ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΑΠΟΨΕΙΣ

Α. Απομεινάρια: Η ποίηση των χαλασμάτων

0

Συχνά τα παλιά κτίρια συνοδεύονται από μια έκτακτη συγκίνηση, ακόμα και αν δεν συνδέονται με συγκεκριμένες εμπειρίες μας ή γνωστικές ανάγκες. Τα κτίρια είναι το όχημα που σηματοδοτεί το πως το παρελθόν εμπλέκεται στη ζωή, την νοηματοδοτεί και την ενδυναμώνει.

Υπάρχει η ζωή. Υπάρχει και ο θάνατος. Κι ανάμεσά τους υπάρχει η φθορά. Για τους ανθρώπους, τα ζώα, τα δένδρα, τα φυτά, αλλά και για τα ανθρώπινα δημιουργήματα: τα υφάσματα, τα έπιπλα, τα αυτοκίνητα, τα κτίρια. Η αλήθεια είναι πως, στη μακρά ανθρώπινη περιπέτεια, ο θάνατος δεν είναι ακριβώς τελεσίδικος, με την έννοια ότι το παρελθόν εξακολουθεί να υπάρχει με τον τρόπο του, να ανακατεύεται με τους ζωντανούς και να τους επηρεάζει. Ειδικά για τα κτίρια, η διάσταση αυτή έχει ιδιαίτερο συγκινησιακό βάρος, καθώς φτιάχτηκαν για να ζουν με τους ανθρώπους: όχι μόνο αυτούς που τα ενοικούν, μα και αυτούς που τα συναναστρέφονται ως πάγια στοιχεία του δημόσιου χώρου.

Ένα ισχυρό γνώρισμα των παλαιότερων κατασκευών, και βεβαίως των ερειπίων που μας εμπνέουν, είναι ότι εκ των πραγμάτων στέκονται μακριά από το κοινό, το καθημερινό, το τετριμμένο. Αυτά μας συμπαρίστανται ως μάρτυρες μιας βιωμένης διαφορετικότητας. Δι’ αυτών ερχόμαστε σε επαφή με ένα τρόπο διαφορετικό απ' αυτόν που κυριαρχεί γύρω μας: συνιστούν ένα ρήγμα στην κανονικότητα. Έτσι λοιπόν μπορεί να λειτουργήσουν έξω από την ευθεία γραμμή του κόσμου των τρεχουσών υποθέσεων, πότε, ως καταφύγιο και πότε ως ορμητήριο στο μεγάλο παιχνίδι τής ζωής μας ανάμεσα στην αγωνία και τη γαλήνη.

Ό,τι ζει φθείρεται. Είναι από τις βασικές παραμέτρους του ρυθμού του Κόσμου. Αλλά υπάρχουν φθορές και φθορές. Όσον αφορά τα κτίρια τώρα, η φθορά τους στην Ελλάδα είναι ενδημική· τουλάχιστον όσον αφορά τις όψεις των κτιρίων. Υπάρχουν πολλοί λόγοι γι’ αυτό. Πρώτα από όλα, η συντήρηση δεν έχει πολλούς ζηλωτές στη χώρα μας. Και αυτό δεν αφορά μόνο τους ιδιώτες, καθώς ακόμα και στις πολυκατοικίες η ενδοσυνεννόηση των ενοίκων είναι δύσκολη άσκηση. Η μονίμως καταπτωτική κατάσταση των δημόσιων κτιρίων είναι χαρακτηριστική.

Καθώς η φθορά λοιπόν είναι εγγενής και αναπόφευκτη στα κτίρια, η παραμέλησή τους, δηλαδή η έλλειψη συντήρησης, συντελεί σ' αυτή τη διάχυτη εικόνα κακομοιριάς σε μεγάλες περιοχές των ελληνικών πόλεων. Χειρότερη όμως από την παραμέληση είναι η εγκατάλειψη. Δεν είναι μόνο τα κλειδωμένα, ερημωμένα σπίτια (η οριστική παρακμή ενός κτιρίου αρχίζει με τη χρόνια απουσία ενοίκων), μα και τα περιφρονημένα, ξεπατωμένα, ταπεινωμένα διατηρητέα.

Διαφέρει η φθορά από την καταστροφή;

Παλιώνει ότι ζει. Ενώ η καταστροφή είναι το τέλος της υλικής παρουσίας του κτιρίου στο χώρο. Είναι κρίσιμης σημασίας να πούμε ότι το τέλος δεν έρχεται κυρίως επειδή τα υλικά της κατασκευής έφθασαν στο τέλος τους. Συνήθως είναι άλλοι, εξωγενείς οι λόγοι.

Οι περιστάσεις της ολικής καταστροφής των κτιρίων είναι ο πόλεμος, οι φυσικές καταστροφές όπως ο σεισμός, και η αλλαγή του βιοπολιτικού συστήματος, δηλαδή του τρόπου με τον οποίο μία πολιτεία παράγει, λειτουργεί και κυβερνάται. Ξεκινώντας με τον Β' Πα­γκόσμιο Πόλεμο, για παράδειγμα, τον καταστρεπτικότερο μέχρι τώρα πόλεμο όλων των εποχών, όπου το αστικό περιβάλλον θεωρήθηκε ότι συμπεριλαμβάνεται στο πεδίο των μαχών, ισοπεδώθηκε ένας τεράστιος αριθμός πόλεων, αλλά και χωριών, από το ένα άκρο της Ευρώπης ως το άλλο.

Τα κτίρια κατασκευάζονται με προδιαγραφές ειρηνι­κών, καιρών. Δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς. Στον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο υπήρχε η πεποίθηση στους ναζί ότι το μπετόν αρμέ των καταφυγίων τους θα προστάτευε τον πληθυσμό από τους αεροπορικούς, βομβαρδι­σμούς.

Το μπετόν των καταφυγίων άντεξε, μα η τρομερή θερμότητα που εκλυόταν μετέτρεψε τα καταφύγια σε φούρνους για τους ανθρώπους που κατέφυγαν εκεί.

«Το μέλλον των ερειπίων»

Έχουν υπάρξει πολλές στην Ιστορία. Στην πραγματικότητα, σπάνια είναι μόνο φυσικές. Συνήθως έχουν και μια ανθρωπογενή διάσταση. Ένας σεισμός σε μια χώρα του Τρίτου Κόσμου είναι καταστρεπτικότερος από αλλού, εξαιτίας της χαμηλής ποιότητας των κατασκευών εκεί. Αλλά δεν πρόκειται μόνο για την αντοχή των κτιρίων. Μια φωτιά μπορεί να είναι τρομερά καταστρεπτική, εξαιτίας μιας άθλιας ποιότητας πολεοδό­μησης, αλλά και μιας πλημμελούς λειτουργίας του συστήματος προστασίας της περιοχής σε έκτακτες ανάγκες.

Είναι αυτονόητο το ενδιαφέρον μας για τη διατήρηση των κτιρίων παλαιότερων εποχών γιατί  συνιστούν πολύτιμες πύλες αναλογισμού της ανθρώπινης περιπέτειας, και με τον τρόπο τους μας προστατεύουν από ένα είδος ολοκληρωτισμού, ο οποίος θέλει να μας ποδηγετήσει πείθοντάς μας ότι δεν υπάρχει εναλλακτική από αυτή του οδοστρωτήρα του παρόντος.

Έχει νόημα να ξεκινήσουμε με μια απλή ρεαλιστική διαπίστωση: ακόμα και αν το θέλαμε, είναι αδιανόητη η διατήρηση όλων των παλαιών κτιρίων, μόνο και μόνο επειδή υπερέβησαν ένα όριο ηλικίας. Μια τέτοια ιδέα στο μυαλό τους καλόγερους στον Μεσαίωνα, των οποίων οι υπολογισμοί για το πού θα χωρέσουν οι άνθρωποι όλων των εποχών που θα αναστηθούν κατά τη Δευτέρα Παρουσία, τους έφερναν σε απόγνωση. Φανταστείτε να θέλαμε μαζί με τον Παρθενώνα και τον ναό του Ηφαίστου, να κρατήσουμε και όλα τα σπίτια που έμεναν οι κάτοικοι της Αθήνας ανά τους αιώνες, όλα τα νεκροταφεία τους και τα σχετικά.

Θέλει μια προσοχή όταν συγκρίνουμε την Αθήνα με άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Είναι διαφορετικό το σημείο εκκίνησης, καθώς αρκετές από τις τελευταίες ήταν πρόσφατα πρωτεύουσες αυτοκρατοριών, και σήμερα συνιστούν κρίσιμους κόμβους της πλανητικής οικονομίας. Είναι ανόμοια τα μεγέθη. Επιπλέον, είναι σημαντικό να έχουμε κατά νου ότι εκτός από τα λαμπερά κέντρα των ευρωπαϊκών πόλεων, υπάρχουν περιοχές με τόσο καταπτωτικά χαρακτηριστικά, που οι κάτοικοί τους θα ζήλευαν τις ελληνικές πόλεις. Οι σχετικές συγκριτικές μελέτες είναι πρακτικά ανύπαρκτες.

Όπως και να ’χει, είναι γνωστό ότι ο οδοστρωτήρας της μεταπολεμικής ανοικοδόμησης σάρωσε εκ θεμελίων τις ελληνικές πόλεις. Την εποχή που γινόταν αυτό δεν υπήρξαν σοβαρές αντιδράσεις, όχι μόνο από την κοινωνία στην πλειοψηφία της, μα και από τους τεχνικούς ή τους δια­νοούμενους. Στις ταινίες, οι πολυκατοικίες ήταν τα «μέγαρα» της νέας εποχής, σε τραγούδι του Ζαμπέτα είναι συνώνυμες με την «πολυτέλεια», στο θεατρικό έργο του Ιάκωβου Καμπανέλη «Ο δρόμος περνάει από το σπίτι», το παλιό «αρχοντικό» με τον μεγάλο κήπο που περιβάλλεται πια από πολυκατοικίες είναι έδρα μιας νοσηρής ζωής που αναφέρεται στο παρελθόν, στα δημοφιλή αστυνομικά μυθιστορήματα του Γιάννη Μαρή αναδεικνύεται μια νέα Αθήνα απαστράπτουσα. Λίγες δεκαετίες αργότερα η αντίληψη γι' αυτή την Αθήνα είχε αναποδογυριστεί. Έχετε παρατηρήσει ότι εδώ και δεκαετίες το χτισμένο περιβάλλον των ελληνικών πόλεων είναι εξαφανισμένο τόσο από τις ελληνικές ταινίες, τα σήριαλ και τα βιβλία. Είναι ένα είδος εξορκισμού.

Εδώ και πολύ καιρό δεν υπάρχει μια σοβαρή, πολύ συμμετοχική δημόσια συζήτηση για τις πόλεις μας, που να έχει συνέπεια και συνέχεια ως προς το πλαίσιό της. Υπάρχει μια κλάψα, και η κλάψα δεν συνιστά κριτική, ούτε συνδέεται με κάποια διάθεση επέμβασης στα πράγματα, και επομένως με την ευθύνη που θα οφείλαμε να αναλάβουμε ως πολίτες.

Προσωπικά με γοητεύει η ιδέα, σαν σε όνειρο, της διατήρησης της προπολεμικής Αθήνας, με τα νεοκλασικά της, τα λίγα εκλεκτικιστικά ή άλλου ρυθμού κτίρια, με τις ελάχιστες πολυκατοικίες του Μπάουχαους, και γενικότερα τη χαμηλή δόμηση και τους μικρούς κήπους των σπιτιών. Θα ήταν σήμερα μια ιδιαίτερη, χαριτωμένη μεσογειακή πρωτεύουσα. Αλλά υπήρχαν οι προϋποθέσεις να γίνει κάτι τέτοιο; Δεν αναφέρομαι μόνο στις διαθέσεις των ανθρώπων εκείνης της εποχής να ζήσουν με τις ανέσεις που προσέφεραν οι πολυκατοικίες. Τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, η χρηματοδότηση της ανέγερσης οικοδομών ήταν, αδιανόητη για τις Τράπεζες. Θεωρούσαν πως επρόκειτο για μια αντιπαραγωγική επένδυση σε σχέση με τη βιομηχανία. Εκ των υστέρων αποδείχθηκε ότι αυτή η θεώρηση ήταν λανθασμένη, καθώς η «οικοδομή» λειτούργησε ως η ατμομηχανή της οικονομίας, όμως παραμένει το γεγονός ότι το τεράστιο κύμα της μεταπολεμικής ανοικοδόμησης στηρίχτηκε στην αυτοχρηματοδότηση και την επιχειρησιακή πατέντα της αντιπαροχής.

Η Μεταπολίτευση έφερε έναν καινούργιο αέρα σε πολλά πεδία. Αναδείχθηκε, μεταξύ άλλων, η καταστροφή των παλαιότερων κτιρίων και η ανάγκη προστασίας των όσων απέμειναν και είχαν μια ιδιαίτερη αισθητική ή ιστορική αξία. Το Υπουργείο Πολιτισμού έπαιξε κομβικό ρόλο σ' αυτή την προσπάθεια.

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ