Γράφει η Ευγενία Σπαντιδάκη-Ζαμπετάκη
Συν/χου δασκάλα
-Μπρε συ Χαρικλειώ, είδα σήμερο στην εκκλησία το Σηφαλιώ, το δασκάλι(1) τ’ Ανεμογιώργη και δε το γνώρισα, επόνεσέ ν-το η ψυχή μου!...
- Που το ’δες Αγγελική, δε το κατέεις πως δε ν- είναι επαέ(2) αυτό πχαίνει στη χώρα στο σκολειό.
- Εδά(3)χουνε διακοπές και ξαργούνε, εξέχασες μαθώς(4) πως μεθαύριο έχομενε Χριστούγεννα;
- Κι είντα κανες του λόγου σου συμπεθέρα στην εκκλησία εγώ δε ν’ άκουσα καμπάνα.
- Η μάνα του κοπελιού έκαμενε μια κρυφή λειτουργιά στον Άγιο Παντελεήμονα το μ-πρώτο γιατρό του κόσμου. Επήγα γιατί που λες κι είντα να δω! Το δασκάλι αγνώριστο, απού θυμάσαι δα αν υπήρχενε ετσά λούμακας(5) στο χωριό.
- Παναγία μου! εξετρουμίστηκα! είντά ’παθαινε το άζουδο;(6)
- Χαρικλειώ μου, ήτανε κίτρινο σα ν- το μανουσάκι… Το δέρμα ν- του ολοκίτρινο, τα ρούχα επλέγανε απάνω ν-του, ό,τι που αναντράνιζενε(7) δε ν- το κρατούσανε τα πόδια ν-του, άλλο να σου λέω κι άλλο να το θώργες(8) ως και οι χοχλιοί(9) των αμαθιώ ν-του ήτανε κίτρινοι.
- Ίδια δα, θα πάω τσ’ Αργυρένιας τση γιαγιάς του να δω είντα θα μου πει…
- Να σε ξεμιστεύγει ο Θεός μπρε να προβάλεις οπουγιά,(10) να μου πεις τα νέα, να σου κάμω κι ένα βραστάρι.
Έσφιξενε(11) η Χαρικλειώ στο κονάκι τση ξαδέρφης τση τσ’ Ερήνης κι αρχίνηξενε να την αναρωτά:
-Είντα ’ναι μπρε; είντα κάνετε; Έμαθα πως είναι το κοπέλι αρρωστάρικο;
- Ηγούμια μας! και κουρέματά μας! δε γκατέμενε είντα ’χει και τήγεται(12) κι είμαστονε ούλοι μπουνταλιασμένοι(13) από το καϋμό μας.
Το πήγαμενε στη χώρα στο καλύτερο γιατρό τού γραψενε φάρμακα, τού καμενε κι ο φαρμακοποιός ένα δυναμωτικό ματζούνι, αλλά καλυτέρεψη δεν είδενε.
-Μα είντα ’αρρώστεια τούπενε ο γιατρός πως έχει ξαδέρφη;
- Δε γατέω(14) να σου το ξεκαρπουλίσω, μα θαρρώ πως είπενε «ίκτερο»
- Το γ- κακό του «φλάρο» δε γ- κατέει τα δύο κακά τση μοίρας του και κάνει και τον επιστήμονα, δε θωρείτε μπρε το κοπέλι πως έχει το σαραλίκι ν-του, που το λένε αλλιώς και «Χρυσή».
Να ετοιμάσετε το κοπέλι κι αύριο να το πάει ο αφέντης του στο Μελισσοχώρι, ένα μικρό χωριό σκαρφαλωμένο στη μ-πλαγιά του βουνού, εκειά ζει ένας ξενομπάτης(15) μεσοκαιρίτης(16) έχει και ένα κουρείο στο χωριό. Αυτός θα του κόψει τη «Χρυσή» μόνο ετσά θα δεί την υγειά ν-του μα αν περιμένεις του λόγου σου απού τσ’ επιστήμονες, ηγούγια και κουρέματά σου…
Δεν είχενε το Σηφαλιώ γλυτέρα, αφού δεν εθώριενε καλυτέρεψη με την επιστήμη, επήγενε στο μ- πραχτικό.
Ο κύριος Σταύρος ο χερικάρης ,(17) ο πρακτικός γιατρός, εκάμενε απ’ αλάργο τη διάγνωση …χωρίς εξέταση, χωρίς ακουστικά, χωρίς θερμόμετρα και φάρμακα.
-Εγώ λεβέντη μου θα σε κάμω καλά, γεράκι θα σε κάμω να πετάς, κάνε κουράγιο, μα γιάντα δεν ήρθες γιαμιάς;
- Έπεσα με την επιστήμη, επέρασα ενέσεις ήπια φάρμακα… είπε το Σηφαλιώ,
Ο «γιατρός» ετσιμογέλασενε(18) περιπαιχτικά, εφούσκωσε από υπερηφάνια και είπενε:
- Το σαριλίκι απαιτεί κόψιμο, έχω γιατρέψει μιλλιούνια αρρωστάρηδες, με γιατρικά δε ζαβώνεται οι επιστήμονες γιατροί δε σκαμπάζουνε από τέτοια…
- Κάθισε αναπαυτικά και άνοιξε το στόμα σου…
Ο πρακτικός γιατρός είδε ένα λευκό σπυρί στο μέγεθος σιταριού γεμάτο όμπυο(19) να κρέμετε στο επάνω χείλος, ακριβώς στο σημείο που εφάπτεπται με το ούλο της επάνω σιαγόνας. Χωρίς να χάνει καιρό ετοίμασενε τα χειρουργικά σύνεργα: ξυράφι και βελόνα. Τα έβρασενε να μην έχουν μικρόβια. Πέρασε στη βελόνα μεταξωτή κλωστή, σήκωσε το πάνω χείλος, τρύπησε μέχρι τέρμα το λευκό σπυρί με τη βελόνα και κρατώντας τις δυο άκρες της κλωστής, το έκοψε σύρριζα με το ξυράφι. Το στόμα του κοπελιού γέμισε αίματα. Του έδωσε ξύδι και το έπλυνε μέχρι που σταμάτησε η αιμορραγία. Η εγχείρηση τελείωσε. Ο «γιατρός» έδωσε τις τελευταίες συμβουλές:
Δύο μέρες αυστηρή δίαιτα, μόνο βραστάρια με χόρτα του βουνού και ψωμί. Έξι μήνες δε θα τρώει αυγά, τσιγαριαστά φαγητά και ξιγκερά. Έτσι θεράπευαν τον ίκτερο εκείνη την εποχή!...
Λέξεις
- δασκάλι= μαθητής
- επαέ=εδώ
- εδά=τώρα
- μαθώς επιρ.=βέβαια
- λούμακας=όμορφος νέος
- άζουδο=κακορίζικο
- αναντρανίζω=ανασηκώνομαι
- θωρώ=κοιτάζω
- χοχλιός τ’ αμαθιού= η ίριδα του ματιού
- οπουγιά=σε λίγο
- σφίγγω=τρέχω, σπεύδω
- τήγομαι= λειώνω
- μπουνταλιασμένοι=τρελαμένοι
- γατέω= ξέρω
- ξενομπάτης=ξενοτοπίτης
- μεσόκοπος=μεσήλικας
- χερικάρης=γουρλής
- ετσιμομογέλασε=εχαμογέλασε
- όμπυο=πύο

