Ο Φανούρης και η Αγνή το ζευγάρι που προσέτρεξε στην πίστη για να τεκνοποιήσει, μέτρησαν τα δεδομένα της σκήτης που δεν ήταν σκήτη. Του Φανούρη αλλού πήγαινε ο νους του. Της Αγνής όμως δεν λάθεβε. Αν ήταν να καεί, να καεί. Πλυθήκανε, εβγάλανε ρούχα από τα σακούλια που κρατούσανε κι αλλάξανε κι ύστερα καθήσανε στο σαλονάκι στο στρογγυλό τραπέζι. Πάνω στο τραπέζι είχε σκεπασμένο, με δυο άσπρες καθαρές πετσέτες, το δείπνο τους ο Καλόγερος. Ξεσκεπάσανε. Του κόσμου τα καλά τους είχε ετοιμάσει: πράσινες ξιδάτες ελιές, βραστά φασόλια, βραστές πατάτες, παξιμάδι, άρτο, μια πήλινη κανάτα κρασί, μιαν άλλη γυάλινη κανάτα με νερό, καρύδια, αμύγδαλα μέλι. Όλα νηστίσιμα μα μπόλικα.
- Μήτε στα μαγέρικα στη Χώρα δεν είδα ποτέ τέτοια περιποίηση, είπε παραξενεμένος ο Φανούρης. Που τα βρίσκει τα πράματα τουτανά και πώς τα κουβαλεί επαέ πάνω, δεν μπορώ να το εξηγήσω. Και καλά τα τροφίματα είναι αλαφρά, τα άλλα που θωρούμε: τσι ντολάπες, τα κρεβάτια, πώς διάολο, Θε μου συχώρεσέ με, τα κουβάλησε επαέ πάνω: Με το αεροπλάνο τα ‘φερε;
Η δύναμη της πίστης
- Ξεχνάς φαίνεται, Φανούρη μου, τα όσα ακούμε κάθε Κυριακή και κάθε σκόλη στην Εκκλησά. Ξεχνάς το θάμα του Χριστού, που με πέντε άρτους χόρτασε χιλιάδες ανθρώπους. Ξεχνάς τα θάματα των Αγίων. Ξεχνάς τα λόγια, δε θυμούμαι δα τίνος Αγίου, που λέει πως η πίστη σηκώνει βουνά και τα πάει από τον έναν τόπο στον άλλο. Θα δυσκολευτεί λοιπόν τούτος ο Άγιος Άνθρωπος, να φέρει ένα κρεβάτι στο βουνό; Η πίστη ντου του δίνει τη δύναμη και τα καταφέρνει όλα. Γι’ αυτό κι εγώ πιστεύγω, πως θα τα καταφέρει να …να μου δώσει κι εμένα ένα παιδί!
- Μαγάρι…, ψιθύρισε ο Φανούρης, με ύφος κακομοίρικο, κι ύστερα σωπάσανε κι οι δυο και ριχτήκανε στο φαί.
Φάγανε με όρεξη, κατέβασε κι ο Φανούρης πέντε – έξι ποτήρια κρασί, άδειασε σχεδόν την κανάτα. Ξιδόκρασο ήταν κι είχε και μια περίεργη μυρωδιά που σου’ φερνε ζαλάδα, μα σκέφτηκε πως δίπλα ήτανε το κρεβάτι και καλύτερα το’ χε να κοιμηθεί ξερός και να μη γροικά τα σούφερα που του ‘κανε όλη την ώρα ο νους του!
Πήγανε στο κρεβάτι και δεν πρόλαβε να γείρει στο μαξιλάρι ο Φανούρης κι άρχισε το ροχαλητό. Η Αγνή ξάπλωσε δίπλα και μ’ όλη τη φοβερή της κούραση ήτανε ηφαίστειο έτοιμο να εκραγεί. Κάποιες στιγμές έχανε τα λογικά της και δεν ήξερε που βρισκόταν και τι γύρευε. Ένα καζάνι ήτανε η ψυχή της, που μέσα χοχλάζανε πόθοι, φόβοι, έγνοιες κι ελπίδες χωρίς σταματημό. Φοβόταν πως, αν κάτι, κάτι σαν παγωμένος καταρράχτης, δεν πέσει πάνω της γρήγορα να σβήσει τούτες τις φωτιές της Κόλασης, η λάβα θα ξεχυθεί και θα κατακάψει κι αυτήν κι ό,τι υπάρχει γύρω της! κι ακόμη μεγαλύτερο ήτανε το μαρτύριό της, να βάζει απελπισμένη προσπάθεια να κρύψει την τρομερή της αυτή ταραχή, από το απόγευμα που αντίκρισε αυτόν τον Καλόγερο!... Βοήθα με, Θεέ μου, σιγοψιθύριζε όλην την ώρα και περίμενε το χτύπημα της πόρτας!
Η δοκιμασία της ολονυχτίας
Δεν είχανε ρολόι κι οι ώρες της φαίνονταν αιώνες. Κάποτε ακούστηκε το λάλημα του πετεινού από το κοντινό κοτέτσι του Ερημίτη. Πετάχτηκε πάνω η Αγνή και ψήλωσε το φως της λάμπας. Σκέφτηκε πως μπορεί το κόκκινο πουλί να κράζει τα μεσάνυχτα. Και δεν έπεσε έξω. Την ίδια στιγμή ακούστηκε κι ένα ελαφρό χτύπημα στην πόρτα του κελιού. Γρήγορα έριξε λίγο νερό στο πρόσωπό της, φόρεσε τη ρόμπα της και πήγε προ της πόρτα.
Ο Καλόγερος έστεκε μπρος της. Δεν τον καλόβλεπε μέσα στο σκοτάδι μα ένιωθε την ανάσα του και τη μυρωδιά του.
- Έλα, αδελφή μου, ώρα για την προσευχή μας, είπε και την έπιασε από το χέρι! Ρίγος φοβερό διαπέρασε το κορμί της από την κεφαλή μέχρι τα νύχια των ποδιών στο άγγιγμα του Ερημίτη!
Διασχίσανε αργά την αυλή και μπήκανε στο άλλο κελί, που το φώτιζε ένα λαδοκάντηλο και δυο – τρία κεριά σ’ ένα μανουάλι στη γωνιά. Στην κατάσταση που βρισκόταν κείνη τη στιγμή και μες στο μισοσκόταδο δεν ξεκαθάριζε και πολλά πράγματα. Εικόνες και σταυρούς έβλεπε στους τοίχους και στο βάθος μια σπηλιά που έμοιαζε με ιερό εκκλησίας. Εκείνο που πρόσεξε καλά, ήταν πως το δάπεδο ήτανε σκεπασμένο με πολλές κουρελούδες και στη μέση είχε στρωμένες δυο βελέντζες, τη μια πάνω στην άλλη, έτσι που να κάνουν ένα μαλακό και παχύ στρώμα!...
Διπλοκλείδωσε ο Καλόγερος την πόρτα κι ύστερα έβγαλε τα παπούτσια του, το σκούφο και το ράσο και τ’ άφησε πάνω σ’ ένα σκαμνί. Έμεινε μόνο με ένα εσώρασο που έμοιαζε σαν κάτι μεταξύ νυχτικού και πλατιάς φόρμας! Ασυναίσθητα κι γυναίκα έκαμε το ίδιο με τα παπούτσια της, που τ’ άφησε δίπλα στο σκαμνί. Ύστερα έπιασε μαλακά και τρυφερά τη γυναίκα από τους ώμους και μαζί γονατίσανε πάνω στη βελέντζα, κοιτάζοντας προς το βάθος της σπηλιάς!
Το γονιμοποιό βάρος τ’ Αγίου
- Αδελφή, Αγνή, άρχισε ψιθυριστά και με ύφος υπνωτιστή, να της λέει ο Καλόγερος κοντά στ’ αυτί, μετακινώντας αργά το δεξί του χέρι προς τα πάνω κι αγγίζοντας τρυφερά το λαιμό και το δεξί της μάγουλο. Κλείσε τα μάτια σου τώρα κι από τούτη τη στιγμή και μέχρι την αυγή θα ζήσεις ένα όνειρο. Μην αρνηθείς καμιά θυσία που θα σου ζητήσουν οι Ουρανοί, μην πεις «όχι» στο άγγιγμα των πτερύγων των Αγγέλων, μην αντισταθείς στο χάδι των Αγίων Χειρών τους, μην αρνηθείς το Θείο Τους ασπασμό στα τρυφερά σου μάγουλα, μην τρομάξεις στο γονιμοποιό βάρος του Αγίου τους σώματος, που θα το νιώσεις πάνω σου ζεστό, τρυφερά βίαιο, και σχεδόν διαρκές κατά τον χρόνον της μακράς προσευχής μας!
Άφησε ελεύθερο το αγνό σου σώμα, να αιστανθεί την ηδονή και τη χαρά αυτής της Θείας Επικοινωνίας και μη διστάσουν τα χέρια σου ν’ αγκαλιάσουν και να χαϊδέψουν το Θείο Σώμα που θα σκεπάσει το αειπάρθενο λευκό κορμί σου και μη διστάσουν τα κόκκινα χείλη σου να φιλήσουν τη ζωντανή εικόνα του απεσταλμένου των Ουρανών, που ήρθε κοντά σου για να διώξει και να στείλει στο πυρ το εξώτερον κάθε αντίδραση του πονηρού πνεύματος, που σε κρατεί στη δυστυχία της στειρότητας τόσα χρόνια!
Πρόσεξε όμως, ό,τι ακούσεις κι ό,τι δεις κι ό,τι απολαύσεις απόψε σε τούτη τη Θεία Μυσταγωγία, να μη φανερωθεί σε κανένα, ούτε στον Αδελφό Φανούριο, αλλιώς αδίκως, Αδελφή μου, Αγνή, θα κάνουμε αυτήν την κοπιώδη προσπάθεια κι οι Ουρανοί θα οργισθούν τα μέγιστα εναντίον μας και ποιος ξέρει την τιμωρία που θα μας στείλουν! Μου το υπόσχεσαι αυτό, Αδελφή μου; ρώτησε στο τέλος ο Καλόγερος κι έπιασε με τα δυο του χέρια τα μάγουλά της που καίγανε σα φωτιά κι ήτανε πλημμυρισμένα στα δάκρυα!
- Μάλιστα, Γέροντα, πρόλαβε να πει ξεψυχισμένα κι έγειρε μισολιπόθυμη από Θείο Πόθο πάνω στη βελέντζα, παρασύροντας πάνω της και τον Άγιο Ερημίτη, που τον κρατούσε τώρα κι αυτή σφιχτά από το λαιμό με τα δυο της χέρια!
Όλα ήρεμα, όλα γαληνεμένα
Χαράματα τελειώσανε….. οι Αίνοι, οι Δεήσεις, οι Ευχαριστίες. Ο Άγιος Ερημίτης…, κατάκοπος από την ολονύχτια προσπάθεια, έγειρε στη βελέντζα κι αποκοιμήθηκε. Η Αγνή άνοιξε σιγά σιγά την πόρτα και βγήκε στην αυλή. Ήταν μια ανοιξιάτικη αυγή γεμάτη γλύκα. Στάθηκε για μια στιγμή και κοίταξε πέρα μακριά τη θάλασσα. Ήρεμη και γαλήνη περίμενε τον ήλιο να τη στιλβώσει με χρυσόσκονη. Ήρεμες οι πλαγιές του βουνού γύρω με τη χθαμαλή τους βλάστηση. Καθάριος κι ήμερος ο ουρανός, φευγάτα τα σύννεφα, βαριάρρωστοι οι άνεμοι μπήκαν στους ασκούς τους και μόνο ένα ελαφρό, απαλό αέρι του βουνού ερχότανε από τη διπλανή μικρή ρεματιά για να χαϊδέψει, λες, κι αυτό – το ζηλιάρικο – τα δυο δροσάτα μάγουλα της Αγνής.
«Όλα ήρεμα, όλα γαληνεμένα, σαν την ψυχή μου», σκέφτηκε η Αγνή. Ήθελε τούτη τη στιγμή να φωνάξει, να διαλαλήσει τη χαρά της στα πέρατα του κόσμου. Να μάθουνε εκατομμύρια δύστυχες γυναίκες σ’ όλη τη γη, που ζούνε μίζερα κι υπομένουνε τη μοίρα τους, πως υπάρχουνε σε τούτο τον κόσμο χαρές μεγάλες κι ηδονές απίστευτες, που δεν τις βάζει ο νους τους! Αρκεί να βρει κανείς τον… Άγιο Άνθρωπο, που ξέρει και μπορεί να κάνει το θάμα! «Ας είναι ευλογημένη η ώρα που η ξαδέρφη μου ήρθε στο σπίτι μου και μ’ άνοιξε τα μάτια, ξανασκέφτηκε, το θάμα γίνηκε, το θάμα θα γενεί, το νιώθω μέσα μου βαθιά, θαρρώ πως από τα περασμένα κιόλας μεσάνυχτα ένα παιδί γαργαλά τη μήτρα μου!».
Ήθελε να μείνει κι άλλο ν’ αγναντέψει την αυγή, να σκορπίσει τη χαρά της στις πλαγιές και τα ρουμάνια και να την πάρουνε οι κοτσυφοί κι οι πετροπέρδικες, που τούτη την ώρα τραγουδούσαν ασταμάτητα στα πλάγια, να την πάνε μακριά, πολύ μακριά, να χαρούν κι άλλες γυναίκες, που ποτέ δε χαρήκανε, μα φοβήθηκε μην της ξεφύγει η σκέψη και γίνει κραυγή που θα χαλάσει τον ύπνο σε κοιμισμένους κι ανήξερους! Κι έτρεξε στο πρώτο κελί που κοιμότανε ο Φανούρης. Τον βρήκε πάλι ανάσκελα να ρουχαλίζει!...
Οι προσευχές γίνονται νύχτα-μέρα
Μεσημέρι πήγε μέχρι να ξυπνήσει ο Φανούρης, μα κι όταν άνοιξε τα μάτια του κι έκανε μια κίνηση να σηκωθεί, δυσκολεύτηκε. Έμοιαζε σα φίδι μισοναρκωμένο:
- Είντα ‘παθα, μωρέ Αγνή, από ψες το βράδυ, κι είμαι σαν τον αποθαμένο και δεν μπορώ ν’ ανοίξω τα μάτια μπυ; Κι εδά που σου μιλώ, πάλι νυστάζω. Λες να με χάλασε το κρασί; Είντα ώρα εγύρισες εσύ και δεν σε πήρα χαμπάρι;
- Δεν άργησα και πολύ, είπε αόριστα η Αγνή, μα από σήμερα το απόγευμα, μου ‘πε ο Άγιος Πατέρας, και μέχρι την Τρίτη που λέμε να φύγουμε, πρέπει οι προσευχές να γίνουνται νύχτα – μέρα!.
- Κι είντα προσευχές κάνετε; Είντα σου’ πε; Σου ‘βαλε «Κανόνα»; Ερώτησε ο Φανούρης γεμάτος ανήσυχη περιέργεια.
- Δεν κατέχεις, άντρα μου, πως τούτα τα πράματα δε θέλουνε κουτσομπολιά κα συζητήσεις; Κι είναι αμαρτία και που με ρωτάς ακόμα; Θες να μας οργιστεί ο Θεός και να πάνε στράφι οι κόποι μας και τα έξοδά μας κι οι κούρασες που πήραμε να ρθούμε σε τούτες τσ’ ερημιές, που φωλιάζουνε μόνο τ’ αγρίμια και τα όρνια; Υπομονή να ‘χεις και να κάνεις κι εσύ, από μέσα σου, την προσευχή σου και θάμα θα γενεί. Αυτό μόνο σου λέω, πως το θάμα θα γενεί. Μου το ‘πε ο Άγιος Πατέρας μα κι εγώ το νιώθω πως θα γενεί, είπε η Αγνή κι ο Φανούρης αποστομώθηκε και δεν ξαναμίλησε!
Έτσι από την Κυριακή το απόγευμα η Αγνή έβγαινε μόνο για φαγητό, που έμαθε και το ετοίμαζε μόνη της, κι αμέσως μετά άφηνε το Φανούρη και τρύπωνε στο κελί – προσευχητήριο του Καλογέρου κλείνοντας την πόρτα. Όσο για τον Άγιο Πατέρα δεν έβγαινε καθόλου έξω κι αυτό παραξένεψε το Φανούρη:
- Μα είντα τρώει, μωρέ Αγνή, τούτος και δεν πορίζει όξω; Κι εσύ δεν κουράζεσαι, να ‘σαι γονατιστή μέρες και νύχτες; Δεν πιάνουνται τα πόδια σου; Είχε την απορία ο απλοϊκός άνθρωπος!...
Γονατιστός μερόνυχτα, ακούραστος
- Οι Άγιοι Ανθρώποι, άντρα μου, δεν είναι σαν κι εμάς, χορταίνουνε με άλλα πράματα. Την ψυχή ντως ξανοίγουνε κι όχι το σώμα ντως. Κι όσο για μένα, ήρθα αποφασισμένη να κάνω και να πάθω τα μύρια για να ‘χουμε μούτρα να ξαναπάμε πάλι στον τόπο μας και να μη μασε φωνιάζουνε «άκλερους» όλην την ώρα. Δεν σου ‘πα πως δεν θα γαληνέψει η ψυχή μου, αν δεν νιώσω στην κοιλιά μου να σαλεύγει ένα κοπέλι; Κι είντά ‘ναι η δική μου κούραση μπρος στην κούραση τούτου του Αγίου Πατέρα που ‘ναι γονατιστός μερόνυχτα; Εγώ….. σηκώνομαι και πότε - πότε, είπε με ύφος αυστηρό η Αγνή κι ο Φανούρης δεν τόλμησε να αντιμιλήσει!
Τρεις μέρες και τρεις νύχτες κράτησαν οι δεήσεις. Το Σάββατο είχαν έρθει και την Τρίτη το μεσημέρι τους είπε ο καλόγερος, πως, αν ήθελαν, μπορούσαν να φύγουν. Αν πάλι δεν βιάζονταν μπορούσαν να μείνουν: «Εδώ στην ερημιά μου, είπε μπορούν να μένουν και να προσεύχονται μαζί μου όλες οι αδελφές ψυχές που νιώθουν την ανάγκη να υψωθούν πάνω από τα εγκόμια και να πλησιάσουν το Θείο!».
- Να μείνουμε Φανούρη μέχρι την άλλη Κυριακή; Ρώτησε η Αγνή τον άντρα της, μα ο Φανούρης κατέβασε το μούτρο κι έδειξε πως απορρίπτει την πρόταση.
- Έχω τα ‘ζά, έχω τα κηπούλια, έχω ένα σωρό δουλειές, δεν κάθομαι να…
- Καλά, καλά να φύγουμε, είπε η Αγνή φανερά χολωμένη!
Ο Καλόγερος δεν βγήκε από το κελί του για να τους χαιρετήσει!
- Είναι κουρασμένος από την πολυήμερη προσευχή και μου’ πε να σου μεταφέρω, λέει, τις ευχές του και την ευλογία του και να σου πω πως, αν έχουμε πίστη, το αίτημά μας θα γενεί δεκτό από τους Ουρανούς!...
Ευλογημένος ο καρπός της κοιλίας
Βάλανε πάλι τα σακούλια τους στον ώμο και πήρανε τον κατήφορο για το Μοναστήρι. Με χίλια βάσανα φτάσανε το βράδυ στη Χώρα και προλάβανε το καράβι της γραμμής. Σ’ όλο το ταξίδι ο Φανούρης ήτανε σκυφτός και ντουχιουντισμένος. Η Αγνή πάλι τη μια ξεχείλιζε από ξέφρενη χαρά και την άλλη έκρυβε το πρόσωπό της με τις χούφτες των χεριών της και ξεσπούσε σε λυγμούς και βαθιά αναστενάγματα.
Τη μέρα των Χριστουγέννων γέννησε η Αγνή δίδυμα αρσενικά, δυο παίδαρους, που κι η μαμή, που’ λεγε πως εξεγένησε εκατό γυναίκες, δεν είχε ξαναδεί τέτοια τροφανά μωρά!... χαρές μεγάλες στο σπίτι του Φανούρη και στα πεθερικά! Ο Φανούρης περπατούσε τώρα περήφανος στους δρόμους του χωριού –γελούσανε και τα αυτιά του- και δεχότανε συχαρίκια από σοβαρούς και θεομπαίχτες. Κι η πρώτη δουλειά της Αγνής, μόλις εσηκώθηκε από το κρεβάτι, ήτανε να στείλει ένα τηλεγράφημα στη ξαδέρφη της στην Αθήνα και να της δώσει τη μεγάλη και χαρμόσυνη είδηση!...
Η παμπόνηρη ξαδέρφη πήρε το τηλεγράφημα και κουνογέλασε. Της απάντησε την άλλη μέρα μ’ ένα συστημένο κι ολιγόλογο γράμμα, που της έλεγε στο υστερόγραφο να το σκίσει αμέσως μόλις το διαβάσει:
«Αγαπημένη μου ξαδέρφη, σου στέλνω τα συχαρίκια μου για τους δυο σου γιους. Να σου ζήσουνε και καλή ανατροφή. Τώρα ξέρεις πώς γίνουνται θαύματα! Άμα θες να κάνεις κι άλλα παιδιά δεν είναι ανάγκη να θαλασσοπνίγεσαι και να παίρνεις τα βουνά! Ερημίτες υπάρχουνε παντού!...
Σε φιλώ
Η ξαδέρφη σου».
Πηγή: «Οι πρωτάρηδες» Γιάννης Λιμνιωτάκης,
Ηράκλειο 2000

