ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΑΠΟΨΕΙΣ

Παλαιά Διαθήκη, επιστήμη και δημιουργία του κόσμου του Θοδωρή Ρηγινιώτη

0

Επιμέλεια: Θοδωρής Ρηγινιώτης

Σε προηγούμενο άρθρο μας είπαμε δυο λόγια για την Καινή Διαθήκη και όσα περιέχει (το Ευαγγέλιο κ.λ.π.). Από τώρα, Θεού θέλοντος, θα πούμε λίγα για την Παλαιά Διαθήκη.

Η Παλαιά Διαθήκη είναι το πρώτο μέρος της Αγίας Γραφής των χριστιανών. Περιγράφει το πρώτο στάδιο της επικοινωνίας του Θεού με την ανθρωπότητα, που είχε σκοπό την προετοιμασία του κόσμου για τον ερχομό του Χριστού.

Η Παλ. Διαθήκη είναι, στην ουσία, μια συλλογή από 49 βιβλία, που γράφτηκαν σε διάστημα αιώνων και διηγούνται μια ιστορία που κρατάει περίπου 2.000 χρόνια: από τον Αβραάμ (τον άνθρωπο που κάλεσε ο Θεός να εγκαταλείψει την ειδωλολατρία και να πιστέψει στον αληθινό Θεό) ώς τους προφήτες που έζησαν γύρω στον 3ο αιώνα π.Χ.

Οι πρώτοι άνθρωποι

Το 1ο βιβλίο της Παλ. Διαθήκης διηγείται και μια ιστορία ακόμη πιο παλιά, την ιστορία των πρώτων ανθρώπων. Αυτή την ιστορία η Παλ. Διαθήκη τη διηγείται ανακατεύοντας πραγματικά και συμβολικά στοιχεία, ανάλογα με τα θρησκευτικά νοήματα που ήθελε να περάσει στον αρχαίο κόσμο. Το βιβλίο αυτό, η «Γένεσις» (=δημιουργία), περιγράφει τη δημιουργία του κόσμου από το Θεό, τη δημιουργία των πρώτων ανθρώπων (των γνωστών σε όλους μας Αδάμ και Εύας), το προπατορικό αμάρτημα (δηλαδή την απομάκρυνσή τους από το Θεό και το χάσιμο της αρχικής ζωής τους στον παράδεισο), τις πρώτες γενιές ανθρώπων, τη διαφθορά της αρχαίας ανθρωπότητας, που οδήγησε στον Κατακλυσμό του Νώε, τον Πύργο της Βαβέλ (με τον οποίο οι άνθρωποι, από εγωισμό, θέλησαν «να φτάσουν στον ουρανό») και τελικά, με ένα κατάλογο προγόνων και απογόνων, φτάνει στον Αβραάμ και το κάλεσμά του από το Θεό για να Τον ακολουθήσει, με την υπόσχεση ότι, αν εγκαταλείψει τα είδωλα, οι απόγονοί του θα γίνουν ένα μεγάλο έθνος, από το οποίο «θα ευλογηθούν όλες οι φυλές της Γης».

Αυτό το έθνος είναι το εβραϊκό έθνος (οι Ισραηλίτες), μέσα στο οποίο, περίπου 2.500 χρόνια μετά τον Αβραάμ, γεννήθηκε ο Ιησούς Χριστός.

Για τους πρώτους ανθρώπους (τον Αδάμ και την Εύα) και την ιστορία τους (το προπατορικό αμάρτημα κ.τ.λ.) έχουν προκύψει μεγάλες διαφωνίες, γιατί η νεώτερη επιστήμη ανακαλύπτει σιγά σιγά πολύ σοβαρές αποδείξεις ότι οι άνθρωποι είναι εξέλιξη κάποιων ειδών πιθήκων και ότι και οι πίθηκοι και όλα τα ζώα εξελίχθηκαν από άλλα, προϊστορικά ζώα, και γενικά όλα τα ζώα και τα φυτά της Γης έχουν κοινούς προγόνους πριν από εκατοντάδες εκατομμύρια χρόνια. Γι’ αυτό, πολλοί επιστήμονες και όσοι μελετούν τη σύγχρονη βιολογία και παλαιοντολογία πιστεύουν ότι η επιστήμη έχει καταρρίψει την Αγία Γραφή και ίσως ολόκληρο το χριστιανισμό.

Επειδή προφανώς θα θέλετε να διαβάσετε κάτι για το θέμα, θα αναφερθώ σ’ αυτό και τα γενικά για την Παλ. Διαθήκη ας τα συνεχίσουμε στο επόμενο.

Χριστιανισμός και Επιστήμη

1) Η διάκριση επιστήμης και πίστης στον ορθόδοξο κόσμο.

Η προσπάθεια της θεσμικής Εκκλησίας να ποδηγετήσει την επιστημονική έρευνα ήταν κάτι άγνωστο στον αρχαίο χριστιανισμό και στον ορθόδοξο χώρο. Συνέβη μόνο στη διαστρεβλωμένη χριστιανοσύνη του ευρωπαϊκού μεσαίωνα. Στην αρχαία χριστιανική παράδοση, δηλαδή τη σκέψη των αγίων των πρώτων χιλίων χρόνων και στη συνέχεια της ορθόδοξης Εκκλησίας, η Αγία Γραφή δεν αντιμετωπίστηκε ως πηγή πληροφόρησης για τη δημιουργία του κόσμου. Η γνώση σ’ αυτόν τον τομέα θεωρήθηκε πάντα αντικείμενο της φιλοσοφικής –δηλαδή της επιστημονικής– έρευνας.

Ο Μέγας Βασίλειος (ο πρώτος ίσως άνθρωπος που ερμήνευσε επιστημονικά την Παλ. Διαθήκη, με βάση την επιστήμη του 4ου αιώνα μ.Χ. φυσικά) θεωρεί ότι η Γένεση όχι μόνον δεν περιγράφει λεπτομερώς τη δημιουργία του κόσμου, αλλά και λειτουργεί ως προτροπή για επιστημονική έρευνα: «Ειπών, Εν αρχή εποίησεν ο Θεός τον ουρανόν και την γην, πολλά απεσιώπησεν, ύδωρ, αέρα, πυρ, τα εκ τούτων απογεννώμενα πάθη× … παρέλιπε δε η ιστορία, τον ημέτερον νουν γυμνάζουσα προς εντρέχειαν, εξ ολίγων αφορμών παρεχομένη επιλογίζεσθαι τα λειπόμενα» (Γράφοντας “Στην αρχή ο Θεός δημιούργησε τον ουρανό και τη γη”, πολλά αποσιώπησε, το νερό, τον αέρα, τη φωτιά [τα στοιχεία της φύσεως κατά τους αρχαίους] και τις ενώσεις που προέρχονται απ’ αυτά… τα παρέλειψε δε η διήγηση, για να γυμνάσει το δικό μας νου, κάνοντάς μας από μικρές αφορμές να ανακαλύψουμε τα υπόλοιπα), βλ. Μ. Βασιλείου, Εις την Εξαήμερον, Ομιλία Β΄, 3.

Το βιβλίο λοιπόν της Γένεσης δεν είναι βιβλίο κοσμολογίας ούτε βιολογίας. Δε θέλει να δώσει γνώση του πώς δημιουργήθηκε ο κόσμος, αλλά να θέσει κάποιες θεολογικές αρχές, με βάση τις οποίες προτείνει την κατανόηση του κόσμου, του ανθρώπου και της σχέσης ανθρώπου-κόσμου και ανθρώπου-Θεού. Τέτοιες αρχές είναι π.χ. ότι δεν υπάρχουν πολλοί θεοί, αλλά ένας, ότι τα άστρα, η γη, τα ζώα, τα δέντρα κ.τ.λ. δεν είναι θεοί, αλλά δημιουργήματα, ότι ο άνθρωπος ξεκίνησε από μια ζωή σχέσης με το Θεό, τον οποίο αποστράφηκε, κ.τ.λ.

2) Η Βίβλος ως πηγή πληροφοριών προς τον αρχαίο άνθρωπο. Ωστόσο, η Γένεση είναι η πιο κοντινή στη δική μας σκέψη κοσμογονία που μας έρχεται από τον αρχαίο κόσμο. Κατ’ αρχάς θεωρεί τον ουρανό, τη γη και όσα περιέχονται σ’ αυτά –ουράνια σώματα, όρη, θάλασσες και όλα τα όντα– ως απλά μέρη του σύμπαντος και όχι ως θεούς.

Επιπλέον, μιλάει όχι για μάχες ή ενώσεις μεταξύ ανθρωπόμορφων θεών, που προκάλεσαν κοσμικές ανακατατάξεις (όπως έλεγαν οι μυθολογίες των ειδωλολατρικών θρησκειών), αλλά για έναν αόρατο, υπερβατικό Θεό, κοσμικών διαστάσεων, που με άυλα μέσα, με το λόγο Του, δημιουργεί κλιμακωτά το σύμπαν, τη γη και τελικά τον άνθρωπο. Κλιμακωτά: η πρώτη διατύπωση της θεωρίας της εξέλιξης βρίσκεται ήδη στη Βίβλο (την Αγία Γραφή). Γι’ αυτό και ο βιολόγος Άντριου Πάρκερ, στο βιβλίο του Το Αίνιγμα της Γενέσεως (εκδ. Ουρανός), δηλώνει ότι βεβαιώθηκε πως η Αγία Γραφή γράφτηκε με πραγματική θεία φώτιση όταν μελέτησε το πώς περιγράφει τη δημιουργία του κόσμου και τη σύγκρινε με τις σύγχρονες επιστημονικές ανακαλύψεις.

Έτσι, σε μας η Γένεση δεν έχει προφανώς να προσφέρει γνώση για τα γεγονότα της κοσμογονίας, στο κοινό όμως, στο οποίο αρχικά απευθύνθηκε, είχε να προσφέρει και τέτοια γνώση. Για να γίνει κατανοητή η διαφορά, ας θυμηθούμε ότι, στον ίδιο ιστορικό χώρο με τον ποιμενικό πολιτισμό της Βίβλου, η απείρως πλουσιότερη και ισχυρότερη αυτοκρατορία της Βαβυλώνας είχε ένα σύνθετο εξωτικό πολυθεϊσμό και μια τυπική μυθική κοσμογονία, με αποκορύφωμα το διαμελισμό της Τιαμάτ από το Μαρδούκ και το σχηματισμό του ουρανού και της γης από τα κομμάτια της.

Όμως, παραδόξως, οι αναφορές της Γένεσης στα ίδια τα γεγονότα της κοσμογονίας έχουν αναλογίες με τις προτάσεις τις σύγχρονης επιστήμης για το πώς έγιναν τα πράγματα. Οι αναλογίες αυτές είναι δευτερεύουσες και μπορεί να παραπλανήσουν κάποιους, κάνοντάς τους να νομίσουν πως αυτές είναι που πρέπει να τονιστούν, ενώ το ζητούμενο είναι η αγιότητα του ανθρώπου. Έχουν ωστόσο σημασία, γιατί χτυπούν ένα καμπανάκι που λέει ότι θα ήταν καλό να προσέξουμε τη Γένεση.

Το αποκορύφωμα της αναλογίας ανάμεσα στη Γένεση και τη σημερινή επιστήμη είναι η περιγραφή της δημιουργίας των γήινων όντων (κεφ. 1), που ακολουθεί μια σειρά σχηματική βέβαια, αλλά επιστημονικά σωστή: α) φυτά (χόρτα και δέντρα), β) από το νερό «βγαίνουν» τα ερπετά, τα κήτη και τα πουλιά, γ) από τη γη «βγαίνουν» θηλαστικά και ερπετά (ξανά, γιατί οι δεινόσαυροι έχουν χαθεί), δ) ο άνθρωπος.

Η θεωρία της Μεγάλης Έκρηξης (Big Bang), με την οποία, κατά την επικρατέστερη επιστημονική άποψη, δημιουργήθηκε το σύμπαν, πλησιάζει τόσο πολύ στην Αγία Γραφή (μιλάει για δημιουργία του κόσμου από το μηδέν), ώστε το 1951 ο Πάπας τη χαιρέτισε με ενθουσιασμό! Οι επιστήμονες που την υποστήριζαν κατηγορήθηκαν ότι την επινόησαν για να «αποκαταστήσουν το χριστιανισμό», που η διεθνής επιστημονική κοινότητα καμάρωνε για την κατάργησή του στα μυαλά των «λογικών ανθρώπων» (βλ. Simon Singh, Big Bang, εκδ. Τραυλός 2005, σελ. 414-419).

Υπάρχει βέβαια μια μεγάλη ανακρίβεια: κατά την Παλ. Διαθήκη, ο ήλιος, η σελήνη και τα άλλα ουράνια σώματα δημιουργούνται την τέταρτη μέρα κι όχι την πρώτη, όπως θα περίμενε ο σύγχρονος αναγνώστης! Ο Μέγας Βασίλειος δίνει μια θεολογική εξήγηση: ο Μωυσής –συγγραφέας της Γένεσης κατά την παράδοση– θέτει τον ήλιο κ.τ.λ. στο μέσον του δημιουργικού χρόνου, γιατί οι αναγνώστες του ζούσαν ανάμεσα σε ισχυρούς ηλιολάτρες. Ήθελε έτσι να τονίσει ότι πρωταρχική πηγή του φωτός και δημιουργός της ζωής δεν είναι ο ήλιος, αλλά ο Θεός –επομένως, ότι ο ήλιος δεν είναι θεός.

Μια επιπλέον εξήγηση είναι ότι γράφει σαν παρατηρητής, που βλέπει να γίνονται «ο ουρανός, η Γη και πάντα τα εν αυτή». Ο ίδιος βλέπει τα ουράνια σώματα την τέταρτη μέρα, όταν ξεκαθαρίζει ο ουρανός από τα πυκνά νέφη της εξάτμισης των υδάτων. Γνωρίζει όμως ότι ημέρα και νύχτα υπάρχουν από την πρώτη μέρα (εννοείται ότι η επτά «ημέρες» δεν είναι 24ωρα: «είτε ημέρα πεις, είτε αιώνας, το ίδιο πράγμα είναι», Μ. Βασίλειος).

Επίσης, η Γένεση και η χριστιανική παράδοση που την ακολουθεί γνωρίζει τη βιολογική συγγένεια του ανθρώπου με τα ζώα: τόσο ο άνθρωπος όσο και τα ζώα δημιουργήθηκαν «εκ της γης» (από το χώμα, τα υλικά της γης), Γεν. 2, 19.

3) Το πρόβλημα σχέσεων επιστήμης και Εκκλησίας/θεολογίας μετατοπίζεται πλέον αλλού: στις συνέπειες από τη χρήση της επιστήμης στην εποχή μας.

Είναι αλήθεια ότι η ποιότητα ζωής των ανθρώπων στο δυτικό κόσμο έχει βελτιωθεί πάρα πολύ, αν και αυτό σχεδόν δεν ισχύει για τον υπόλοιπο κόσμο (τον Τρίτο Κόσμο). Όμως αυτή η βελτίωση συνοδεύεται από τρομακτικές παρενέργειες, που απειλούν τη ζωή όχι μόνο του κάθε «καταναλωτή των πολιτισμικών αγαθών» αλλά και όλου του πλανήτη. Η ανθρωπότητα βρίσκεται μπροστά σε μια τραγωδία και σε μια εφιαλτική απειλή.

Αυτό, από πλευράς της χριστιανικής διδασκαλίας, είναι απαράδεκτο. Και αυτό είναι το αληθινό πρόβλημα των σχέσεων επιστήμης και θεολογίας, όχι η αναζήτηση της αρχής του σύμπαντος και της προέλευσης των έμβιων όντων. Η μη χριστιανική επιστήμη θέτει το δίλημμα: τίμημα, πιθανόν ολέθριο, ή απώλεια των κεκτημένων;

Τα κέντρα εξουσίας συντρίβουν τους ανθρώπους, τους θεωρούν απλά νούμερα σε στατιστικές, γιατί έχουν στείλει το Θεό εξορία από τις καρδιές και τις συνειδήσεις. Αν ο άνθρωπος δεν θεωρηθεί εικόνα του Θεού, δηλαδή ιερός, είναι αδύνατον να στηριχτεί σε σοβαρά επιχειρήματα η αξία του. Όποια επιχειρήματα κι αν φέρει κάποιος, μπορεί να καταρριφθούν με αντίθετα επιχειρήματα. Εάν εμένα «δε μ’ ενδιαφέρει ο συνάνθρωπος» ούτε «το ανθρώπινο είδος» αλλά κάνω τη δουλειά μου για τον εαυτό μου μια χαρά, πώς μπορείς να με πείσεις ότι έχω άδικο; Τι είναι αυτό που κάνει τον άνθρωπο αντικειμενικά άξιο να τον αγαπήσεις (και μάλιστα τον κακό άνθρωπο);

Ο χριστιανισμός δικαιούται να μιλήσει στους επιστήμονες για ήθος και δεοντολογία, γιατί δεν ταυτίζεται με τις παραχαραγμένες μεσαιωνικές μορφές του που καταπίεσαν την ανθρωπότητα. Υπάρχει μια άλλη, άγνωστη παράδοση στο χριστιανισμό, η αρχαιότερη, που η παγκόσμια διανόηση την αγνοεί, αλλά ήρθε η ώρα να μιλήσει: η ορθοδοξία. Εκεί όπου η Εκκλησία δεν είναι θεσμός, αλλά λαός. Όπου οι άγιοι, άντρες και γυναίκες, ξεπηδούν από το αίμα των διωγμών και από την ανεξέλεγκτη και αναρχική έρημο της αγάπης και ασκούν κριτική σ’ εκείνους που μετατρέπουν το ευαγγέλιο σε εξουσία.

Ό,τι κι αν νομίζει ο σύγχρονος άνθρωπος πως είναι η ορθοδοξία, συνήθως τη βλέπει μέσα από έναν παραμορφωτικό καθρέφτη, ως ένα παρακλάδι του μόνου «χριστιανισμού» που αναγνωρίζει πλέον ο δυτικός άνθρωπος: του παραχαραγμένου καταπιεστικού και σκοταδιστικού χριστιανισμού της δύσης. Αν τη δούμε με γνήσια ορθόδοξα μάτια, θ’ αποκαλυφθεί ένας κόσμος πρωτόγνωρος –και, αν δούμε τον άνθρωπο και την επιστήμη με τα μάτια αυτού του πρωτόγνωρου κόσμου, το αποτέλεσμα θα είναι μια εκπληκτική πρόσκληση.

Για την ιστορία του Αδάμ και της Εύας, Θεού θέλοντος, θα μιλήσουμε στο επόμενο άρθρο μας.

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ