ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΑΠΟΨΕΙΣ

Ευνούχοι: Οι έχοντες την ευνή (φύλαξη) του Μανόλη Σκαρσούλη

0

Και οι αποχαυνωμένοι ευδαιμονιστές

 

Οι ρίζες του ευνουχισμού

Ο Κομβάβος ήταν 20 χρόνων. Είχε σαγηνευτικό κορμί και μια προσωπικότητα που γοήτευε τις γυναίκες. Έζησε στη Συρία το δεύτερο μισό του 3ου αιώνα π.Χ., επί βασιλείας του Αντιόχου Α", του οποίου ήταν και ευνοούμενος.

Οι ικανότητες του ως αρχιτέκτονα της Αυλής και η σαγήνη του τον έκαναν πρόσωπο θρυλικό. Σύζυγος του Αντιόχου ήταν η Στρατονίκη, μια βασίλισσα αλλά συγχρόνως και μια νεαρή, αδιάφορη, όπως λεγόταν, για το θαυμασμό που προκαλούσε στους άνδρες η εύ­θραυστη ομορφιά της, και απόλυτα πιστή στο βασιλιά. Ο Αντίοχος, ενδίδοντας στις πιέσεις της Στρατονίκης, η οποία ήθελε να ανεγερ­θεί στην ακτή ναός αφιερωμένος στη Γη και τη γονιμότητα, ανέθε­σε το έργο στον πανέμορφο Κομβάβο. Ο βαθιά ερωτευμένος με τη γυναίκα του βασιλιάς τον επιφόρτισε να τη συνοδεύει και να εκτε­λεί κάθε διαταγή της.

Ο Κομβάβος ικέτεψε μάταια το βασιλιά του να αναθέσει την ευ­θύνη σε κάποιον άλλον. Ήξερε τι τον περίμενε. Αυτός και η βασίλισ­σα θα έμεναν μόνοι οι δυο τους για τουλάχιστον δυο χρόνια σε έναν άγνωστο τόπο, ειδυλλιακής ομορφιάς. Ο Κομβάβος φοβόταν τη ζή­λια του αφέντη, αλλά και τον ίδιο του τον εαυτό: δεν θα του ήταν κα­θόλου δύσκολο να ερωτευτεί τη Στρατονίκη, αλλά και αμφέβαλλε αν και η ίδια η βασίλισσα θα αντιστεκόταν στον έρωτα του. Όμως ο Α­ντίοχος δεν ενέδωσε στις ικεσίες του και έτσι ο Κομβάβος υποχρεώ­θηκε να σκύψει το κεφάλι και να υπακούσει στη διαταγή· του δόθη­καν εφτά ημέρες να ετοιμαστεί για το μεγάλο ταξίδι.

Ήξερε ότι ήταν ωραίος, ήξερε ότι θα αρέσει στη βασίλισσα, όμως πιο πολύ ήξερε ότι, στην επιστροφή, ο ζηλιάρης αφέντης θα τον σκότωνε. Η ανάγκη τον έκανε να περιπέσει σε ένα απεγνωσμένο δίλημμα: Τι ήταν καλύτερο να χάσει, τη ζωή του ή τον ανδρισμό του; Τελικά το αποφάσισε κι ευνουχίστηκε. Στη συνέχεια βαλσάμωσε το μόριο και τους όρχεις του και τα σφράγισε σε ένα πήλινο βάζο.

Πριν φύγει, παρέδωσε το βάζο στον Αντίοχο, λέγοντας του ότι περιέχει κάτι πολυτιμότερο από χρυσάφι και ασήμι. Κάτι που του κόστιζε όσο η ζωή του. Τον παρακάλεσε να το αποθηκεύσει σε κατάλ­ληλο χώρο και να μην το χάσει ποτέ από τα μάτια του, αλλά κυρίως να μην το ανοίξει κατά την απουσία του. Ο βασιλιάς του το υποσχέ­θηκε και έβαλε φρουρά να φυλάει το μυστηριώδες αντικείμενο.

Ο Κομβάβος και η Στρατονίκη αναχώρησαν. Ο ναός χτίστηκε. Οι δυο τους έλειψαν τρία χρόνια, κατά τη διάρκεια των οποίων ο Κομβάβος, όπως ήταν πλέον φυσικό, δεν πλησίασε οΰτε μία φορά τη βασίλισσα, παρά μόνο για να μιλήσουν για κολόνες και επιστΰλια. Ωστόσο, όπως το είχε προβλέψει, οι δυο τους αγαπήθηκαν.

Ώσπου έφτασε ο καιρός να γυρίσουν στο παλάτι. Ο βασιλιάς υποδέχτηκε τον Κομβάβο με τον χειρότερο τρόπο, απόλυτα βέ­βαιος ότι του αποπλάνησε τη γυναίκα. Ο Κομβάβος αμέσως διέτα­ξε τους υπηρέτες να φέρουν το πήλινο δοχείο. Το άνοιξε και επέ­δειξε στο βασιλιά την απόδειξη της αθωότητας του, την περίτρανη μαρτυρία του χαμένου του ανδρισμού που αποκαλύφθηκε με το άνοιγμα του βάζου. Αιτήθηκε την άμεση εμπιστοσύνη και εκτίμη­ση του αφέντη του και, έτσι, έσωσε τη ζωή του.

Οι πιο πιστοί φίλοι του Κομβάβου, συγκλονισμένοι από τη φρικτή του πράξη, ευνουχίστηκαν σε ένδειξη συμπαράστασης, για να τον συντροφέψουν ακόμη και στην εμπειρία αυτή.

Ας μην ξεχνάμε όμως τι γράφει ο γάλλος περιηγητής Μαρσέλ Λα Μοτ λε Βαγέ: Στους αρχαιότερους καιρούς, οι γυναίκες ερωτεύο­νταν τους ευνούχους, ως πολύ τρυφερότερους και εκλεπτυσμένους εραστές. Μας διαβεβαιώνει επίσης ότι και αυτοί τις αγαπούσαν, προσθέτοντας ότι σε όλους τους καιρούς βρίσκουμε τρανά παρα­δείγματα ευνούχων που δόνησαν με πάθος καρδιές και κορμιά γυ­ναικεία. Τέλος, σχολιάζοντας την ιστορία του Κομβάβου, μας αποκα­λύπτει ότι από τα πιο μεγάλα πάθη ήταν αυτό της Στρατονίκης για τον πανέμορφο ευνούχο.

Ο Αντίοχος, τυφλωμένος από τη ζήλια του για τον ανδρισμό του Κομβάβου, ήταν ανίκανος ακόμη και να υπο­πτευθεί την ύπαρξη θεσπέσιων ερωτικών παιχνιδιών, που δεν προϋπέθεταν τη διείσδυση, αφήνοντας τους, έτσι, άθελα του, εραστές. Και ήταν ο πόθος για τη βασίλισσα, και όχι η συμπαράσταση, ο αληθινός λόγος που οδήγησε τους φίλους του Κομβάβου, αλλά και άλλους άνδρες της Αυλής, να ευνουχιστούν, συνεπαρμένοι από τον έρωτα.

Και ακολούθησαν, στις εποχές που πέρασαν, και πλήθη άλλων που ευνουχίστηκαν μπροστά στο ναό του Κομβάβου και της Στρατονίκης, στη μνήμη των δυο εραστών και προς τιμήν της θεάς.

Άραγε ο Κομβάβος ευνουχίστηκε για ένα ιδανικό κι αυτό του επέτρεψε να ξεπεράσει την ντροπή και τον πόνο; Μήπως η χειρο­νομία του εξηγείται όχι μόνο από το φόβο του να υποστεί την οργή του αφέντη, αλλά και από την αφοσίωση του προς αυτόν; Ή μή­πως ήταν η φήμη των ευνούχων που τον έπεισε να το κάνει, σαν ει­σιτήριο για τις χάρες της Στρατονίκης με την οποία ήταν ερωτευ­μένος; Ίσως στο πήλινο βάζο να εναπέθεσε τον σωματικό ανδρι­σμό, θυσία στον έρωτα του. Νίκησε το βασιλιά, καταφέρνοντας να του κρύψει το βάναυσο αλλά και εκπληκτικό συστατικό των συνευ­ρέσεων του με την όμορφη βασίλισσα.

 

Ο άνδρας «πλάστης»

Η ιστορία του Κομβάβου μιλάει για έναν άνδρα που ευνουχί­στηκε οικειοθελώς. Είναι ενδεικτικό ότι το όνομα του πρωταγωνι­στή αυτής της θρυλικής ιστορίας είναι το αρσενικό αντίστοιχο του ονόματος της Συρίας θεάς της Γης και της γονιμότητας (Κουμβάβα), της οποίας οι ιερείς αυτοευνουχίζονταν τελετουργικά, ακόμη και σε άλλες περιοχές όπου αυτή λατρευόταν με άλλα ονόματα.

Όμως, αν ο αυτοευνουχισμός έχει τόσο μακρινές ρίζες, η πρα­κτική του ευνουχισμού ενός άνδρα από έναν άλλο άνδρα είναι ακό­μη αρχαιότερη: Σε κάθε χώρα -όχι μόνο στη λεκάνη της Μεσογείου σε κάθε κουλτούρα και άσχετα από το ποιος έφτιαχνε τους νόμους που ρύθμιζαν τη δημόσια ζωή, τις σχέσεις εξουσίας και τους κανό­νες, ο ευνούχος ήταν παρών, ένα πλάσμα που δεν ήταν ούτε αρσε­νικό ούτε θηλυκό.

Μπορούμε να πιστέψουμε, να αμφισβητήσουμε ή να αρνηθού­με ότι ο θεός έπλασε τη γυναίκα από το πλευρό του άνδρα, όμως είναι απόλυτα σίγουρο και αναμφισβήτητο ότι τον ευνούχο τον έπλασε ο άνδρας.

Μπορεί ο Θεός να δημιούργησε τα δύο φύλα, αλλά το έκανε με ήπιο τρόπο. Ο άνδρας έφτιαξε τον ευνούχο με μια βάρβαρη μαχαι­ριά. Ο Θεός πρόσθεσε υλικό για να φτιάξει τον άνθρωπο με κεφάλι, κορμό, πόδια, χέρια, γεννητικά όργανα. Ο άνδρας αφαίρεσε υλικό για να φτιάξει τον ευνούχο. Ο Θεός εμφύσησε στον άνθρωπο τη ζωτική ανάσα, την ικανότητα της ζωής. Στον ευνούχο, το δημιούρ­γημα του, ο άνδρας προσέδωσε την ανικανότητα. Ο Θεός τοποθέ­τησε το δημιούργημά Του στο φως, στο κέντρο ενός πανέμορφου κόσμου. Ο άνδρας δημιούργησε τον ευνούχο μέσα στο αίμα και στην πιο φρικτή οδύνη, στον εξευτελισμό και την κοινωνική απα­ξίωση. Ο Θεός έφτιαξε τον άνθρωπο για να είναι ελεύθερος. Ο άνδρας έφτιαξε τον ευνούχο για να τον κάνει σκλάβο του.

 

Γεννημένος από τον άνδρα

Δημιούργημα για να χρησιμοποιηθεί αμιγώς ως «κατοικίδιο», παρόμοιο με τον στερημένο από τη βαρβατοσύνη του ταύρο, προ­κειμένου να περιοριστεί στο αλέτρι, αρκετά χρησιμότερο από το σκύλο, ο οποίος υπακούει βέβαια στο σφύριγμα του κυνηγού, αλλά  δεν είναι ικανός παρά μόνο για να οσμίζεται τη λεία και να φυλάει το κοπάδι, ο ευνούχος βαδίζει από εποχή σε εποχή και από χώρα σε χώρα με το βήμα του βαρύ από τη μόνιμη πληγή που τον σακα­τεύει. Τα πιο αρχαία κείμενα τον αναφέρουν σαν δεδομένη και μό­νιμη παρουσία σε κάθε κοινωνικό μόρφωμα. Μας διηγούνται για άνδρες και γυναίκες. Και πάντα στο πλευρό τους, νά και ο ευνούχος.

Η αναπηρία του τον καθιστά ανίκανο να διεκδικήσει τη δόξα του κυρίου και αφέντι του, ακόμη και σε εποχές όπου οι ευνούχοι ζούσαν μέσα στη λάμψη, όπως στην Κίνα της δυναστείας των Μινγκ, στην Ύστερη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και στο Παλέρμο της αρα­βικής κυριαρχίας του 10ου αιώνα.

 

Επινοημένος από τη γυναίκα

Παρότι «κατασκευασμένος» από τον άνδρα, ο ευνούχος των αρ­χαίων κειμένων παραδόξως θεωρεί ότι υπεύθυνος της τερατώδους καταγωγής του δεν είναι παρά τα χέρια της γυναίκας ευνουχίστριας. Από την αρχή ακόμη, ήταν ο άνδρας που ευνούχιζε. Κι όμως, η αρ­σενική φαντασία έπλασε μια μεγαλοφυή εκτροπή στην ιστορία, απαλλάσσοντας τον άνδρα από το κρίμα του εφευρέτη του ευνου­χισμού.

Οι ιστορικοί μάς διηγούνται ότι η θρυλική Σεμίραμις, η φι­λήδονη ασσύρια βασίλισσα, επέβαλε τον πρώτο ευνουχισμό. Όπως η Εύα, που έδωσε στον Αδάμ τον καρπό της Γνώσης, έτσι και η Σε­μίραμις έφερε στον κόσμο το «τρίτο φύλο» χρησιμοποιώντας το μαχαίρι.

Η γυναίκα ήταν η μεγάλη ευνουχίστρια μας πληροφορούν οι ιστορικοί.

Η Σεμίραμις η εξοχότατη ήρθε στον κόσμο εννέα μήνες μετά το βιασμό μιας Φιλισταίας θεάς, της Δερκετώς -αντίστοιχης της Αρ­τέμιδος- από τον τρελά ερωτευμένο βασιλιά Μόψο. Σύμφωνα με την ελληνική παράδοση, όπως μας τη μεταφέρει ο ιστορικός Διό­δωρος ο Σικελιώτης, η Σεμίραμις νυμφεύθηκε τον Νίνο, ιδρυτή της Νινευί και του βασιλείου των Ασσυρίων.

Υπήρξε σύζυγος πιστή για σαράντα δύο ολόκληρα χρόνια. Όμως μια φθινοπωρινή νύχτα έπνι­ξε τον άνδρα της και του πήρε την εξουσία. Λένε πως στα χέρια της το βασίλειο ήκμασε και μεγάλωσε, πως αυτή ίδρυσε τη Βαβυλώνα, πόλη ασύγκριτη σε δόξα, στολισμένη με τους κρεμαστούς της κήπους, ολόγιομους με σπάνια, ευωδιαστά λουλούδια- σε αυτή την πόλη, περίπου δυο αιώνες μετά, ξεψύχησε ο Μέγας Αλέξανδρος, νέος και ωραίος ακόμη, ο οποίος διέθετε και δυο ευνούχους εραστές.

Αυτή η τόσο αισθησιακή γυναίκα, που όμως ντυνόταν ανδρικά, παρουσιάστηκε και από τον Διόδωρο τον Σικελιώτη σαν ευνουχίστρια, όχι στρατιωτών, αλλά εραστών. Ο ιστορικός μάς διηγείται ότι η Σεμίραμις διέταζε τη φρουρά της να σκοτώνει κάθε άνδρα μετά τις νυχτερινές τους περιπτύξεις.

Το χάραμα, ενώ ο εραστής ένιωθε ακόμη στο δέρμα του το χάδι της μαγευτικής βασίλισσας, οδηγείτο χωρίς έλεος για εκτέλεση. Αργότερα συνεπέραναν ότι δεν τους εκτελούσαν, αλλά τους ευνούχιζαν. Η Σεμίραμις, ακρωτηριά­ζοντας τους, τους έσωζε τη ζωή. Τους έσωζε από τη ζήλια και τη χωρίς όρια κτητικότητά της.

Κάθε εραστής της, φεύγοντας από το κρεβάτι της, δεν έπρεπε να ποθήσει άλλη γυναίκα. Θα ήταν η τελευταία του. Για να του μείνει αξέχαστη, η Σεμίραμις άφηνε σε κά­θε άνδρα της ανεξίτηλο το σημάδι της με τον ευνουχισμό. Σημάδι φρικτό και μη αναστρέψιμο σε κάθε ανδρικό σώμα που είχε κατα­κτήσει. Μερικοί ιστορικοί αποδίδουν το θάνατο της Σεμιράμιδος στη μαχαιριά ενός ευνούχου: το μοιραίο χτύπημα ήρθε από το δη­μιούργημα της.

 

Ο μεγάλος βασιλιάς των ευνούχων

Κρίνοντας από αυτά που έγραψε ο Ξενοφών στην Κνρον Παι­δεία, ο Κύρος όντως υπήρξε υπέρμαχος αυτής της πρακτικής και μάλιστα τη δικαιολογούσε απόλυτα.

Γράφει ο Ξενοφών ότι αμέσως μετά την κατάκτηση της πόλης της Βαβυλώνας, ο Κύρος θυσίασε σε ένδειξη ευγνωμοσύνης προς τη θεά Εστία -προσυάτιδα της οικογενειακής εστίας και του κρά­τους-, στον Δία και σε όλους τους άλλους θεούς.

Με το πέρας των θυσιών, ο Κύρος συγκεντρώθηκε στα διοικητικά. Είχε γίνει άρχο­ντας μιας πόλης που δεν έτρεφε και τα καλύτερα αισθήματα για αυτόν και το ίδιο εχθρικοί απέναντι του ήταν και οι νέοι του υπήκοοι. Έτσι, σκέφτηκε, και πολύ ορθά, ότι καταρχήν του χρειαζό­ταν σωματοφυλακή. Και φυσικά η προσωπική του φρουρά έπρεπε πάνω απ' όλα να είναι απόλυτα πιστή.

Ποιος όμως θα μπορούσε να είναι πιστός ανάμεσα σε τόσους εχθρούς; Κανείς, σκέφτηκε, δεν μπορεί να τον αγαπήσει περισσότερο από αυτούς που έχουν ανά­γκη από την προστασία του. Ήξερε επίσης ότι όσοι έχουν γυναίκα και παιδιά, και ζουν μαζί τους αρμονικά, αγαπούν αναμφισβήτητα την οικογένεια τους πάνω απ' όλα. Η φρουρά λοιπόν δεν μπορού­σε να αποτελείται από ερωτευμένους συζύγους και πατεράδες. Του απέμεναν, λοιπόν, μόνο οι ευνούχοι... Οι ευνούχοι δεν έχουν στε­νούς δεσμούς, είναι μόνοι, απομονωμένοι. Κανείς δεν δένεται μα­ζί τους και κανείς δεν έχει τη φροντίδα τους.

 

Δαμάζοντας τον ταύρο

Ο Κύρος πίστευε ότι οι ευνούχοι πραγματικά θα λάτρευαν σαν θεό όποιον θα ήταν ικανός να τους περιβάλλει με πλούτη, να τους υπερασπίζεται από κάθε προσβολή και να τους γεμίζει τιμές. Και ποιος άλλος από αυτόν, τον Κΰρο τον Μέγα, που κατάκτησε τον μι­σό κόσμο, είχε τη δύναμη να βγάλει έναν ευνούχο από τη φτώχεια, την απομόνωση και το περιθώριο; Άλλωστε οι ευνούχοι, όπως σκέ­φτηκε, είχαν τη χείριστη κοινωνική επιφάνεια και γι' αυτό είχαν ανάγκη από ένα αφεντικό να τους προστατεύει. Μόνο οι ευνούχοι θα του εξασφάλιζαν απόλυτη αφοσίωση. Μόνο αυτούς θα μπορούσε να εμπιστεύεται απεριόριστα.

Ήξερε επίσης ότι, αντίθετα με ό,τι πίστευε ο κόσμος, οι ευνούχοι δεν στερούνταν φυσικής δύναμης. Ο Κύρος είχε παρατηρήσει ότι τα πιο ατίθασα άλογα, μετά τον μουνουχισμό, αποβάλλουν την απείθεια προς τον καβαλάρη τους, χωρίς όμως να είναι λιγότερο ικανά στον πόλεμο. Οι μουνουχισμένοι ταύροι χάνουν την επιθετικότητα τους, αλλά σε καμία περίπτωση δεν χάνουν και τη δύναμη τους αλλά και οι μουνουχισμένοι σκύλοι αυξάνουν την αφοσίωση τους, παραμένοντας ικανοί για φύλαξη και κυνήγι, ίσως και καλύτερα από πρώτα.

Με όλες αυτές τις σκέψεις, ο Κύρος πήρε την απόφαση του. Διέταξε να ευνουχιστούν όλοι οι σκλάβοι του, ξεκινώντας από τους φύ­λακες των πυλών. Τους ευνούχισε όλους, υπηρέτες και στρατιώτες, περιμένοντας σε αντάλλαγμα την απόλυτη αυτή αφοσίωση που θα τον προστάτευε από εγκληματίες και προδότες.

 

Πηγή : «Η ιστορία των ευνούχων»

Bovva Nτε Αggelis

Εκδόσεις περίπλους

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ