ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΑΠΟΨΕΙΣ

Τα «φωσάκια» του Κωστή Παλαμά και του Σταμάτη Αποστολάκη

0

Τον Σεπτέμβριο του 1940, λιγότερο από δύο μήνες πριν από την είσοδο της χώρας μας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Στρατής Μυριβήλης δημοσίευσε στο περιοδικό «Νέα Εστία» ένα κείμενο που έμεινε ιστορικό και αναδημοσιεύτηκε πολλές φορές στη συνέχεια, ακόμη και σε σχολικά βιβλία. Περίγραφε τον χώρο εργασίας και την ταπεινή λάμπα εργασίας ενός από τους σημαντικότερους Έλληνες όλων των εποχών, του Κωστή Παλαμά. Το θυμήθηκα πρόσφατα, με την εκδημία ενός επίσης σημαίνοντος Κρήτα των γραμμάτων, του Σταμάτη Αποστολάκη. Το κείμενο του Μυριβήλη θα μπορούσε άνετα να ξαναγραφεί, ογδόντα χρόνια μετά, για εκείνον, για το σπίτι του στη Νέα Χώρα των Χανιών και για το γραφείο του, το δωματιάκι στην πίσω αυλή, που στέναζε από τα πολλά βιβλία και τον περιορισμένο χώρο. Παραθέτω αποσπάσματα από το κείμενο του Μυριβήλη, προτρέποντας τους αναγνώστες να κάνουν οι ίδιοι τις απαραίτητες χρονικές και τοπικές αντικαταστάσεις:

«Μια φορά κι έναν καιρό, σαν χτες ήταν αυτό, μέσα στην καρδιά τούτης της πολιτείας στέκονταν ένα σπίτι χωρίς θόρυβους, όπως στέκεται μιαν εκκλησιά. Του Παλαμά το σπίτι ήταν. Εκεί στην αρχή της οδού Ασκληπιού. Μόλις το αττικό μούχρωμα τυλιγόταν γύρω στο ουρανόζωστο κείνο κυπαρίσσι, που αργοσαλεύει εκεί ψηλά, πίσω από τις γρίλλιες ενός στενού παραθυριού, άναβε ένα κοκκινωπό φωσάκι… Περνούσαμε λοιπόν και την οδό Ασκληπιού, δείχναμε πάνου κατά το ψηλό παραθυράκι, με ευλάβεια, και ξέραμε πως τούτη την ώρα που κατακαθίζει το βραδάκι πάνου στις στέγες και πάνου στα κιονόκρανα της Αθήνας, εκεί μέσα είναι αναμμένη η λάμπα του Παλαμά. Αναμμένη μπροστά στην πνευματική μορφή της Αθήνας, όπως ένα καντήλι μπροστά στο ήμερο κόνισμα της Παναγίας. Ήταν ένα φωσάκι που έκαιγε ήσυχα μέσα στη νυχτωμένη και ξάστερη πολιτεία. Μας παρηγορούσε κι ήταν η άγρυπνη καρδιά της Αθήνας που χτυπούσε εκεί πάνου. Όσοι πέρασαν από κείνο το σπίτι, δεν γίνεται να ξεχάσουν το γραφείο του ποιητή… ‘Το κελί μου’, έτσι τόλεγε ο μεγάλος κοσμοκαλόγερος της ασάλευτης ζωής, που διάβαινε εμπνευσμένος, δοξασμένος και απόμερος, μέσα στην πολιτεία και στη μοναξιά του. Ένα μέτριο, παλιό δωμάτιο, που τα σανίδια του είχαν πάρει το χρώμα του βιολιού και που ξεχείλιζε από τα βιβλία και χαρτιά».

Είχα την τύχη να γνωρίσω από κοντά τον Σταμάτη Αποστολάκη σ’ ένα ανάλογο δωματιάκι και να φωτογραφίσω σ’ αυτό. Είχε κι άλλα δωμάτια το παλιό ψηλοτάβανο σπίτι του στη Νέα Χώρα, που κι αυτά ξεχείλιζαν από βιβλία, από περιοδικά, από μπομπίνες μαγνητοφώνου, από μαθητικές εργασίες, από φωτογραφικά άλμπουμ κ.λπ. Όμως αυτό ακριβώς το μικρούλι δωμάτιο, το «κελάκι», το απομονωμένο στην αυλή, στο οποίο έμπαινες σχεδόν στο πλάι, αυτό ήταν το αγαπημένο του. Ήταν ο χώρος πραγματοποίησης των μεγάλων του πνευματικών αναζητήσεων, εκείνο που στα ράφια του είχε εναποθέσει τους πνευματικούς κόπους μιας ζωής: δυο δεκάδες βιβλία, άλλες δυο δεκάδες εισηγήσεις σε επιστημονικά συνέδρια, περισσότερες από τρεις εκατοντάδες μελέτες σε περιοδικά, περισσότερες από τρεις χιλιάδες συνεργασίες στον τύπο. Σ’ αυτό είχε τα αντίτυπα των βιβλίων του, εκεί και τα ανάτυπα, που χαιρόταν να τα χαρίζει σ’ ανθρώπους που εκτιμούσε. Όταν του είχαν τελειώσει στενοχωριόταν, γι’ αυτό κάθε τόσο πήγαινε στο αγαπημένο του βιβλιοπωλείο για ν’ αγοράσει τα δικά του βιβλία (!), που δεν τα είχε εκδώσει ο ίδιος, προκειμένου να τα χαρίσει κι αυτά! Τα βιβλία του αυτά ξεχείλιζαν το δικό του «κελάκι» από παντού, όπως εκείνα του Παλαμά.

Αρχικά είχε παραγγείλει στον ξυλουργό ράφια με διπλό βάθος, όμως κι αυτά γέμισαν. Στη συνέχεια πρόσθεσε άλλα σε ύψος, που κι εκείνα ξεχείλισαν. Επεκτάθηκε αργότερα και στο καθιστικό και στο σαλόνι, φοβάμαι και στην κρεβατοκάμαρα. Στην οποία -σημειωτέον- δεν χρειάστηκε ποτέ να μπω, αφού ο κύριος Σταμάτης δεν έπεσε ποτέ στο κρεβάτι, αν και πάλευε γενναία σχεδόν μια δεκαετία με τον Χάρο. Την τελευταία φορά που συναντηθήκαμε, στις 17 του Δεκέμβρη, σηκώθηκε για να με δεχτεί όρθιος, στο καλό δωμάτιο του σπιτιού του, στη σάλα του. Όρθιος και αξιοπρεπής. Με δέχτηκε εκεί για να μ’ αποχαιρετήσει, απ’ ότι φάνηκε στη συνέχεια. Στάθηκε όρθιος στον «τελευταίο ασπασμό», αποβγάζοντάς με μέχρι την εξώθυρα, έχοντας δίπλα την κυρία Ελευθερία, να του υποβοηθεί τις εξαντλημένες πια όραση και ακοή του. Και να τον βοηθά να περνά τις τελευταίες του μέρες  κατά το δυνατόν ανώδυνα και οπωσδήποτε ανεπαίσχυντα και ειρηνικά.

Ας σταθούμε μια στιγμή για απόδοση τιμής στη φωτογραφία, στο ταπεινό γραφείο ενός πνευματικού φάρου του νησιού μας: τακτοποιημένο, με τα «προς ενέργειαν» στα δεξιά, με τις μολυβοθήκες του, με μια παλιά γραφομηχανή πίσω δεξιά στο κουτί της, και μ’ ένα «φωσάκι» πάνω αριστερά. Και, βέβαια, με το χαμόγελο του Σταμάτη Αποστολάκη, που δείχνει ν’ «απολογείται» για το πάθος του με τις μελέτες, την έρευνα, τη συγγραφή και τη δημιουργία.

Μαζί με το χαμόγελο, έσβησε και το «φωσάκι» του Σταμάτη Αποστολάκη. Όπως κι εκείνο του Κωστή Παλαμά στην οδό Ασκληπιού, έτσι και το δικό του στην οδό Σκίνερ σταμάτησε «να καίει ήσυχα μέσα στη νυχτωμένη και ξάστερη πολιτεία». Έσβησε «το φωσάκι που μας παρηγορούσε κι ήταν η άγρυπνη καρδιά» των Χανιών και της Κρήτης ολόκληρης. Μένει πίσω το έργο μιας ζωής να φωτίζει και να παραδειγματίζει. Και μένουν έμπρακτες οι αξίες της παλιότερης Κρήτης, από τις οποίες η σεμνότητα δεν ήταν η μόνη που χαρακτήριζε τον δικό μας Κωστή Παλαμά.

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ