ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΑΠΟΨΕΙΣ

Από την Αχαγιά στην Πάτρα (Μάρτης 1894)

0

Στο τραίνο είμαστε συντροφιά με ένα παπά. Συζητούσαμε. Βράδι, νύχτα, θάλασσα από τη μια μεριά, κάμποι και λόφοι από την άλλη. Σκοτάδι έξω, πίσσα, δένδρα μαύρα με ζοφερούς απλωμένους κλάδους. Τρίτη θέση, γυμνοί πάγκοι, καρφωμένοι κατά πλάτος διαχώριζαν το μακρύ βαγόνι. Βόχα δυνατή, ορθάνοιχτο το τζάμι για να φεύγουν οι αποφορές. Μάρτης γδάρτης. Το βοριαδάκι πνέει τσουχτερό και περονιάζει ως το κόκαλο.

Δίπλα – δίπλα με τον παπά, κοχιασμένοι κολλητά στο τζάμι, χωριατόπαπας, κοντός, λιγνός, μαυρογένης, νευρικός, εξάπαντως αφύς. Κουμπώνω το σουρτούκο μου από πάνω μέχρι κάτω κι ο παππάς τουρτουρίζει κάτω από το ράσο του.

Αντίκρυ μας στην κώχη κι αυτός, κάθεται ένας γέρος μα τι γέρος, τετράγωνος, υπερφυσικός, γέρουκλας, θεριακωμένος, φοβερός. Καστρωμένος στον πάγκο, απλώνεται η κορμαριά του η ηράκλειος, αποδώ κι αποκεί, γεμίζει το θρανίον, πιάνει θέσιν τεσσάρων ατόμων. Τα μπράτσα του ξεφυτρώνουν, χοντρά και στρογγυλά, σαν στόμια κανονιού, ενώ οι μικροί του αναπαύονται στο ξύλινο κάθισμα, ως κολόνες. Η ράχη του πεντάπλατη ακουμπά πίσω στο στήριγμα. Το σπρώνει, το πιέζει και θαρρείς πως τώρα θα το ξεκολλήσει.

Η κεφάλα του ορθώνεται από πάνω, ολοστρόγγυλη ως μπόμπα, καθισμένη σ’ ένα σβέρκο ταύρου, σ’ ένα κατακόκκινο λαιμό που τον αυλακώνουν έσωθεν οι φλέβες, προέχουσες ως παλαμάρια. Γένι ασπρισμένο πλέον, αλλά αδρότατον, πυκνότατον, κοντοκουρεμένο πλαισιώνει τις πλατιές του μασέλες. Χείλια ολοπόρφυρα κερασωμένα με στριμμένο μύστακα και μια μύτη ανάγλυφη ανάμεσα στα φουσκωτά του μάγουλα, τα ηλιοψημένα. Κούτελο ανέφελο, ασκίαστο, αζάρωτο. Φρύδια σπαθωμένα, δασωμένα, λογγωμένα, φουντωτά, κάτω από τα οποία λουφάζουν κειτασμένα δυο μάτια ατενή, κατάμαυρα, αγριωπά, καταξάστερα, που σπιθαρακίζουν ωσάν κάρβουνα αναμμένα.  Στο κεφάλι του, φορεί μικρό σκουφί. Τα ρούχα του, στενά επανωβράκια, με ζωνάρι, κάλτσες και τσαρούχια. Απάνω του κρέμεται ένα κοντογέλεκο και από μέσα το πουκάμισο, ανοιχτό ξεκούμπωτο, μη φθάνον να καλύψει τον λαιμό, από πανί κρουστό, φαρδύ, μανίκια ως τον αγκώνα.

Ξεμανίκωτος, ξεστηθιασμένος, ξεμπρατσαλεμένος, με προβάλλοντα τα κατάγυμνα, βραχωδη, θεοτριχωμένα στέρνα του κυρτωμένο θώρακα, στέκεται και προσβλέπει σιωπηλός, βαρύς, υπερόφρυς από το ανυπέρβλητον ύψος του.

Ο παπάς κι εγώ τρεμοκουκουρίζουμε από το κρύο, δεχόμενο το ρεύμα χωρίς να μπορούμε να κλείσουμε το τζάμι, διότι θα μας έπνιγε η μπόχα. Αντίθετα ο γέρος μένει θρονιασμένος, ακίνητος, ατάραχος, ακλόνητος, δεχόμενος την ψυχράν πνοή κατάστηθα. Ανασαίνει εκ βαθέων, φαίνεται ως να αερίζεται. Θα λεγες πως γεύγεται το παγωτό του, προτείνοντας τους μαλλιαρούς κορφούς του και τον μυώδη τραχηλον του, για να βρει πιο πολύ δροσιά για τα πλεμμόνια του.

-Βλέπεις ρε, βλέπεις; μου λέει ο παπάς, θεόμενος μετά θαυμασμού τον γιγαντώδη γέρο! Εμείς κοντεύουμε να ψοφήσουμε από το κρύο και του λόγου του χαμπαράκι που τόχει. Εγώ φοράω από μέσα ένα σωρό σκουτιά και ξεπάγιασα.

-Πόσο χρονών είσαι γεροπαππούλη;

-Εβδομήντα δύο αποκρίνεται ο γίγαντας απότομα και μας κοίταξε περιφρονητικά που τρεμοκουκουρίζαμε.

-Εγώ είμαι τριάντα τεσσάρων, λέει ο παπάς, ούτε τα μισά χρόνια. Αϊ ρε ψοφίμια που είμαστε οι κακόμοιροι, σαν πάω στα πενήντα δύο, δεν θα μπορώ να σαλέψω από το παραγώνι. Έτσι ήταν και μένα ο γέρος μου, σαν ελόγου του. Ενενήντα χρονών κι εδούλευε στα χωράφια.

-Και πόσο χρονών πέθανε; του λέω εγώ

-Ενενήντα τεσσάρων πρόπερσι. Ως την τελευταία του στιγμή το μάτι του, τ’ αυτί του, το μυαλό του γερό. Από μιας ώρας δρόμο μπορούσε να σου πει ποιος έρχεται. Άνδρας, γυναίκα, τι φοράει, τι δεν φοράει. Στα 1797 ήταν γεννημένος. Είκοσι τεσσάρων (24)  χρονών στην επανάσταση. Και μου μολόγαγε ο μακαρίτης ιστορίες από τον καιρό του Μπραϊμη, όντες τους έκλεισε στο Χλουμούτσι (Κάστρο στην Ηλεία). Ήταν κι αυτός εκεί και από τότε έμεινε σ’ αυτόν τον τόπο.

Ο γέρος απ’ αντίκρυ αφουγκράζεται κι εκείνος, δίχως να μιλεί. Απαθής, αδιάφορος, αρκούμενος μόνο να τηρά τον παπά από το ύψος του, κατάμματα, που μέσα στον θόρυβο διακοπτόμενος κάθε φορά από το τίναγμα του τραίνου, εξακολουθούσε να ιστορεί.

-Μπραϊμης ακούς! Χαλάστρα ο κόσμος!

-Ο σώζων, σωζέτω την ψυχήν του!

Μα που: Αυτός ήταν κερατάς. Τους τσάκωνε σε στερειά και θάλασσα. Ούτε γάτα δεν έμεινε στο χωριό. Έβλεπες πλια, μου έλεγε ο μακαρίτης τις φαμίλιες να φεύγουνε. Ξεσκλιάριδες, γδυμνοί, βρώμικοι. Ούτε ψωμί, ούτε νερό. Ξεπάτωναν ακούς, τα χορτάρια και τα έτρωγαν, σαν τα πρόβατα. Έτρεχαν οι γυναίκες, μισόγδυμνες, ξεμαλλιάρες με τα παιδιά, άλλες στην αγκαλιά, άλλες με την κούνια κρεμασμένη στον ώμο.

Ο Μπραϊμης είχε σκυλιά και τους κυνηγούσε, σαν τ’ αγριογούρουνα. Υποπτευότανε που κρυβότανε και τους έβαζε φωτιές. Αυτός πλια ήρθε με απόφαση, το σκυλί. Θερίο μοναχό. Ήρθε με σκοπό να μην αφήσει, πέτρα πάνω σ’ άλλη. Να ξεπατώσει τον Μωριά. Όποιος πλιά είχε πόδια, γλύτωνε πάνω στα κατσάβραχα, στις σπηλιές. Όποιος δεν είχε τον τσάκωνε και τον μαρτούρευε.  Πήδαγαν πλια οι γυναίκες μονάχες τους στη φωτιά, μαζί με τα παιδιά τους. Καίγονταν ολοζώντανες. Ένας, ο Δήμος ο Κόλλιας, έσφαξε τη γυναίκα και το παιδί του να μην πέσουν στα χέρια του Μπραϊμη. «Πως τόκανες μωρέ Κόλλια» -Αμ τι έλεγε, τους έστειλα στον Παράδεισο αμαγάριστους. Καλιά ο Χάρος παρά ο Τούρκος.

Ο γέρος απ’ αντίκρυ δεν μιλεί, δεν τσουτσουνίζει, βλέπει μόνο κατά πρόσωπον διαρκώς. Δυο, τρία, κεφάλια μεταξύ των διπλανών, ακούοντα τη συζήτηση, είναι στραμμένα προς το μέρος μας και παρακολουθούν τον λαλούντα, βλακωδώς, ανέκφραστα, χωριάτικα.

Πρόσωπα μαυρισμένα και λογαριασμένα, που όργωσε ο ήλιος, ο Κάμπος.

Ένα φανταράκι, κοντό – κοντό – κοντούτσικο, κατάλιγνο, κατακίτρινο προβάλλει δειλά – δειλά ωσάν να θέλει ν’ ακούσει.  Ο παπάς έχει πάρει φόρα, χωρίς να προσέχει αν ακούγεται παρασυρόμενος από τις αναμνήσεις, που του διήγειρε η θέα του γέροντος.

Τρέχει το τραίνο, τρέχει και χοροπηδά, τρώει τον χρόνο λαίμαργα, καταπίνει την θέα με λύσσα. Τα χωράφια κυνηγούνται, κυνηγούνται, τα δέντρα πηλαλούν και λάμπουν. Τα κύματα γλυκοσβύνουν, τ’ αεράκι βελονιάνει το κορμί. Πάλλεται το φέγγος του φανού, σείεται το βαγόνι, τινάσσεται και τραντάσεται σφόδρα.

Πιο πολύ τους έκοψε, μου μολόγαγε ο μακαρίτης, η πείνα και τους εθέριζε η δίψα. Ούτε να πλυθούν, ούτε ν’ αλλάξουν. Άρχισαν να κυνηγούν τους ποντικούς, τις χελώνες, τα σαμιαμίθια. Τάψεναν στην φωτιά ή τα ξέσκιζαν με τα δόντια τους ωμά. Με την πείνα και την δίψα ήρθαν και δεν έβλεπε ο ένας τον άλλον, σαν τα σκυλιά.

-Καλά δεν εγύρεψαν ποτές των να φύγουν;

-Αμ, δοκίμασαν τρεις φορές, τους στράβωσε η ανάγκη τους, γιουρούχτησαν, ρίχτησαν να περάσουν το ποτάμι κι όσοι παν κι όσοι μείνουν, μα δε μπόρεσεαν. Δεν ήξεραν τι να κάνουν. Έβαζαν το μολύβι στη γλώσσα τους, το μάσαγαν σαν το μαστίχι, το γύριζαν μέσα στο στόμα τους για να αξαίνει το σάλιο τους, να το καταπίνουνε Έψαχναν και εύρισκαν αγριόχορτα, που τα νότιζε η δροσιά της νύχτας, τάχωναν στο στόμα τους, τα ρούφαγαν, τα πιπίλιζαν να πιούν τη δροσιά. Είδες κι ήρθε κι εκόπηκε το γάλα των γυναικών που βυζάνανε μαθέ και δεν είχαν τι να τους δώσουν και πέθαιναν τα μικρά σαν τα γατιά.

-Στα πόσα δέσποτα αυτή η δουλειά;

-Στα εικοσιένα βρε αδερφέ. Στην επανάσταση

-Μα καλά πια χρονιά;

-Ωχ αδελφέ, ιστορία θέλεις τώρα να σου γράψω.  Εγώ σου λέω τι μου μολόγαγε ο πατέρας μου. Είκοσι πέντε, είκοσι έξι, εικοσιεφτά πάνω κάτω. Έσφαξαν που λες τα ζα, κάτι λιγοστά που είχαν μείνει, άλογα και μουλάρια, και καθώς τα έσφαζαν, ριχνόταν οι πεινασμένοι και άρπαζαν τα μπουράματα, άπλυτα και τα ρούφαγαν.

-Ποια είναι παπά τα μπουράματα;

-Τα μπουράματα βρε αδερφέ είναι οι κοιλιές, οι πατσές, τα άντερα. Τ’ άρπαζαν καθώς ήταν με τις βρωμιές, άπλυτα, απάστρεφτα, ακαθάριστα, τα ρούφαγαν, τα γλειφαν, έπιναν τα αίματα καθώς έτρεχαν τα ζουμιά τους, να δροσιστούν.

Το τραίνο τώρα διασχίζει τα σπαρμένα, ελαύνει επί κήπους και επαύλεις, φυτείας κι εξοχάς. Περνάει και περνάει και καλπάζει και βροντά και ολισθαίνει και φυσά μετά σπονδής, ορμητικόν και επειγόμενον να φτάσει. Σιωπηλά τα κεφάλια των χωριατών τείνονται συνεχώς εν αποχαύνωσει προς τον δέσποταν. Το φανταράκι ακροάζεται μετ’ αυξούσης προσοχής και ο γέρος βλέπει μόνο, άσειστος, βαρύς, κατάμματα.

Δι’ ακαθέκτου ορμής, μετά βιαίαας, προσπαθείας, το τραίνο αφήνει την πεδιάδα, ως φρενήρες, ταχύτερον της κουβέντας, ταχύτερον του λογισμού και πλησιάζει την πόλιν. Ξεφυσά και χλιμιντρίζει ως άλογο, οσφραινόμενο τον σταύλον.

-Μα τι απόκαναν; λέω του παπά

-Μα επαραδόθηκαν πλια ευλογημένε. Τι να κάνουν οι άνθρωποι. Δεν ήταν πάνω από καμιά τρακοσαριά οπλισμένοι. Οι άλλοι όλοι ήταν γυναικοθέμι και παιδοθέμι.  Βγήκαν όξω και πρόσπεσαν έτσι κι έτσι χαμένοι, μισοί ζωντανοί, μισοί πεθαμένοι. Χύθηκαν στο νερό πιο πολύ, σαν στραβοί, σαν όρνια. Ήπιαν, ήπιαν, έσκασαν. Οι περισσότεροι μείνανε στον τόπο. Όσοι ήταν με τον Σισίνη γλύτωσαν όπως ο γέρος μου.

-Έτοιμα μωρέ τα βρήκαμε, μου λέει ο παπάς μετ’ εξάψεως, ως εν επιλόγω. Έτοιμα μωρέ τα βρήκαμε οι χαμάληδες και δεν τα χτιμάμε. Βρεμμένο παξιμάδι!

-Τα εισητήρια σας, κύριοι.

Αμίλητος ο γέρος, μονοκόμματος, ακούνητος απλώνει την χερούκλα του απαθής. Βγάζω κι εγώ το εισητήριο από την τσέπη και ψάχνεται και ο παπάς κάτω από τα ράσα.

Το τραίνο μπαίνει στον σταθμόν. Πλήθος πυκνόν προχωρεί και περιβάλλει το τραίνο, συνομιλόν, φωνάζον, τρέχον, σπεύδον, αναμένον, κοιτάζον, βομβούν και φαιδρόν, με χαράς αλαλητόν ως εν πανηγύρει.

Μιχαήλ Μητσάκης 1865-1916

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ