(Συνέχεια από το προηγούμενο)
Οι Κοινοτάρχες έπαιρναν εμάς τους Τρόφιμους της Κατασκήνωσης και μας οδηγούσαν κατά Κοινότητα σε κάποιο κατάλληλο μέρος του ευρύτερου φυσικού περιβάλλοντος και μας δίδασκαν. Έτσι, όπως κάνουν και στα Τάγματα νεοσυλλέχτων θεωρία.
Θυμούμαι: Από τους Κοινοτάρχες το Δάσκαλο Γ. Μεταξάκη. Από τις Κοινοτάρχισσες τη Στέλα Δαφέρμου. Τον αδελφό της Στέλας, το Λευτέρη,κατοπινό Επιθεωρητή Δημ. Σκολειών, που μας μάθαινε τραγούδια και συνόδευε το μέλος με το βιολί του. Δε θυμούμαι όμως αν ανήκε στο προσωπικό της Κατασκήνωσης ή αν ήταν κάτι σαν τους «Επισκέπτες Καθηγητές» Πανεπιστημίων.
Ο Λευτέρης κ η Στέλα ήταν παιδιά του Επιθεωρητή Δημ. Σκολειών του Ρεθέμνους κάποι’ από τα χρόνια της δεκαετίας του 1920 Γεωργίου Δαφέρμου. Αδέλφια νεότερα του καθηγητή Δημήτρη, που κι αυτός έπαιζε το βιολί του και παρέδιδε και μαθήματα βιολιού στο σπίτι του, που ήταν τότε στο Καμαράκι. Όλ’ η αδερφοσύνη είχαν μέσα τους ανησυχίες καλλιτεχνικές και πνευματικές. Επιδόθηκαν στα Γράμματα κι άφησαν ίχνη πολιτισμού. Γαλούχησαν και παραδειγμάτισαν με το αξιόλογο έργο τους τις νεότερες γενιές. Ιδιαίτερα ο Λευτέρης, που με την επανέκδοση και κυκλοφορία του περιοδικού «Προμηθεύς ο Πυρφόρος» -Ιδρυτής και πρώτος εκδότης ο Πατέρας του - και την αγάπη, που έδειχνε προς τα παιδιά, καταξιώθηκε κι ως εκπαιδευτικός κι ως άνθρωπος των γραμμάτων.
Με την οικογένεια του Γεωργίου Δαφέρμου είχε αναπτύξει φιλικές σχέσεις ηΜάνα μου κι ο αδερφός της ο Γιώργης από τις αρχές της δεκαετίας του 1920, που η Μάνα μου διορίστηκε ως Δασκάλα στο Σκολειό της Σκεπαστής του Μυλοποτάμου. Τις φιλικές αυτές σχέσεις συνέχισε και καλλιέργησε ο θείος μου ο Γιώργης με τα παιδιά του Δαφέρμου κ ιδιαίτερα με το Λευτέρη και με τη Στέλα, γι’ αυτό ήμουν γνώριμος και συμπαθής σ’ αυτούς και στο Δημήτρη από το 1947, που με πρωτογνώρισαν…
Μας δίδασκε τότε ο Λευτέρης στην Κατασκήνωση και θρησκευτικές ιστορίες και χριστιανικά τραγούδια. Θυμούμαι: «τα Χριστιανόπουλα», που τραγουδούσαμε σε ρυθμό εμβατηρίου:
«Τα Χριστιανόπουλα θα πάμε με φτερά
να πούμε μήνυμα που φέρνει τη χαρά.
Τίποτε στο δρόμο δε μας σκιάζει.
Ούτε μπόρα, ούτε το χαλάζι.
Έχομε μαζί μας το Χριστό,
Σύντροφο χαράς, πατέρα κι αδελφό.»…
Μαθαίναμε ακόμη κι άλλα τραγούδια. Άλλα εύθυμα κι άλλα πατριωτικά, που πολύ αμφιβάλλω αν και σήμερα εξακολουθούν να διδάσκονται.
Από τα «εύθυμα» ήταν το «Μικρό καράβι», που έλεγε πως:
«Ήταν ένα μικρό καράβι,
που ήταν αταξίδευτο.
Οε-οέ, οε-οέ!».
Κ έκαν’ ένα μακρύ ταξίδι
Μέσα εις τη Μεσόγειο.
Οέ-οέ, οέ-οέ!
Και σε πεντέξι εβδομάδες
Σώθηκαν όλες οι τροφές.
Οέ-οέ, οέ-οέ!...
Και τότε ρίξανε τον κλήρο
να δούνε ποιος θα φαγωθεί.
Οε-οέ, οε-οέ!
Κι ο κλήρος έπεσε στο Γιάννη,
που ήταν αταξίδευτος!
Οε-οέ, οε-οέ»…
Εμείς βέβαια τα χαζοχαρούμενα στη θέση του Γιάννη βάζαμε κατά το τραγούδι μας κάποιον από ‘μας, που θέλαμε να …τιμήσομε, ύστερ’ από συνεννόηση με νοήματα, ώστε να τον ξαφνιάσομε. Αυτό το «Μικρό καράβι» ήταν έν’ από τα τραγούδια, που τραγουδούσαμε σε ρυθμό εμβατηρίου καθώς περπατούσαμε σε παράταξη κατά τον πηγαιμό μας σε μικρή εκδρομή ή κατά την επιστροφή μας στον καταυλισμό ή και κατά την ομαδική μετακίνησή μας σε παράταξη από το ένα σε άλλο σημείο του καταυλισμού.
Τυχαία έπεσε στην αντίληψή μου πριν από λίγο καιρό ανάρτηση της ιστοσελίδας «Τρομακτικό», που ενημερώνει πως η τελευταία στροφή αυτού του τραγουδιού «ανάγεται σε μια πραγματική, φριχτή ιστορία του...19ου αιώνα. Το γνωστό παιδικό άσμα είναι αντιγραφή από το γαλλικό ομώνυμο τραγούδι («Il était un petit navire»), το οποίο παραπέμπει στην τραγική ιστορία της φρεγάτας «Μέδουσα», που ναυάγησε στις 2 Ιουλίου του 1816 στα ανοιχτά της Μαυριτανίας και οι επιζήσαντες έκαναν… πράξη το συγκεκριμένο αθώο φαινομενικά, στίχο. (Εννοεί τους στίχους: «Και τότε ρίξανε τον κλήρο/ να δούνε ποιος θα φαγωθεί»).
Επί αρκετές ημέρες, σε μία αυτοσχέδια σχεδία, θαλασσοπνίγονταν στην κυριολεξία, ενώ όταν «σώθηκαν όλες οι τροφές», παρατηρήθηκαν φαινόμενα κανιβαλισμού.
Τελικά, από τους 400 ναυτικούς (που θα εποικούσαν τη Σενεγάλη), οι 10 που επέζησαν στα ανοιχτά των αφρικανικών ακτών, είχαν να διηγηθούν φριχτές ιστορίες για τον κλήρο που έριχναν για να δούνε ποιος θα φαγωθεί…»!!!
Γιατί έκαμαν πράξη τους και για …καλό σκοπό την ανθρωποφαγία…
Η δε επωδός «οέ-οέ», που ακολουθεί κ επαναλαβαίνεται σε κάθε δίστιχη στροφή, είναι διατυπωμένο διαφορετικά το αλλοίμονο κι αποτελεί θρήνο…
Άλλο τραγούδι, που μάθαμε στην Κατασκήνωση, ήταν η «Φρεγάτα», που έλεγε πως:
«Ήτανε μια φρεγάτα, παιδιά, ήτανε μια φρεγάτα.
Γλάρο τη λέγανε, καλέ μια καντηλίτσα.
Γλάρο τη λέγανε, καλέ μια καντηλιά…»
Αυτό το τραγουδούσαμε πιασμένοι χέρι με χέρι και κάναμε κινήσεις του σώματός μας δεξόζερβα, μιμούμενοι τις κινήσεις σκάφους σε φουσκοθαλασσιά.
Κάποια φορά που επισκέφτηκε την Κατασκήνωση ο Επιθεωρητής Κ. Πετρίτης, μας δίδαξε τη «Γερακίνα». Τραγούδι, που έλεγε πως:
«Κίνησε η γερακίνα για νερό, κρύο να φέρει.
Ντρούνγκου, ντρούνγκου, ντρούνγκου, ντρουν,
τα βραχιόλια της βροντούν…».
Εμείς διασκεδάζαμε με το ντρούνγκου, ντρούνγκου, και με τον ιδιαίτερο τρόπο που το τραγουδούσε ο αξέχαστος αυτός εκπαιδευτικός, με αστείες χειρονομίες. Τραγουδούσαμε και χορεύαμε το «Γερακίνα» σε ρυθμό Καλαματιανού. Και δεν ήταν ο Καλαματιανός μόνο που διδαχτήκαμε και χορεύαμε, αλλά κι ο σιγανός και πηδηχτός Πεντοζάλης και παιδικοί άλλοι χοροί και παιδικά τραγούδια.
Κάναμε κ εκδρομές. Η πιο αξιόλογη από αυτές που πραγματοποιήσαμε ήταν η επίσκεψή μας στο χωριό Μελισσουργάκι. Ήταν Κυριακή κ εκκλησιαστήκαμε στο Ναό του χωριού, που είναι αφιερωμένος στο Μεγαλομάρτυρ’ άι Γιώργη.Κατά τη λειτουργία έψαλε ο Δάσκαλος Πασαλιτών Νικήστρατος Αλισανδράκης ή Αλισσανδράκης ή Αλυσανδράκης (1914-2003), που ήταν ντόπιος και μόνιμος κάτοικος αυτού του χωριού. Αυτός μας είχε καλέσει…
Σημαντικό πρόβλημα για την καλή λειτουργία της Κατασκήνωσης και για τους κατασκηνωτές ήταν η προμήθεια νερού. Ο τόπος ήταν στεγνός.
Κ η μοναδική αξιόλογη πηγή νερού βρισκόταν στο βάθος της ρεματιάς, στ’ ανατολικά του καταυλισμού. Ήταν μια νερομάν’ απ’ όπου υδρευόταν κ οι κάτοικοι του οικισμού των Πασαλιτών. Το τοπίο πανώριο κ ειδυλλιακό! Πανύψηλα πλατάνια στο βάθος της ρεματιάς! Δάφνες ψηλότερα! Στύρακες, σφεντάμια, πρίνοι και δρυγιάδες στα πρανή! Κ η νερομάνα, με γούρνες, ποτίστρες και πλύστρες κι από πέτρα πελεκητή στολισμένη, έδιδε πλούσια «ζήδωρον ύδωρ» και συγκέντρωνε κοντά της τον Κόσμο του χωριού.
Τώρα το τοπίο μένει ακόμη δασωμένο, αλλά τα σημάδια της εγκατάλειψης είναι φανερά. Είναι παραδομένο στη διάκριση των βοσκών και κατά τόπους συρματοπλεγμένο για να εξασφαλίζει την ανέξοδη επιτήρηση των κοπαδιών, όπως συμβαίνει και σε άλλα τμήματα γης της ευρύτερης περιοχής κυρίως τηςΚαλανταρές…
Κατά την πρόσφατη επίσκεψή μου στον τόπο διαπίστωσα πως η όψη της βρυσομάνας, κι όχι μόνο, έχει αλλάξει ριζικά.
Οι πέτρινες πελεκητές γούρνες, οι ποτίστρες, οι πλύστρες, το παλιό χτίρι, όλα έχουν εξαφανιστεί. Στη θέση τους υπάρχει κακόγουστη κατασκευή από μπετόν. Το νερό έχει μαστευτεί κι οδηγηθεί με μηχανικά μέσα στο ύψος του χωριού για τη διευκόλυνση των κατοίκων. Γι’ αυτό έχει εγκαταλειφτεί ο Τόπος σε πλήρη ερήμωση...
Εύκολο το κατέβασμα τότε στο βάθος της ρεματιάς από το στρωμένο «καλντερίμι» κατά διαστήματα σκαλοπατητό και με πλατύσκαλα μονοπάτι. Το ανέβασμα, και με το φορτίο του νερού στον ώμο του πεζού ανθρώπου ή στο σαμάρι του ζώου, ήταν οπωσδήποτε δύσκολο και προβληματικό. Αυτό το παλιό ιστορικό μονοπάτι αποτελεί παρελθόν. Στη θέση του έχει διανοιχθεί πιο φαρδύς κατηφορικός δρόμος, που δε θυμίζει κάτι από αυτό. Το «καλντερίμι» και τα σκαλοπάτια έχουν εξαφανιστεί. Άθλιο το κατάστρωμα του πρόχειρης κατασκευής δρόμου αυτού. Τα 4Χ4 ανεβοκατεβαίνουν βέβαια, αλλά με κίνηση και στους τέσσερις τροχούς.
Τότε το νερό, για να φτάσει ως το ύψος της κατασκήνωσης, κάποτε σε ανεπαρκή επάρκεια, χρειαζόταν δυο και τρία μεταφορικά ζώα. Γαϊδούρια στην προκείμενη περίπτωση. Και, φυσικά, ισάριθμους αγωγιάτες. Αυτό το …συνεργείο μετέφερε το νερό, με τέσσερις κανίστρες φορτωμένο καθέν’ από τα γαϊδούρια, που ανεβοκατέβαιναν όλη τη μέρα στη ρεματιά ιδροκοπώντας από το φορτίο και το αναβόλεμα…
Ο εφοδιασμός της Κατασκήνωσης είχε στεγαστεί σ’ ένα σπίτι, λίγο υπερυψωμένο από το επίπεδο του χωματόδρομου, που βρισκόταν στην έξοδο του χωριού προς την κατεύθυνση του καταυλισμού. Τώρα πια το δίπατο αυτό σπίτι δεν υπάρχει κι ο οικοπεδικός χώρος που το σήκωνε μένει απαίσιος και γυμνός.
Η ευθύνη της αποθήκης αυτής είχε ανατεθεί στο Δάσκαλο Βασίλη Περισσάκη από το Παγκαλοχώρι.
Ο Βασίλης είχε απολυθεί από το Στρατό, που υπηρετούσε ως έφεδρος ανθυπολοχαγός, λίγο πρωτύτερα, για να επανέλθει πάλι στις τάξεις του υστερότερα, και να υπηρετήσει ως αξιωματικός μόνιμος εξ εφέδρων μέχρι τη συνταξιοδότησή του. Ήταν αδελφός του Δασκάλου Παγκαλοχωρίου Στέλιου Περισσάκη. Του επίσης αξιωματικού ναυτικού Γιώργη, που σκοτώθηκε μαχόμενος για ξένα συμφέροντα κι αυτός. Και της Κατίνας, που παντρεύτηκε τον πρωτεξάδελφό μου Κων. Δημ. Καλλέργη από τη Λούτρα.
Ο Βασίλης πήρε γυναίκα του την Παγώνα, κόρη του χτηματία κ εμπόρουΓιώργη Ιωσήφ Δοκιμάκη, από την Κυριάννα. Πρωτοξαδέρφη της γυναίκας μου. Υπηρέτησε και στο Ρέθεμνος κι αποστρατεύτηκε με βαθμό αντισυνταγματάρχη, αν δεν κάνω λάθος…
Η Μάνα μου, δεν ξέρω το πώς, αλλά τα κατάφερε να ειδοποιήσει τη Μαριγώ, την αδελφή της Μάνας της και γιαγιάς μου Κατερίνης, που ζούσε στηνΚαλανταρέ.
Τη λυγερή, βιτσάτη, χεροδύναμη και σβέλτη σαν ελάφι Μαριγώ, το γένοςΣτυλ. Ορφανουδάκη, την είχε συναπαντήξει ο Γιαννάκος Σταυρουλάκης από την Καλανταρέ σε μάζωξη στ’ Αρκάδι. Μια μάζωξη με πρόσχημα το προσκύνημα και σκοπό την οργάνωση της Επανάστασης. Τη ρέχτηκε! Όχι την επανάσταση, αλλά τη Μαριγώ! Και κατ’ αυτή την τελευταία, την επονομαζόμενη και «ΤΥΧΕΡΗ», επανάσταση της Κρήτης κατά των Τούρκων(1896-1898), βρήκε την τυχερή και γι’ αυτόν ευκαιρία και την έκλεψε από τονΚρασούνα!
Στον Κρασούνα, όπου τα λημέρια των Καλλεργών, είχε καταφύγ’ η οικογένεια του Παππού μου Νικολάκη Καλλέργη από τη Λούτρα, μαζί κ η κουνιάδα του Μαριγώ, για να σωθούν από το χαμό που γινόταν στοΚατωμέρι. Και κατέφυγαν στον Κρασούνα, γιατί ο Παππούς Νικολάκηςκαταγόταν από τους Καλλέργες του χωριού αυτού κ ήταν πρώτος ανεψιός του Αρχηγού Μυλοποτάμου κατά τις τελευταίες επαναστάσεις Γεωργίου Ν. Καλλέργη.
Ο Νικολάκης, μαζί με τον κουνιάδο του Ορφανουδοστελιανό, ήταν ενταγμένοι στην ομάδα του Μαραγγου(δάκη) από τη Λούτρα κι απασχολημένοι στην Επανάσταση. Η Κατερίνη, με όσ’ από τα δεκατέσσερα παιδιά της είχε προλάβει να κάμει και της ζούσαν ακόμη και με την αδελφή της τη Μαριγώ, έμειναν κοντά στο σόι του Νικολάκη. Όμως, ενώ όλοι γνοιαζότανε για τ’ άρματα, ο Γιάννης γνοιαζόταν για την …πίττα! Έτσι καιροφυλαχτούσε και κάποια στιγμή βρήκε …αφύλαχτη τη Μαριγώ και την έκλεψε! «Σέρνε με, κι ας κλαίω κιόλας»!...
Τώρα ποιος έκλεψε τον άλλο, δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω…
Ύστερ’ από χρόνια ο θυμόσοφος Γιαννάκος Σταυρουλάκης θα πει: «Στα νειάτα μας ήμουν εγώ ο Γιαννάκος κ εκείν’ η Μαριγώ. Εδά, είναι αυτή Γιαννάκος κ εγώ Μαριγώ»!...
Ένα, λοιπόν, πρόσχαρο κι ηλιοφώτιστο πρωϊνό μιας ώριας Κυριακής, είδα να συνοδεύει κάποια Δασκάλα Κοινοτάρχισσα μια μακρύφυλλη στεγνή στημονερή γερόντισσα, που την ακολουθούσε κ έν’ αγόρι της ηλικίας μου πολύ σεμνό και συνεσταλμένο. Την κεφαλή του αγοριού κάλυπτε ένα ωραίο ψαθάκι κ ήταν πολύ φροντισμένο το ντύσιμό του.
Έκπληχτος είδα να με δείχνει η Δασκάλα και την άκουσα που είπε στη γερόντισσα: «Αυτός είναι».
Έμεινα επί τόπου αμήχανος, λέτε και μ’ έδειξε Κουκουλοφόρος Γκεσταμπίτης σ’ εχτελεστικό απόσπασμα ΝΑΖΙ! Τι κακό να είχα διαπράξει και μ’ αναζητούσ’ εκείν’ η γερόντισσα, που στο ένα χέρι της κρατούσε μια μακριά καλοδουλεμένη ακουμπιστήρα;!
Με πλησιάζε με σταθερό αντρίστικο περπάτημα κ ύφος, που δε μπόρεσα να καταλάβω αν έρχεται ως φίλος ή εχθρός και γι’ αυτό δεν άφην’ από τα μάτια μου το ραβδί που κρατούσε, ενώ αιστανόμουν τα πόδια μου να κουτσουκλίζονται.
Όταν πλησίασε πιο κοντά διέκρινα στο πρόσωπό της σημάδια του προσώπου της γιαγιάς μου. Αλλά η γιαγιά μου είχε πεθάνει έξι χρόνια πρωτύτερα, κατά το χειμώνα του 1941, από τη ...χαρά της! Συνεπώς δεν ήταν αυτή, που ερχόταν κατά πάνω μου με βήμα σταθερό, σίγουρη πως δε θα της ξεφύγω.
Η αμηχανία μου μεγάλωσε.
- Εσύ ‘σαι ο Μαρίνος μας;! Μου είπε με κοφτό τρόπο κι αγέλαστο πρόσωπο.
- Ναι, γιαγιά! Της απηλοήθηκα χωρίς να το σκεφτώ, μέσα στη σαστιμάρα μου.
Αναστηλώθηκε. Κοντοστάθηκε. Με ζύγιαζε. Τα μάτια της γυαλίσανε. Το πρόσωπό της συσπάστηκε. Τα χείλια της τεντώθηκαν σ’ ένα περίεργο μορφασμό. Ας πούμε χαμόγελο. Άραγε να της φάνηκα λίγος;!
- Ίντα κάνεις αντράκι μου; Φώναξε με δυνατή φωνή και συνέχισε: Εγώ ‘μαι ηΜαριγώ, η γιαγιά του Αγγελή. Πρόσθεσε κι ανασήκωσε την αριστερή της χέρα, με την οποία κρατούσε τη δεξιά του αγοριού που την ακολουθούσε, σα να ήθελε να μου δείξει ποιος ήταν ο Αγγελής.
Κι αυτός ο Αγγελής με παρατηρούσε βουβά, σα να σκεφτόταν: «Άι στο Διάολο. Καταπονώ σε!»…
Ωστόσο η γιαγιά Μαριγώ είχε φτάσει στον τόπο που έστεκα σαν ηλίθιος. Ανάπιασε τη βέργα της που εξακολουθούσε να την κρατεί στη δεξιά της χέρα, την οποία κι ανασήκωσε μαζί με τη βέργα. Εγώ, ασυναίσθητα πισωπάτησα. Αυτή όμως με πρόφτασε. Μ’ έκαμε μιαν «αγκαλέ» μ’ αυτή της τη χέρα, χωρίς να εγκαταλείψει την ακουμπιστήρα της, που την ένιωσα να με πιέζει σ’ ολόκληρη την πλάτη, από το πισοκαύκι ως τα κωλομέρια! Ούτε το χέρι τουΑγγελή, που κρατούσε με την αριστερή της εγκατέλειψε! Μ’ έσφιξε και με φίλησε στο κούτελο!
- Κοπέλι μου! Κοπέλι μου!... αναφώνησε με τρεμουλιαστή φωνή και δακρυσμένα μάτι’ από συγκίνηση, σα να ήμουνα λείψανο! Κι αμέσως άλλαξε ύφος και με ρώτησε:
- Ίντα κάνει, μωρέ, η Μάνα σου;… Θωρείς πότε λίγο τη θειά σου την Αυγενιά;… Καλά τα πάει αυτή;…
Η καρδιά μου γύρισε στον τόπο της. Δεν είχε κακή πρόθεσ’ η γιαγιά τουΑγγελή. Εξάλλου για πρώτη φορά έβλεπα την Αφεδιά του και δεν ήξερα να του είχα κάμει κάποιο κακό, ώστε ν’ αποζητά ικανοποίησ’ η γιαγιά του ηΜαριγώ…
-Τση Μάνας σου μοιάζεις! Συνέχιζε να με βομβαρδί’ η γιαγιά, ενώ εξακολουθούσε να μου χαϊδεύει το κεφάλι και να με παρατηρεί από τα νύχια ως την κορφή, ως περίεργο …«ούφο».
Αυτή της η διαπίστωση, που είχα ξανακούσει από διαφορετικά στόματα δεκάδες φορές πρωτύτερα, μ’ ενοχλούσε φοβερά, γιατ’ ήθελα να μοιάζω του Πατέρα μου. Ήταν όμως μια μη αναστρέψιμη πραγματικότητα, όπως τα επαχθή «Μνημόνια»…
Πήρα το χέρι της και το φίλησα, όπως μ’ είχε δασκαλέψ’ η Μάνα μου να κάνω σε κάθε συνάντησή μου με ηλικιωμένο σεβαστό συγγενικό ή φιλικό πρόσωπο. Κι αλλοίμονό μου αν τύχαινε να συναπαντήξω τη θειά Θεοχάρη την καπετανοπούλα και να μη σπεύσω να της φιλήσω το χέρι ταπεινά και με φόβο Θεού, σα να ήταν η Παναγία!...
-Καλά ‘μαι, καλά ‘μαι!... Καλά ‘ναι κι αυτές!... Μπόρεσα να ψελλίσω κάποια στιγμή. Και στη συνέχεια χαιρετίστηκα κ έδωκα γνώρα και με τον Αγγελή, το ξαδελφάκι μου, που ήταν γιος του θείου Νίκου, του γιου της γιαγιάςΜαριγώς. Τον Αγγελή.
Τον Άγγελο Σταυρουλάκη! Το φίλο τον καλό, που υστερότερα συγκατοικήσαμε στου μπάρμπα μας του Καλλεργογιώργη το σπίτι ως μαθητές γυμνασίου. Και παραϋστερ’ ανανεώσαμε τη φιλιά μας Αθήνα. Δάσκαλος μετεκπαιδευόμενος εγώ. Ζωγράφος και χαράχτης αξιόλογος αυτός, προερχόμενος από τη Σχολή των Καλών Τεχνών του Μετσόβιου Πολυτεχνείου, με δάσκαλό του το Γραμματόπουλο…
Καλή Σου ώρα ξάδερφε και φίλε αγαπητέ!...
Παρά και τις ελλείψεις της, η κατασκήνωση αυτή των Πασαλιτών μου άφησε καλές αναμνήσεις, που χαράχτηκαν στο μυαλό μου.
Ήταν η πρώτη φορά που απομακρύνθηκ’ από το οικογενειακό περιβάλλον κ έζησα χωρίς αυτό και την κηδεμονία του. Πρώτη φορά, που αναμετρούσα τις δυνάμεις και τις δυνατότητές μου σε άγνωστο κοινωνικό και φυσικό περιβάλλον και κάτω από την εξάρτηση τρίτων, χωρίς να ελπίζω πως θ’ ακούσει τη φωνή μου ένας από τους γονείς ή τους στενούς συγγενείς μου…
Είχα να διηγούμαι γι’ αυτή πολλά και για καιρό στο φιλικό κ οικογενειακό περιβάλλον μου. Και, όπως διαπιστώνετε από τα παραπάνω, παραμένουν ακόμη άσβηστες οι θύμησές μου από αυτή.
Ακόμη κ η κακή ανάμνηση, που μου άφησε ο τότε έφηβος αλητάμπουραςΝίκος Μαμαγκάκης, ο επιλεγόμενος «Μαμάγκος», που παρεπιδημούσε τότε στην Κατασκήνωση. Τώρα πια αυτός γίνηκε κ είναι ονομαστός καλλιτέχνης, μουσικοσυνθέτης, που τιμά και τιμάται ιδιαίτερα από το Ρέθεμνος, που έχει αφιερώσει στην εντιμότητα και στην προσφορά του τη χρονιά που διερχόμαστε…
Δόξα τω Θεώ, που μου επιτρέπει ακόμη να διατηρώ στη μνήμη μου πρόσωπα, καταστάσεις και γεγονότα του παρελθόντος, χρήσιμα κι ωφέλιμα για την ιστορία και τους ανθρώπους του μέλλοντος…
Γράφτηκε στις 12.7.2015.
Συμπληρώθηκε στις 26.9. 2015.






