτανε εγγονός του γέρο Παυλή που σφάξανε οι Τούρκοι το 1867 κάτω από την εκκλησά των Αγίων Αποστόλων (τότε ήτανε μικρό εκκλησάκι, στη ΒΔ πλευρά του παλιού νεκροταφείου). Ο γέρο Παυλής πιθανότατα γεννήθηκε γύρω στα 1800. (Συμφωνούσε κι ο Πετρόκωστας).

Οι πρόγονοι του γέρο Παυλή, ήρθαν στο χωριό μαζί με τους Σκαρσουλήδες, όταν εγκαταλείφθηκε τ’ Ανασουβάρι. Το 1600 σύμφωνα με τα Ενετικά στοιχεία είχε 134 κατοίκους. Το 1671 στην πρώτη απογραφή των Τούρκων είχαν μείνει 5-6 οικογένειες. Στην απογραφή του 1834 είχε σβήσει. Στους Αποστόλους από το 1600 υπήρχαν οι Φασουλάδες και οι Πλατήδες (Γαβράδες) με τελευταίο τον μοναχό Συμεών που πέθανε στη Μονή Ασωμάτων το 1914, ογδόντα δύο χρονών.

Λαμπρή του 1981: Από το πρωί πήρα φόρα να φωτογραφίζω, γυριστές πόρτες, ζυγάλετρα, αυλές, αρχίζοντας την παρέα με τον Γιώργη (οι δυο μας). Όντε νε περνούσαμε από του Χαριδημάκη, είδαμε μια παρέα στο κουζινάκι. Περιμέναμε πως θα μας καλέσουνε, αλλά πράμμα. Πήγαμε ως την πόρτα του Σηφογιώργη, την φωτογράφησα, και μου λέει σοβαρά ο Γιώργης – Κουμπάρε Μανόλη, σάϊκα δεν μας είδανε, μονό ν’ αντιγιαγύρομενε. Τώρα μπήκαμε στ’ αυλιδάκι και επιτέλους μας είδανε. Απού κειά κι ύστερα πέπλο μυστηρίου καλύπτει την παρέα μας στο χωριό. Άλλοι είπανε πως μας είδαν στην Διπλανάσταση, κι άλλοι ότι μας είδαν στα Μαρκιδιανά. Όντε νε χωρίσαμε για να πάει στα ωζά του, δεν τα ξεχνούσε ποτέ, εγώ πήγα στην Αγία Φωτεινή και ρακόπινα στου Παντερμαντώνη, για να βρεθώ τελικά από τον Μπάμπη που μ’ έψαχνε, να κοίτομαι στσι θύμους στην Πλακούρα στον πεζόδρομο για τ’ Ανασουβάρι, εννιά η ώρα το βράδι. Αυτή την μεθιά την έχω χρεώσει στο Γιώργη. Μόλις μ’ άφησε μοναχό, εξεσέλησα. Απού κειά κι ύστερα μ’ έβαλλαν σε διακριτική επιτήρηση.

Αποστολιανή γεύση: Ξεμεσημεριάζομενε μια παρέα στη Μάνα του Νερού. Παίρνομενε μια σαλιέρα από τον μελισσόκηπο του σάντολου μου (Κωστή Λαγουβάρδου) και κόβομε το σαλατικό μας με ότι βρούμε στα γυροπέρβολα. Αγγούρια, ντομάτες, κρομμύδια, πιπεργιές, γλυστρίδα, στύφνο. Ο μπάρμπας μου ο Γαβραδομανόλης, έβανε άγγουρα πεπονάκια κι απίδια. Ένας ένας την ανακατώνει και την ξανα-αλατίζει. Στην υστεργιά πανίζομενε και την σαλιέρα, αφού πρώτα έχομενε αδειάσει τα φλασκούρια μας.

Αιωνία η μνήμη ολονών των χωριανών μας που εμετάλαβαν των αθανάτων μυστηρίων, στους σκιανερούς ιερούς και φυσικούς παρεότοπους του χωριού μας. Παρέα σημαίνει συντροφιά, επικοινωνία, ψυχική ανάταση. Ποτέ δεν θα δεις Αποστολιανό ν’ απλώνει μοναχικό βουργίδι, παρά μόνο όταν δεν υπάρχει αρθούνι στις κοντινές τοποθεσίες.

Λειτουργός και μύστης της θείας αυτής κοινωνίας ήταν ο Γιώργης. Ακούραστος, μετρημένος, λιτός ανέβαζε την Αποστολιανή παρέα, πια πάνω και πιο πέρα απού τση Μωραϊτισσας, τον Εβγορίτη, τσι Μέλισσες, τον Δρυαδέ, τσι Παππουλέδες. Χαράκι γη πέτρα ριζιμιά δεν θ’ απαντήξεις που να κρατά ακόμα την ζεστασά της καθές του. Πάντα ξεκινούσε το μεροδούλι πριν βγεί το μεράστρι.

«Αυγή τσ’ αυγής θα σηκωθώ, τρεις ώρες πρίχου φέξει

να σήρω να ξημερωθώ, στου Χάρακα τ’ αυλόχι

στσι Μέλισσες στο σόπατο, στο μιτατόσπιτό μου

να ξεσηκώσω τα ωζά, ούλο το γκαλομάντρι

να ακούσω τσι φωνές λεριών, σκλαβερουλιών κουβέντες

να έρχονται σειραδιαστά, στο (μ)πόρο στ’ αρμεγάρι

Χριστέ και να τα θώρουνα κι απόκειας να ποθάνω»

Ριζίτικο στη μνήμη του Σπανουδογιώργη

Αγίου Νικολάου 1998: Μετά τα ξεροτήγανα, τα λουκούμια και τσι ρακές, ξωμείναμε πάνω από δέκα νομάτοι και πιάσαμενε το κουβεντολόϊ με τσ’ αποθαμένους μας, που τσι είχενε καλέσει ο παπά – Σήφης ένα-ένα ονομαστικά, από το Βραβείο. Ήτανε το τελευταίο παρεάκι που έκανα με το Μπάμπη. Τ’ αηδόνι του χωριού μας σώπασε σ’ ένα χρόνο ακριβώς πριχού βραχνιάσει η λαλιά του. Μαζί με το Γιώργη δεν αφήκαμε κιανένα χωριανό, που μας απάκουγε απού κειά που εκοίτεντο, αμνημόνευτο, με τις ιστορίες και τις ετοιμολογίες του. Εγώ καθόμουνα στο μνήμα τση θείας Κρουσταλλένιας για να με ‘χει τσ’ αμέντες τση, να μη πάρω τ’ αναβόλεμα, οθέ τσι Δέτες. Μετά το ριζίτικο του Μπάμπη «Χριστέ να σπούσαν οι φλακές» και δεν υπήρχε άλλη ρακή, μας ξεσήκωσε ο Νικολής του Γαλάτιου να του πούμε την εορτή στο σπίτι, με την σούπα και το βραστό, να πάρομενε ανάκαρα. Μας αναμένανε κάμποσοι Νικολήδες ακόμα, με στρωμένη τάβλα.

Στην περπατηξά λίγοι ακλουθούσανε του Γιώργη. Αλαφροπάτητος με αεράτες δρασκελιές, ανέβαινε στ’ αόρι, χωρίς να δρώσει τ’ αυτί του. Εγώ π’ ανεβοκατέβαινα στο Ψηλορείτη σε 5-6 ώρες, από το Μαυρόλι τση Μπισταής, εψιλόδρωνα στσι δρομαρές μας.

«Στο γλάκιο πιάνει τον λαγό, στο καμπανό τ’ αγρίμι

Την πέρδικα την πλουμιστή, ή στο φτερό προφταίνει» (παραδοσιακό)

Ο ήλιος όμως εβασίλεψε πριν τρία χρόνια και τ’ αγρίι αποτραβήχτηκε στη καθέ ντου. Δύσκολα χρόνια. Όταν δεν με γνώρισε και δεν τελείωσε το γύρισμα τση μαντινάδα μας, τον αποχαιρέτηξα. Παραπονέθηκα μόνο στσι καιρούς που μα εσμίγανε, γιάντα δεν το νε πήραν πάνω στη σαλεψά του. Όταν του έγραψα δυο λόγια για το κατευόδιο, αυτά γενίκανε ριζίτικο τση παρέας μας, όπως πραγματικά ήθελα να τον τιμήσω,  όπως με τίμησε κι ο Γιώργης με τη φιλία του, αλλά και την στήριξή του όταν πικράθηκα από την απαξίωση της προσφορά που έκανα και όφειλα στο χωριό μου, που το λάτρεψα και θα το λατρεύω ίσα με να πάω να τον βρω.

«Χριστέ και να γιαγέρναμε, οπίσω τον καιρό μας

να παρεϊσω στο χωριό με τον Σπανουδογιώργη

παρέα με τσι φίλους μας, τσι πλια καλύτερούς μας

ν’ ανοίξω πόρτες σφαλιχτές, μ’ αφεντικά φευγάτα

ν’ ανάψω παρασιές σβηστές, ν’ αχνοπυριαστούμε

να ζεσταθεί και ο μεζές, απού χουν αφημένο

να βάλλει η Βασίλα το κρασί, να πιάσω γω τον δίσκο

να πάμε να κεράσομενε και τσι νοικοκυρέους

___________________________________________

Σάμε να στέκει το χωριό, στου Πριναρέ το πλαϊ

το νάμι τση παρέας σου Γιώργη, επά θα νείναι

γιατί ‘σουνα και μπεσαλής και μερακλής και άντρας

____________________________________________

Μ’ αφήστε τσι τσ’ αθιβολές και τα ροζαναμέντα

πείτε τραγούδι του σκαμνιού, τον Γιώργη να τιμήσει

εδά που αποχαιρετά και πάει να βρει τον Μπάμπη

να πιάσει πρώτος τον σκοπό, στο κούτελο τση τάβλας

____________________________________________

Χριστέ και να κατέβαινε του Δρυαδέ η βρύση

να κατεβεί σιγά – σιγά, ν’ άρχεται αγάλια – αγάλια

να βρει τσι γούρνες όφκαιρες, να μπει να τσι γεμίσει

να ξεδιψάζουν οι ψυχές, όντε νερολογούνε

Ριζίτικο τσ’ Αποστολιανής παρέας

 

Γιώργη, φίλε μου ακριβέ. Κοντά σου ύμνησα την Αποστολιανή παρέα σαν το ύψιστο αγαθό του χωριού μας. Και του καιρού, πάντα καιρού κι αντίκαιρου και πάντα, η μνήμη σου θαναι ζωντανή, σε όλους που ένοιωσαν τη ζεστασά αλλά και την κριγιάδα τση θωριάς σου.

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ