«Το σείσμα και το λύγισμα που κάνεις του κορμιού σου,
σκλαβώνουνε τον άθρωπο μα δε ντο βάνει ο νους σου»
Η παραπάνω μαντινάδα του Κρητικού μουσικού καλλιτέχνη Χαράλαμπου Γαργανουράκη, που περιλαμβάνεται στον δίσκο του «Ω να χαρώ, χαρώ το» (MINOS, 1983), δίνει εύστοχα μια πολύ συνοπτική αλλά δυνατή εικόνα, τόσο του τρόπου που χορεύεται όσο και της ψυχικής επίδρασης που έχει ο κρητικός χορός «σούστα», πολύ δημοφιλής παλαιότερα, που όμως, δυστυχώς, φαίνεται να έχει χάσει τη δυναμική του στις μέρες μας, όπου η κυριαρχία των μέσων κοινωνικής δικτύωσης τείνει να εξαλείψει παραδοσιακούς τρόπους προσέγγισης μεταξύ των δύο φύλων, όπως είναι και η πρόσκληση για χορό, από έναν νεαρό προς μια κοπελιά που τον ελκύει και με αυτόν τον τρόπο της δείχνει το ενδιαφέρον του.
Η σούστα ανήκει στην κατηγορία των πηδηχτών χορών. Χορεύεται αντικριστά και ρυθμικά είτε από ένα ζευγάρι (άνδρας με γυναίκα) είτε από περισσότερα ζευγάρια. Προσιδιάζει σε χορούς όπως η πόλκα και έχει ρυθμό 2/4. Οι κινήσεις των χορευτών /-τριών έχουν μια δυνατή σημειολογία. Το διαδοχικό πλησίασμα και η απομάκρυνση των σωμάτων, το άγγιγμα των χεριών, οι στροφές που κάνει η γυναίκα γύρω από το χέρι του άντρα που κρατάει το δικό της χέρι, το κοίταγμα των ματιών και μετά η στιγμιαία απομάκρυνση του βλέμματος της γυναίκας, αποτελούν μια δυνατή εικόνα των δρόμων που ακολουθεί ο έρωτας για να κυριεύσει τις καρδιές των ανθρώπων.
Η σούστα ξεκίνησε να χορεύεται σε περιοχές του Ρεθέμνου, απ’ όπου εξαπλώθηκε σε ολόκληρη την Κρήτη. Ονομαστή έχει παραμείνει για τα γυρίσματά της η σούστα του παλιού Ρεθεμνιώτη λυράρη Αντώνη Παπαδάκη, γνωστότερου ως «Καρεκλά» (1893-1980). Το πιθανότερο είναι ότι τη σημερινή της ονομασία η σούστα την έλαβε κατά τη διάρκεια της Βενετοκρατίας (1211-1669), αφού η λέξη «susta» σημαίνει και «ξεσήκωμα», στη βενετική διάλεκτο. Τα ανασηκώματα και τα λυγίσματα των σωμάτων των χορευτών θυμίζουν την κίνηση ελατηρίου και συμπεραίνεται ότι οι κινήσεις αυτές έδωσαν στον χορό το όνομα του. Τουλάχιστον σε παλιότερες εποχές, στα γλέντια που γίνονταν στα χωριά της Κρήτης, οι νεαροί Κρητικοί μπορούσαν ελεύθερα να ζητήσουν σε χορό και άγνωστες σε αυτούς κοπελιές που προέρχονταν από γειτονικά συνήθως χωριά, όταν έκριναν ότι δεν ήταν δεσμευμένες. Φυσικά, οι νεαροί καβαλιέροι επέλεγαν για ντάμα κάποια που τους είλκυε και η επιλογή τους να χορέψουν μαζί της αποτελούσε το πρώτο στάδιο που θα μπορούσε να τους οδηγήσει σε γνωριμία, η οποία, όταν πραγματοποιούνταν, κάποιες φορές είχε και αίσιο αποτέλεσμα που μπορούσε να καταλήξει ακόμη και σε γάμο.
Η σούστα, λοιπόν, δικαιολογημένα θεωρείται ως ο κατεξοχήν ερωτικός χορός της Κρήτης!
Μια λύση για να αποκτήσει ξανά τη δυναμική του αυτός ο όμορφος χορός είναι να παίζεται συχνότερα από τους μουσικούς της κρητικής παραδοσιακής μουσικής, να οργανωθούν διαγωνισμοί σούστας από τους πολιτιστικούς φορείς του νησιού, αλλά και να επιδιωχθεί η εμπέδωση στους σημερινούς νεαρούς Κρητικούς της άποψης που επικρατούσε παλαιότερα, ότι δηλαδή δεν είναι κακό, αν το θελήσουν, να ζητήσουν σε χορό μια κοπελιά με την οποία δεν γνωρίζονται απαραίτητα.
Στην ιστορία που περιγράφεται στους στίχους που ακολουθούν, ένας χορός σούστας που χορεύει ο νεαρός Κρητικός με την κοπελιά, αποτελεί κομβικό γεγονός σε μια αισθηματική ιστορία, χωρίς όμως την επιθυμητή εξέλιξη. Άλλωστε, και στην πραγματική ζωή, οι ιστορίες, ακόμη κι αν μοιάζουν με παραμύθια, πολύ συχνά δεν έχουν το συνηθισμένο τέλος των παραμυθιών…
Στον ύπνο μου αιθέρια δυνάστρια τ’ ονείρου,
έρχεσαι και στη σκέψη μου σαν ορισμός τ’ απείρου.
Αιχμάλωτο το λογισμό πιάνεις στο πέρασμά σου,
και τη γ-καρδιά κάθε φορά σκλαβώνεις στα δεσμά σου.
Η μορφή σου εικόνα λατρευτή που πάντα με στοιχειώνει,
και το κορμί μαραίνεται, λιγαίνει, μαραζώνει.
Όντε διαβάζω γή γροικώ να λένε τ’ όνομά σου,
εσένα πάλι ο λογισμός γυρεύγει και κλουθά σου.
Και μετα κείνο τ’ όνομα η καρδιά μου φτερουγίζει,
μια οπτασία λαμπερή το νου μου πλημμυρίζει.
Ήσουνε μωροκόπελο και ’γω μικιό κοπέλι,
τότες που άγγιγμα ψυχής προαισθάνθηκα να μέλλει·
που ζήτουν’ απ’ τη μάνα σου με περισσό γινάτι
το πρόσωπό σου για να ιδώ στο παιδικό κρεβάτι.
Τότες που μου ’πε βρίχνεσαι στου ύπνου την αγκάλη,
για μια φορά δε μ’ άφηκε κ’ η πίκρα ήτα(ν) μεγάλη.
Ετότες επρωτόνιωσα στον κόσμο την οδύνη
πέντε χρονώ κι αν ήμουνε -μόνο- την ώρα εκείνη.
Και όντε στα χεράκια σου φύλαξες μου το ρολόι·
το τόπι για να κυνηγώ, επρόστεσές μου μπόι.
Ήτανε χρόνια όμορφα που σ’ έβλεπα ν’ ανθίζεις,
κι άρχιξε να σκιρτά η καρδιά δίχως να το γνωρίζεις.
Εις του δεντρού τον ασκιανιό που κάτσαμε αποκάτω,
σου μίλησα, μου μίλησες, καλοκαιριού Σαββάτο.
Κ’ ύστερας ήρθεν’ ο χορός που χόρεψα με σένα,
ώστε να ζω η θύμηση δε φεύγει από μένα.
Των αμαθιώ σου η φωθιά έσπασενε τη γ-κρούστα,
που ’χα στα φυλλοκάρδια μου πρι σε χορέψω σούστα·
κι από τη μαύρη φυλακή που ’χα τον εαυτό μου
λευτέρωσες τη σκέψη μου και πήρες το μυαλό μου.
Εκατομμύρια φορές στο λογισμό μου φέρνω,
κείνο το μαγικό χορό και συγκινήσεις παίρνω:
Πάλι ο λυράρης τραγουδεί -στη σκέψη- για δικού σου,
«το σείσμα και το λύγισμα που κάνεις του κορμιού σου».
Θαμάζω γι’ άλλη μια φορά τα ολόμαυρα μαλλιά σου
τα νάζια, τα τσακίσματα, τα στραταρίσματα σου.
Ετούτα τ’ ακροδάχτυλα στα φιλντισένια χέρια,
κρατώ τα κι οδηγούσι με σε έρωτα λημέρια.
Μαύρα είναι τα μάθια σου, ταιριάζου στη θωριά σου,
μαύρο το ρούχο που φορείς, μα κρίνος η καρδιά σου.
Το πρόσωπό σου ολόδροσο και λάμπει σαν τον ήλιο,
φως α ντο κάμουν τεχνητό φωτίζεις την υφήλιο.
Κι αναμεσίς στα μακριά χρυσά σου σκουλαρίκια,
νικά με ’να χαμόγελο και κάνει τα επινίκια·
είναι το ωραιότερο χαμόγελο του κόσμου,
φωτογραφία ακριβή το ’χω από σένα φως μου·
ετούτο το χαμόγελο κ’ η σπίθα τω μαθιώ σου
εδέσανέ μου τη γ-καρδιά στο άρμα το δικό σου.
Είπα Του: «Μάθια δώσε μου Θε μου να τη ξανοίγω,
σα ν-τηνε ιδώ στο δρόμο μου, το βήμα τζη όντε σμίγω·
στο γ-κρουσταλλένιο τζη λαιμό να πέφτει η-το βλέμμα
κι απόις τα μάθια να ζητά κι ας βγάλ’ η καρδιά μου αίμα…».
Μα κι αν τη μ-πόρτα χτύπησα σ’ όμορφη πριγκηπέσα,
φτωχός εγώ, δε ν-τόλμησα να μπω στο σπίτι μέσα.
Απού τη φτώχια μου να βγω κ’ ύστερα να ’ρθω πάλι,
βουλή ’καμα, μα στο μεταξύ μπήκες σε άλλη αγκάλη.
Κι αν ευκαιρία άλλη μια μου ’δωκενε η μοίρα,
ένιωσα την ευγένεια μα ενθάρρυνση δε πήρα.
Βάρος να γενώ δεν ήθελα και μη ντο παραβλέπεις,
γιατί συμπέρασμα ’βγαλα αδιάφορα με βλέπεις·
πέρασα και δε σ’ εύρηκα, σε σένα μόνο το ’πα,
δε μου ’πες «ξαναπέρασε»· σα να μου ’κλεισες τη μ-πόρτα.
Ούτε για μια μικρή στιγμή εκατηγόρησά σε,
μα ’θελα πάντα μέσα μου καλά στη ζωή σου να ’σαι·
γιατί όποιος αληθινά ’γαπά εγωισμό δε γατέχει,
και το καλό τσ’ αγάπης του θέλει κι ας μη ν-την έχει.
Να ’σαι καλά στη ζήση σου, εις τσ’ ευτυχιάς το θρόνο,
και η καρδιά μου ας νταγιαντά τσ’ αγάπης η-το μ-πόνο·
μα να ’ν’ ο πόνος πόνος σου, που παίρνω απ’ τη γ-καρδιά σου,
κι όση χαρά μου ’πόμεινεν αφήνω στ’ όνομά σου…
ΠΗΓΕΣ:
Η εικόνα του ζευγαριού με παραδοσιακές ενδυμασίες είναι δανεισμένη από την ιστοσελίδα: https://www.pyrrixiadromena.gr/index.php/el/cretan-dance/sousta
ΓΛΩΣΣΑΡΙ
απόις=μετά
απομένω (’πομένω)=παραμένω
απού=από
(ο) ασκιανιός=η σκιά
βουλή=απόφαση
γατέχω(κατέχω)=ξέρω
γή=ή
για δικού σου=για σένα
(το) γινάτι=το πείσμα
γροικώ=ακούω
(η) θωριά=το παρουσιαστικό
ιδώ=δω, να ιδώ=να δω
κλουθώ=ακολουθώ
λιγαίνω=λειώνω, αδυνατίζω
μέλλει= είναι μοιραίο να γίνει
μετα=με
(ο) μικιός, -ή, -ό = ο μικρός
νταγιαντώ=υπομένω
ξανοίγω=κοιτάζω
όντε=όταν
όξω=έξω (εκτός)
σμίγω=συναντώ
τζη=της