ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΣΥΠΑ Banner
ΑΠΟΨΕΙΣ

Β. Τράπεζα της Ελλάδας (1928) Ιστορημένη δράση

0

Υπερχρέωση - Αστάθεια

Η Ελλάδα της εποχής εκείνης ήταν χώρα γεωργική, που είχε περάσει πρόσφατα στο στάδιο της εκβιομηχανίσεως ύστερα από μακροχρόνιες πολεμικές περιπέτειες. Η πολεμική κινητοποίηση όχι μόνο είχε απαιτήσεις μεγάλες υλικές θυσίες, αλλά και είχε στερήσει την οικονομία από το πιο παραγωγικό τμήμα του εργατικού δυναμικού περιορίζοντας έτσι τις δυνατότητες αναπτύξεώς της.

Στις αρχές της δεκαετίας 1920 - 1930 η Μικρασιατική Κατα­στροφή, με τις ανάγκες που δημιούργησε για την περίθαλψη, την αποκατάσταση και την αφομοίωση των προσφύγων, — ενός ολόκληρου πληθυσμοί από 1.250.000 άτομα, — πρόσθεσε και νέες δυσχέρειες. Για να αντιμετωπιστεί ή απότομη αύτη διόγκωση των αναγκών κατα­βάλλονταν προσπάθειες υπό πολύ δυσμενείς προϋποθέσεις τόσο από την άποψη του διοικητικού μηχανισμού όσο και από την πλευρά της νομισματικής ισορροπίας.

O διοικητικός μηχανισμός της εποχής εκείνης ήταν ανεπαρκής, ενώ στην οικονομία επικρατούσε αβεβαιότητα και δυσπιστία. Τις παραμονές της ιδρύσεως της Τραπέζης της Ελλά­δος ή οικονομική κατάσταση της χώρας είχε ως κύρια χαρακτηριστικά την υπερχρέωση του Δημοσίου, τη νομισματική αστάθεια και τη βασική ανισορροπία των εξωτερικών συναλλαγών.

Σύμφωνα με την απογραφή του 1928, ο πληθυσμός της χώρας ήταν 6.204.684 άτομα, από τα όποια μόνο το 33 % ήταν συγκεντρω­μένο σε πόλεις (συνοικισμούς με 2.000 κατοίκους και άνω). Η μέση πυκνότητα ήταν 47,66 κάτοικοι στο τετραγωνικό χιλιόμετρο , η μέση ηλικία τα 28 χρόνια, και ο παραγωγικός (από 15 ως 60 χρονών) πλη­θυσμός αντιπροσώπευε ποσοστό 60 % του συνολικού. Το μέγιστο τμήμα του ενεργού πληθυσμού, δηλαδή ποσοστό 61 %, απασχολούνταν στην πρωτογενή παραγωγή και κυρίως στη γεωργία (γεωργία 53,6 %, κτηνοτροφία 6,9 %, αλιεία 0,6 %, μεταλλεία - ορυχεία 0,3 % ), ενώ ο κλάδος της βιομηχανίας - βιοτεχνίας ακάλυπτε μόλις το 18 % και οι υπηρεσίες ( κυρίως το εμπόριο ) το υπόλοιπο 21 %.

Χαρακτηρι­στικό της καθυστερήσεως εξάλλου ήταν και το πολύ υψηλό ποσοστό των αναλφάβητων, πού έφτανε στα 49 % του συνολικοί ή τα 41 % του ενεργού πληθυσμού.

Παραγωγή στα χρόνια του μεσοπολέμου

Στα χρόνια του μεσοπολέμου παρ’ όλες τις προσπάθειες πού έγιναν, η επέκταση των καλλιεργουμένων εκτάσεων και η αύξηση της γεωργικής παραγωγής δεν ήταν θεαματικές, και οπωσ­δήποτε δεν ανταποκρίνονταν στην αύξηση των αναγκών του πληθυσμοί, που είχε διογκωθεί από την εισροή των προσφύγων.

Οι καλλιεργούμενες εκτάσεις αυξήθηκαν μεταξύ 1920 και 1928 από 13,2 σε 15,9 έκτα. στρέμματα, δηλαδή κατά 22 %, ενώ στην ιδία περίοδο ο πληθυσμός αυξήθηκε κατά 23,6 % (από 5.017.000 σε 6.205.000 κατοίκους). Αν μάλιστα αφαιρεθεί η Δυτική Θράκη, πού το 1920 δεν ανήκε στην Ελλάδα, η αύξηση του πληθυσμοί μεταξύ 1920 και 1928 ήταν 17,6 %, ενώ των καλλιεργουμένων εκτάσεων μόνο 12,4 %. Ανάλογη υστέρηση χαρακτήριζε και την αντίστοιχη εξέλιξη του γεωργικού προϊόντος.

Από τα λίγα είδη πού αποτελούσαν τον κύριο όγκο του, μεγάλη αύξηση παραγωγής μεταξύ 1920 και 1928 παρουσιάζουν μόνο ο καπνός (85% ) — με την ευνοϊκή επίδραση της προσθήκης των προσφύγων καπνοκαλλιεργητών — και κατά δεύτερο λόγο το κρασί (54%) και η κορινθιακή σταφίδα (27%). Στάσιμη σχεδόν έμεινε ή παραγωγή δημητριακών, ενώ σημειώθηκε πτώση σημαντική στην παραγωγή σουλτανίνας (-46%) και μικρή στην ελαιοπαραγωγή (-7 % ).

Μικρή ήταν και ή πρόοδος πού σημειώθηκε στην κτηνοτροφία. Το ζωικό κεφάλαιο της χώρας είχε πάθει μεγάλη φθορά στους μακρο­χρόνιους πολέμους. Ή αντικατάσταση και ή αύξησή του γινόταν με αργό ρυθμό, καθώς επίσης και ή βελτίωση των δυσμενών συνθηκών της κτηνοτροφικής παραγωγής, που ήταν για να επιτευχθεί η καλύτερη ποιοτική σύνθεσή της.

Στη βιομηχανία εξάλλου, που βρισκόταν στο πρώτο στάδιο της αναπτύξεως της, πραγματοποιούνται οι υψηλοί ρυθμοί αυξήσεως της παραγωγής που κατά κανόνα παρατηρούνται σ’ αυτό το στάδιο.

Κατά έναν υπολογισμό, πού στηρίζεται σε ελλιπή πάντως στοιχεία, το 1917 οι αξιόλογες — με τα μέτρα της εποχής — βιομηχανικές μονάδες (δηλαδή με 6 εργάτες και άνω ) ήταν 1.025, με σύνολο απασχολουμένων 32.000 άτομα περίπου. Το 1920 ο αριθμός τους έφτασε στις 2.905 με 60.000 περίπου εργάτες, για να αυξηθεί το 1929 σε 4.000 περίπου με 110.000 περίπου εργάτες.

Η αξία των βιομηχανικών εγκαταστάσεων, εξάλλου, από 200 εκατ. δρχ. το 1917 έφτασε στα 7,5 - 8 δισεκ. δρχ. το 1929, που αντιπροσώπευαν 500 περίπου εκατ. μεταλλικές δραχμές (αποπληθωριζόμενες με ισο­τιμία 15 δρχ. κατά μεταλλική ). Ανάλογη ήταν και η αύξηση της βιομηχανικής παραγωγής. Η ακαθάριστη αξία της, υπολογιζόμενη σε τρέχουσες τιμές, είχε φτάσει το 1928 σε επίπεδο ενάμισι φορές ανώτερο του αντίστοιχου του 1921, διπλασιάστηκε δηλαδή σχεδόν σε πραγμα­τικούς όρους, αν ως βάση αποπληθωρισμοί χρησιμοποιηθεί ο τιμάριθμος λιανικής πωλήσεως.

Η ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΗ ΙΣΟΡΡΟΠΙΑ

Χαρακτηριστικό της νομισματικής καταστάσεως αυτής της περιόδου ήταν ή μεγάλη αστάθεια, πού εκδηλωνόταν με την ταχεία άνοδο των τιμών στο εσωτερικό και τη συνεχή υποτίμηση της δραχμής σε σχέση με τα εξωτερικά συναλλάγματα και τον χρυσό. Μεταξύ 1922 και 1927 το μέσο επίπεδο τιμών λιανικής πωλήσεως είχε αυξηθεί κατά 150% περίπου, δηλαδή με μέσο ετήσιο ρυθμό γύρω στο 20% . Έτσι Η δραχμή σ’ αυτό το διάστημα είχε χάσει στο εσωτερικό το 60% της αγοραστικής της δυνάμεως. Το μέγιστο μέρος της μειώσεως πραγματοποιήθηκε στις αρχές της περιόδου.

Αντίστοιχη πτώση παρουσίαζε και η εξωτερική αξία της δραχμής, Η ανατίμηση της αγγλικής λίρας και του αμερικανικού δολλαρίου ήταν σχεδόν συνεχής, με αποτέλεσμα η τιμή τους να υπερδιπλασιαστεί μεταξύ της αρχής και του τέλους της περιόδου 1922-1927.

Το εκδοτικό προνόμιο το είχε κατ΄αποκλειστικότητα η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος. Το χαρτονόμισμα που κυκλοφορούσε προερχόταν από διάφορες κατηγορίες εκδόσεων τραπεζογραμματίων, που είχαν πραγματοποιηθεί κατά τις διαδοχικές φάσεις (της εξελίξεως του νομισματικού καθεστώτος της χώρας.

Η πρώτη έκδοση τραπεζογραμματίων τού ελληνικού κράτους, αξίας 3 εκατ. φοινίκων έγινε το 1831 από την Εθνική Χρηματιστική Τράπεζα, που έλαβε τη σχετική εξουσιοδότηση με ψήφισμα της 17ης Ιουνίου 1831. Η κυκλοφορία τους έγινε αναγκαστική από το 1832. Το 1833 ή Εθνική Χρηματιστική Τράπεζα διαλύθηκε, ο φοίνικας αποσύρθηκε από την κυκλοφορία, και με διάταγμα της 8ης Φεβρουάριου 1833 καθιερώθηκε νέο νόμισμα, η δραχμή, με περιεκτικότητα 4,477 γραμμάρια αργύρου, τίτλου καθαρότητας 0,900, ή 0,2888 του γραμμαρίου χρυσού, τίτλου 0,900, και με ισοτιμία 1 προς 0,895 του χρυσού γαλλικού φράγκου.

Όταν με το νόμο της 30ής Μαρτίου 1841 ιδρύθηκε η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, το προνόμιο εκδόσεως τραπεζογραμματίων δόθηκε σ’ αυτήν, η οποία και το διατήρησε ως το Μάιο του 1928 που το μεταβίβασε στην Τράπεζα της Ελλάδος . Στο μεταξύ, το 1867, ύστερα από την προσχώρηση, της χώρας στη Λατινική Νομισματική Ένωση καθιερώθηκε νέα νομισματική μονάδα.

Λατινική ένωση

Η Λατινική ένωση συστήθηκε μεταξύ της Γαλλίας, του Βελγίου, της Ιταλίας και της Ελβετίας με τη σύμβαση της 23ης Δεκεμβρίου 1825, και αναφερόταν στην καθιέρωση κοινής νομισματικής βάσεως που στηριζόταν στο διμεταλλισμό με σχέση χρυσού προς άργυρο 1 προς 15,5 Νομισματική μονάδα ήταν το αργυρό φράγκο βάρους 5 γραμμαρίων και τίτλου 0,900 (δηλαδή 4,5 γραμμάρια καθαρού αργύρου). Ως βάση για τα αντίστοιχα χρυσά νομίσματα είχε οριστεί το εικοσόφραγκο βάρους 6,45161 γραμμαρίων χρυσού (20 X 5 : 15,5) τίτλου 0,900.

Η Λατινική Νομισματική Ένωση ατόνησε από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν επιβλήθηκε γενικά αναγκαστική κυκλοφορία, και έπαυσε τυπικά να υπάρχει από το Δεκέμβριο 1926 με τη συμπλήρωση ενός έτους από την καταγγελία της από το Βέλγιο. Η Ελλάς προσχώρησε στη Λατινική Νομισματική Ένωση με δήλωσή της της 26ης Σεπτεμβρίου 1866, πού κυρώθηκε με το νόμο ΣΔ' της 23ης Δεκεμβρίου 1868.

Η ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ

Η δημοσιονομική ανισορροπία ήταν ο κύριος συντελεστής του έντονου πληθωρισμού που χαρακτήρισε αυτή τη φάση της ελληνικής οικονομίας ως τις παραμονές της ιδρύσεως της Τραπέζης της Ελλάδος. Οι ανώμαλες γενικές συνθήκες της χώρας την εποχή εκείνη οδήγησαν τα δημόσια οικονομικά σε πλήρη εξάρθρωση.

Οι αλλεπάλληλοι πόλεμοι, οι επαναστάσεις, οι μεγάλες μετατοπίσεις πληθυσμών, δημιουργούσαν έκτακτες ανάγκες που συνεπάγονταν συνεχή διόγκωση των δημοσίων δαπανών.

Το γεγονός ότι οι δαπάνες αυτές ήταν αδύνατο να καλυφθούν με νέους φόρους ή με δάνεια έκαμε αναπόφευκτη την επανειλημμένη προσφυγή σε χειρισμούς με πληθωριστικές συνέπειες, όπως η έκδοση ακάλυπτου χαρτονομίσματος, καθώς και την επιβολή αναγκαστικών δανείων. Παρ΄όλο που η προσφυγή σ΄αυτή την τακτική είχε σταματήσει δύο ως τρία χρόνια πρωτύτερα, την εποχή που ιδρύθηκε η Τράπεζα της Ελλάδος οι καταστροφικές επιπτώσεις της στη νομισματική ισορροπίας ήταν ακόμη έκδηλες.

Μεταξύ 1920 και 1927 οι κρατικές δαπάνες πενταπλασιάστηκαν, αύξηση που αντιστοιχεί σε μέσο ετήσιο ρυθμό γύρω στο 25%, στην έντονη αυξητική τάση των κρατικών δαπανών σ΄αυτή την περίοδο συντελούσε, εκτός από τις πολεμικές και άλλες συναφείς έκτακτες ανάγκες, και η ραγδαία άνοδος των τιμών.

Τα τελευταία τρία χρόνια πριν ιδρυθεί η Τράπεζα, τα τακτικά έξοδα δεν αντιπροσώπευαν κατά μέσο όρο στο σύνολο των δαπανών παραπάνω από το 65%, ενώ η αναλογία τους τα προηγούμενα (πολεμικά και πρώτα μεταπολεμικά) χρόνια ήταν ακόμη μικρότερη. Το κύριο μέρος των δαπανών αφορούσε τα πολεμικά υπουργεία.

Σημαντικά ποσά επίσης -2 δισεκ. δρχ. περίπου, ή 8 εκατ. λίρες Αγγλίας συνολικά, κατά τον υπολογισμό της Επιτροπής των εμπειρογνωμόνων της Κοινωνίας των Εθνών – απορρόφησαν οι δαπάνες του Δημοσίου για την περίθαλψη και την αποκατάσταση των προσφύγων.

Άμεσοι και έμμεσοι φόροι

Τα τακτικά έσοδα, παρά τη μεγάλη αύξησή τους, δεν ήταν δυνατόν να καλύψουν το σύνολο των διογκωμένων κρατικών αναγκών. Η αύξηση των εσόδων προήλθε κυρίως από τους έμμεσους φόρους, που με μέση ετήσια άνοδο γύρω στο 56% έφτασαν το 1927 σε επίπεδο δεκαοκτώ φορές ανώτερο από το επίπεδο του 1920.

Βραδύτερος ήταν ο ρυθμός των αμέσων φόρων –παρά την αναμόρφωση του συστήματος του 1919 –με αποτέλεσμα η σχέση αμέσων και εμμέσων φόρων να γίνει σημαντικά δυσμενέστερη (από 1 προς 1,87 το 1920, έγινε 1 προς 2,77 το 1924 και 1 προς 3,14 το 1927).

Χαμηλή εξάλλου έμεινε όλο αυτό το διάστημα η αναλογία των αμέσων και εμμέσων φόρων στο σύνολο των δημοσίων εσόδων, παρά το γεγονός ότι στην τριετία 1925 -1927 αυξήθηκε σε 49% αντί μόλις 33% που ήταν στην περίοδο των μεγάλων εκτάκτων δαπανών 1920 -1923.

Έκτακτα έξοδα

Το κύριο μέρος των εκτάκτων κρατικών αναγκών της περιόδου χρηματοδοτήθηκε με έκτακτα έσοδα, που προήλθαν είτε από δάνεια, μεταξύ των οποίων δύο αναγκαστικά, είτε από την έκδοση χαρτονομίσματος.

Τα δάνεια ήταν κυρίως εσωτερικά γιατί με τις συνθήκες που επικρατούσαν στα πρώτα χρόνια της περιόδου, δεν ήταν εύκολο να προσφύγει η χώρα στις αγορές του εξωτερικού. Δεδομένου ότι δεν υπήρχε κατάλληλο κλίμα ώστε να είναι δυνατός ο δανεισμός από το αποταμιευτικό κοινό, τα δάνεια αυτά χορηγήθηκαν από την Εθνική Τράπεζα υπό διάφορες μορφές, όπως προσωρινά δάνεια προς το Δημόσιο τόσο σε δραχμές όσο και σε συνάλλαγμα, σημαντικές πιστώσεις στους πρόσφυγες με τη μορφή γεωργικών δανείων εγγυημένων από το κράτος, πληρωμές σε μεγάλη έκταση για λογαριασμό του Δημοσίου για αναγκαίες προμήθειες κυρίως τρόφιμα.

Το σημαντικότερο εξάλλου εξωτερικό δάνειο ήταν το λεγόμενο «προσφυγικό» του 1924. Εκδόθηκε το Δεκέμβριο 1924 για ποσό 12,3 εκατ, λιρών Αγγλίας με επιτόκιο 7% και τιμή εκδόσεως 88%. Το δάνειο προοριζόταν για την αποκατάσταση των προσφύγων, ήταν εξοφλητός σε 40 χρόνια και συνήφθη μεταξύ Ελληνικού Δημοσίου αφ΄ενός και της Hambro Bank Ltd. με σύμπραξη της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος αφ΄ετέρου. Καλύφθηκε κατά 20% στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η χρησιμοποίησή του ανατέθηκε στην Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων, που την αποτελούσαν δύο εκπρόσωποι του κράτους και δύο της Κοινωνίας των Εθνών.

Διχοτόμηση τραπεζογραμματίων

Οι πιεστικές όμως δημοσιονομικές συνθήκες που επικρατούσαν στη δεκαετία πριν από την ίδρυση της Τραπέζης της Ελλάδος οδήγησαν στην έκδοση και δύο ιδιομόρφων αναγκαστικών δανείων. Το πρώτο πραγματοποιήθηκε στις 25 Μαρτίου 1922 για την αντιμετώπιση των δαπανών της μικρασιατικής εκστρατείας. Δεδομένου ότι ήταν αδύνατο να βρεθούν άλλοι πόροι, αποφασίστηκε να διχοτομηθούν τα τραπεζογραμμάτια που κυκλοφορούσαν. Το ένα κομμάτι θεωρήθηκε ομολογία δανείου του κράτους, ενώ το άλλο έμεινε στην κυκλοφορία ως κανονικό χαρτονόμισμα με αξία μειωμένη στο μισό. Αποτέλεσμα αυτού του χειρισμού ήταν η μείωση της νομισματικής κυκλοφορίας κατά 1.288 δισεκ. δρχ., ποσό που εισέπραξε το Δημόσιο ως δάνειο.

 

Πηγή: Τα πρώτα πενήντα χρόνια της Τράπεζας της Ελλάδας,

Αθήνα 1978

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

KPRINT Banner
ΑΠΟΨΕΙΣ

Β. Τράπεζα της Ελλάδας (1928) Ιστορημένη δράση

0
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ