ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΑΠΟΨΕΙΣ

Μιχαήλ Μητσάκης (1865-1916) - «Το γατί» Ακρόπολις φ.3957 (5.2.1893)

0

Η εντύπωση που προκάλεσε η δημοσίευση του ήταν μεγάλη. Ιδιαίτερα φαίνεται ότι συγκινήθηκε ο φιλόζωος αμερικανός δημοσιογράφος Ι. Μπάρος, ο οποίος με δικά του έξοδα εξέδοσεν 1.000 αντίτυπα για να διανεμηθούν δωρεάν.

Σε μια γειτονιά της Αθήνας, τέσσερα παιδιά, εξεμονάχιασαν ένα μικρό γατί.  Τα δυο εγύριζαν από το σχολείο. Τ’ άλλα δυο, ήσαν μάγκες ξ εκείνων που διημερεύουν στις οδούς, θορυβούν στις συνοικίες, αδιάκοπα και παντοίως.

Άμα είδον το γατί, έτρεξαν πάνω του, το εκυνήγησαν για να το συλλάβουν. Εκείνο κάτασπρο γατάκι, τρυφερό και καθαρώτατο, με τη ρόδινη του μυτίτσα, πλανημένον ίσως από το σπίτι του, νεόβγαλτο, αμάθητο, ωσάν χαμένο στο δρόμο, ευρεθέν αντίκρυ των ετρόμαξε, οπισθοχώρησε, αγριωπόν, εκίνησε να φύγη, έκανε δεξιά και ριστερά, κ επέτυχε ορμήσαν να διέλθη των σκελών του ενός δρομαίου.

Αλλά δεν πρόλαβε να πάει μακριά, όταν πέτρα βαρειά, από ψηλά απελθούσα, γκάπ! Αντήχησε με σφοδρότητα επί της ράχης του και την συνέτριψε σχεδόν. Μιάου! Έβαλλε οιμωγή θλιβερωτάτη πληγωθέν το αιλουρίδιον και σταμάτησε. Ταυτόχρονα άλλες πέτρες το πήραν στο κεφάλι, στο πόδι, στο στήθος του, ενώ ρανίδες αίματος φάνηκαν στο τρίχωμά μου.

Και αμέσως τα δυο από τα παιδιά, έτρεχαν και του βγαίναν εμπρός και εμπόδιζαν τον δρόμον του, ενώ τ’ άλλα του έκοπταν την υποχώρηση. Τοιουτοτρόπως το άσπρο γατάκι, τα εσάστισε ολότελα έμεινε στη μέση, εστάθη προς στιγμήν, συγκεχυμένον. Συνελθόν όμως γρήγορα, με ορθωμένους εν οργή τους μύστακας, ώρμησε πάλι εξ ενστίκτου προς τα πλάγια, ελεύθερα.

Πράγματι κατώρθωσε και διέφυγεν κι άρχισε εκ νέου να πηδά, με την ελπίδα να γλυτώσει. Αλλ’ ενώ έτρεχε, οι πέτρες άρχισαν κι εκείνες να επαναπίπτουν βροχηδόν. Μια το κτύπησε στο κόκκαλο απάνω της ουράς, άλλη του έμπασε μέσα το πλευρό, άλλη το βρήκε στη ρίζα του δεξιού αυτιού, βίαια άρπαξε ένα κομματάκι δέρματος, τετάρτη τον επλήγωσε σ’ άλλου ποδός το νύχι, ενώ συγχρόνως προσπαθούσαν να το πιάσουν.

Το γατί αισθανθέν του κινδύνου, καταφοβισμένο ξεγλιστρούσε από τα χέρια που το επλησίαζαν και ετρέπετο, σύρον τους δυο πόδους, το εμάσσον αυτί του, τη ράχη του μισοσπασμένη, την ουρά του την τραυματισμένην, σε άτακτα πηδήματα. Αλλά και εκείνοι επηδούσαν ξωπίσω του ομοίως, το κατέφθαναν. Αδυνατούν να τρέξει πλέον γρήγορα, το άρπαξαν σφαδάζον.

Στάσου καλέ μου! είπε προς αυτό ειρωνικώς, ο έτερος των μαγκοπαίδων, το ξεσκούφωτο χαμίνι, ο αστείος της παρέας, προσπαθών να το κρατήσει συστραφόμενον, κινούμενον, συνταρασσόμενεον.

Πλην κι έτσι μπόρεσε να ξεφύγει από τα χέρια του το μικρό γατί, κι εσαλτάρισε, αφήνον δράκα τριχών στα δάκτυλά του.

Προτού όμως προφτάσει να πατήσει στο έδαφος καλά – καλά, και άλλος το εβούτηξε αμέσως, από το άκρον της ουράς και το ανύψωσε ανάστροφον, κρεμάμενον με το κεφάλι κάτω, εναέριον και το ετίνασσεν, ως δια να ξεριζώσει την ουράν του.

Κρεμασμένον έτσι στο κενό, συνέσπα το απαλόν σώμα του, εκάμπτετο ελαστικόν, εστριφογύριζε εντεύθεν κι εκείθεν ζητούν ν’ ανακτήσει την ισορροπίαν, να απαλλαχθεί, ξαναπέφτε, εσείετο, επάλλετο μιαουρίζοντας ικετευτικά επώδυνα.

Όσον δε αυτό, εξακολουθούσε τις απελπιστικές του προσπάθειες, τις μάταιες κι εσείετο και εδονείτο ολόκληρον, κι ελύγιζε τα νεύρα του και εστροφοδίνει το κορμί του, αιωρούμενον, τόσον κι η ευθυμία μεγάλωνε μεταξύ της συντροφιάς, η οποία αυξάνετο, με άλλα παιδιά εκ του σχολείου και άλλων γαβριάδων.

Και εν τω μέσω των γελώτων, αφού αρκετά κατά τον τρόπον τούτον το ετίναξε ο νεανίσκος και διασκέδασε, του έδωσε μια επι τέλος, το εξεσφενδόνησε προς τ’ άνω, και άφηκεν αυτό να καταπέσει. Εστροβιλίσθη γύρω από τον εαυτό του αναρριφθέν έτσι απότομα, έκανε σπασμωδικές κινήσεις ακούσιας, απλώνον τα μικρά του πόδια, ως για να συγκρατηθεί από ανύπαρκτον τι στήριγμα, τεντωνόμενον και μαζευόμενον ακαριαίως όπως έπιπτε κι εγδούπησε στο χώμα βροντερώς, κυλίστηκε ζαλισμένον, παραπαίον, ως εκ μέθης μέχρι τον πλησίον οχετού, στον οποίον καταλάσπωσε το άστρο του τρίχωμα.

Έπειτα, μόλις εννόησε λιγάκι, ότι πατεί στη γη, εκινήθη ακόμα μια φορά να ξεφύγει. Άμεσα λάκτισμα φοβερό το έστελνε προς την αντίθετη μεριά, άλλο από εκεί, το διηύθυνε οπίσω, τρίτου εκ του πλαγίου το εκτύπα στον τοίχον, ενώ συγχρόνως επιάνετο για δεύτερη φορά από την ουράν.

-Κρατάτε το εσείς να πάω να φέρω ένα τενεκέ, τους παρότρυνε ένας από την ομάδα.

Μετ’ ολίγον εγύρισε ταχύς, κρατών θριαμβευτικά το βρωμερόν λάφυρον, ενός τενεκέ αποσυντεθειμένου πετρελαίου. Ψάχνοντας στα γύρω, βρήκαν και σπάγγο για να δέσουν τον τενεκέ στο ζωάκι. Ενώ δυο τρεις το βαστούσαν άλλος από την πλάτην, άλλος από τ’ αυτιά και άλλος από τον αυχένα, διαρκώς μιαουρίζοντας και πάσχον, άδικα προσπαθούν να μεταστρέψει και τους γραντζουνίσει με τ’ αδύνατα νυχάκια του ή τους δακώσει με τ’ αρτιφυή δοντάκια του. Έτρεμαν τα μέλη του, η πνοή  του εκόπτετο και η καρδιά του εβρόντα, μέχρι διαρρήξεως, υπό τα χέρια των. Ο σπάγγος δέθηκε καταλλήλως στον τενεκέ, κ έπειτα προσδέθηκε στην ουρά του αιλουρίου, αρκετά σφικτά.

-Αμολάτε το τώρα μωρέ!

Το τενεκεδοφορούν γατί εξαπολύθη με το παράρτημα, τον άηθες αυτού στολισμόν του, τον παράξενον και άρχισε να τρέχει υποχωλαίνον, λασπωμένον, αιματόφυρτον, κουβαλόν τον κροταλέον συνοδόν του, ξαφνιασμένον από τον πάταγον του εκρηγνύμενου δυνατά στα νώτα του, εμποδιζόμενον να τρέξει εκ του βάρους, σκοντάφοντας συχνά στις πέτρες που ανέκοπταν τον δρόμον του, ασθμαίνον, αγωνιόν και έξαλλον.

Οπίσω δε αυτού το ακολουθούσαν οι παίδες, άφρονες, απειθάρχητοι φύρδην – μίγδην, καταληφθένετες πλέον από ευφροσύνης ακρατήτου και καγχάζοντες, σφυρίζοντες, φωνάζοντες, χειροκροτούντες, εκμαιόμενοι. Από τους εξώστες, κυττάζαν οι περίοικοι , άλλοι γελώντες και άλλοι αμίλητοι.

Αλλά το πράγμα δεν ελκύει καθώς φαίνεται ιδιαιτέραν προσοχήν εκτός εάν χαμογελούν τίνες ολίγον και οι διαβάτες ομοίως διέρχονται απαθείς και αδιάφοροι. Και το γατάκι τρέχει, τρέχει όπως ήμπορει, ακολουθούμενον από τους σφυριγμούς και τα χλευάσματα. Εκθερμανθέν από νέα ελπίδα να σωθεί, το έβαλε στα πόδια με ορμήν και παρέκαμψε την αντίκρυ γωνία, μακριά από τους διώκτες του.

-Τρέξτε μωρέ θα μας φύγει, αντηχησαν κραυγές οργής και λύσσας και έτρεξε ο συρφετός να το προλάβει. Ο πετροπόλεμος επανελήφθη ραγδαίως.

-Στάσου μωρέ καλλίτερα να το δέσουμε, όταν το κατέφθασαν και αφαιρών τη ζώνην του, δένει δια του λωρίου τον λαιμόν αυτού, τραχέως και αρχινά ευθύς να το τραβά, τρέχοντας να το εξαναγκάσει να τον ακλουθά μαζί με τον τενεκέ που έσερνε.

Ακολουθεί δε εκείνο, θέλει δε θέλει, με αγχόμενον τον λάρυγγα, ημίπνικτον σχεδόν, χωρίς να δύναται ούτε να μιαουρίσει καν πλέον από το σφίξιμον, να πει το παράπονό του με το ρύγχος του υψηλά, προς τα άνω τεταμένον ακουσίως το κεφάλι, αποβλέπον προς τον διαυγή ορίζοντα.

Και τα γαλανά ματάκια του, τα έξω των κογχών προβάλλοντα εκ της αγωνίας, συναντήθηκαν ούτω προς τας τελευταίας ακτίνας του δύοντας ηλίου, κρυπτομένου οπίσω του βουνού, το οποίο  επλαισίωνε την άκρα του δρόμου εκ του μακρόθεν, εκαρφώθησαν επ’ αυτού μιαν στιγμήν, με έκφραση αρρήτου λύπης και εκπλήξεως και τρόπου ωσάν να ερωτούσε το παμμεγέθες άστρον, διατί έμελλε κι αυτό να αποθάνει;

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ