ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΑΠΟΨΕΙΣ

Ανδρέα Μήτσου: «Ένας υπέροχος μαραθώνιος» (εκδόσεις Καστανιώτη)

0

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΕΣ ΕΠΙΦΥΛΛΙΔΕΣ

Προοίμιο: Αρχές δεκαετίας του ’60 γινόταν στις 23 τ’ Απρίλη μεγάλο πανηγύρι στην Αμφιλοχία (Κραβασαράς), που κρατούσε δύο μέρες. Η πρώτη μέρα των εκδηλώσεων σφραγιζόταν με τις γυμναστικές επιδείξεις των δύο δημοτικών σχολείων και προπαντός του εξατάξιου γυμνασίου. Η σημαντική στιγμή των επιδείξεων ήταν η παρουσία των κοριτσιών της εβδόμης και ογδόης γυμνασίου. Οι μεγάλες κοπέλες πετούσαν αδίστακτα τις γαλάζιες ποδιές και έβαζαν το λευκό σορτσάκι. Άσπρα μπούτια γυάλιζαν στον ήλιο και μεγάλα στήθη, αναταράσσονταν αλαζονικά στο ρυθμικό: διάσταση – έκταση – ανάταση – σύμπτυξη – πρόταση, με αποτέλεσμα να φλογίζονται τα μάγουλα των αγοριών αλλά και των μεγαλύτερων που προσποιούνταν πως δεν τους αφορούσαν. Ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν ο Πέτρος Ριβός, πάντα στην πρώτη θέση, να είναι κοντά κοντά στον γύρω των κοριτσιών που θα χορεύανε.

Ο Πέτρος ήταν θεόρατος αλλά ανατζούμπαλος. Εκτός από τις χερούκλες με τις φαρδιές παλάμες, είχε ακόμα αφύσικα μεγάλα τεράστια πόδια, με το αριστερό κοντύτερο από το δεξιό. Μεγαλόσωμος και ογκώδης έμοιαζε πιο πολύ με μπαταρισμένη μαούνα. Ήτανε βραδύνους αλλά με τρυφερή καρδιά που έρριχνε τα βέλη της στη σημαιοφόρο Σοφούλα του Παπαγιάννη. Η Σοφία έδειχνε το ενδιαφέρον της στο πρώτο μαραθωνοδρόμο, τον Κηρολίβανο, στεγνός, ψιλόλιγνος και μελαμψός που έκοβε κάθε χρόνο πρώτος το νήμα.

Ο μεγάλος μαραθώνιος

«Θα μπω κι εγώ στον αγώνα του χρόνου», ανακοίνωσε και πετάχτηκε ορθός, ο Ριβός.

«Τρελάθηκες; Εσύ είσαι θεόρατος. Πάνω από εκατό οκάδες βάρος. Οι άλλοι είναι φτερά στον άνεμο. Πως να τους φτάσεις;»

Έκτοτε έτρεχε όλη την ώρα. Από το μόλο ως τον Άϊ- Γιώργη, την επίσημη διαδρομή του μαραθωνίου. Τον βλέπανε πρωί πρωί οι ψαράδες που ξετύλιγαν τα δίχτυα στην παραλία και οι φορτωμένοι χαμάληδες πάνω στα πλοία και τον σφυρίζανε. Τον βλέπανε τα σχολιαρόπαιδα και τον περιέπαιζαν.

Έτρεχε γέρνοντας στη μια πλευρά του, φυσομανούσε και λαχάνιαζε σαν θηρίο, καθώς ταλαντευόταν απεγνωσμένα, με κίνδυνο να ανατραπεί και να μπατάρει ολοκληρωτικά.

Έτσι ο Πέτρος έγινε καταγέλαστος και ο περίγελως της πόλης. Ένα τρίτο καινούργιο προσωνύμιο προστέθηκε κατ’ ευφημισμό στα δύο του παλιά. Πολλοί τον αποκαλούσανε τώρα Κηρολίβανο.

Οι επίσημοι που αποτελούσαν, τρόπον τινά, και την ελλανόδικη επιτροπή, είχαν αρνηθεί να επιτρέψουν τη συμμετοχή του.

Δεν είχαν καμία διάθεση να ευτελίσουν τη μεγάλη γιορτή, τον σπουδαίο αγώνα. Ο νικητής του μαραθωνίου ήταν για εκείνους η απώτερη προοπτική του εαυτού τους.

Γνώριζαν βέβαια πως ο Ριβός δεν υπήρχε καμία πιθανότητα να κερδίσει τον αγώνα. Ωστόσο και μόνο  η συμμετοχή του ιδιόρρυθμου και απωθητικού στην όψη Ριβού διάβρωνε την ουσία της γιορτής, λώβιαζε την καθαρότητά της.

Ο γυμνασιάρχης, ο κύριος Καλογήρου ήταν άνθρωπος αρχών.

«Μηδενί δίκην δικάσης πριν αμφοίν λόγον ακούσης», επαναλάμβανε στους μαθητές. Αυτή η εμμονή του να αποζητά την αντίφαση των πραγμάτων και την άλλη πλευρά τους τον έκανε, πιστεύω, να υπερασπιστεί τον Ριβό και να επιτύχει τη δημόσια δέσμευση του παπά ότι την επόμενη χρονιά ο Πέτρος θα λάβαινε μέρος στον μαραθώνιο, κάτι το οποίο εντέλει και συνέβη.

Την επόμενη χρονιά στο αγώνισμα του Μαραθωνίου (10 + 10 = 20 χλμ.) οι αθλητές παρατάχτηκαν στην αφετηρία. Μαύρα βρακάκια τσόχινα με λάστιχο φαρδύ στο στρίφωμα της μέσης φορούσαν οι αθλητές και φανελάκια λευκά. Στο κέντρο είχαν ραμμένα πρόχειρα ένα μεγάλο αριθμό. Στον Πέτρο έδωσαν το 10. «Το δέκα το καλό», γελούσε ο κόσμος και ειρωνευόταν. Ο Πέτρος φαινόταν απίστευτα παράταιρος δίπλα στους άλλους αθλητές, δεκαεπτά τον αριθμό. Έσκυψε και έδενε με προσποιητή προσήλωση τα κορδόνια των παπουτσιών του. Φορούσε ένα ζευγάρι αθλητικά παπούτσια νούμερο τουλάχιστον 60 τα οποία είχε παραγεμίσει με βαμβάκι και έμοιαζαν με τεράστιες φωλιές αγνώστου είδους πουλιών ή με μικρές φάτνες. Ο Ριβός είχε μαζέψει τα παπούτσια αυτά από κάποιο κοτέτσι που χρησίμευε για να κουρνιάζουν μέσα αμέτρητα κλωσσόπουλα.

Πεταγόνταν κρώζοντας πανικόβλητα πάνω στο πρόσωπό του χωρίς να τελειώνουν ποτέ, σ’ όλη τη διαδρομή για το σπίτι του όπου και έπλυνε το σπάνιο εύρημα και τα κρέμασε να λιαστούν. Τα παπούτσια αυτά προέρχονταν από μεγάλα χαρτόκουτα της αμερικάνικης βοήθειας της URNA, του διαβόητου σχεδίου Μάρσαλ.

Παρόμοια «δώρα» έβρισκε κανείς πεταμένα σε μέρη απίθανα. Χοντρά πλαστικά γάντια του ράγκμπι ή μεγάλες δερμάτινες μπάλες σφηνοειδείς σαν αργείτικα πεπόνια, να σαπίζουν στη βροχή. Τα παπούτσια του Ριβού θα ‘πρεπε να έπαιζαν κάποιο ρόλο διαφημιστικό κρεμασμένα ίσως στην είσοδο καταστήματος αθλητικών ειδικών στο μακρινό Κεντάκι ή στη Βοστόνη. Με την ανακαίνιση του καταστήματος στοιβάχτηκαν στην κούτα μαζί με άλλα άχρηστα μπιχλιμπίδια και τζάντζαλα προς εντυπωσιασμό και κατάπληξη των ιθαγενών κατοίκων του νοτιότατου άκρου της γηραιάς ηπείρου.

Ο γυμναστής πυροβόλησε στον αέρα, ο κόσμος αλάλαξε, οι αθλητές ξεχύθηκαν μπροστά. Έπρεπε να φτάσουν στον Αϊ-Γιώργη, δέκα χιλιόμετρα για να πάνε και άλλα τόσα για να γυρίσουν πίσω, να τερματίσουν στο μόλο.

Ο Κηρολίβανος έφυγε σαϊτα πρώτος και χάθηκε από τον ορίζοντας.

Ο Πέτρος ξεκίνησε επιφυλακτικά, σχεδόν βάδιζε, γέρνοντας περισσότερο από κάθε άλλη φορά στο πλάι, και κοίταζε διαρκώς πίσω του. Πολλοί έδειχναν να δυσφορούν με το θέαμα. Ξεφυσούσαν και χειρονομούσαν.

Μικροί μαθητές έτρεχαν παράλληλα με τους αθλητές προσπερνώντας τους στον παραθαλάσσιο δρόμο, πάνω σε κατοχικά γερμανικά ποδήλατα με χοντρά λάστιχα. Είχαν το κεφάλι κατεβασμένο και χτύπαγαν με μανία ορθοπεταλιά. Τα πόδια τους μόλις που ακουμπούσαν τα πεντάλ. Γρήγορα έχαναν επαφή, έβγαινε η αλυσίδα, Ως τη μέση της διαδρομής είχαν εγκαταλείψει οι περισσότεροι.

Μέχρι να γυρίσουν οι αθλητές ή μάλλον να φτάσουν πρώτοι οι νεαροί ποδηλάτες οι διαπρύσιοι κήρυκες, εξαγγέλλοντας την εξέλιξη και τις μεταβολές του αγών, η πειθαρχία του κόσμου χαλάρωνε. Οι μαθητές χαλούσαν την παράταξη και τις γραμμές τους και έτρεχαν μεθυσμένοι, χωρίς σκοπό, οι δάσκαλοι σφυρίζανε διαρκώς θυμωμένοι, οι παγωτατζήδες με τα λευκά τρίκυκλά τους διαλαλούσαν στεντόρεια το ανακουφιστικό προϊόν τους. Ήταν η πρώτη μέρα που έβγαιναν τα παγωτά στην αγορά.

«Παγωτά η ΕΒΓΑ, κρέμα, σοκολάτα, κύπελλο», διαλαλούσε μελωδικά ο ένας, «παγωτά ΖΥΓΟΥΡΗ, παγωτά ΑΣΠΡΟ», αντιλαλούσαν οι άλλες δύο επίμονες φωνές.

Στον αθέμιτο ανταγωνισμό των παγωτατζήδων, παρεμβάλλονταν σε χαμηλότερους τόνους ο φιστικάς με τα στραγάλια και τα αράπικα φιστίκια του, ο ζαχαροπλάστης με τα σάμαλι, τα μαντολάτα και τα μελένια παστέλια του, ο αεικίνητος κουλουροπώλης που αντιμάχονταν, έτοιμος αν χειροδικήσει έναν ξένο έμπορο, ο οποίος λάνσαρε στην επαρχιακή πόλη το «μαλλί της γριάς» και φορούσε άσπρο δίπατο σκούφο και ολόσωμη ποδιά.

Απροσμέτρητα κόκκινα μηλαράκια, φιρίκια, περιχυμένα στη ζάχαρη, έγλειφαν φιλήδονα χαμηλοβλεπούσες μαθήτριες του γυμνασίου, κρατώντας τα ξυλαράκια με τα δυο μόνο δάχτυλα και κοιτάζοντας υπό γωνίαν ψηλά, άνδρες πολύ μεγαλύτερους και παντρεμένους.

Ξαφνικά, νωρίτερα από το συνηθισμένο και αναμενόμενο, ακούστηκε το επίμονο σφύριγμα του γυμναστή. Επήλθε αναστάτωση. Τα σχολεία μπαίνανε στις γραμμές τους, ο κόσμος έπιανε βιαστικά θέσεις, κρουστά της μπάντας του δήμου και ταμπούρλα επέτειναν τη σύγχυση.

Τρεις ποδηλάτες προσέγγιζαν το μόλο με ταχύτητα ιλιγγιώδη. Οι δύο φτάσανε ταυτόχρονα μπροστά στους επισήμους, λαχάνιαζαν και δεν μπορούσαν να βγάλουν λέξη. Ο τρίτος έφτασε πίσω τους και έσκασε με πάταγο πάνω στην άσφαλτο.

«Μιλήστε ευλογημένοι, τι γίνεται;» είπε ο παπάς ανήσυχος.

«Άσ’ τους πρώτα να ανασάνουν», αντέτεινε ξέψυχα ο δήμαρχος. «Δεν πρόκειται να πέσει η Πόλη».

«Ο Πέτρος ο Ριβός», είπανε με μια φωνή τα δυο παιδιά σαν να δίδανε το σύνθημα. Και ο όχλος το άρπαξε αμέσως.

«Ο Ρίβος, ο Ποδάρας, έφτασε πρώτος στο Αϊ-Γιώργη και γυρίζει».

«Τρέχει σαν αεροπλάνο» είπε ο ένας.

«Ξεφυσάει σαν μαούνα», είπε ο δεύτερος.

«Το κορμί του βγάζει ατμούς και βογκάει όπως η γυναίκα η ετοιμόγεννη», πρόσθεσε ο τρίτος, ακόμα πεσμένος στην άσφαλτο. Και όλοι κοιτάξανε προς τα κάτω και αυτόν ακούσανε.

«Είναι πολύς δρόμος ακόμα», πήρε το λόγο και μίλησε ο γυμναστής, παλιός και έμπειρος αθλητής. «Δεν θα βαστάξει μέχρι τέλους ο χοντρός, σας το ορκίζομαι. Θα σκάσει σαν το καρπούζι στη μέση της διαδρομής».

Γέλια ανακούφισης ακολούθησαν την ενθαρρυντική πρόβλεψή του. Ύστερα κυριάρχησε μια δυσάρεστη ησυχία. Όλοι περίμεναν.

Δύο ποδηλάτες φάνηκαν σύντομα στον ορίζοντα.

«Τι είναι; Μιλήστε, μιλήστε», τους παρότρυνε από μακριά ο παπάς. Αυτοί όμως δείχνανε πίσω τους έντρομοι. Διότι ο Πέτρος τους είχε ήδη προσπεράσει.

Προχωρούσε τώρα μπροστά τους, ξυπόλητος πια, με τεράστιες δρασκελιές, πλησίαζε το χώρο του τερματισμού. Τα μάτια ήταν γουρλωμένα αφύσικα, πεταμένα από την υπερπροσπάθεια  έξω από τις κόγχες τους, έτρεχε ο ιδρώτας ποτάμι, έμοιαζε έτοιμος να καταρρεύσει, να διαλυθεί, να βγει η ψυχή από το εξοντωμένο σώμα, το ταλαιπωρημένο αλλά μια γλυκιά λάμψη, ένα φως γαλάζιο, είχε περιχυθεί στο πρόσωπό του. Το φαρδύ χαμόγελο λαμποκοπούσε πάνω στα δόντια του που φάνταζαν διπλάσια.

Πηχτή και δύσοσμη σιωπή έπεσε στο μόλο, στην επιφάνεια της θάλασσας μέχρι τους λόφους και το Λιμναίο, το μεγάλο κάστρο. Εκεί ψηλά κοίταζε ο Πέτρος που έκοψε θριαμβευτικά την κορδέλα, την τράβηξε μαζί του με το ένα χέρι, την έσυρε πίσω τους, χωρίς να ανακόψει καθόλου το ρυθμό του.

Ο Πέτρος άφησε την παραλία, τον κόσμο, τους επισήμους και συνέχιζε την ξέφρενη πορεία του. Όλοι κοίταζαν στην αντίθετη κατεύθυνση, προς τον Αϊ-Γιώργη, να δουν αν καταφθάνει κάποιος αθλητής, μα ο ορίζοντας ήταν απελπιστικά άδειος.

Ο Ριβός από την άλλη πλευρά εξαφανιζόταν πέρα από τους λόφους, πίσω από την πόλη, Στη νοητή παράλληλη του κύκλου απέναντί του ακριβώς, μετά την παρεμβολή της θάλασσας, ένα μικροσκοπικό τσούρμο αθλητών μόλις που διακρινόταν ωσάν κουκίδα χλωμή να παραμένει ακίνητη στον ίδιο πάντα σημείο.

Περίμεναν δυο, περίμεναν πέντε ολόκληρα λεπτά. Κανείς δεν ανάσαινε στο μόλο. Τότε ο γυμνασιάρχης, ο Καλογήρου ούρλιαξε: «Κύριε υπομοίραρχε, κύριε διοικητά της αστυνομίας, να τον συλλάβετε. Να τον φέρετε πίσω αμέσως, να γίνει η απονομή. Δεν θα διαλύσει αυτός μια παράδοση αιώνων. Δε θα μας καταφρονήσει ο Ριβός».

Το περιπολικό έβαλε τη σειρήνα. Οι χωροφύλακες τον πρόλαβαν λίγο πριν εγκαταλείψει το δημόσιο δρόμο και αναρριχηθεί στο δυσπρόσιτο και πετρώδες τοπίο του Φαλαγγιά.

Βγήκαν έξω από το αυτοκίνητο και τον κυνήγησαν απάνω στους λόφους. Αλλά που να τον πιάσουν. Ο Πέτρος ο Ριβός είχε φουσκώσει τα πανιά και έφευγε ψηλά στο βουνό σαν καράβι μεγάλο, τρικάταρτο, ωσάν υπερωκεάνιο λευκό, σα βαπόρι.

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ