ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΑΠΟΨΕΙΣ

Υδάτινο στοιχείο

0

Ως αντικείμενο περιγραφής και απόδοσης, [ιδιότητα - φυσική σύσταση - εφαρμογή] στην Ελληνική γλώσσα, με όρους που αποδίδουν την φυσική προέλευση, την διάκριση της μορφής του [βροχή, όμβρος, νάμα, πλημμύρα], του τρόπου ροής του (σταγών, στράξ, φακάς), του φυσικού φαινομένου στο οποίο αναφέρεται [νιφετός, ομίχλη, νοτίς] και της χρήσης του [πόσιμο, λάτρα, χοή, σπονδή, λύμα].

Είναι αξιοσημείωτος ο πλούτος που αναδύεται από τις θεμελιώδεις ρίζες της παραγωγής των λέξεων που αναφέρονται στο υδάτινο στοιχείο στην Ελληνική γλώσσα. Για κάθε έκφανση και απόχρωση έχει προβλεφτεί συγκεκριμένος όρος, που δεν είναι ακριβώς συνώνυμος με οποιονδήποτε άλλο. Τίποτα δεν είναι περιττό ή ταυτόσημο, στην μελέτη των εφαρμογών των χρήσεων των όρων αυτών από την Ελληνική γραμματεία και την σύγχρονη επιστημονική βιβλιογραφία.

Ελληνικές υδρογενείς ρίζες

Η λέξη νερό έχει την ρίζα ΝΑ, του ρήματος νάω ή ναίω που αποδίδει την φυσική ιδιότητα της ροής και παραπέμπει στο ρηματικό ουσιαστικό ναρός (ρέων, ρευστός). Το γνωστό μας νάμα έχει να κάνει μ’ αυτό το ρέον υγρό, την πηγή, το ρυάκι, τον ποταμό. Ο Νάϊος Ζεύς της Δωδώνης ονομάζετο έτσι, ως ρέων. Η Νύμφη Ναϊάς με τον Ιωνικό τύπο Νηϊάς, αντιπροσώπευε την Νύμφη των ποταμών. Ο Νηρεύς ήταν θαλάσσιος θεός και οι Νηρηΐδες θαλάσσιες Νύμφες. Ο τύπος νεω δίδει την λέξη νοα = πηγή, ενώ από τον τύπο νήχω = κολυμπώ παράγονται τα γνωστά μας νήσος και νότος.

Η νήσος είναι το επιπλέον σώμα, το άνω του ύδατος, το υγραμένο ή νοτισμένο, γύρω-γύρω από το νερό, το σώμα που κολυμπά (νή-χει) στο νερό. Η ομηρική λέξη όμβρος υποδηλοί, την ραγδαία βροχή, την καταιγίδα. Αντιπαρατίθεται με την λέξη νετός που υποδηλά την ψιλή βροχή. Το ρήμα ομβρέω είναι ταυτόσημο του νω = βρέχω, δροσίζω υγραίνω. Ομβρηρός είναι ο βροχερός. Νιφετός σημαίνει το χιόνι, την χιονοθύελλα.

Ρίζες μεταφοράς

Απόληψη νερού: αντλώ, φέρω, λαμβάνω. Χαρακτηριστικά είναι επίσης τα δοχεία ή αγγεία που δέχονται το νερό: κάδος, άντλημα, κουβάς, δεξαμενή, στάμνος, λάγηνος, στέρνα, υδροδόκος, λάκκος, υδροθήκη.

Το ύδωρ περνά: Διά χαραδρών (υδρο-πόρος)

Το ύδωρ ρέει μέσω: Αγωγών, οχετών, υδρορροών, αυλάκων, διωρύγων ή καναλιών.

Το ύδωρ αναζητάται: Με την υδροσκοπική μέθοδο, χέεται ή χύνεται, είναι στάσιμο ή λιμνάζον, δημιουργεί έλη, βάλτους, τέλματα, γεννάται (υδροτόκος πηγή) φέρεται από τους υδροφόρους ορίζοντες.

Η αρχαία Ελληνική ιατρική διέκρινε, την υδροκήλη, το υδροκέφαλον, τον υδρογάστορα, την υδρωπικία, τον ύδρωπα, ως ασθένειες μέχρι σήμερα.

Η σταλαγματιά προέρχεται από το ρήμα σταλάσσω = στάζω. Τα δάκρυα επίσης, σταλάσουν, οπότε σταλύζω σημαίνει κλαίω και σταλαγμός σημαίνει το κλάμα. Η paris = σταγόνα της βροχής παράγεται από το ρήμα ραίνω = ραντίζω, διασκεδάζω, πασπαλίζω. Το ρήμα ψεκάζω σημαίνει βρέχει με μικρές σταγόνες, ψιχαλίζω στάζω. Το ρήμα ψω = τρίβω, αποσπογγίζω, ψαίω = τρίβω, κοπανίζω σε μόρια, σκόνη, ή τέφρα.

Η δρόσος είναι η αντίστοιχη του Ομηρικού Έρση και υποδηλοί το νερό: Ποντία η εναλία δρόσος = θαλασσινό νερό, ποτάμιο νερό.

Κρηναία δρόσος = το νερό της πηγής. Συνώνυμο της δρόσου το ψύχος = ψύχρα, κρύο, παγετός. Από την ψυχή το ρήμα ψύχω = πνέω, φυσώ, δροσίζω, ξηραίνω.

Το λίβος δηλοί την σταγόνα ή το δάκρυ, η λιβάς την πηγή ή τον ρύακα, ο λιψ τον ΝΔ άνεμο τον λίβα, το λείβω σημαίνει: αφήνω κάτι να στάζει, χέω, χύνω. Το λύμα νοεί την ακαθαρσία, τον ρύπο, τον βούρκο, την λάσπη, το τέλμα. Ο κατακλυσμός νοεί την πλημμύρα από το ρήμα κλύζω = αποπλύνω, ξεπλένω και κλύζομαι = υψούμαι και βρέχομαι από την θάλασσα. Ο κλύδων περιγράφει τα κύματα, τον σάλο της θάλασσας, την τρικυμία.

Η μύρα = σμύρνη, χυμός της αραβικής μύρτου. Η μυρίνη δηλοί τον θάμνο των ελών, η μύρτος = μυρσίνη ή μυρτιά. Το ρήμα μύρω/μύρομαι σημαίνει ρέω, στάζω, χύνω δάκρυα, κλαίω.

Η α-μάρα σημαίνει τον υδραγωγό ή τον αγωγό για νερό.

Η άμη παριστά την υδρία για άντληση του νερού, η αμίς το υδροδοχείον, το αμνίον την φιάλη προς υποδοχήν του αίματος των θυμάτων.

Τα νερά της ξηράς

Η χέρσος των αρχαίων είναι η φυσική γειτνίαση του νερού τόσο στη στεριά, όσο και στην θάλασσα. Στην χέρσο εδράζονται

- Οι ακτογραμμές των δελταϊκών ζωνών ή οι όχθες που ανήκουν στην ξηρά (παραποτάμιες ή παραλίμνιες).

- Οι πυθμένες των ποταμών με την λάσπη, τις κροκάλες, τις πέτρες.

- Οι λεκάνες απορροής ή αποστράγγισης.

- Οι ποτάμιες προσχώσεις, οι γέφυρες, οι διώρυγες, οι λεκάνες, οι εκβολές, τα ιζήματα (αιωρούμενα ή αποτιθέμενα).

- Οι ποτάμιοι καταυλισμοί, οι πεδιάδες κατάκλισης ή υπερχειλίωσης.

- Η βλάστηση και οι βιοκοινότητες των ποταμίων βιοτόπων.

- Τα πετρώματα του υποστρώματος - η λιθολογία της περιοχής τους - γεωμορφολογία τους.

- Η γεωμετρία της υδρογραφικής λεκάνης.

- Οι φραγμοί (χαλικώδεις ή αμμώδεις) στην ροή του νερού.

- Η αναστόμωση των κοιτών, οι νησίδες, οι χείμαρροι.

- Τα φυσικά αναχώματα της υπερόχθιας περιοχής πλημμύρας ή υπερχείλισης

- Το ανάγλυφο της κοίτης με τις αναβαθμίδες των ποτάμιων διεργασιών της πορείας εκβάνθυνσης και εναπόθεσης στο χέρσο.

Τα χερσαία υδάτινα συστήματα διακρίνονται σε στάσιμα και ρέοντα ύδατα.

Ρέοντα ύδατα: ποτάμια, λιμναία, παράλια ή παράκτια, λιμνοθάλασσες, ρείθρα, πηγές, δέλτα ποταμών.

Στάσιμα ύδατα: έλη, βάλτοι, τενάγη, τέλματα, τυρφώνες.

Όρια γης και υδάτων

Βυθός

Ο βυθός εκπροσωπεί το βάθος του πυθμένα. Έχει το ίδιο θέμα με το συστατικό βήσσου (Δωρικό βάσσα) = η κοιλάδα, το φαράγγι, η χαράδρα, από την οποία και πήρε την έννοια του βάθους.

Συγγενείς έννοιες: αβαθής, πυκνός, βύθιος, άβυσσος (άνευ βυθού, άπατη περιοχή). Ο πάτος δήλωνε κατ’ αρχήν την πεπατημένη οδό, το μονοπάτι, το πάτημα, το βάδισμα. Από το ρήμα πατέω προέρχεται και ο πάτος της θάλασσας και ο πόντος που δηλώνει τις θαλάσσιες οδούς και κατ’ επέκταση την θάλασσα την ίδια. Το ρήμα ποντίζω σημαίνει βυθίζω στη θάλασσα.

Συνώνυμο της οδού με χρήση στις υγρές οδούς, είναι ο στίβος από το ρήμα στείβω = καταπατώ, κάνω κάτι πυκνό, εξ ού και στιβάς = υπόστρωμα, στιβαρός = πεπατημένος, συμπιεσμένος, συμπυκνωμένος, παχύς, ρωμαλέος, δυνατός.

Ακτές

Οι ακρογιαλιές, το ακροθαλάσσι, οι παραλίες, το περιγιάλι, η ακροποταμιά, οι όχθες, τα ακρωτήρια, οι χερσόνησοι, οι κόλποι, οι όρμοι, οι πορθμοί, οι ισθμοί, οι διώρυγες, είναι εικόνες από τα σύνορα ξηράς και θάλασσας, γης και νερού. Η ακτή αποτελεί την άκρη της γης που εισδύει στην θάλασσα, την γλώσσα της γης που εισέρχεται στην θάλασσα την χερσόνησο, την παραλία. Παράγεται από την ακή ή ακίδα, ως αιχμηρό και οξύ άκρο, την αιχμή της λόγχης ή του δόρατος. Από το ίδιο θέμα παράγεται η άκατος = βάρκα με πολλά κουπιά. Άκρα είναι και η επιφάνεια: ακρόπλοος είναι ο πλέων στην επιφάνεια. Ακροτόμος είναι ο απότομος, ο απόκρυμνος, ο λείος, ο λαξευτός, ο απρόσβατος, ο οξύς, ο κοφτερός.

Το ρήματα από όπου παράγεται ο ισθμός και το αντίστοιχο από όπου προκύπτει ο πορθμός, δηλώνουν και την κατεύθυνση όδευσης και τον προορισμό του διερχομένου ή διαβαίνοντα. Στον ισθμό αρχίζουμε από θάλασσα και καταλήγουμε σε θάλασσα, ενώ στον πορθμό ξεκινάμε και καταλήγουμε σε ξηρά. Ο λαιμός είναι το μέρος που καταπίνει το νερό, είναι η τρύπα, το βάραθρο (λάμος). Τα ρήματα λάω, λαμβάνω αλλά και το επίθετο λαίμαργος, δηλώνουν την βουλιμία, αλλά και την ένταση για κατάποση ή αναρρόφηση μέσω της καταβόθρας του λαιμού. Οι σπιλάδες μπορεί να είναι οι σκόπελοι αλλά και οι βράχοι της ακτής που προσκρούουν τα κύματα, οι κοίλοι βράχοι ή τα σπήλαια της πετρώδους ακτής. Η σπίλος που είναι βράχος απότομος, γκρεμός δηλώνει το κοίλος της γης, το γνωστό σπήλαιο με το ανάλογο βάθος. Το σπέος είναι το βαθύτερο άντρον. Ήταν η κατοικία των κυκλώπων, αλλά και ως νεώσοικος, τόπος ασφαλής για τα πλοία.

Ο κρημνός από το ρήμα κρεμάννυμι δηλώνει τον απόκρημνο και προεξέχοντα βράχο, την απορρώγα πέτρα, το χείλος ή το άκρο. Ο ίλιγγος που δημιουργεί ο γκρεμός εκφράζει την σημασία του ρήματος που σημαίνει κρεμώ ή αιωρούμαι στον αέρα.

Στις ακτές αναπτύσσονται διαμορφώσεις (ακρωτήρια) αλλά και ναυτικές ενασχολήσεις: ακρωτήριον - ακταιωρία = ακτοφυλακή (ακταιωρός, ακτωρός = φύλακας ακτής) ακτοπλοΐα = συγκοινωνία με πλοίο - κλάδος της Ναυτιλίας.

Στις ακτές συναντάται και αντιπαλεύει, η γη με την θάλασσα, η χέρσος με το υδάτινο στοιχείο, η σκληρή γη, η άκαμπτη στερεά ύλη με την υδάτινη εύπλαστη μάζα.

Βράχια είναι τα φυσικά όρια μεταξύ στεριάς και θάλασσας, το άκρο της ξηράς, τα μη επίπεδα ή τα απόκρημνα μέρη των ακτών, σε αντίθεση με τον αιγιαλό που είναι λείος πετράων, ο κομμένος ή σχιμένος όγκος της γης τα προβλήματα που σταματούν ή ανακόπτουν την είσοδο του νερού.

Στην αρχαία Ελληνική γλώσσα αποδίδονται οι ακριβείς αποδόσεις των φυσικών διεργασιών των σχηματισμών τους. εκκοπής, απόσπασης, αποχωρισμού της ξηράς με διαρραγή ή σχίσιμο.

Η ονομασία αγμοί, που νοεί τους απόκρημνους τόπους ή βράχους, προέρχεται από το ρήμα άγνυμι = θραύω, συντρίβω, τσακίζω και σημαίνει τον τόπο όπου θραύονται με ορμή αι αίγες (τα κύματα που προέρχονται από τα ρήματα αω ή αημι ή αϊσσω). Το ρήμα άημι σημαίνει φυσώ, πνέω δυνατά (θύελλα ή άελλα από το ρήμα θύω + αω).

Η ανάλυση των εννοιών των διαφορετικών μορφών κίνησης του νερού και των ανέμων περιγράφει ακριβώς τις ανάγλυφες διεργασίες που εκτελούνται στα περιβλήματα (βράχους) από την κίνηση των θαλάσσιών μαζών και των πιέσεων που δέχονται τα τοιχώματα.

Έννοιες και λέξεις πλωτών κατασκευών στον Όμηρο (ενδεικτικά)

Πλοίο: Ονομάζεται νηύς αντί του ναύς

Πείσμα: Το σχοινί ή το καλώδιο, το παλαμάρι

Ευνή: Είναι η κοίτη, η στρωμνή, το κρεββάτι

Ερέτης: Ο κωπηλάτης

Γλαφυρά νηύς: Σημαίνει κοίλη, λαξευτή (Γλαφυρός λιμήν)

Επταννύω κληϊδα: Σύρω τον σύρτην πάνω στο κουπί

Το έρμα: Το στήριγμα, το έρεισμα

Η ερμάς: Σωρός άμμου ή η ύφαλος πέτρα, η ξέρα.

Οίαξ ή οίηξ: Το διάκι, πηδάλιο, τιμόνι (οίχομαι = φέρω)

Το οίηϊον: Το προεξέχον στο πλοίο κατάστρωμα

Η ειρεσίη (αλεγεινή): Κοπιαστική κωπηλασία

Τύπτω άλα ερετμοίς: Κτυπώ την θάλασσα με τα κουπιά

Γέφυραι εεργμαίνας: Κεκλεισμέναι, με συνεχόμενα τοιχώματα

Κύματα εξερεύγεται ηπειρόνδε: Τα κύματα εβράζονται στην στεριά

Ήπειρος: Άπειρη (απέραντη) έκταση της στεριάς

Ερέσσω προπεσόντως: Επιταχύνω τον ρυθμόν

Βάλλω ευνάς: Ρίχνω άγκυρα

Ανέμων κέλευθα: Ορμή, δρόμοι ανέμων

Επηνεγκίδες: Τα μαδέρια οι μικρές σανίδες

Οι γόμφοι: Σφήνες, καρφιά ξύλινα

Αραρίσκω ίκρια σταμίνευσιν: Συναρμόζω, ταιριάζω τα άκρια

Ιξαλος: Ορμητικός, από την άγρια αίγα

Νήα, κεραυνώ Ζεύς έλσας εκέασσε: Ο Ζεύς συνέτριψε το πλοίο με κεραυνό.

Η θρήνυς: Το θρανίο, το υποπόδιο των κωπηλατών

Μεσόδμη: Η μεσοδόκη από την μια πλευρά στην άλλη

Ο άντλος: Το δυσώδες νερό που συρρέει στο κατώτερο μέρος του πλοίου

Αείρω μήλα νηυσί: Σηκώνω ζώα με τα πλοία

Εχματα νηών: Υπόβαθρον, κράτημα πλοίου

Πολιήν άλα τύπτω ερετμοίς: Κτυπώ την σκοτεινή (βαθειά) θάλασσα

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ