ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΑΠΟΨΕΙΣ

Περί ευφυΐας - Έξυπνοι και ξύπνιοι του Μανόλη Σκαρσούλη

0

Φανταστείτε τον τέλειο άνθρωπο. Θα τον περιγράφατε σαν «πλούσιο, όμορφο, ρωμαλέο κι έξυπνο». Παλιότερα, θα πρόσθετε κανείς το «ηθικός», όχι επειδή οι άνθρωποι ήταν καλύτεροι από τους σημερινούς, αλλά επειδή ήταν πιο υποκριτές.

Ας είναι. Απομονώνοντας αυτές τις τέσσερις αρετές, γίνεται εύκολα φανερή η ανωτερότητα της ευφυΐας. Γιατί το μυαλό φέρνει χρήματα, ενώ τα χρήματα δεν φέρνουν μυαλό. Γιατί η ομορφιά είναι κάτι υποκειμενικό σε μεγάλο βαθμό κι εν πάση περιπτώσει διαρκεί λιγότερο από το πνεύμα. Η μυική δύναμη, τέλος, είναι λίγο – πολύ άχρηστη στις μέρες μας, καθώς η τεχνολογία – δημιούργημα της ανθρώπινης ευφυΐας – προεκτείνει και πολλαπλασιάζει ακόμα και τη μικρότερη σωματική ρώμη.

Μπορεί να τη λέμε ευφυΐα, εξυπνάδα, νοημοσύνη, λογική. Είναι το ίδιο πράγμα. Η αξία της έγινε φανερή από νωρίς – χάρη σε αυτήν, άλλωστε, ο άνθρωπος κυριάρχησε στα άλλα ζώα. Δεν είναι τυχαίο που στην «Ιλιάδα» την Τροία δεν την κατακτά ούτε η γενναιότητα του Αχιλλέα, ούτε η πολεμική πείρα του Αγαμέμνονα, αλλά η ευφυΐα του Οδυσσέα.

Από την Αρχαία Ελλάδα, λοιπόν, ακόμη, οι φιλόσοφοι μιλούσαν για μια μόνο μορφή εγκεφαλικής ικανότητας, την οποία ονόμαζαν «λογική», εν διακρίσει προς τα ένστικτα, τα οποία διαθέτουν και τα ζώα. Πίστευαν πως νοημοσύνη είναι η ικανότητα σκέψης και η έκφραση της αποκλειστικά με λόγια- αφού η ομιλία αποτελεί μια εξωτερίκευση της σκέψης μας. Με αυτή τη λογική θεωρούσαν πως τόσο τα ζώα όσο και τα μωρά στερούνται νοημοσύνης.

Κι αυτά τα πιστεύω παρέμειναν σε ισχύ για χιλιετίες: «Τα ζώα δεν σκέφτονται, γιατί δεν μιλούν», έγραφε ο Ντεκάρτ. Ώσπου τον περασμένο αιώνα, με τη γέννηση της ψυχολογίας, άρχισε η ουσιαστική εξερεύνηση του ανθρώπινου εγκεφάλου.

Σήμερα ξέρουμε πως τα μωρά έχουν νοημοσύνη και χάρη σ’ αυτή, τελικά, μαθαίνουν να μιλούν τόσο γρήγορα. Όσο για τα ζώα, πώς να μιλήσουν, όσο έξυπνα κι αν είναι, αφού δεν τους το επιτρέπει η ανατομία της στοματικής τους κοιλότητας. Και ναι, έχουν νοημοσύνη. Έχει αναφερθεί η περίπτωση μιας αλεπούς που, όταν πεινούσε, έπεφτε κάτω παριστάνοντας την νεκρή. Προσήλκυε έτσι τα κοράκια, τα οποία στη συνέχεια αποτελούσαν το γεύμα της.

Ακόμα πιο εντυπωσιακά ήταν τα πειράματα του αμερικανικού ναυτικού στη δεκαετία του ’60 με δελφίνια και όρκες (φονικές φάλαινες). Τα πλούσια σε ποικιλία τιτιβίσματά τους αποδείχτηκαν μια μορφή πρωτόγονης γλώσσας! Όσοι, πάλι, ασχολούνται με σκυλιά, έχουν προσέξει πως κάποιες ράτσες (Αλσατίας, Αγίου Βερνάρδου) είναι τόσο έξυπνα όσο ένα παιδί 3-4 ετών.

Η νοημοσύνη δεν είναι αποκλειστικά ανθρώπινο προνόμιο. Και καθώς έπαψε να αποτελεί έννοια ταυτόσημη με αυτή της ομιλίας, άρχισαν οι προσπάθειες για νέους ορισμούς της. Αρχικά, ήταν ορισμοί που περιέγραφαν ένα είδος μηχανικής νοημοσύνης. Κάτι σαν και αυτή που έχει ένα κομπιούτερ, που βασίζεται στην ταχύτητα εξέτασης πολλών δεδομένων κι όχι στη δημιουργικότητα.

Ώσπου ένα σύνολο από ψυχολόγους απέδειξαν πως η νοημοσύνη και δημιουργικότητα είναι έννοιες που σε μεγάλο βαθμό συμβαδίζουν. Και ξεχώρισαν οι πιο αξιόπιστοι σήμερα ορισμοί: «Νοημοσύνη είναι η ικανότητα σύλληψης, δημιουργίας και εφαρμογής σχέσεων και εννοιών» (Χόφστετερ). «Η ικανότητα του ατόμου να αντιμετωπίζει με επιτυχία καινούργιες καταστάσεις, να λύνει με επιτυχία καινούρια προβλήματα» (Καλπαρέντ).

Και ο πιο αποδεκτός από όλους, του Γερμανού Βίλχελμ Στερν: «Νοημοσύνη είναι η γενική ικανότητα του ατόμου να προσαρμόζει τη σκέψη του σε νέες απαιτήσεις». Κάθε λέξη σε αυτόν το φαινομενικά απλό ορισμό έχει ιδιαίτερη βαρύτητα. Με πιο σημαντική τη λέξη «γενική», η οποία καλύπτει ουσιαστικά κάθε δραστηριότητα του ανθρώπου.

 

Γεννιόμαστε ή γινόμαστε έξυπνοι;

Ένα από τα μεγάλα ερωτηματικά που απασχόλησαν φιλοσόφους και ψυχολόγους, είναι κατά πόσο η νοημοσύνη είναι αρετή εγγενής ή επίκτητη. Με άλλα λόγια, γεννιέται ή γίνεται κάποιος έξυπνος; Επηρεάζει το περιβάλλον; Κι αν ναι, πόση είναι η επίδρασή του;

Αν λέγοντας «περιβάλλον», εννοήσουμε μόνο την παιδεία που θα δεχτεί ένας άνθρωπος, τότε η επίδραση στη νοημοσύνη του θα είναι πολύ μικρή. Προσοχή: Μπορούμε να συσσωρεύσουμε σε έναν άνθρωπο γνώσεις με την κατάλληλη παιδεία. Αυτό δεν σημαίνει πως θα τον κάνουμε πιο έξυπνο. Απλά πιο μορφωμένο. Από την καθημερινή μας εμπειρία, όλοι γνωρίζουμε μορφωμένους ανθρώπους που φέρνονται ανόητα στις δύσκολες στιγμές κι από την άλλη αμόρφωτους ανθρώπους που φέρνονται πανέξυπνα.

Το ποσοστό, λοιπόν, επίδρασης της παιδείας στη νοημοσύνη υπολογίστηκε το πολύ σε 10%, ύστερα από έρευνες που έγιναν με μονοωικούς διδύμους (δίδυμοι που προέρχονται από τα ίδιο αρχικό γονιμοποιημένο ωράριο), οι οποίοι δόθηκαν για υιοθεσία σε οικογένειες που τους πρόσφεραν τελείως διαφορετικά επίπεδα παιδείας. Όταν μεγάλωναν, οι δίδυμοι είχαν ουσιαστικά την ίδια νοημοσύνη.

Αν από την άλλη, λέγοντας «κληρονομικότητα», εννοούμε αποκλειστικά πόσο έξυπνοι είναι οι γονείς, βρίσκουμε μια επίδραση της κλάσης του 40%. Και το υπόλοιπο 50%;

Λοιπόν, αυτό το ποσοστό εξηγεί γιατί δυο αδέλφια από τους ίδιους γονείς αλλά από διαφορετικές γέννες, που μεγαλώνουν στο ίδιο περιβάλλον και δέχονται λίγο – πολύ την ίδια παιδεία, παρουσιάζουν συχνά μεγάλη διαφορά στην ευφυΐα τους.

Αν, όμως, υπολογίσουμε στην κληρονομικότητα την ποιότητα του συγκεκριμένου γενετικού υλικού (σπέρμα, ωάριο) τη στιγμή της σύλληψης που εξαρτάται από την ψυχοσωματική κατάσταση των γονέων εκείνες τις μέρες κι αν πάρουμε υπόψη τα γονίδια που θα επικρατήσουν στη σύλληψη και προέρχονται από έξυπνους ή ανόητους προγόνους των γονέων κι αν ακόμη στο περιβάλλον υπολογίσουμε την κατάσταση υγείας, τη διατροφή και τις πιθανές καταχρήσεις της μητέρας στους μήνες της κύησης, τότε καλύπτουμε άλλο ένα μεγάλο ποσοστό, της κλάσης του 40%. Κι απομένει ένα 10%, το οποίο καλύπτει το περιβάλλον με την ευρύτερη έννοιά του. Για παράδειγμα, ένα παιδί που παίζει κοντά σε ηλεκτροφόρα καλώδια υψηλής τάσης, μειώνει την ευφυΐα του, ενώ ένα άλλο που τρέφεται υγιεινά, την αυξάνει.

Με άλλα λόγια, γεννιόμαστε μάλλον παρά γινόμαστε έξυπνοι.  Ωστόσο, το πόσο έξυπνοι γεννηθήκαμε, ήταν κάτι που δεν εξαρτήθηκε αποκλειστικά από το πόσο έξυπνοι ήταν οι γονείς μας.

 

Τεστ νοημοσύνης

Πίσω, στον περασμένο αιώνα, καθώς άρχιζε να γίνεται κατανοητή η έννοια της νοημοσύνης, δημιουργήθηκαν δύο σαφή ερωτήματα: Είναι πεπερασμένη η ανθρώπινη νοημοσύνη; Κι αν ναι, μπορούμε να τη μετρήσουμε;

Το πρώτο φάνταζε εξοργιστικό. Ο ανθρώπινος νους υποτίθεται πως ήταν άπειρος εξ ορισμού. Ωστόσο, οι ψυχολόγοι όρθωσαν ανάστημα απέναντι σε φιλοσόφους και κληρικούς κι αποφάσισαν πως όσο κι αν θίγεται ο «ανθρωποσοβινισμός» μας, οι νοητικές μας ικανότητες, μολονότι είναι καταπληκτικές και ανώτερες από κάθε άλλου πλάσματος, δεν παύουν να είναι πεπερασμένες. Έχουν, δηλαδή, κάποιο όριο.

Από κει και ύστερα, απέμενε να βρεθεί κάποιος αξιόπιστος τρόπος για να μετρηθεί αυτό το ανώτατο όριο. Οι πρώτες προσπάθειες φαντάζουν αστείες σήμερα. Ο ψυχολόγος χτυπούσε με ένα σφυράκι το γόνατο του εξεταζομένου, κι ανάλογα πόσο γρήγορα τιναζόταν το πόδι, έβγαιναν συμπεράσματα για το πόσο έξυπνος είναι. Μολονότι τα γρήγορα αντανακλαστικά έχουν άμεση σχέση με την υψηλή νοημοσύνη, σε καμιά περίπτωση η μέθοδος δεν μπορεί να χαρακτηριστεί αξιόπιστη. Άλλωστε, ο όρος τεστ προέρχεται από το λατινικό testis (μάρτυρας). Μάρτυρα ονόμαζαν οι αλχημιστές το δοχείο στο οποίο δοκίμαζαν τα μέταλλα που παρασκεύαζαν. Τεστ, δηλαδή, είναι μια πλήρης δοκιμασία.

Οπότε, το 1890, ο Αμερικανός Τζέιμς Κατέλ, που δίδασκε ψυχολογία στο  Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια και του Καίμπριτζ, παρουσίασε το πρώτο τεστ νοημοσύνης. Ακολούθησε έξι χρόνια αργότερα, ο Γάλλος Μπινέ. Επρόκειτο για μια σειρά από γρίφους. Ο ψυχολόγος έβγαζε τα συμπεράσματά του ανάλογα με τη λογική και την ταχύτητα της απάντησης του εξεταζομένου.

Το επιστημονικό κατεστημένο αντέδρασε τότε. Όχι μόνο επειδή σαν κατεστημένο όφειλε να αντιδράσει σε οτιδήποτε καινούριο, αλλά και επειδή κάποιοι – ελέω Θεού – καθηγητές πανεπιστημίου βρέθηκαν λιγότερο έξυπνοι απ’ το μέσο άνθρωπο, λύνοντας το τεστ. Και τέθηκε θέμα αξιοπιστίας των τεστ…

Ωστόσο, οι ψυχολόγοι συνέχισαν τη δουλειά τους, πάνω στα τεστ νοημοσύνης. Και πολύ καλά έκαναν, αφού στα πρόσφατα χρόνια δικαιώθηκαν. Άλλωστε, τι είναι το επιστημονικό κατεστημένο;  Απλοί χωροφύλακες των ιδεών και των ανακαλύψεων ανθρώπων που έχουν πεθάνει πριν από πολλά χρόνια.

Είναι, πάντως, αλήθεια πως τα πρώτα τεστ νοημοσύνης δεν ήταν αξιόπιστα, καθώς κάποια τους ερωτήματα απαιτούσαν γνώσεις για να απαντηθούν σωστά. Κι όπως ήδη είπαμε, άλλο η νοημοσύνη κι άλλο οι γνώσεις.

Τα τεστ νοημοσύνης, λοιπόν, εξελίχθηκαν απίστευτα στον έναν αιώνα που πέρασε από το εγχείρημα του Τζέιμς Κατέλ. Τα σύγχρονα τεστ, περιλαμβάνουν αποκλειστικά σύμβολα και σχήματα. Που έχουν μια λογική σχέση μεταξύ τους, την οποία καλείται να βρει ο εξεταζόμενος για να καταλήξει στη λύση. Ελέγχεται έτσι αποκλειστικά η ικανότητα του εγκεφάλου να αναλύει, να βρίσκει σχέσεις και να ξαναδημιουργεί. Με άλλα λόγια, η νοημοσύνη.

Χάρη σε αυτή τη μακρόχρονη εξέλιξη, τα τεστ νοημοσύνης έχουν γίνει πια αξιόπιστα, καθώς μετράνε με μεγάλη ακρίβεια εκείνες τις ικανότητες του ανθρώπινου εγκεφάλου που αποδειγμένα υπάρχουν και είναι χρήσιμες και απαραίτητες στον τεχνοκρατικό πολιτισμό μας (κανένα τεστ νοημοσύνης, φυσικά, δεν μετράει την τηλεπάθεια ή άλλες «μεταφυσικές» ικανότητες του εγκεφάλου, αν βέβαια υπάρχουν τέτοιες ικανότητες). Έτσι, τα τελευταία χρόνια, σπάνια ακούγονται αντιρρήσεις σχετικά με την αξιοπιστία τους.

Παλιότερα, τα τεστ νοημοσύνης είχαν περιορισμένη χρησιμότητα. Χρησιμοποιούνταν κυρίως για την απόδειξη της διανοητικής αναπηρίας κάποιου για νομικούς, ιατρικούς ή παιδαγωγικούς λόγους. Τα τελευταία χρόνια, όμως, καθώς τα τεστ εξελίχθηκαν κι αποδείχθηκαν αξιόπιστα και, πάνω από όλα, καθώς αποδείχθηκε η στενή σχέση δημιουργικότητας και νοημοσύνης, τα τεστ του είδους χρησιμοποιούνται κατά κόρον σε πολλές σημαντικές δραστηριότητες.

Χρησιμοποιούνται ευρύτατα στην παιδεία, τόσο για την ανακάλυψη και βοήθεια των καθυστερημένων παιδιών όσο και για την ανακάλυψη και προώθηση των διανοητικά προικισμένων. Κάποια πανεπιστήμια προβλέπουν προεισαγωγικές εξετάσεις με τεστ νοημοσύνης για τους υποψήφιους.

Το άρθρο του οικονομικού περιοδικού «Fortume» πριν τρία χρόνια αποκάλυπτε πως για την πρόσληψη στους βιομηχανικούς κι εμπορικούς κολοσσούς της Αμερικής, τα τεστ του είδους παίζουν καθοριστικό ρόλο. Και ξεσήκωνε πολλούς αναγνώστες, οι οποίοι διαμαρτύρονταν για ελιτισμό.

«Ελιτισμός», λοιπόν, είναι η νέα κατηγορία που προσάπτουν στα τεστ νοημοσύνης. Το ερώτημα εδώ είναι γιατί οι ίδιοι άνθρωποι δεν προσάπτουν ανάλογες κατηγορίες στους… Ολυμπιακούς Αγώνες, οι οποίοι, επίσης, κατατάσσουν τους ανθρώπους σε κατηγορίες, μόνο που το κάνουν με βάση μια άλλη αρετή, τη μυική δύναμη.

«Τα τεστ νοημοσύνης», λένε οι υποστηρικτές τους, «δεν στοχεύουν στο να δημιουργήσουν μια ελίτ η οποία θα απολαμβάνει ιδιαίτερα προνόμια. Απλά, αποτελούν ένα σημαντικό βοήθημα για την αξιοκρατικότερη επιλογή των κατάλληλων ανθρώπων για την επάνδρωση σημαντικών θέσεων. Μια επιλογή η οποία όσο αξιοκρατικότερη είναι τόσο μεγαλύτερο το συμφέρον του κοινωνικού συνόλου».

Παρόλη τους, όμως, την εξέλιξη, τα τεστ νοημοσύνης, διατηρούν ένα μειονέκτημα: Κάποιος που κάνει για πρώτη φορά ένα τέτοιο τεστ, ενδέχεται να επηρεαστεί αρνητικά από το στρες. Πράγματι, οι στατιστικές δείχνουν πως κατά μέσο όρο κάποιος αποδίδει 7-8% καλύτερα στο δεύτερο με τρίτο τεστ από ό,τι στο πρώτο. Ο ψυχολόγος Χανς Άιζενκ προτείνει να κάνουν τα παιδιά πολλά τέτοια τεστ στα σχολεία, ώστε να τους «πάρουν τον αέρα» και να εξαλειφθεί και αυτό το πρόβλημα. Αξιοσημείωτο είναι ότι η απόδοση κάποιου σταθεροποιείται μετά το τρίτο Τεστ.

Δείκτης νοημοσύνης

Τα τεστ καταλήγουν σε έναν αριθμό, το Δείκτη Νοημοσύνης. Το IQ, λοιπόν, είναι το πηλίκο της πνευματικής ηλικίας δια τη χρονολογική και πολλαπλασιαζόμενο επί εκατό.

Ένα παράδειγμα: Από το τεστ προκύπτει για ένα παιδί 5 ετών πως έχει πνευματική ηλικία 7 ετών (λύνει, δηλαδή, γρίφους που λύνει ένα φυσιολογικό παιδί 7 ετών). Επομένως, το IQ του είναι 7:5Χ100=140. Το ΙQ παραμένει λίγο πολύ σταθερό σε όλη μας τη ζωή. Με άλλα λόγια, όταν αυτό το παιδί θα είναι 10 χρονών, θα έχει πνευματική ηλικία παιδιού 14 χρονών.

Δηλαδή το IQ  υποδηλώνει πόσο πιο  έξυπνο είναι ένα παιδί από το μέσο παιδί της ηλικίας του (στην περίπτωση 40%) και στην περίπτωση ενός ενηλίκου πόσο πιο έξυπνος είναι από το μέσο ενήλικο.

Ο ανθρώπινος εγκέφαλος αναπτύσσεται ως τα 18 χρόνια. Κι ύστερα τέρμα. Αντίθετα με τις παραδοσιακές πεποιθήσεις, δε γινόμαστε πιο έξυπνοι όσο μεγαλώνουμε. Ίσως πιο έμπειροι, αλλά όχι πιο έξυπνοι. Υπάρχουν, βέβαια, και οι εξαιρέσεις. Στην περίπτωση ενός διανοητικά ανάπηρου ανθρώπου, η ήδη βραδεία ανάπτυξη του εγκεφάλου σταματάει στα 14. Και στην περίπτωση μιας μεγαλοφυΐας, η ήδη ταχεία ανάπτυξη του εγκεφάλου συνεχίζεται ως τα 25.

Οι φθορές αρχίζουν νωρίς. Δεν γίνονται, ωστόσο, αισθητές πριν τα 45 για το μέσο άνθρωπο. Πιο νωρίς για το διανοητικά ανάπηρο και μετά τα 75 για το μεγαλοφυή. Έτσι ακούμε για κάποιους 80άρηδες που διατηρούν καταπληκτική διαύγεια πνεύματος.

Ο μέσος άνθρωπος, λοιπόν, έχει IQ 100 (που σημαίνει πως είναι 0% περισσότερο ή λιγότερο έξυπνος από το μέσο άνθρωπο της ηλικίας του). Όπως προκύπτει από αξιόπιστες έρευνες, 2 στους 3 ανθρώπους έχουν IQ από 85 ως 115. Και θεωρούνται φυσιολογικοί. Ένας στους 6 λιγότερο από 85 και θεωρείται αργόστροφος. Ένας στους 6 ψηλότερο από 115 (ευφυής). Ένας στους 100 ψηλότερο από 140 (άτομο ανώτερης ευφυΐας).

Ένας στους 10.000 ψηλότερο από 160 και θεωρείται μεγαλοφυής. Από την άλλη μεριά, ένας στους 100 έχει IQ χαμηλότερο από 60 και πάσχει από ελαφρά διανοητική αναπηρία. Και ένας στους 10.000 χαμηλότερο από 40, οπότε θεωρείται διανοητικά ανάπηρος (κάποιος με IQ 25, ας πούμε, δεν μπορεί να καταλάβει το μηχανισμό του φερμουάρ, οπότε δεν μπορεί να κουμπώσει από μόνος τα ρούχα του).

Υπάρχει μια μικρή διαφορά στα μέσα IQ των δυο φύλων, με τις γυναίκες να υπερέχουν ελαφρά. Ας μην μας παραξενεύει, λοιπόν, που στον αιώνα μας, που δεν μετράει πια η μυϊκή δύναμη, βλέπουμε όλο και περισσότερες γυναίκες να αναλαμβάνουν σημαντικά πόστα και να τα καταφέρνουν μια χαρά. Ωστόσο, βρίσκει κανείς λιγότερες γυναίκες μεγαλοφυείς από άντρες – αλλά και λιγότερες γυναίκες διανοητικά ανάπηρες.

Έτσι, για να μην ξεχνάμε πως είμαστε θηλαστικά, οπότε τα αρσενικά έχουν την πολυτέλεια να παρουσιάζουν πιο συχνά απόκλιση από το μέσο όρο, για ευνόητους λόγους.

Μπορεί να διαβάσατε κάπου πως οι λευκοί έχουν πιο ψηλό IQ από τους μαύρους. Μύθος που στήθηκε στην εποχή που τα τεστ απαιτούσαν γνώσεις. Τις οποίες φυσικά δεν είχε κάποιος μαύρος που ζούσε στο γκέτο. Στα σύγχρονα τεστ οι μαύροι αποδίδουν λίγο – πολύ εξίσου καλά με τους λευκούς. Κάποιες στατιστικές, πάντως, φέρνουν σαν πιο έξυπνους ανθρώπους τους Γιαπωνέζους, με μέσο IQ το 115.

Πριν μερικά χρόνια, ο Άιζενκ δημοσίευσε μια ενδιαφέρουσα έρευνα όσον αφορά τη σχέση επαγγέλματος – IQ. Κάτω από το 90 βρήκε κυρίως χειρώνακτες. Στο 100 μικρέμπορους, χειριστές μηχανημάτων, φορτηγατζήδες. Στο 110 εργοδηγούς, υπαλλήλους, πωλητές, αστυνομικούς. Στο 120 δασκάλους, φαρμακοποιούς, λογιστές. Στο 130 γιατρούς, δικηγόρους, μηχανικούς. Και στο 140 ερευνητές, καθηγητές πανεπιστημίου και ανώτερα στελέχη.

Όμως, προσοχή: Αυτά ισχύουν στην ευρωπαϊκή… Ευρώπη. Στην Ελλάδα, όπου η αξιοκρατία υπάρχει μόνο στα λεξικά, ενδέχεται να μας περιμένουν πολλές εκπλήξεις, αν γίνει μια ανάλογη έρευνα. Με την ευκαιρία, έχουν γίνει κάποιες έρευνες στην Ελλάδα, οι οποίες συμπεριέλαβαν, όμως, μικρά δείγματα του πληθυσμού, οπότε δεν αναφέρω τα αποτελέσματά τους.

 

Κρασανάκης, Γ., Ψυχολογία της Νοημοσύνης, Αθήνα, 1983

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ