ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΣΥΠΑ Banner
ΑΠΟΨΕΙΣ

Ο κουρέας που άφησε όνομα στο Ρέθυμνο του Γιάννη Τσακπίνη

0

Γράφει όπως τα θυμάται ο Γιάννης Τσακπίνης,

Απόστρατος Αξιωματικός

Οι σκέψεις των ηλικιωμένων αυτή τη φορά ταξιδέψανε στα παιδικά τους χρόνια και κάνουν λόγο πως ήτανε την Κατοχή και πως σήμερα τα βιώματά τους, θυμούνται που είχανε πολλές ελλείψεις και στερήσεις. Δεν τα ξεχνούν και τα περιγράφουν ακριβώς όπως τα ζήσανε και τα είδανε γύρω τους, στο σπίτι, στο σχολείο, στο χωριό και στην πόλη τους. Πολλές φορές αναστενάζουν για όσα έχουν περάσει γιατί σήμερα που υπάρχουν τα πάντα δεν έχουν περιθώριο να τ’ απολαύσουν. Η κάθε οικογένεια δημιουργούσε γνωριμία – φιλία στο περιβάλλον του χωριού, της πόλης για μια τυχόν συνεργασία με εμπιστοσύνη στις μεταξύ των συναλλαγές.

Οι σημερινοί ηλικιωμένοι θυμούνται όλους που ζήσανε μαζί μικρούς και μεγάλους στην ηλικία, με το επάγγελμά τους, αν ήτανε νοικοκύρηδες ακόμα και το παρατσούκλι τους που πήγαζε κυρίως από τη συμπεριφορά τους. Για όλους λένε τα καλύτερα λόγια και επιθυμούν να συναντηθούν έστω και με τα παιδιά τους για να τους περιγράψουν την ταυτότητα των γονέων τους και όσα άλλα θυμούνται από τα βιώματά τους και τη διατροφή τους.

Σήμερα η σκέψη μας έφθασε στο όμορφο και γραφικό χωριό, τα Γουλεδιανά Ρεθύμνης, στο Μιχάλη Πιοτογιαννάκη με το επάγγελμα κουρέας. Ορεινό χωριό στους πρόποδες του Βρύσινα όπου τα χρόνια της Κατοχής άντεξε σε όλες τις καταστάσεις, χάρη στων καλών πατριωτών του τόπου μας με καρδιά και πίστη για την πατρίδα και την οικογένεια στα ήθη και στα έθιμα.

Οι γονείς του Μιχάλη πήρανε την απόφαση να φύγουν από το χωριό και να κατοικήσουν στα Περιβόλια για ένα καλύτερο μέλλον των παιδιών τους. Είχανε αποκτήσει επτά γιους και το όνειρό τους ήτανε να μάθουν τέχνες ή γράμματα όλοι τους.

Ο Μιχάλης μόλις πήγε 18 ετών είχε την υποχρέωση να υπηρετήσει στρατιώτης. Όταν πήγε στο στρατό του δώσανε την ειδικότητα του κουρέα και το διάστημα της θητείας του έγινε ένας τέλειος κουρέας.

Εάν κάποιος δεν υπηρετούσε τον θεωρούσανε ανίκανο να δημιουργήσει οικογένεια με παιδιά γι’ αυτό και δεν του δίνανε κοπελιά να παντρευτεί.

pl

Όταν απελύθη γύρισε στο  Ρέθυμνο, ενοικίασε ένα δωμάτιο να μένει και μετά στην οδό Τομπάζη 14 απέναντι στην παλιά ΜΟΚΑ άνοιξε κουρείο για να εργαστεί πλέον επαγγελματικά.

Πάντα ήτανε πολύ ευγενικός, χαμογελαστός και με καλούς τρόπους, αυτών που κληρονόμησε από τους γονείς του. Με όλα αυτά τα χαρίσματα και μαζί με την άριστη τέχνη του άφησε το καλύτερο όνομα ανθρώπου και κουρέα στο Ρέθυμνο.

Αφού πήγαινε πολύ καλά η δουλειά του είχε τη δυνατότητα και παντρεύτηκε την Ρεθεμνιώτισσα Θηρεσία όπου διαμένανε στο Μακρύ Στενό, αποκτώντας δυο κόρες: τη Μαρία, την Κική και ένα γιο τον Γιώργο. Εκεί μεγαλώσανε, μάθανε γράμματα και πήρανε το δρόμο της καλής τους δημιουργίας, πάντα με τις ευχές και αρχές των γονέων τους, αφήνοντας τις καλύτερες εντυπώσεις γονείς και παιδιά στην κοινωνία της πόλης και της γειτονιάς.

Ο Μιχάλης στο διάστημα της εργασίας του έκανε πολλούς οικογενειακούς φίλους στην πόλη και στα χωριά. Ένας από αυτούς ήτανε και ο Παναγιώτης Ταχπίνης από το χωριό Καπεδιανά, γεωργός, καπνοπαραγωγός της εποχής και πατέρας με τέσσερις γιους και δυο κόρες.

Ο Παναγιώτης πήγαινε συχνά στη χώρα περβολικά ή ξύλα να τα πουλήσει και μετά να αγοράσει τα πιο βασικά για το σπίτι του αφού πήγαινε πρώτα τον γάιδαρό του στο χάνι όπως: μπακαλιάρο, ψάρι, (συνήθως σαρδέλα), αλάτι από το μονοπώλιο κ.ά. και άφηνε τελευταίο αν ήθελε να κουρευτεί και να ξυριστεί στο Μιχαλάκη που τον είχε γνωρίσει απ’ όταν άνοιξε το κουρείο του. Πάντα Μιχαλάκη τον έλεγε ο Παναγιώτης όταν καθότανε στην καρέκλα του: Να με κουρέψεις να με ξυρίσεις και το μουστάκι τσιγκέλι. Εκτελούσε την επιθυμία του και στο τέλος με ειδικό σωληνωτό σε σχήμα ψαλίδι, το ζέσταινε με ένα κομμάτι μπαρούτι και τοποθετούσε την δεξιά και μετά την αριστερή άκρη του μουστακιού, το έστριβε δυο – τρεις φορές μέχρι να γίνει τσιγκελωτό το μουστάκι και του έλεγε: είσαι έτοιμος Παναγιώτη και την άλλη φορά με την υγεία σου.

Τα παλιά χρόνια μουστάκι είχανε όλοι οι άνδρες της Κρήτης άνω των 18 ετών το οποίο συμβόλιζε τον ανδρισμό τους. Ο κάθε άνδρας το πρόσεχε να είναι μεγάλο και στριμμένο πάντοτε. Αν δεν πήγαινε στον κουρέα το έστριβε με τα δάκτυλα των δυο χεριών του. Όταν κάποιος δεν είχε μουστάκι του βγάζανε διάφορα παρατσούκλια με ακατανόμαστες εκφράσεις.

Τα χρόνια πριν και μετά την Κατοχή μόνο ο πατέρας πήγαινε στον κουρέα. Τα παιδιά τα κούρευε η μάνα τους με το ψαλίδι των ρούχων. Μόνο όταν μεγαλώνανε πηγαίνανε στον κουρέα όπως ο Γιάννης του Παναγιώτη. Το 1948 με εξετάσεις μπήκε στο γυμνάσιο. Το Σεπτέμβριο πριν ανοίξει, την Τετάρτη του είπε ο πατέρας του θα έρθεις μαζί μου στη χώρα να κουρευτείς να πας κουρεμένος τη Δευτέρα στο σχολείο γιατί με το ψαλίδι θα σε κοροϊδεύουνε τα χωραϊτάκια και τον πήγε βέβαια στο Μιχαλάκη.

Αργότερα η φιλία του Μιχάλη και του Παναγιώτη πήρε επέκταση στην οικογενειακή τους συνεργασία, όπως όταν οι δυο κόρες του Παναγιώτη, Μυρσίνη και Αντωνία θέλανε να μάθουνε γράμματα ο Μιχαλάκης παραχώρησε δωμάτιο στο σπίτι του παρά που ήτανε μικρό αλλά ο Παναγιώτης είχε εμπιστοσύνη στον φίλο του να τις προστατεύει γιατί εκείνος ήτανε μακριά στο χωριό του.

Ο πατέρας τους τακτικά πήγαινε σε όλους ξύλα και περβολικά να μαγειρεύουν.

Επίσης στις 6 Αυγούστου στο πανηγύρι του Σωτήρος Χριστού κάλεσε την οικογένεια του Μιχαλάκη στο χωριό Καπεδιανά να την φιλοξενήσει με τα παραδοσιακά νηστίσιμα φαγητά ψημένα από τη μάνα των κοριτσιών Γεωργία, όπως: χοχλιούς με πατάτες, ιμάμ μπαϊλντί, μπακαλιάρο και μπαρμπουνιφασούλες.

Η οικογένεια κράτησε στη μνήμη της όλο το φιλόξενο περιβάλλον, πολύ δε περισσότερο τη μαγειρική της Μικρασιάτισσας και Σφακιανής Γεωργίας Δεληγιαννάκη.

Η φιλία και η συνεργασία είχε συνέχεια για πολλά χρόνια. Όμως όταν μεγαλώσανε τα παιδιά τους αρχίσανε να λιγοστεύουν όλα χωρίς όμως να ξεχαστούν τα όσα καλά χρόνια που ζήσανε κοντά.

Με την πάροδο ετών οι γονείς των παιδιών τους φύγανε από τη ζωή με πλήρη ικανοποίηση για τον αγώνα που δώσανε στη ζωή τους σε δύσκολες εποχές και πήρανε κοντά τους τη φιλία τους αιώνια αλλά αφήσανε πίσω τους το καλό παράδειγμα να το ακολουθούν τα παιδιά και τα εγγόνια τους.

Όμως ο Γιάννης του Παναγιώτη μετά από 68 χρόνια έφερε στη σκέψη του το πρώτο του κούρεμα στον κουρέα Μιχαλάκη το 1948 και ήθελε να συναντήσει ένα από την οικογένειά του να μάθει για την υγεία των παιδιών τους.

Έκανε πολλές προσπάθειες και σε διάστημα δυο μηνών εντόπισε τη μεγάλη του κόρη τη Μαρία να κατοικεί στην Αθήνα σε ηλικία 82 ετών.

Η επικοινωνία τους ήταν συγκινητική και χαρούμενη με τις καλές αναμνήσεις των γονέων τους και των αδελφών τους.

Δώσανε υπόσχεση ότι το ερχόμενο καλοκαίρι θα πραγματοποιηθεί συνάντησή τους στο Ρέθυμνο, για περισσότερη χαρά και για να ολοκληρωθούν παρουσία τους όλες οι αναμνήσεις που βίωσαν την Κατοχή.

Τελειώνοντας οι ηλικιωμένοι συχνά αναφέρουν τα βιώματά τους για να μπούνε στις καρδιές των σημερινών νέων για να σεβαστούν τις σκληρές δοκιμασίες των προγόνων τους προκειμένου να κρατηθούν στη ζωή και να συμβάλλουν ανάλογα για να μη συμβούν παρόμοια και στο μέλλον τους αλλά και να γνωρίζουν τον τρόπο της αντιμετώπισής των.

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

KPRINT Banner
ΑΠΟΨΕΙΣ

Ο κουρέας που άφησε όνομα στο Ρέθυμνο του Γιάννη Τσακπίνη

0
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ