ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ Κ. ΑΚΟΥΜΙΑΝΑΚΗΣ
ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΑΝΑΛΥΤΗΣ MR. SC.
E-MAIL: [email protected]
http://soixantedix.blogspot.com/
Με άλλο τρόπο. Με διαφορετική τακτική. Με αλλιώτικη μέθοδο. Με καλύτερη εκκίνηση. Με γρηγορότερο τερματισμό. Με άριστες επιδόσεις. Μακριά από εμπόδια και αγκυλώσεις. Κοντά στη λογική, μακριά από τον παραλογισμό, πλησίον του εδάφους, κάτω από τα σύννεφα, πάνω από μικρότητες και εγωισμούς. Σε κάθε βήμα, σε κάθε δραστηριότητα, σε κάθε λέξη που ορίζει μια καινούρια ατομική και συλλογική οντότητα, σε κάθε αρχή που εκδίδει μια καινούρια ταυτότητα. Ζητούμενο η ποιότητα, η διαφάνεια, η ακεραιότητα, η ειλικρίνεια, η καθαρότητα, η ψυχραιμία και η πραότητα. Απωθητικό και δύσοσμο το δήθεν, το παλιό, το ξεφτισμένο, το επίπλαστο, το σκοτεινό, το ξεπερασμένο. Και κάπου εκεί στο βάθος, στη στάση του λεωφορείου εκείνος ο μεσήλικας με το βλέμμα στον ορίζοντα καρφωμένο να περιμένει, να κοιτάζει την ώρα, να επιθυμεί να φύγει μακριά. Να εξαφανιστεί, να χαθεί από προσώπου γης εδώ και τώρα.
Αλλιώς σήμερα φίλες και φίλοι. Διαφορετικά σε ένα ταξίδι λίγων λέξεων και πολλών εννοιών. Στις ψυχές που κρύβουν διαμάντια στο βάθος τους, στα παιδιά που ποτέ δε μεγάλωσαν, στις ανάγκες που ποτέ δεν ικανοποιήθηκαν, στα όνειρα που ποτέ δεν πραγματοποιήθηκαν. Μπήκε το φθινόπωρο, έβγαλε κρύο κι εκείνος ο τύπος μέσα στα άγρια χαράματα ακόμα περιμένει το λεωφορείο για να χωθεί μέσα στους πολλούς αγνοώντας την αδιαφορία τους, αλλά επιζητώντας τη ζεστασιά τους. Χωρίς βαλίτσες και προορισμό, με κάτι ψιλά στην τσέπη. Απλά να φύγει από δω, από έναν τόπο που τον πληγώνει, από μια πατρίδα που του τσακίζει την περηφάνια, από μια χώρα που γίνεται ολοένα και πιο σκληρή, από μια αγάπη που θέλει να ξεχάσει. Δεν μπορεί και δεν θέλει να κάνει αλλιώς, η φυγή δεν είναι λύση, αλλά η απομάκρυνση μοιάζει με σωτηρία. Αλλιώς τα υπολόγιζε, αλλιώς βγήκαν. Η ζωή κοροϊδεύει τους ανθρώπους καθημερινά και μετά ξεκαρδίζεται στα γέλια.
Είναι φορές που ακόμα και στον όλεθρο η απογοήτευση βγάζει τους ανθρώπους στο γέλιο. Αντιδρούν αλλιώς. Με χαχανητά στην καταστροφή, με κλάμα στη χαρά, με συγκίνηση στη μνήμη, με δάκρυα στη γιορτή, με ψυχραιμία στο πένθος, με έκρηξη στο πάθος, με άρνηση στο λάθος. Γράφονται πολλές ιστορίες ζωής σε στάσεις λεωφορείων, σε πιάτσες ταξί, σε προβλήτες λιμανιών, σε αίθουσες αναμονής αεροδρομίων, σε πύλες στρατοπέδων, σε κελιά φυλακών, σε αστυνομικά τμήματα, σε νοσοκομεία και σε κοιμητήρια. Για αλλού ξεκινάει να πάει κι αλλού βρίσκεται. Σαν αυτούς που πήγαν για τσιγάρα στο περίπτερο και ξέχασαν να επιστρέψουν, σαν εκείνους που έχασαν το χάρτη και το δρόμο και σαν τους άλλους που μπέρδεψαν το «ποτέ» και το «πάντα». Χαρτοπαίκτες που δεν θα ξανάπαιζαν ποτέ, μπεκρήδες που θα σταμάταγαν στο τελευταίο ποτηράκι, ερωτευμένοι που θα αγαπούσαν παντοτινά, πολιτικοί που έταξαν τα πάντα, κυνηγοί που έζησαν απίστευτες ιστορίες, ψαράδες που είδαν γοργόνες και ψεύτες που διηγούμενοι ένα φανταστικό γεγονός το πίστεψαν και οι ίδιοι.
Το λεωφορείο έφτασε. Άπλωμα του ποδιού στο σκαλοπάτι, τσεκάρισμα του εισιτηρίου από τον εισπράκτορα, μια άδεια θέση πίσω δεξιά και μια αίσθηση ασφάλειας του τύπου: «καλά κάνω και φεύγω, δεν είμαι ο μόνος στο κάτω-κάτω». Στη διαδρομή κοιτάζει χωρίς να βλέπει, χαζεύει χωρίς να παρατηρεί, γράφει χωρίς να μιλάει, βουρκώνει χωρίς να κλαίει και ξετινάζει τις μνήμες που κουβαλάει. Το μεγάλο ταξίδι έχει μόλις ξεκινήσει, τα χαράματα του φευγιού έγιναν ξημέρωμα, η πλάση έχει κοκκινίσει, η απουσία του δεν πειράζει κανέναν και μαζί του τόσοι άλλοι έχουν κινήσει. Μια αίσθηση λησμονιάς αρχίζει να αχνοφαίνεται στον ορίζοντα. Το ταξίδι δεν αξίζει τελικά όταν δεν μπορεί να κάνει αλλιώς. Έχει μεγάλη αξία όμως όταν μπορεί να κάνει αλλιώς, αλλά αυτός το επιλέγει πετώντας στην άκρη όλα τα αλλιώς του…

