ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΑΠΟΨΕΙΣ

Άγιος Γεώργιος: ο μικρός οικισμός στο δυτικό Ρέθυμνο απ’ όπου δόθηκε το έναυσμα για την έναρξη των εχθροπραξιών στο κίνημα του 1889

0

 Ο Άγιος Γεώργιος είναι ένας μικρός οικισμός  δίπλα στον Άγιο Κωνσταντίνο  στο δυτικό Ρέθυμνο. Στην Αιγυπτιακή απογραφή, όπως τη διέσωσε ο Ρόμπερτ Πάσλευ,  είχε 20 χριστιανικές οικογένειες και  6   μουσουλμανικές. Στην απογραφή του 1881, μισόν αιώνα περίπου αργότερα, αναφέρεται στο δήμο Ρουστίκων  και είχε 6 χριστιανούς και 83  μουσουλμάνους κατοίκους. Ο Λαμπρινάκης αναφέρει ότι στην επανάσταση  του Δασκαλογιάννη το 1770, οι  κάτοικοι του χωριού εξισλαμίστηκαν.

Από εδώ, από ένα περιστατικό,  δόθηκε το έναυσμα για την έναρξη των εχθροπραξιών τον Ιούλη του 1889,   από την επίθεση  εκ μέρους των Χριστιανών  κατά των Μουσουλμάνων και από τα γεγονότα της Επισκοπής  Ρεθύμνου που ακολούθησαν . Τα γεγονότα αυτά προκάλεσαν  την αθρόα φυγή  των Μουσουλμάνων  στην πόλη του Ρεθύμνου, εκτός των ομοθρήσκων τους της Αμπαδιάς, που κατέφυγαν στο Κάστρο του Ηρακλείου. Αντίρροπη φυγή έγινε από τους Χριστιανούς προς την ύπαιθρο.

Σύμφωνα με τη διήγηση του Βενιζέλου, «το κακόν εξέσπασεν  ενωρίτερον εν Ρεθύμνη, όταν σπείρα τις ενόπλων, εκ των ασπαζομένων  τα της συναθροίσεως, είχεν επιτεθή κατά των εν Αγίω Γεωργίω Οθωμανών και γενομένης συμπλοκής εφονεύθη εκατέρωθεν είς.

Η «Εφημερίς» των Αθηνών στις 10 Ιουλίου 1889 θα γράψει:

ΑΙ ΧΘΕΣΙΝΑΙ ΠΕΡΙ ΚΡΗΤΗΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ

Νεώτεραι εκ Κρήτης τηλεγραφικαί πληροφορίαι παριστώσι την κατάστασιν εν οία  και χθες ευρίσκετο  θέσει.Το εν τη επαρχία Ρεθύμνης πυρποληθέν  υπό των χριστιανών οθωμανικόν χωρίον  είνε ο Άγιος Γεώργιος. Η δε εφορμή εδόθη ως εξής:

Ενώ χωρικός τις μετέβαινεν  εις τον αγρόν του να μεταδέσει  τας αμνάδας του, οθωμανός, εκεί ενεδρεύων, τον εφόνευσε πυροβολήσας  κατ’ αυτού μακρόθεν.

Εκδικούμενοι τον φόνον τούτον  οι χριστιανοί κάτοικοι του χωρίου έδραμον επί τα ίχνη του δολοφόνου, όν και εφόνευσαν  μετά δύο άλλων οθωμανών. Μη αρκεσθέντες δ’ εις τούτο  επυρπόλησαν την θημωνίαν  του φονέως την οικίαν  αυτού και πάσας τας λοιπάς  οθωμανικάς οικίας του ειρημένου χωρίου.

Την μεσημβρίαν  της 7ης Ιουλίου  εν ταις φυλακαίς Ρεθύμνης  συνέβη αιματηροτάτη συμπλοκή μεταξύ των χριστιανών και μουσουλμάνων καταδίκων, καθ’ ήν εφονεύθησαν  και επληγώθησαν πολλοί  εξ αμφοτέρων των στοιχείων, πλειότεροι όμως  χριστιανοί, διότι οι Ρεθύμνιοι Οθωμανοί εφωδίασαν τους πεφυλακισμένους  ομοθρήσκους των διά μαχαιρών  και περιστρόφων.

Οι Χριστιανοί κάτοικοι της Ρεθύμνης καταληφθέντες  υπό πανικού έκλεισαν  τα καταστήματά των  και κατέφυγον πάντες  εις τα προξενεία και εις άλλα ασφαλή μέρη.

Ύστερον από όλα ταύτα, ο διοικητής Ρεθύμνης έδωκεν  εις τας στρατιωτικάς αρχάς  διαφόρους διαταγάς  όπως εξέλθωσιν  ανά τας οδούς πολλαί περιπολίαι  προς συγκράτησιν του οθωμανικού όχλου.

1889 : Επαναστατική κινητοποίηση

Το διάστημα  από το 1878 έως το 1889 στην Κρήτη κυριαρχούσαν  τα κομματικά πάθη. Δημιουργήθηκαν δυό κόμματα, των Συντηρητικών ή Καραβανάδων  και των Φιλελευθέρων ή Ξυπόλυτων, με το οποίο  πολιτεύεται για πρώτη φορά ο Ελευθέριος Βενιζέλος.

Οι οπαδοί των κομμάτων αυτών διακατέχονται  από φανατισμό και επιδίδονται πολλές φορές  σε πράξεις βίας.

Στις εκλογές του 1888 που νίκησε για πρώτη φορά το κόμμα των Φιλελευθέρων, οι Συντηρητικοί τους κατηγόρησαν για νοθεία. Στις εκλογές που ακολούθησαν  στις 2 Απριλίου  1889 νίκησαν ξανά οι Φιλελέυθεροι  με μεγάλη διαφορά και ο Ελευθέριος Βενιζέλος  εκλέχθηκε για πρώτη φορά πληρεξούσιος  Κυδωνίας.

Οι Συντηρητικοί ως αντίδραση  στην ήττα τους, κατέθεσαν  στις 6 Μαίου 1889 ψήφισμα κηρύσσοντας  την ένωση της Κρήτης  με την Ελλάδα. Η πράξη αυτή δήλωνε την έναρξη  νέου επαναστατικού κινήματος, το οποίο κλιμακώθηκε μέσα σε δυσμενείς συνθήκες.

Η Ελληνική Κυβέρνηση με τον Χαρίλαο Τρικούπη  δήλωσε την  αντίθεσή της και αποκήρυξε  την επανάσταση. Η Τουρκία από την πλευρά της αντέδρασε  βίαια, επιβάλλοντας  στρατιωτικό  νόμο και ανακαλώντας όλες τις διατάξεις   της Σύμβασης της Χαλέπας.

Έτσι, στο νησί για μια εξαετία (1890-1895) επικράτησε καθεστώς τρομοκρατίας, με σφαγές, λεηλασίες, βαρύτατη φορολογία και όλες τις τραγικές καταστάσεις  των παλαιότερων ετών, χάνοντας ό, τι μέχρι τότε   είχε κερδίσει.

Το κίνημα του 1889

Στο Ρέθυμνο  ο τουρκικός όχλος κατά τον Ιούλιο είχε αποθρασυνθεί. Σ’ αυτό είχε συμβάλει  η ίδια η Διοίκηση  που δεν δίσταζε να τον εξοπλίζει  και να τον εξωθεί σε εχθροπραξίες.

Οι Χριστιανοί της πόλης  κατατρομαγμένοι είχαν κλειστεί στα σπίτια τους. Μέσα στην καταστροφική του μανία ο τουρκικός όχλος πυρπόλησε  ακόμη και τις εγκαταστασεις  του τηλέγραφου που υπήρχαν στον Κουμπέ. Ο Άγγλος πρόξενος έσπευσε από τα Χανιά, φρόντισε για την αποκατάσταση της ζημιάς και εγκατέστησε φρουρά.

Την ίδια περίοδο οι Χριστιανοί δεν μπορούσαν να  ξεχάσουν  τις τοπικές ή κομματικές τους διαφορές  και να στραφούν ενωμένοι κατά των σφαγέων τους. Έτσι πυρπόλησαν το Επαρχείο  που έδρευε στο Πέραμα αυτοί που υποστήριζαν ότι έπρεπε να εδρεύει στο Πάνορμο και ήταν έτοιμοι να συγκρουστούν μεταξύ τους.(Γιάννης Γρυντάκης, Το Ρέθυμνο στην επανάσταση του 1889, Κρητολογικά Γράμματα, τ. 11)

Στις  εκλογές  του  Μαΐου  του 1889 για  τη  γενική  συνέλευση  επικράτησαν  οι

φιλελεύθεροι  σε  όλες  τις  επαρχίες  με  εξαίρεση  την  επαρχία  Ρεθύμνου. Το

αποτέλεσμα  του  Ρεθύμνου  αμφισβητήθηκε  στη  γενική  συνέλευση,  όπου  οι

φιλελεύθεροι ισχυρίστηκαν νοθεία και ζήτησαν την ακύρωση της εκλογής των

συντηρητικών εκπροσώπων. Ο γενικός  διοικητής Σαρτίνσκη υποστήριξε την

εκλογή τους με  σκοπό να  εκτονώσει την  ένταση, αλλά  η πλειοψηφία τελικά

συμφώνησε  στη σύσταση  εξεταστικής  επιτροπής.  Η αμφισβήτηση προκάλεσε

ανησυχία  στους  συντηρητικούς,  οι  οποίοι  προέβησαν  σε  ένοπλες

συναθροίσεις στο Ατσιπόπουλο και τα Ρούστικα Ρεθύμνου. Μία μέρα μετά,

πέντε  χριστιανοί  εκπρόσωποι  του  συντηρητικού  κόμματος  κατέθεσαν

ψήφισμα  ένωσης  με  την  Ελλάδα  και  αποχώρησαν  από  τη  συνέλευση.  Το

ψήφισμα δεν έγινε δεκτό από το γενικό διοικητή.

 

Τα  κίνητρα  της  κίνησης  των  συντηρητικών  εντοπίζονται  ένα  χρόνο

πριν, όταν ξεκίνησε η έκφραση δυσαρέσκειάς τους απέναντι στη διοίκηση. Η

δυσαρέσκεια πήγαζε από τον παραμερισμό τους από δημόσιες θέσεις και την

ήττα τους στις εκλογές. Το κίνημα σχεδιαζόταν από το Δεκέμβριο του 1888 με

σκοπό  την  πρόκληση  έντασης  σε  ενδοκοινοτικό  και  διακοινοτικό  επίπεδο

ώστε να επιτευχθεί η ανάκληση του γενικού διοικητή. Παράλληλα, η αστάθεια

ευνοούσε  την  ελίτ  των  χριστιανών  συντηρητικών,  η  οποία  εκμεταλλευόταν

την  ανασφάλεια  των  μουσουλμάνων  και  αποκόμιζε  κέρδη  από  την  άρνησή

της  να  καταβάλει  τη  δεκάτη.  Η  αποφυγή  της  φορολογίας,  αλλά  και  τα

οικονομικά οφέλη από τη συμμετοχή στην πολιτική διαχείριση, ωθούσαν τους

μουσουλμάνους  συντηρητικούς  να  συμμαχούν  με  τους  χριστιανούς

συναδέλφους τους. Το Φεβρουάριο του 1889 μετά την ήττα των συντηρητικών

στις  τοπικές  εκλογές  για  ανάδειξη  δημογεροντιών, 1.200 χριστιανοί  και

μουσουλμάνοι  συντηρητικοί  συγκεντρώθηκαν  στο  Μυλοπόταμο  ζητώντας

την  ανάκληση  του  διοικητή.

  Η  πολιτική  διαμάχη  δεν  περιοριζόταν  σε διακοινοτικό επίπεδο, αλλά παρουσίαζε χαρακτηριστικά πολιτικής διαμάχης των  συμφερόντων  που  εκφράζονταν  από  τους  γαιοκτήμονες  και  την  παλιά διαχειριστική τάξη με την αυξανόμενη δύναμη των εμπόρων και των μεσαίων στρωμάτων.  Ο  χαρακτήρας  σύγκρουσης  συντηρητικών  και  φιλελεύθερων

διακρίνεται σε όλες τις πολιτικές ενέργειες μέχρι τη λήξη του κινήματος.

Οι  συντηρητικοί  προσπάθησαν  να  ριζοσπαστικοποιήσουν  την

κοινωνία  για  να  ανατρέψουν  τη  σε  βάρος  τους  πολιτική  κατάσταση,

χρησιμοποιώντας  την  ενωτική  ρητορική  σε  ένα  χρονικό  διάστημα  κατά  το

οποίο η ελληνική κυβέρνηση αποθάρρυνε  κάθε ένταση στο νησί. Ο έλληνας

πρόξενος  χαρακτήρισε  το  κίνημα  των  συντηρητικών «εκμετάλλευση  της

εθνικής  ιδέας  για  ευτελείς  σκοπούς».

  Ο  άγγλος  πρόξενος Biliotti προσπαθώντας  να  ερμηνεύσει  τις  κινήσεις  των  συντηρητικών  ανέφερε  στον προϊστάμενό  του  ότι  το  κίνημα  επεδίωκε  να  εκβιάσει  τη  διοίκηση  με  στόχο

προσωπικά πολιτικά και οικονομικά οφέλη. Η επιρροή των κινηματιών, κατά

τον Biliotti, περιοριζόταν  σε μερικούς  πολιτικούς εκπροσώπους,  φυγόδικους

και  ενοικιαστές  δεκάτης.

  Μάλιστα  προσθέτει  πως  η  πρόσκληση  των συντηρητικών  για  μη  καταβολή  της  δεκάτης εύκολα  βρήκε  ανταπόκριση, αφού «οι  Κρητικοί  πάντα  έχουν  την  τάση  να  κρατούν  χρήματα  της κυβέρνησης,  καθώς  τα  παραδείγματα  επιτυχίας  και  ατιμωρησίας  όσων  το

κάνουν είναι πολλά».

 Η παραπάνω διατύπωση σχετιζόταν με μια θλιβερή πραγματικότητα  της  δεκαετίας  της  σύμβασης  της  Χαλέπας  κατά  την  οποία

μεγάλο μέρος των εσόδων της διοίκησης χάθηκε λόγω της πολιτικής επιρροής

των ενοικιαστών της  δεκάτης,  οι οποίοι κατόρθωναν είτε καθυστερώντας  τα

οφειλόμενα  ποσά  είτε  με  μείωση  ή  παραγραφή  χρεών  και  πολιτικούς

εκβιασμούς  να  αποκομίζουν  κέρδη.  Ο  αριθμός  των  ατόμων  αυτών

υπολογιζόταν περίπου σε 1.500 άτομα και ανάμεσά τους βρίσκονταν κάποιοι

από τους πλουσιότερους και με τη μεγαλύτερη πολιτική επιρροή κάτοικοι του

νησιού.

Οι  φιλελεύθεροι  προσπάθησαν  να  πιέσουν  τη  διοίκηση  να  μην

υποχωρήσει στους εκβιασμούς των συντηρητικών και ζήτησαν την αποστολή

στρατευμάτων  στην  ύπαιθρο  για  να  αποφευχθούν  πράξεις  βίας.

  Κατά  το Γάλλο  πρέσβη  η  αντιπαράθεση  θα  οδηγούσε  σε  σύρραξη  μεταξύ  των

χριστιανών,  στην  οποία  θα  σύρονταν  και  οι  μουσουλμάνοι  του  νησιού.

Όμως μερικές δολοφονίες μουσουλμάνων στην ύπαιθρο, οι οποίες ακόμα και

αν  δεν  ήταν  προσχεδιασμένες  από  υψηλόβαθμα  πολιτικά  στελέχη  των

συντηρητικών,  ευνοήθηκαν  από  το  πολιτικό  κλίμα  που  διαμορφώθηκε  με

πρωτοβουλία τους, έδωσαν το έναυσμα για μια νέα αντιπαράθεση χριστιανών

και  μουσουλμάνων.  Η  σύγκρουση  κράτησε  μέχρι  το  Σεπτέμβριο,  αλλά  οι

πολιτικές  δολοφονίες  και  τραυματισμοί  χριστιανών  από  ομόθρησκούς  τους

υπήρξαν πολλαπλάσιες από αντίστοιχες μουσουλμάνων από χριστιανούς. Το

στοιχείο  αυτό  καταδεικνύει  τον  ιδιαίτερο  και  σύνθετο  χαρακτήρα  του

κινήματος του 1889.

Η Πύλη απέστειλε το Μαχμούτ πασά για να διαπραγματευτεί με τους

συντηρητικούς  και  παράλληλα  να  ασκήσει  πίεση  στο  Ρώσο  και  τον  Έλληνα

πρόξενο να τους αποθαρρύνουν. Οι φιλελεύθεροι αντέδρασαν στην αποστολή

του  Μαχμούτ,  κρίνοντας  ότι  η  ήπια  αντιμετώπιση  των  ένοπλων

συναθροίσεων  των  συντηρητικών  και  η  διαπραγμάτευση  της  διοίκησης  με

αυτούς τους ενίσχυε.

 Παρά τις προσπάθειες των προξένων οι συντηρητικοί επέμειναν  στις  θέσεις  τους  με  κύριο  αίτημα  την  αντικατάσταση  του Σαρτίνσκη.  Το  μνημόνιό  τους  επιδόθηκε  στο  Μαχμούτ,  αλλά  απορρίφθηκε από  τους  φιλελεύθερους  και  την  Πύλη.

  Η  άνετη  επικράτηση  των φιλελεύθερων στις εκλογές θα τους επέτρεπε να ελέγχουν τη διοίκηση για τρία χρόνια και αυτό ήταν το κίνητρο που τους οδήγησε να προσπαθούν με κάθε

τρόπο να διατηρήσουν τη νομιμότητα στο νησί. Η κεντρική κυβέρνηση σε μια

απόπειρα να προλάβει περισσότερο ριζοσπαστικές ενέργειες χορήγησε 20.000

οθωμανικές  λίρες  για  να  καλυφθεί  μέρος  του  ελλείμματος  των  δημοσίων

οικονομικών του νησιού, τα οποία από το 1885 εμφανίζονταν ελλειμματικά.

Παράλληλα, υποσχέθηκε ότι θα επισπεύσει τις διαδικασίες ίδρυσης γεωργικής

τράπεζας στο νησί, ικανοποιώντας ένα από τα βασικά αιτήματα της γενικής

συνέλευσης.

Τον Ιούλιο οι συντηρητικοί κάλεσαν τους εκπροσώπους τους σε σύναξη

στα  Μπουτσουνάρια  Χανίων.  Συγχρόνως  οι  περισσότερο

ριζοσπαστικοποιημένες  ομάδες  τους  προσπάθησαν  να  εκδιώξουν

μουσουλμάνους  από  τα  χωριά.  Ο  Κακούρης,  από  τους  πρωτοστάτες  του

κινήματος,  με  ένοπλους  έδιωξε  τους  μουσουλμάνους  από  τα  χωριά  του

Αποκορώνου.  Στην  προσπάθειά  του  όμως  να  κάψει  τα  σπίτια  τους,

αντιμετώπισε  την αντίδραση των φιλελεύθερων  χριστιανών των χωριών της

περιοχής.

Στα  μέσα  Ιουλίου  οι  συντηρητικοί  βλέποντας  την  περιορισμένη

απήχηση που είχε το κίνημά  τους συνειδητοποίησαν ότι  ο  μόνος  τρόπος να

εκβιάσουν  τη  διοίκηση  να  δεχτεί  τα  αιτήματά  τους  ήταν  η  βία  κατά  των

μουσουλμάνων της υπαίθρου.

 Η βία θα μπορούσε να οδηγήσει σε μαζική μετανάστευση  των  μουσουλμάνων  στις  πόλεις  και  κατά  συνέπεια  θα  όξυνε την  αντιπαράθεση  και  θα  ενδυνάμωνε  τη  διαπραγματευτική  θέση  των συντηρητικών.  Συγχρόνως,  οι  ένοπλοι  συντηρητικοί  παρότρυναν  τους

κατοίκους της υπαίθρου να μην καταβάλλουν τη δεκάτη, ενώ διέδιδαν ότι θα

ξεσπάσουν  άμεσα  εχθροπραξίες,  έτσι  ώστε  να  τρομοκρατηθούν  οι

μουσουλμάνοι  της  υπαίθρου  και  να  εγκαταλείψουν  τις  επαρχίες  τους.  Στο

Ρέθυμνο,  όπου  οι  συντηρητικοί  ασκούσαν  μεγαλύτερη  επιρροή,  έγιναν

ένοπλες συναθροίσεις στα Ρούστικα και το Αρκάδι. Οι μουσουλμάνοι των

πιο απομακρυσμένων χωριών του Ρεθύμνου άρχισαν να μεταναστεύουν ή να

μεταφέρουν  τα  πράγματά  τους  κοντά  στην  πόλη, ενώ  σημειώθηκαν

δολοφονίες  και  πυρπολήσεις  σπιτιών  χριστιανών  από  ομόθρησκούς  τους.

 

 

Στην  προσπάθειά  τους  οι  συντηρητικοί  ενισχύθηκαν  από  το  κόμμα  των

μπέηδων, το οποίο χρηματοδότησε τη δράση των κινηματιών και παρότρυνε

τους μουσουλμάνους των επαρχιών να εισέλθουν στις πόλεις.

 Η στάση τους φανερώνει  την  αδυναμία  της  μουσουλμανικής  ελίτ  να  συνειδητοποιήσει  τα

πολιτικά  δεδομένα  σε  διεθνές  πλαίσιο.  Η  επιδίωξη  του  κόμματος  των

μπέηδων να αποκομίσουν πρόσκαιρα κέρδη ή να επανακτήσουν τον έλεγχο

της  διοίκησης  από  το  κόμμα  των  φιλελευθέρων  ήταν  ισχυρότερη  από  την

πίστη  στη  σουλτανική  νομιμότητα.  Εκπρόσωποι  του  κόμματός  τους

συμμετείχαν  στις  συζητήσεις  για  αντικατάσταση  του  Σαρτίνσκη,  ελπίζοντας

ίσως πως θα διοριζόταν στη θέση του μουσουλμάνος διοικητής. Επιπλέον οι

συντηρητικοί  μουσουλμάνοι  θεωρούσαν  ότι  η  αναταραχή  θα  ανάγκαζε  την

Πύλη να υιοθετήσει επιθετική πολιτική καταστολής στο κρητικό ζήτημα από

την οποία θα μπορούσαν να επωφεληθούν. Η μουσουλμανική αριστοκρατία

δε ζημιωνόταν άμεσα από  την  αναταραχή, καθώς είχε  εξασφαλισμένα μέσα

επιβίωσης,  ενώ  ταυτόχρονα  μπορούσε  να  ασκήσει  πολιτική  επιρροή  και

οικονομικό  έλεγχο  με  οφέλη  στις  άπορες  μουσουλμανικές  οικογένειες  της

υπαίθρου.  Ακόμη  και  αν  μπορούσε  να  προβλέψει  το  μέγεθος  της

καταστροφής των περιουσιών που θα προκαλούνταν από την αναταραχή, η

παλινόρθωση  ενός  αυταρχικού  καθεστώτος  θα  προσέφερε  τη  δυνατότητα

αποκατάστασης  των  περιουσιών  και  με  οφέλη  πολύ  μεγαλύτερα  από  την

πολιτική διαχείριση.

Στις 18 Ιουλίου μια ομάδα χριστιανών επιχείρησε να ληστέψει και να

εκδιώξει τους μουσουλμάνους του Αγίου Γεωργίου Ρεθύμνου. Σκότωσε δύο,

λεηλάτησε  και  έκαψε  τα  σπίτια  τους  και  σκότωσε  τα  ζώα  τους,  ενώ  οι

υπόλοιπες  μουσουλμανικές  οικογένειες  του  χωριού  φυγαδεύτηκαν  με  τη

βοήθεια  χριστιανών  συγχωριανών  τους  και  εγκαταστάθηκαν  στον  Άγιο

Ανδρέα,  όπου  φιλοξενήθηκαν  από  ομόδοξούς  τους.

Περίπου 25 σπίτια κάηκαν  και όλη η περιουσία των Μουσουλμάνων λεηλατήθηκε, καθώς ακόμη και τα λίγα αντικείμενα  που κατόρθωσαν να πάρουν μαζί τους, τους αφαιρέθηκαν.

  Μία  μέρα  μετά  οι μουσουλμάνοι της Επισκοπής πολιορκήθηκαν από χριστιανούς ενόπλους και μετά από διαπραγματεύσεις εισήλθαν στην πόλη του Ρεθύμνου.

Οι Χριστιανοί της Επισκοπής απείλησαν τους πολιορκητές πως θα συνέπρατταν με τους Μουσουλμάνους  συγχωριανούς των  στην άμυνα του χωριού. Οι ίδιοι συνόδεψαν τους Μουσουλμάνους  στην πόλη παρέχοντας τους προστασία στη  διαδρομή.

Σε πρώτο επίπεδο το σχέδιο των συντηρητικών είχε πετύχει καθώς μέχρι τις 26 Ιουλίου

όλες  οι  μουσουλμανικές  οικογένειες,  πλην  των  συγκεντρωμένων  στο

Σέλινο, είχαν  μπει  στις  πόλεις,  προκαλώντας  αναστάτωση  στους

χριστιανούς των πόλεων. Η δολοφονία έξω από το Ρέθυμνο δύο χριστιανών

από  τα  Ρούστικα  ως  αντεκδίκηση  κινητοποίησε  τους  προξένους,  οι  οποίοι

ανησυχώντας  για  την  ασφάλεια  των  χριστιανών  των  πόλεων  ζήτησαν  την

ενίσχυση  των αυτοκρατορικών  στρατευμάτων  στις  πόλεις  και  την  παρουσία

πλοίων.

Η συγκέντρωση όλου του μουσουλμανικού πληθυσμού του νησιού στις

πόλεις  δημιούργησε  από  τις  πρώτες  μέρες  προβλήματα  στη  διαβίωση  των

χριστιανών  των  πόλεων.  Οι  μουσουλμάνοι  πρόσφυγες  είχαν  να

αντιμετωπίσουν  τα  προβλήματα  της  στέγασης  και  της  σίτισης  για  τα  οποία

θεωρούσαν  υπεύθυνους  τους  χριστιανούς.  Περίπου 7.500 μουσουλμανικές

οικογένειες  προστέθηκαν  στον  πληθυσμό  των  τριών  μεγάλων  πόλεων

διπλασιάζοντας  τον  αριθμό  των  κατοίκων.  Στο  Ρέθυμνο 1.750 περίπου

οικογένειες μουσουλμάνων κατέφυγαν στην πόλη και στα γύρω προάστια.

 

Σε  πολλές  περιπτώσεις  η  κατάσταση  ξέφευγε  από  τον  έλεγχο  των  αρχών  με

αποτέλεσμα να λεηλατούνται σπίτια χριστιανών ως αντεκδίκηση κυρίως στα

προάστια  των  πόλεων.

  Σε  πολλές  περιπτώσεις  η  λεηλασία  αποτελούσε  το μόνο  μέσο  διαβίωσης  των  κατώτερων  στρωμάτων  των  προσφύγων,  αφού πολλοί  από  αυτούς  δεν  είχαν  προλάβει  να  πάρουν  μαζί  τους  παρά  μόνο ελάχιστα  πράγματα.

  Συχνά  οι  μουσουλμανικές  οικογένειες  κατέλαβαν με τη βία και εγκαταστάθηκαν σε σπίτια χριστιανών.

Η τρομοκρατία σε βάρος των  χριστιανών  που  είχαν  απομείνει  στις  πόλεις  αντικατέστησε  το  κλίμα τρομοκρατίας  σε  βάρος  των  μουσουλμάνων  της  υπαίθρου  που  είχε

προηγηθεί.

Οι εφημερίδες των Αθηνών για τα γεγονότα του Ιουλίου 1889 στο Ρέθυμνο

Εκ Ρεθύμνης τη 7 Ιουλίου 1889

 

Σοβαρώς διεταράχθη εν τω τμήματι  μας η δημοσία τάξις  χθες εκ των εν Ρουστίκοις συμβάντων υπό των εκεί αποτελούντων  την συνάθροισιν  συντηρητικών ών ηγούνται οι Τσουδερός, Βαρδάκης και Λαμπρόπουλος.

Οι συντηρητικοί επετέθησαν κατά των Οθωμανών του χωρίου Άγίου Γεωργίου και δύο  μεν εξ αυτών εφόνευσαν, τρείς δε οικίας παρέδωκαν εις το πυρ. Η επίθεσις θα ελάμβανεν ζωηρότερον χαρακτήρα  αν μη έτεροι χριστιανοί  κατώρθουν να περιορίσωσι τας ταραχάς και να προστατεύσωσι τας τουρκικάς οικογενείας

Η απροσδόκητος αύτη επίθεσις ετάραξε σφόδρα το ημέτερον τμήμα, ηνάγκασε δε και πολλάς οθωμανικάς οικογενείας να εγκαταλείψωσι τα χωρία των και να καταφύγωσιν ή εις την πόλιν ή εις τα περίχωρα.

Η  κατάστασις του τμήματος  παρίσταται λίαν  ανώμαλος  και απειλητική εκ των  εν τω χωρίω Αγίου Γεωργίου συμβάντων , σφόδρα διαταραξάντων  άπαν το τμήμα και αμφότερα

 τα στοιχεία  και απάσας τας αρχάς! Πλησίον του χωρίου αυτού κειμένου περί το χωρίον Ζουρίδι  υπήρχε ποίμνη ανήκουσα  εις Οθωμανόν. Εκ ταύτης απεπειράθησαν  Χριστιανοί τινές οδηγούμενοι υπό του φυγοδίκου Γαλιανού να κλέψωσι πρόβατα, αλλ’ εννοηθέντες  υπό των φυλασσόντων  οκτώ Οθωμανών ενόπλων  όντων επυροβολήθησαν . Έγινε αμέσως συμπλοκή ής αποτέλεσμα  ο θάνατος του Γαλιανού και δύο τριών Τούρκων  και η πυρπόλησις 3 οικιών  ανηκουσών εις τους Τούρκους.

Η είδησις αύτη γνωστή γενομένη  εις Ρέθυμνον προκάλεσε  ταραχάς εκ μέρους των Οθωμανών  βουλομένων να εξέλθωσι  πανστρατιά κατά των Χριστιανών του τμήματος  Ρεθύμνης. Η μεν διοίκησις αληθώς έπραξεν ό, τι εδυνήθη  όπως παρακωλύση  την έξοδον, οι δε Χριστιανοί ανεξαρτήτως  αποχρώσεως κομματικής ειδοποίησαν  τους Χριστιανούς του τμήματος να λάβωσι τα κατάλληλα μέτρα και αποκρούσωσι  την αιφνιδίαν επίθεσιν των Οθωμανών  φημιζομένων ως των φανατικοτέρων  της Κρήτης. Οι Χριστιανοί λαβόντες αμέσως τα όπλα  κατέλαβον  τας προσηκούσας θέσεις  αναμένοντες το αποβησόμενον. Οι Οθωμανοί μαθόντες  ταύτα πάντα εσκέφθησαν φρονιμώτερον να μή εξέλθωσιν, παρεκίνησαν όμως τους  εις το τμήμα Οθωμανούς  να εισέλθωσιν εις το φρούριον.

Τούτου ένεκα αθρόοι οι Τούρκοι  της Ρεθύμνης εισέρχονται  εις την  πόλιν και παραμένουσι περί την ακτίνα αυτής. Εκ Χανίων μετέβη  εις Ρέθυμνον ο Εσσάτ βέης  ίνα παρακωλύση  την εις  την Ρέθυμνον είσοδον  των Οθωμανικών οικογενειών  διότι αν η κατάστασις αύτη εξακολουθήση  μοιραίως θα καταλήξη εις επανάστασιν.....

 

...Εις Αμπαδιάν  εγένετο φόνος τούρκου ταράξας  τους οθωμανούς απειλούντας  αντεκδικήσεις. Οι εν Ηρακλείω φοβούνται  ότι οι Αμπαδιώται  θα επιχειρήσωσι να εισέλθωσιν  εις  Ηράκλειον. Σχετικώς εις το τμήμα Ηρακλείου  επικρατεί ολιγώτερος ερεθισμός, ο πλειότερος δ’ εις Ρεθύμνην  ένεκα της  εις Άγιον Γεώργιον συμπλοκής, νέων φόνων  περί την Μονήν Χαλεβή, της εισόδου εις  Ρεθύμνην  πλείστων οθωμανικών οικογενειών  και της αναχωρήσεως χριστιανικών.

Εν Ρεθύμνη επήλθε συμφιλίωσις  μεταξύ των Φιλευθέρων και των Συντηρητικών  ανεχώρησαν δ’ εκείθεν μεταβάντες  εις Χανιά οι κ.κ. Στυλ. Δάνδολος, Χαρ. Ασκούτσης , Ι. Τσουδερός και Βλαστός όπως συντελέσωσιν  εις την συμφιλίωσιν των δύο μερίδων. Δυστυχώς αι απόπειραι εναυάγησαν.

Άφιξις Κρητών εις Πειραιά

Χθες διά του καταπλεύσαντος  εις Πειραιά εκ Κρήτης ατμοπλοίου της Πανελληνίου  Ατμοπλοικής Εταιρείας «Ήπειρος», αφίκοντο περί τας 60 οικογένειαι  εκ Ρεθύμνης αι πλείσται.

Αποτελούνται δ’ αύται, ασφαλώς δυνάμεθα να είπωμεν,  εκ 500 και πλέον ατόμων  ών τα τρία τέταρτα εισίν άντρες.

Εκ των αφιχθέντων οι άποροι μετέβησαν  εις τας πολλάς εν Πειραιεί Κρητικάς οικογενείας  οι δε λοιποί ανήλθον ενταύθα. Κατά τας βεβαιώσεις δε των αφιχθέντων  η εν Κρήτη κατάστασις είναι δεινή, δεινοτάτη. Καθ’ εκάστην διαπράττονται φόνοι, λεηλασίαι και τα τοιαύτα.Ομιλούν δε ως περί επαναστάσεως πλέον, και ουχί περί απλών ταραχών.

 

Οι αποζημιώσεις

Στις αρχές του Σεπτέμβρη εκδόθηκε προκήρυξη  με την οποία ζητούνταν  η οικιοθελής επιστροφή των κλεμμένων περιουσιών  χριστιανών και μουσουλμάνων χωρίς κυρώσεις.

Για την ομαλή επιστροφή των μουσουλμάνων στην ύπαιθρο, ορίστηκαν μικτές επιτροπές   για τη λύση του προβλήματος  των κλοπών. Τα περισσότερα σπίτια όμως των μουσουλμάνων  στην ύπαιθρο είχαν καταστραφεί και ως εκ τούτου εμπόδιζαν την επανεγκατάσταση  των χριστιανών προσφύγων  στις πόλεις καθώς  σε μεγάλο βαθμό είχαν  εγκατασταθεί στα σπίτια τους.

Στις αιτήσεις για αποζημιώσεις  οι χριστιανοί συχνά παρουσιάζονταν  ως μάρτυρες υπέρ των μουσουλμάνων, λόγω των αντιθέσεων  φιλελευθέρων-συντηρητικών. Στις περισσότερες περιπτώσεις, οι μουσουλμάνοι της υπαίθρου ανέκτησαν μέρος  μόνο των  περιουσιών τους  από τους ομοχώριούς τους  και μόνο ισχυρές οικογένειες με  πολιτική επιρροή κατόρθωσαν  να αποσπάσουν μεγάλες αποζημιώσεις.

Το κυριότερο εμπόδιο της καταβολής  αποζημιώσεων πήγαζε  από την αδυναμία εύρεσης  επαρκών στοιχείων καταδίκης  των εμπλεκομένων. Στην εκδίκαση αποζημίωσης  υπέρ των μουσουλμάνων  του Αγίου Γεωργίου για τη λεηλασία και πυρπόληση  των σπιτιών και των περιουσιών τους, κατηγορήθηκαν  10 άτομα και μόνο 3 συνελήφθησαν. Στη λεηλασία είχαν λάβει μέρος  περισσότεροι και το τελικό ποσό  των 153.000 γροσίων που επιδικάστηκε ως αποζημίωση, δεν πληρώθηκε από κανένα.

Όλες αυτές οι αδυναμίες δημιουργούσαν   ανισότητες, καθώς  κάποιοι ικανοποιούνταν ατομικά, ενώ άλλοι δεν κατόρθωναν να αποζημιωθούν.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ            

Στην παρούσα εργασία αναδεικνύεται η φυγή των μουσουλμάνων  από την ύπαιθρο ύστερα από ένα περιστατικό που αναφέρθηκε στον Άγιο Γεώργιο και που ήταν μέρος της επιθετικότητας των Χριστιανών, η οποία είχε πολιτικά και οικονομικά κίνητρα, όπως  αποδεικνύει το πολιτικό πλαίσιο  του κινήματος του 1889, κατά το οποίο έχουμε τη συστηματική καταστροφή και λεηλασία των μουσουλμανικών περιουσιών.

Οι Χριστιανοί του νησιού μετέτρεψαν  κατά τα τέλη του 19ου αι.  την όποια μειονεκτική θέση  τους σε πλεονεκτική, συρρικνώνοντας οικονομικά και πληθυσμιακά το μουσουλμανικό στοιχείο του νησιού.

Επιπλέον, η σύμβαση της Χαλέπας  και η πολιτειακή μεταβολή που εγκαινιάστηκε από το 1878, επιτάχυνε την ανατροπή των ισορροπιών στο νησί.

Η πίεση σε βάρος των μουσουλμάνων της υπαίθρου αυξήθηκε με αποκορύφωμα  τα δύο τελευταία κινήματα του 1889 και του 1896-1898 κατά τα οποία οι Χριστιανοί στρέφονται  κατά των μουσουλμανικών περιουσιών της υπαίθρου.

Η κοινωνική δυσαρέσκεια που προυπήρχε, στόχευε στην αναδιανομή  του πλούτου και στη συνέχεια  στη διεκδίκηση μεγαλύτερου μεριδίου  στην πολιτική διαχείρηση.

Η κεντρική διοίκηση αποδείχτηκε ανίκανη να προσφέρει βιώσιμες λύσεις  στη μαζική καταστροφή περιουσιών του 1889.

Παρατηρώντας τις κοινωνικές ομάδες που ζημιώθηκαν ή ευνοήθηκαν  στο κίνημα του 1889, διαπιστώνουμε ότι η πλειονότητα  του αγροτικού μουσουλμανικού πληθυσμού ουσιαστικά καταστράφηκε.

Ένα μέρος της μουσουλμανικής ελίτ   των πόλεων κατόρθωνε  να ευνοείται πολιτικά από τη συσπείρωση που δημιουργούσε η αντιπαράθεση  καθώς και οικονομικά από την εκμετάλλευση των τρομοκρατημένων  μουσουλμανικών ομάδων της υπαίθρου, στις οποίες πρόσφεραν στέγη και οικονομική αρωγή.

Ο πλούτος τους τους έδινε τη δυνατότητα , σε συνθήκες οικονομικής πίεσης, να δανείζουν χρήματα με υψηλό τόκο και να υποθηκεύουν περιουσίες  μικροκαλλιεργητών  ή να λειτουργούν ως μεσάζοντες.

Από τα παραπάνω μπορούμε εύκολα να κατανοήσουμε  την επιβίωση  ισχυρών μουσουλμανικών περιουσιών.

Ως προς τους Χριστιανούς, είναι φανερό ότι οι ενεργές πολεμικά ομάδες επωφελήθηκαν από την αρπαγή και την οικειοποίηση  των μουσουλμανικών  περιουσιών.

Από τη διαδικασία φυγής των μουσουλμάνων  περισσότερο ωφελήθησαν τα  χριστιανικά στρώματα που είχαν τη δυνατότητα να δανείσουν  ή να αγοράσουν σε χαμηλές τιμές, δηλαδή κτηματίες και έμποροι.

Η φιλελευθεροποίηση που έφερε  η σύμβαση της Χαλέπας επέτρεπε  την πολιτική δράση των Χριστιανών  αλλά και των Μουσουλμάνων οι οποίοι  αμφισβητούσαν το κατά πόσο  ήταν ικανή η κεντρική σουλτανική εξουσία  να τους προστατέψει  στις νεότερες συνθήκες που είχαν διαμορφωθεί.

Έτσι, όπως επιβεβαιώθηκε από τα γεγονότα,  οι προοπτικές διαγράφονταν δυσμενείς, τόσο για την κεντρική οθωμανική εξουσία, όσο και  για τον μουσουλμανικό πληθυσμό της Κρήτης.

 

ΠΗΓΕΣ

Εφημερίδες: «Ακρόπολις», «Εφημερίς»

Αρχείο Ρώσου Υποπρόξενου στο Ρέθυμνο, Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Ρεθύμνης

Στέφανου Πούλιου, Το κίνημα του 1889 στην Κρήτη και η εγκατάλειψη της υπαίθρου από τους μουσουλμάνους: καταστροφές περιουσιών, κρατική αντίδραση και ιδεολογικές προεκτάσεις

Γρυντάκη Γιάννη, Το Ρέθυμνο  στην επανάσταση  του 1889, Κρητολογικά Γράμματα, 11 (1995) 97-112

Μέρος του οικισμού του Αγίου Γεωργίου
Rethymno 8/20 Juillet 1889 Τηλεγράφημα του Εμμ. Μαυρατζάκη, Υποπρόξενου της Ρωσσίας στο Ρέθυμνο προς τον Niagha, Γενικό Πρόξενο της Ρωσσίας στα Χανιά. «Χθές συνέβη συμπλοκή ενταύθα φυλακαίς επληγώθησαν εννέα εαν στρατός δεν εξήλθε ενθαρρύνων οθωμανικάς οικογενείας αύται θα εισέλθουν άπασαι εις πόλιν πράγματα καθίστανται σοβαρα στρατιωτική φρουρά πόλεως ανεπαρκής τήρησιν δημοσίας τάξεως παρουσία πολεμικών (πλοίων) φαίνεταί μοι αναγκαία». Εμμ. Μαυρατζάκης
Εντυπωσιακό κονάκι στο κέντρο του οικισμού
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ