Η χρησιμοθηρική εργαλειοποίηση θρησκείας από εξουσία (πολιτική ή στρατιωτική) αποτελεί, βέβαια, διαχρονικό και διατοπικό φαινόμενο, με έντονα τα αποτυπώματά του στην ιστορική πορεία της ανθρωπότητας.
Εξετάζοντας ειδολογικά την πρακτική αυτή, εξειδικευόμαστε στην εργαλειοποίηση των «εσχατολογικών», ή «καταστροφολογικών» ή περί του «επερχόμενου τέλους της ανθρωπότητας» ή αλλιώς περί της «συντέλειας του κόσμου» δοξασιών, με τις επί μέρους εκδοχές και προσδοκίες τους, που απέρρευσαν από θρησκευτικές ή «παραθρησκευτικές» πηγές διατοπικά και διαχρονικά.
Η χωροχρονική επικέντρωση της προαναφερόμενης πρακτικής στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και σε συγκεκριμένη περίοδο και εξουσία της αποτελεί το θέμα που πραγματεύεται με ενδελέχεια ο διδάκτωρ Βυζαντινής Ιστορίας Διονύσιος Ανδρ. Μαμαγκάκης στο βιβλίο του «ΑΤΕΝΙΖΟΝΤΑΣ ΤΑ ΕΣΧΑΤΑ». Εσχατολογία και αυτοκρατορική ιδεολογία στο Βυζάντιο του Αλεξίου Α΄ Κομνηνού (1081-1118). Εκδόσεις Σιάτρα, Αθήνα 2024, σ/ς 447.
* * *
Όπως μας ενημερώνει ο συγγραφέας στο Ο π ι σ θ ό φ υ λ λ ο του βιβλίου; «Η παρούσα μονογραφία αναδεικνύει (υπό το πρίσμα των ψευδομεθόδειων «αποκαλυπτικών» προσδοκιών και εστιάζοντας στη βασιλεία του Αλεξίου Α΄ Κομνηνού), τόσο το διαχρονικό ρόλο των εσχατολογικών πεποιθήσεων στη διαμόρφωση του ελληνορθόδοξου πολιτισμού (μεσαιωνικού και σύγχρονου) όσο και την αλληλεπίδραση της ίδιας μεταφυσικής οπτικής με την εκάστοτε πολιτική πραγματικότητα. Στο βιβλίο αυτό, ξεδιπλώνεται η ιστορία της βυζαντινής πολιτικής εσχατολογίας, η οποία βασιζόταν στο σχήμα των τεσσάρων διαδοχικών παγκόσμιων βασιλειών του βιβλικού προφήτη Δανιήλ, και συζητείται η άρρηκτη σχέση μεταξύ Βυζαντίου και αναμενόμενης ολοκλήρωσης του ιστορικού γίγνεσθαι, όπως αυτή αναδύεται μέσα από τη μεσαιωνική γραμματεία-προφητική, αγιολογική, ιστοριογραφική, χρονογραφική- αλλά και από τον “ομιχλώδη” χώρο της μνημειακής ζωγραφικής. Η παρούσα μελέτη, εν τέλει, υποβάλλει στον αναγνώστη τη σκέψη ότι ενίοτε το παρελθόν «συνομιλεί» με το παρόν, εν προκειμένω διά της διαχρονικής ανάγκης του ανθρώπου για κατά το δυνατόν διαχείριση του μέλλοντος».
Η αλήθεια είναι ότι το περιληπτικά ενημερωτικό αυτό κείμενο του οπισθόφυλλου ως σημαίνον και σημαινόμενο μας δίνει μια ενδιαφέρουσα -προκλητική θα έλεγα- πρόγευση για το περιεχόμενο του πολυσέλιδου βιβλίου. Το θέμα όμως είναι πάντα η κύρια γεύση και τελικά η επίγευση που αφήνει το διάβασμα ενός βιβλίου…
* * *
Πιο αποκαλυπτικός στην Ε ι σ α γ ω γ ή του ο συγγραφέας τονίζει:: «Με άλλα λόγια εδώ θα μας απασχολήσει κυρίως η προσπάθεια του αυτοκράτορα της Κωνσταντινουπόλεως να καπηλευτεί τη βυζαντινή πολιτική εσχατολογία, προκειμένου να εμφανιστεί στα μάτια των υπηκόων του ως ο εκλεκτός του Θεού ηγεμόνας, ο οποίος έχει κληθεί να φέρει εις πέρας τη σωτηριολογική αποστολή της ειρήνευσης της βυζαντινής οικουμένης και της παράδοσης της επίγειας βασιλείας στην Επουράνια. με τον τρόπο αυτό ο κάτοχος του βυζαντινού θρόνου επιχειρούσε να εξιλεωθεί ενώπιον της εκκλησίας και του λαού του, επουλώνοντας -κατά το δυνατόν- σε ιδεολογικό επίπεδο τα όποια προσωπικά και θεσμικά ατοπήματά του»… «Το κεντρικό ζήτημα του παρόντος πονήματος είναι η προσπάθεια του Αλεξίου Α΄ να παρουσιαστεί ο ίδιος ως “τελευταίος Ρωμαίος αυτοκράτορας” και η βασιλεία του ως κατακλείδα της παγκόσμιας ιστορίας».
Από μεθοδολογική άποψη, η ιστορική αυτή μελέτη, στο πλαίσιο μιας ολικής θεώρησης του θέματος μέσα από τη γνώση των βυζαντινών εσχατολογικών πηγών, επεκτείνεται προς κάθε δυνατή πηγή πληροφόρησης, όπως της Θεολογίας ή της Φιλοσοφίας, ακόμη και της Τέχνης (έργα μεγαλύτερης ή μικρότερης κλίμακας» ψηφιδωτά κλπ).
Το βιβλίο διαρθρώνεται σε 8 Κ ε φ ά λ α ι α. Στα τρία πρώτα Κεφάλαια παρουσιάζονται οι απαρχές της βυζαντινής εσχατολογίας και η πρώτη εμφάνιση της προφητείας του «τελευταίου Ρωμαίου αυτοκράτορα» (7ος αι.). Στα επόμενα πέντε Κεφάλαια επικεντρώνεται στην περιπετειώδη βασιλεία του Αλεξίου Α΄ Κομνηνού (1081-1118)
Δηλαδή, ενώ η μελέτη καλύπτει ένα ευρύ ιστορικό φάσμα, από τον 3ο αι. μέχρι και το 15οαι., το επίκεντρό της παραμένει ο 11ος αιώνας, ο οποίος κυριαρχείται από δύο μεγάλες πολιτικοστρατιωτικές προσωπικότητες, το Βασίλειο Β΄ το «Βουλγαροκτόνο» (976-1025) και τον Αλέξιο Α΄ και περιλαμβάνει δύο εμβληματικά γεγονότα για τη μετέπειτα πορεία του Βυζαντίου και γενικά της Ανατολικής Μεσογείου: α) Η ήττα των αυτοκρατορικών δυνάμεων στο Ματζικέρτ της βυζαντινής Αρμενίας (Αύγουστος 1071) από τους Σελτζούκους Τούρκους, οι οποίοι στη συνέχεια κατέκλυσαντη τη μικρασιατική χερσόνησο, ιδρύοντας στα 1081 το πρώτοσουλτανάτο στην ιστορία της περιοχής με έδρα τη Νίκαια της Βιθυνίας-γεγονότα που είχαν τεράστιο αντίχτυπο σε πολιτικό, οικονομικό και φιλοσοφικό ακόμη επίπεδο και β) η διέλευση των Σταυροφόρων της Πρώτης Σταυροφορίας από την Κων/λη και η κατάκτηση των Αγίων Τόπων (1096-1099). Συνοπτικά, μέσα στον ίδιο αιώνα σημειώνονται γεγονότα με τόσο έντονα θετικό και αρνητικό πρόσημο για την αυτοκρατορία, που στοιχειοθέτησαν τη διεκδίκηση από τον Αλέξιο του τίτλου του «τελευταίου αυτοκράτορα»- κάτι που διαψεύστηκε βέβαια παταγωδώς.
Στον Ε π ί λ ο γ ό του ο συγγραφέας καταλήγει σε ωρισμένες συμπερασματικές διαπιστώσεις σχετικά με τη διασύνδεση χριστιανικής «αποκαλυπικής»-«εσχατολογικής» παράδοσης και βυζαντινής αυτοκρατορικής ιδεολογίας που διατρέχει στο σύνολό τους τα οκτώ κεφάλαια που προηγήθηκαν.
Ο συγγραφέας δεν παραλείπει να υπογραμμίσει την επικαιρότητα της μονογραφίας του, και μάλιστα ως πρακτικής αξίας, αναφερόμενος σε παγκόσμια γεγονότα των τελευταίων χρόνων (πανδημία, πόλεμος στην Ουκρανία και στη Μέση ανατολή, κίνδυνος παγκόσμιας πυρηνικής ανάφλεξης κλπ) που έχουν προκαλέσει μια κατάσταση υγειονομικής, οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής αβεβαιότητας, η οποία -μέσω κυρίως του πανίσχυρου διαδικτύου- τροφοδοτεί την αναμόχλευση εσχατολογικών προφητειών και τη συρ-ραφή εσχατολογικών σεναρίων.
Το βιβλίο ολοκληρώνεται με μια εντυπωσιακή Β ι β λ ι ο γ ρ α φ ί α, η οποία καλύπτει 78 σελίδες σε σύνολο 447 και σε συνδυασμό με τις συχνές παραπομπές του σε άλλες μελέτες μαρτυρούν το βάθος και το πλάτος της επίπονης και πολύχρονης έρευνας του επιστήμονα συγγραφέα.
* * *
O ομότιμος καθηγητής του University of St. Andreus (Σκωτία) και ένας από τους διαπρεπέστερους βυζαντινολόγους ερευνητές/μελετητές της βυζαντινής παράδοσης Paul Magdalino, προλογίζοντας το βιβλίο επισημαίνει: «Η κατά το Μεσαίωνα πολιτική χρήση της προφητείας για τον τελευταίο αυτοκράτορα δεν είχε ερευνηθεί ερευνηθεί συστηματικά μέχρι τώρα. Ο Διονύσιος Μαμαγκάκης ήρθε ευτυχώς και επιτυχώς να πληρώσει ένα σημαντικό μέρος του κενού με το παρόν βιβλίο (…). Πρόκειται για μια πλούσια και εντελώς πρωτότυπη μελέτη, η οποία αναδεικνύει την ανάλυση της εσχατολογικής σκέψης σε μία απαραίτητη μέθοδο της ιστορικής έρευνας (…). Επιβαλλόταν από καιρό μία “αποκαλυπτική” της πολιτικής δράσης του Αλεξίου Α΄ Κομνηνού, την οποία μας προσφέρει τώρα ο Μαμαγκάκης με διεξοδικότατο και πειστικότατο τρόπο (…). Η παρούσα μονογραφία μας φέρνει πιο κοντά στον Αλέξιο, ανοίγοντάς μας τα μάτια στη σύμπραξη, ή έστω τη συνύπαρξη, της ψυχρής πολιτικής λογικής με τις αποκαλυπτικές δοξασίες».
Πάντως, ο Μαγδαλίνο, για να «κλείσει το θέμα» του διαρκώς μη επαληθευόμενου και μετατιθέμενου χρονικού προσδιορισμού των «εσχάτων», θυμίζει την απάντηση του Χριστού σε σχετική ερώτησή των μαθητών του: «Ουχ υμών έστι γνώναι χρόνους και καιρούς, ους ο Πατήρ έθετο εν τη ιδία εξουσία» (Πράξ. 1, 6-7
Θα έλεγα ότι και το ύφος του Ιησού στην προσωπογραφία που επιλέχθηκε για το Ε ξ ώ φ υ λ λ ο έχει τη σημειολογία του ως προς τους αυθαίρετους εσχατολογικούς χρονικούς προσδιορισμούς.
* * *
Κλείνοντας κι εγώ την παρούσα βιβλιοπαρουσίασή μου, θα έλεγα να επανέλθουμε στον τίτλο του βιβλίου και, παραβλέποντας τον υπότιτλο, να «ατενίσουμε τα έσχατα», όχι αυτή τη φορά ως πρόβλεψη που προέρχεται από κάποια αρχαία «προφητεία», αλλά ως ρεαλιστική προειδοποίηση των επιστημόνων που προειδοποιούν για το επερχόμενο τέλος του πολιτισμού όπως τον γνωρίζουμε σήμερα, την καταστροφή σύσσωμου του ανεπτυγμένου κόσμου, λόγω της κατάρρευσης του βιομηχανικού πολιτισμού μέσα στις επόμενες δεκαετίες, εξαιτίας της απληστίας του «σύγχρονου» (διάβαζε «άσοφου») ανθρώπου, που εκφράζεται. από το ένα μέρος, μέσα από την αλόγιστη και επομένως μη βιώσιμη εκμετάλλευση των πόρων και τα αιτιατά της (όπως κλιματική αλλαγή και ακραίες φυσικές καταστροφές) ή τους πυρηνικούς εξοπλισμούς και, από το άλλο, μέσα από τη διαρκώς αυξανόμενη ανισότητα στην κατανομή του πλούτου μεταξύ κρατών και κοινωνικών στρωμάτων. Μια κατάσταση αυτό-ενεχυριασμού και προοιωνισμού αυτοχειρίας, που παραπέμπει στην παροιμιακή εικόνα του πριονισμού από τον άνθρωπο (τον -κατά τ’ άλλα- «σοφό») του κλαδιού όπου κάθεται.
Υπάρχει λύση;; Μοναδική λύση, η «εδώ και τώρα» ανταπόκριση στη σύσταση του νομπελίστα ποιητή μας Γιώργου Σεφέρη: «Όταν στο δρόμο τη Θήβας ο Οιδίποδας συνάντησε τη Σφίγγα κι αυτή του έθεσε το αίνιγμά της, η απόκριση ήταν Ά ν θ ρ ω π ο ς. Τούτη η απλή λέξη χάλασε το τέρας. Έχουμε πολλά τέρατα να καταστρέψουμε. Ας συλλογιστούμε την απόκριση του Οιδίποδα» (Γ. Σεφέρη, Δοκιμές 2, 1963). Αν η λύση αυτή μέσω «άνω θρώσκοντος» Ανθρώπου και Ανθρωπισμού είναι ουτοπική, ουτοπική είναι και η κάθε ελπίδα.