ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΣΥΠΑ Banner
ΑΠΟΨΕΙΣ

Βαθύτατα ποιητικός για τον άνθρωπο - Το ψευδώνυμο: Εμπορικό σήμα του Μανόλη Σκαρσούλη

0

Με είχαν ρωτήσει κάποτε τι είναι, τι και ποιον εξυπηρετούν τα φιλολογικά και τα καλλιτεχνικά ψευδώνυμα. Και δε χρειάστηκε να σκεφτώ πολύ για ν’ απαντήσω (ακόμα, βλέπετε, δεν είχε επέμβει ο εισαγγελεύς): Μια συνήθεια, εξήγησα τότε, και τίποτα παραπάνω. Κι επρόσθεσα: Ίσως μια κακή συνήθεια. Τώρα όμως σκέπτομαι: Γιατί κακή η παλιά, η παμπάλαια αυτή συνήθεια; Μήπως μερικά τουλάχιστον ψευδώνυμα δεν είναι πολύ καλύτερα από τα ονόματα που κρύβουν; Μερικά, ναι. Άλλα όμως; Και τα παραδείγματα έρχονται άφθονα. Όταν λέγεσαι Δημήτριος Σύψωμος, επιτρέπεται να γίνεις Λάμπρος Πορφυρός. Όμως γιατί ο Ροδόπουλος να γράφεται και ν’ ακούγεται Καραγάτσης;

Υπάρχει και μια εξήγηση, που ίσως την καταλαβαίνουν λιγότερο οι ωραιοπαθείς, αλλά την δέχονται απολύτως οι πρακτικοί άνθρωποι. Το ψευδώνυμο, - και τη σκέψη αυτή την έκαμα κι όταν υποχρεώθηκα, για πρώτη φορά, να εξηγήσω γιατί μερικοί λογοτέχνες και καλλιτέχνες χρησιμοποιούν ψευδώνυμα, - το ψευδώνυμο, έλεγα, δεν είναι ένας μόνο άνθρωπος, όπως και τ’ όνομα δεν είναι ένα μόνο άτομο, αλλά ολόκληρη αλυσίδα από προγόνους. Το ψευδώνυμο κάποτε είναι κάτι παραπάνω: ολόκληρη εποχή ή τουλάχιστον το πιο κυρίαρχο πνευματικό, αισθητικό ή ιδεολογικό ρεύμα της εποχής. Και προσθέτουν οι πρακτικοί, οι θετικοί άνθρωποι: Ακούς ένα ψευδώνυμο και μπορείς εύκολα να τοποθετήσεις ένα λογοτέχνη. Λ.χ., ποιος καθαρολόγος ποιητής ή πεζογράφος θ’ άφηνε τ’ όνομά του, για να γίνει Αργύρης Εφταλιώτης ή Γιάννος Επαχτίτης; Και τα δύο αυτά ψευδώνυμα ανήκουν ολόκληρα στο δημοτικισμό, στο μαχητικό δημοτικισμό, προπαγανδίζουν το δημοτικισμό, διαλαλούν το δημοτικισμό, κι όμως σε κατατοπίζουν για πολλά και σημαντικά.

Μα και πάλι το ζήτημα δεν τελειώνει εδώ. Μερικοί λένε: Μήπως δίνουμε πολλή σημασία στα ψευδώνυμα; Και κάνουν την απροσδόκητη ερώτηση: Ξέρετε ότι τα περισσότερα τα παίρνουν έτσι, στην τύχη, οι λογοτέχνες, οι καλλιτέχνες, οι ηθοποιοί; Και βεβαιώνουν: Οι ίδιοι οι λογοτέχνες και οι καλλιτέχνες απορούν κι αυτοί πως έγινε να συνδέσουν τη ζωή και τη σταδιοδρομία τους με μια ή δύο λέξεις, που ούτε τις καλοσκέφτηκαν ούτε ίσως τις συμπαθούν πολύ.

Αν επιμείνουμε όμως περισσότερο κι εξετάσουμε με προσοχή τις συνθήκες εργασίας λογοτεχνών και καλλιτεχνών, προπάντων σε παλαιότερες εποχές, θα δούμε ότι το ψευδώνυμο είναι κάτι απλούστερο και χρησιμότερο. Είναι άδεια κυκλοφορίας στις αντιπνευματικές κοινωνίες. Πριν από ογδόντα, από πενήντα κι από τριάντα ακόμη χρόνια, πόσοι στρατιωτικοί, πόσοι ναυτικοί, πόσοι δικαστικοί, πόσοι εκπαιδευτικοί, πόσοι ανώτεροι δημόσιοι υπάλληλοι μπορούσαν να παρουσιάσουν τη λογοτεχνική τους εργασία με το πραγματικό τους όνομα; Αλλά μήπως μόνο ο αξιωματικός και ο δημόσιος υπάλληλος ήταν υποχρεωμένος να κρύβεται πίσω από ένα ψευδώνυμο; Ποιος σοβαρός άνθρωπος δεν εκινδύνευε να χάσει την υπόληψή που του είχε η κοινωνία, αν έβαζε φαρδιά πλατιά την υπογραφή του κάτω από τους στίχους ή τα πεζογραφήματά του; Μα και τώρα, αφού έπεσαν τόσοι φραγμοί και τόσες προλήψεις, αποφασίζει εύκολα ένας καθηγητής του Πανεπιστημίου, ας πούμε, να δημοσιεύσει στίχους με τ’ όνομά του;

Ο εισαγγελεύς, λοιπόν, έγινε διώκτης των ψευδωνύμων γιατί ασφαλώς δεν είχε σκεφτεί πόσο χρήσιμα είναι και πόσο διευκολύνουν εκείνους που θέλουν αλλά διστάζουν ή και δεν μπορούν να κάμουν, με τ’ όνομά τους, μιαν οποιαδήποτε προσφορά στην πνευματική ζωή του τόπου. Κι ας μην ξεχνάμε και τούτο: ότι πολλές από τις σπουδαιότερες σελίδες της λογοτεχνίας μας έχουν παρουσιαστεί με ψευδώνυμα, ότι δηλαδή το ψευδώνυμο είναι πια σεβαστή και αμετακίνητη παράδοση.

 

 

Ο γιος του Αλέξη Ζορμπά

Θα σας διηγηθώ μια μικρή μα άγνωστη και χαρακτηριστική περιπέτεια του συγγραφέα του «Βίου και πολιτείας του Αλέξη Ζορμπά», που δεν ξέρω τι συνέχεια μπορούσε να ‘χει αν ζούσε ακόμα. Θυμάμαι ότι την διηγήθηκα τότε, λίγους μήνες πριν από το θάνατό του, σε αρκετούς φίλους, αλλά δεν είχα νεότερα και δεν κατάφερνα να ικανοποιήσω την περιέργειά τους. Κι αλήθεια, όλοι είμαστε περίεργοι να δούμε πως θα τα έβγαζε πέρα ο Καζαντζάκης μ’ έναν από τους απογόνους του Ζορμπά, με τον γιό του, που του ζήταγε ευθύνες γιατί «κακομεταχειρίστηκε» στο βιβλίο του τον πατέρα του, κι όσοι ξέρουμε ότι για την ιστορία αυτή πρέπει να υπάρχουν δύο-τρία τουλάχιστον γράμματα στα χαρτιά του Καζαντζάκη, έχουμε ακόμα την ίδια περιέργεια.

Ένα πρωί, φθινόπωρο του 1957, χτύπησαν την πόρτα του γραφείου μου:

- Ο κύριος Ζορμπάς

Το όνομα δεν είναι σπάνιο. Αρκετούς Ζορμπάδες έχουμε στην Αθήνα. Κι όποιος από τους δύο φίλους μου Ζορμπάδες ήθελε να με δει, ευπρόσδεκτος ήταν. Άνοιξε, λοιπόν, σε λίγο η πόρτα, αλλά ούτε ο ένας ήταν ούτε ο άλλος. Και χρειάστηκε λίγη προσπάθεια κι από μένα, που δεν περίμενα αυτή την επίσκεψη, κι από τον επισκέπτη μου, που φαινόταν ότι με κόπο συγκρατούσε την οργή του, χρειάστηκε, πρέπει να πω, αρκετή προσπάθεια, για να συνεννοηθούμε. Κοίταζα στα μάτια τον επισκέπτη μου και δεν μπορούσα να καταλάβω.

- Μάλιστα, γιος του Αλέξη Ζορμπά είμαι και ήρθα να ζητήσω μιαν αποκατάσταση.

Ζητούσε με τη γλώσσα και απαιτούσε περισσότερο με την άγρια ματιά του. Ωστόσο, δεν μπορούσα να καταλάβω και ρώτησα:

- Τι σχέση έχει με μένα αυτή η αποκατάσταση;

- Έχει και παραέχει. Ακούω ότι ετοιμάζετε ένα τεύχος για τον Καζαντζάκη. Εκεί πρέπει να μιλήσω κι εγώ, για να μάθει ο κόσμος ποιος ήταν ο πατέρας μου και να μην πιστεύει τον Καζαντζάκη, που τον έκανε άλλον άνθρωπο, έναν παλιάνθρωπο.

Κι άνοιξε ο επισκέπτης μου το σακάκι του, έβγαλε ένα πολυσέλιδο χειρόγραφο και μου το ‘δωσε. Δεν φαινόταν άνθρωπος των γραμμάτων, μα δε φαινόταν να ‘χει και δισταγμούς. Ήταν ο γιός του Αλέξη Ζορμπά, του Ζορμπά του Καζαντζάκη, και είχε την απόφαση να πράξει σύμφωνα με τα αναφαίρετα δικαιώματά του. Τον ρώτησα τότε:

- Και πως σκεφτήκατε, έπειτ’ από τόσα χρόνια να ζητήσετε αυτή την αποκατάσταση; Το βιβλίο κυκλοφορεί από το 1946.

- Δεν το ήξερα, δε το ‘χα διαβάσει. Τώρα, με τη φασαρία που γίνεται για τον Καζαντζάκη, έμαθα γι αυτό ο βιβλίο, το πήρα, το διάβασα, έφριξα.

Τον κοίταζα χωρίς να λέω τίποτα. Με κοίταζε κι εκείνος, κ’ η ματιά του δεν παρακαλούσε, απαιτούσε. Ήταν ο γιός που σώνει και καλά ήθελε ν’ αποκαταστήσει την μνήμη του πατέρα του. Αλλά και πάλι τον ρώτησα:

- Όταν διαβάσατε το βιβλίο, τι εκάνατε; Εγράψατε στον Καζαντζάκη αυτά που λέτε τώρα σ’ εμένα;

- Πως δεν του ‘γραψα! Επήρα μάλιστα και απάντηση.

- Ε, μα τότε;

- Τι να την κάνω τέτοια απάντηση; Λέει και ξελέει.

Η συζήτηση κράτησε ώρα πολλή. Τέλος, ο γιός του Αλέξη Ζορμπά δέχτηκε να μη μου αφήσει το χειρόγραφό του. Θα ‘γραφε ακόμη μια φορά στον Καζαντζάκη και, από την απάντηση που θα λάβαινε, θα ‘παιρνε την οριστική του απόφαση. Θα περίμενε. Κι ακόμα περιμένει…

 

Κονταροχτυπήματα στο κενό

Ποια είναι, τα ξίφη του αριστοκρατικού λόγου; Και πότε, τα τελευταία χρόνια, πότε τα είδαμε αυτά τα ξίφη; Ο Νιρβάνας, που είχε κάμει κι αυτός μερικές μονομαχίες, λίγες και πάντα με τα ξίφη του αριστοκρατικού λόγου, συμβούλευε: Σφάζετε τον αντίπαλό σας με το μπαμπάκι. Είναι ίσως; Ο πιο δύσκολος τρόπος, αλλά και ο πιο αποτελεσματικός. Και για να γίνει πειστικός, διηγήθηκε κάποτε μια χαριτωμένη ιστορία, που αξίζει να την μεταφέρουμε εδώ. Άλλωστε η ιστορία είναι σύντομη και συνοψίζεται στο γράμμα που έστειλε ο διευθυντής ενός περιοδικού της Κίνας σ’ έναν άγνωστο ποιητή, για ν’ αρνηθεί τη δημοσίευση στίχων του:

«Εντιμότατε και διασημότατε κύριε, - έγραφε ο διευθυντής του περιοδικού στον άγνωστο ποιητή, - επιτρέψατέ μου να ζήσω και να σας προσκυνήσω. Είχα σήμερα την εξαιρετική τιμή να λάβω το αριστούργημα που είχατε την καλοσύνη και τη συγκατάβαση να στείλετε στο ανάξιο περιοδικό μου. Το ποίημά σας είναι πράγματι το αριστούργημα των αριστουργημάτων, που όμοιό του δε έχει γραφεί ακόμα. Επειδή όμως, αν το δημοσιεύσω και το διαβάσει ο Αυτοκράτορας, θα με διατάξει να δημοσιεύω, από σας κ’ εμπρός, όλο τέτοια ποιήματα, και επειδή είναι αδύνατο να βρεθεί δεύτερος ποιητής, «εις αιώνα τον άπαντα», να γράψει όμοιο αριστούργημα, και έτσι θα βρεθώ σε δύσκολη θέση απέναντι στον Αυτοκράτορας μου, σας ικετεύω, ενδοξότατε κύριε, να με λυπηθείτε και να μου δώσετε την άδεια να μη δημοσιεύσω το αριστούργημά σας. Και τώρα επιτρέψατέ μου πάλι να ζήσω και να καταθέσω στα πόδια σας τον απεριόριστο θαυμασμό μου και τα ταπεινά μου προσκυνήματα, αιώνιος σκλάβος σας».

Ο Νιρβάνας διηγείται, στο ίδιο κείμενό του, κι άλλο σφάξιμο με το μπαμπάκι, και τρίτο και τέταρτο σφάξιμο. Και τελειώνει με μιαν ιστορία, που διδάσκει πολλά στους κριτικούς, - και στους δικούς μας κριτικούς:

«Κάποτε ένας Άγγλος κριτικός δέχτηκε την επίσκεψη ενός νέου, που θεωρούσε τν εαυτό του αδικημένο από την κρίση ενός έργου του. «- Κύριε, του είπε εξαγριωμένος ο νέος, για να κρίνετε το έργο μου όπως το κρίνατε, είναι βέβαιο πως δεν το διαβάσατε». Ο κριτικός, παρατηρεί ο Νιρβάνας, θα μπορούσε να του απαντήσει: «- Επειδή ακριβώς είχα τη δυστυχία, κύριε, να το διαβάσω, γι αυτό το έκρινα έτσι. Αν δεν το είχα διαβάσει, θα σας είχα κάνει ασφαλώς μια πιο ευχάριστη κριτική». Ο κριτικός όμως του αποκρίθηκε γλυκύτατα: «Δεν έχω λόγους να σας ευχαριστήσω, αγαπητέ μου φίλε, για τη φιλοφροσύνη που μου κάνετε. Έχετε, φαίνεται, τόση υπόληψη στην κρίση μου, που δεν θέλετε να παραδεχθείτε πως ήτανε ποτέ δυνατό να διαβάσω το έργο σας και να μην το καταλάβω. Και θα μου ήτανε, πράγματι, πολύ οδυνηρό να πιστέψετε πως δεν είμαι σε θέση να καταλάβω ένα αριστούργημα. Βεβαιωθείτε, φίλε μου, πως δεν θα ξεχάσω ποτέ την ευγενικιά σας αυτή χειρονομία». Και του έσφιξε θερμότατα το χέρι, σφάζοντάς τον με το μπαμπάκι».

Η αισθητική των προσωπικών δώρων

 

Ο Παύλος Νιρβάνας, που πολλές φορές είχε εξηγήσει πόσο δύσκολη είναι η τέχνη του δώρου, όσο κακή και η φιλολογία των ευχών της Πρωτοχρονιάς, θα έλεγε: ο καθένας ας δείξει τη φαντασία του. Και δε θα βρισκόταν πολύ μακριά από τον καλό οικογενειάρχη. Αφού όμως θυμηθήκαμε τον Παύλο Νιρβάνα, ας διαβάσουμε μια σελίδα του για την «αισθητική των δώρων». Μας λέει πρώτα ότι ο Ιππόλυτος Ταίν ισχυρίζεται κάπου πως ένα ποτήρι γάλα που ήπιε στην κορυφή των Άλπεων του έκαμε «αισθητική εντύπωση’. Κ’ έπειτα διηγείται: «Θα μπορούσα να βεβαιώσω το ίδιο πράγμα, με το τυρί του Ματσούκα. Οι χιονισμένες βουνοκορφές, η στάνη, το κοπάδι, ο βοσκός, όλη η ποίησις του βουνού, είχαν ζωντανέψει μέσα από την γεύσιν ενός κοινοτάτου τυριού. Και όμως το τυρί αυτό το είχε αγοράσει ο αλχημιστής αυτός του αισθήματος από το γειτονικόν μπακάλικο. Αλλά το είχε μετουσιώσει, απλούστατα, εις ποίησιν, η αγάπη του.» Και συνεχίζει ο Νιρβάνας πάλι με μια μικρή ιστορία του Ματσούκα: «Άλλοτε τον είδα ν’ αγοράζει από ένα μανάβικο του δρόμου τρία πορτοκάλια, κρεμασμένα από το κλαδί τους.

» - Αυτά τα ‘χω κρεμάσει για στολίδι του μαγαζιού…του είπεν ο μανάβης. Να σας δώσω από το κοφίνι, κύριε. Είναι τα ίδια και καλύτερα.

» - Εγώ θέλω αυτά…επέμεινεν ο Ματσούκας. Θα σου τα πληρώσω κάτι παραπάνω να μου τα δώσεις.

» Ο μανάβης επείσθη, επιτέλους, και του τα παρεχώρησε. Αργότερα, ο Ματσούκας μου εξήγησε το μυστήριον της επιμονής του:

» - Θέλω να τα προσφέρω – μου είπε – σε μια ευγενική κυρία. Ένας φτωχός τραγουδιστής τι μπορεί να προσφέρει περισσότερο από τρία πορτοκάλια; Αλλά τρία πορτοκάλια αγορασμένα από το μανάβικο δεν έχουν καμιά ομορφιά. Θα πω, λοιπόν, στην ευγενική κυρία, πως έρχομαι από τα περιβόλια και πως τα ‘κοψα από το δέντρο, με τα χέρια μου, ραντισμένα με τη δροσιά της αυγής για να της τα προσφέρω. Έτσι από τα τρία αυτά πορτοκάλια θα κάνω ένα ποίημα».

Και αυτό ακριβώς πρέπει να είναι το δώρο, και του πλούσιου και του φτωχού και του σοφού και του απλού ανθρώπου το δώρο: ένα ποίημα. Ωστόσο, ένας άλλος καλός φίλος, που δεν έγραφε στίχους αλλά σ’ όλη του τη ζωή έκανε πράξεις που ήταν μικρά, κάποτε και μεγάλα ποιήματα, - είχε μείνει γεροντοπαλίκαρο για «ν’ αποκαταστήσει» τις τρεις αδελφές του, είχε γίνει ειλικρινής και αθόρυβος φίλος στο σπιτικό της γυναίκας που παντρεύτηκε άλλον γιατί δεν μπορούσε να τον περιμένει περισσότερο, είχε ένα σκύλο και μια γάτα και χαιρόταν τη στενή φιλία τους, - ο φίλος, λοιπόν, αυτός που έκανε ποιήματα χωρίς να το ξέρει, απαράλλαχτα όπως ο ήρωας του Μολιέρου έκανε σ’ όλη του τη ζωή πρόζα χωρίς να… το υποπτεύεται, έδωσε έναν άλλο ορισμό της τέχνης του δώρου, που ίσως εξηγεί καλύτερα πόσο δύσκολη είναι και πόση φαντασία χρειάζεται:

- Προτιμώ να μη μου κάνουν δώρα, αν πρόκειται να μου δείξουν πόσο άγνωστος τους είμαι.

Και ήθελε να πει: Το δώρο που γίνεται στην τύχη, που δεν πείθει ότι εκείνος που το διάλεξε ήξερε τι θα ευχαριστούσε εκείνον που θα το λάβαινε, δηλαδή το δώρο που δεν ταιριάζει με τις προτιμήσεις και με τις κρυφές μα και τόσο κυρίαρχες επιθυμίες μας, λύπη φέρνει παρά χαρά. Μας κάνει το δώρο αυτό να σκεφτούμε: Ώστε ούτε εκείνοι που δείχνουν πως μας αγαπούν και θέλουν να μας δώσουν χαρά μ’ ένα δώρο, ούτε αυτοί δεν εθυσίαζαν μισή ώρα, ένα τέταρτο, λίγα έστω λεπτά της ώρας, για να ‘ρθουν αληθινά κοντά μας, να δουν ποιοι ακριβώς είμαστε, να μας γνωρίσουν κι έπειτα να κάνουν την εκλογή τους; Και τόσο μόνοι είμαστε στον κόσμο, τόσο άγνωστοι;

Είχε δίκιο, λοιπόν, ο φίλος που προτιμούσε στις γιορτές να του ζητούν χρήματα παρά συμβουλές. Ήξερε ίσως ότι, για την εκλογή του δώρου, κάθε συμβουλή πρέπει να είναι κι ένα ποίημα. Και καλά ποιήματα σπανιότερα γράφονται.

«Ένας τρελός, κάποτε, κάθισε μια Πρωτοχρονιά και μοίρασε με διάφορα γράμματα φανταστικά εκατομμύρια στους φίλους του. Ένας απ’ αυτούς τον βρήκε στο δρόμο και του είπε:

- Δεν έλαβε ακόμα το εκατομμύριο που μου ‘κανες μποναμά.

Και ο τρελός αποκρίθηκε πολύ γνωστικά:

- Μήπως αν σου ‘στελνα «χρόνια πολλά» θα τα λάβαινες; Ξέρω πολλούς που τα λάβανε από τους φίλους των και μέσα στο χρόνο πέθαναν.

Ο τρελός αυτός στάθηκε ο μόνος – όσο γνωρίζω τουλάχιστον – που έκανε μια φιλολογία καλής ποιότητας από τις πρωτοχρονιάτικες ευχές. Αυτός τουλάχιστον είχε ύφος».

 

Πηγή : «Η ζωή και η τέχνη»

             Του Πέτρου Χάρη – Αθήνα 1963

            Νέα Βιβλιοθήκη Φέξη

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

KPRINT Banner
ΑΠΟΨΕΙΣ

Βαθύτατα ποιητικός για τον άνθρωπο - Το ψευδώνυμο: Εμπορικό σήμα του Μανόλη Σκαρσούλη

0
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ