ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΣΥΠΑ Banner
ΑΠΟΨΕΙΣ

Τα «απόκρυφα ευαγγέλια» του Θεόδ. Ι. Ρηγινιώτη

0

Επιμέλεια Θεόδ. Ι. Ρηγινιώτης

Τα «κανονικά» βιβλία της Καινής Διαθήκης είναι γνωστά ως κανονικά (δηλ. ως γνήσια έργα των αποστόλων) ήδη από τις αρχές του 2ου αιώνα μ.Χ., δηλ. λίγο μετά το 100 μ.Χ. Οι βασικότερες μαρτυρίες είναι οι παρακάτω:

Ο ταπεινός και σεμνός άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος, όπως φαίνεται από τις 7 σωζόμενες επιστολές του (γραμμένες περίπου το 110 μ.Χ.), ξέρει και αναγνωρίζει ως γνήσια τις επιστολές του Παύλου και τα ευαγγέλια του Μάρκου, του Λουκά και του Ιωάννη.

Ο άγιος Κλήμης Ρώμης φαίνεται ότι ξέρει τις επιστολές του Παύλου προς Κορινθίους, Ρωμαίους και Εβραίους, ίσως δε και τα ευαγγέλια.

Ο άγιος Πολύκαρπος Σμύρνης, στη δική του επιστολή προς Φιλιππησίους (δηλ. τους κατοίκους της πόλης Φίλιπποι της Μακεδονίας –είχε γράψει και ο Παύλος ανάλογη επιστολή), προδίδει γνώση των επιστολών του Παύλου προς Ρωμαίους, Α΄ Κορινθίους, Γαλάτες, Εφεσίους, Β΄ προς Θεσσαλονικείς, Α΄ και Β΄ προς Τιμόθεον, άρα έχει στα χέρια του corpus των κειμένων του Παύλου, προφανώς αντίγραφα, όπως και ο άγιος Ιγνάτιος που είπαμε παραπάνω.

Η Διδαχή των Αποστόλων και η λεγόμενη Επιστολή Βαρνάβα, δυο κείμενα του 1ου ή 2ου αιώνα, παραθέτουν στίχους από τα ευαγγέλια.

Επιπλέον, ο Παπίας Ιεραπόλεως, που το έργο του δε σώζεται, αλλά μαθαίνουμε γι’ αυτό από την Εκκλησιαστική Ιστορία του Ευσέβιου επισκόπου Καισάρειας της Μικράς Ασίας (4ος αιώνας), γνωρίζει τα ευαγγέλια του Μάρκου και του Ματθαίου, για το δεύτερο μάλιστα παραθέτει την ανεξακρίβωτη πληροφορία ότι ο Ματθαίος το είχε γράψει αρχικά σε «εβραϊκή διάλεκτο» και κατόπιν το μεταγλώττισε στα ελληνικά, όπως το ξέρουμε. Ο Παπίας, κατά τον άγιο Ειρηναίο της Λυών (μικρασιατικής καταγωγής, επίσης του 2ου αιώνα), ήταν μαθητής του αποστόλου Ιωάννη και φίλος του αγίου Πολύκαρπου Σμύρνης.

Ο ίδιος ο άγιος Ειρηναίος γνωρίζει πλέον την Καινή Διαθήκη σχεδόν όπως έχει φτάσει ώς εμάς. Λέω «σχεδόν», γιατί μερικά βιβλία δεν τα αναφέρει, χωρίς αυτό βέβαια να σημαίνει ότι οπωσδήποτε δεν τα γνώριζε. Την εποχή του (γύρω στο 170 μ.Χ.) ο «κανόνας» είχε συγκροτηθεί, με βάση την παράδοση των κατά τόπους Εκκλησιών, που διέσωζαν αποστολικά συγγράμματα και τα διαχώριζαν από άλλα, ορθόδοξα, που επίσης τα διάβαζαν, αλλά δεν τα θεωρούσαν αποστολικά ή τουλάχιστον όχι με βεβαιότητα, όπως η Επιστολή Βαρνάβα, η Διδαχή των Αποστόλων, η Β΄ Κλήμεντος προς Κορινθίους, η Επιστολή προς Διόγνητον, ο Ποιμήν κ.λ.π., ή και άλλα, όπως η απόκρυφη Αποκάλυψη Πέτρου, η απόκρυφη Γ΄ προς Κορινθίους δήθεν του Παύλου κ.λ.π.

Σημειωτέον ότι τα ίδια τα απόκρυφα βιβλία συνιστούν μια σοβαρή μαρτυρία για την παλαιότητα των κανονικών, καθώς περιέχουν πλήθος αυτούσιων στίχων από τα βιβλία της Καινής Διαθήκης, αποκομμένους από το περιβάλλον τους, και απηχούν πολλούς άλλους.

(Λεπτομέρειες για τη δημιουργία της Καινής Διαθήκης βλ., μεταξύ άλλων, στις «Εισαγωγές» στην Καινή Διαθήκη των καθηγητών Σάββα Αγουρίδη κ.ά. –από την Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην του Σάββα Αγουρίδη, εκδ. Γρηγόρη, προέρχονται τα ανωτέρω στοιχεία).

 Τα απόκρυφα

Ο γνωστικισμός ήταν ένα πολύμορφο θρησκευτικό κίνημα των δύο πρώτων αιώνων του χριστιανισμού, ένα μωσαϊκό ιουδαϊκών, χριστιανικών, περσικών, αρχαιοελληνικών και αιγυπτιακών αντιλήψεων και δοξασιών ντυμένων με μια ψευδή «φιλοσοφικότητα» λαϊκού τύπου, στα πλαίσια του φιλοσοφικού συγκρητισμού που είχε διαμορφωθεί με την επίδραση του στωικισμού, του νεοπλατωνισμού και του πυθαγορισμού, δηλαδή σχολών που είχαν επίσης λιγότερο ή περισσότερο μεταφυσικές και μυστικιστικές προεκτάσεις. Ήταν, θα έλεγα, κάτι ανάλογο με το σημερινό New Age («Νέα Εποχή») και το συνονθύλευμα βουδδιστικών και ινδουϊστικών αντιλήψεων που επαγγέλλεται τη λύτρωση στο σημερινό δυτικό κόσμο.

Πολλοί γνωστικοί ερμήνευσαν τα ευαγγέλια με τρόπο ταιριαστό προς τις διδασκαλίες τους, όπως ο Βασιλείδης και ο Μαρκίων, ή έγραψαν και οι ίδιοι «ευαγγέλια», κατά μίμησιν των κανονικών ευαγγελίων, όπως το «Ευαγγέλιον της Αληθείας» του Ουαλεντίνου, το «Ευαγγέλιο του Φιλίππου», το έργο «Πίστις Σοφία» και γενικά τα περισσότερα απόκρυφα. Έγραψαν επίσης Πράξεις Αποστόλων και Αποκαλύψεις, επηρεασμένες τόσο από την Αποκάλυψη του Ιωάννη όσο και από την Παλαιά Διαθήκη, που έχει κι αυτή τα δικά της Απόκρυφα (π.χ. Ανάληψις Μωυσέως, Ανάληψις Ησαΐα, Αποκάλυψις Ηλία, Ε΄ και Στ΄ Έσδρα, Ενώχ, Διαθήκες των Δώδεκα Πατριαρχών κ.π.ά.). Τα ιερά τους αυτά βιβλία, τα χαρακτήρισαν οι ίδιοι «απόκρυφες βίβλους», ισχυριζόμενοι ότι, μέσω αυτών, αποκαλύπτουν στην ανθρωπότητα μυστικές διδασκαλίες, που μέχρι τώρα είχαν παραμείνει απόκρυφες.

Ο όρος απόκρυφα ευαγγέλια, λοιπόν, δεν οφείλεται στο ότι δήθεν η Εκκλησία «απέκρυψε» αυτά τα βιβλία από τα μάτια των χριστιανών (ποτέ δεν έγινε κάτι τέτοιο, ούτε υπήρξε καταστροφή ή απαγόρευσή τους) αλλά στους ίδιους τους συντάκτες τους, που ήθελαν έτσι να εξηγήσουν πώς ήρθαν στα χέρια τους αυτά τα βιβλία, τα οποία είχαν γράψει οι ίδιοι και τα είχαν αποδώσει ψευδώς σε διάφορα πρόσωπα της Καινής Διαθήκης.

Όλα τα γνωστικά απόκρυφα ευαγγέλια ακολουθούν το ίδιο μοτίβο: δεν ασχολούνται καθόλου με τη ζωή του Χριστού (αφού, κατά τους γνωστικούς, δεν ήταν καθόλου άνθρωπος), αλλά Τον παρουσιάζουν να συναντάει τους μαθητές Του ή κάποιες γυναίκες κ.τ.λ., ιδίως μετά την ανάσταση, και να τους «αποκαλύπτει ουράνιες αλήθειες» που μιλούν για τους ουρανούς, τα πνεύματα, τους αγγέλους, το Θεό (έναν μυθικό υπερβατικό «θεό»), τον πάνω και τον κάτω κόσμο και τα λοιπά που συνιστούσαν την «απόκρυφη γνώση τους».

Αυτά τα βιβλία έγιναν ευρύτερα γνωστά από τον 4ο αιώνα μ.Χ., όταν άρχισε η παρακμή του γνωστικισμού, και τότε μόνο η Εκκλησία ανακοίνωσε όχι ότι «απαγορεύει την ανάγνωσή τους», αλλά ότι δεν είναι ιερά βιβλία των χριστιανών και συνεπώς δεν περιλαμβάνονται στην Καινή Διαθήκη. Αυτό δημιούργησε το μύθο ότι δήθεν τα χριστιανικά ευαγγέλια και γενικά η Καινή Διαθήκη «γράφτηκε» τον 4ο αιώνα.

Βασικά δόγματα του γνωστικισμού

Τα δόγματα αυτά ήταν τα εξής:

Υπάρχει ένας ανώτατος, άγνωστος και καλός Θεός, από τον οποίο προήλθε με εκδίπλωση ή απορροή («στάξιμο») μια ολόκληρη ιεραρχημένη γενεαλογία πνευματικών όντων, που τα ονόμαζαν «Αιώνες». Οι Αιώνες κάλυπταν το χάσμα μεταξύ Θεού και κόσμου, περισώζοντας τη μονοθεΐα και παρακάμπτοντας το ακατανόητο για τους γνωστικούς δόγμα της Αγίας Τριάδας.

Ένας Αιώνας, συνήθως ο τελευταίος στην ιεραρχική κλίμακα, ξεπέφτει από την αρχική λαμπρή ή αγαθή του θέση και, στα πλαίσια της έκπτωσής του, δημιουργεί τον υλικό κόσμο, στον οποίο ζούμε εμείς και ο οποίος, συνεπώς, είναι δημιούργημα του Κακού και έδρα του Κακού. Έτσι δημιουργούνται τα ανθρώπινα σώματα, στα οποία, κατά κάποιους γνωστικούς, φυλακίζονται τα πνεύματα αγγέλων που ξέπεσαν και είναι οι ανθρώπινες ψυχές. Ο έκπτωτος αυτός Αιώνας ταυτίζεται από τους γνωστικούς με το Γιαχβέ, το Θεό της Παλαιάς Διαθήκης, τον οποίο θεωρούσαν δίκαιο αλλά απάνθρωπο.

Ο μεγάλος άγνωστος Θεός στέλνει στη Γη έναν άλλο Αιώνα, τον Ιησού ή Χριστό ή Ιησού Χριστό, για να λυτρώσει τα πνεύματα από τη φυλακή της ύλης και να τα επιστρέψει στον ουράνιο κόσμο του μεγάλου Θεού.

Εννοείται ότι για τους γνωστικούς ο Χριστός είναι ένα ανώτερο πνεύμα (Αιώνας), που φάνηκε σαν άνθρωπος χωρίς να πάρει στ’ αλήθεια ανθρώπινο σώμα, κατέβηκε στη Γη ενήλικος, σταυρώθηκε και αναστήθηκε φαινομενικά –γιατί πίστευαν ότι το σώμα και κάθε τι υλικό είναι Κακό, επομένως δεν είναι δυνατόν ένα αγαθό πνεύμα να γίνει υλικός άνθρωπος! Επίσης, θεωρούσαν το γάμο αμαρτία και τον απαγόρευαν στους οπαδούς τους, γι’ αυτό και οι οπαδοί διαφόρων ρευμάτων παρέμεναν συνήθως στην τάξη των απλών κατηχούμενων, για τους οποίους ο γάμος ήταν ανεκτός. Βασικά υπήρχαν δύο τάσεις: οι ακραία ασκητικοί (που προσπαθούσαν να εξοντώσουν το σώμα μέσω των στερήσεων και έτσι να απελευθερώσουν το φυλακισμένο στο σώμα πνεύμα τους) και οι λεγόμενοι νικολαΐτες ή βαλααμιστές, που επιδίδονταν σε σεξουαλικά όργια και καταχρήσεις κάθε μορφής, προσπαθώντας πάλι να εξοντώσουν το σώμα μέσω των καταχρήσεων και να απελευθερώσουν το φυλακισμένο πνεύμα τους. Οι τελευταίοι αναφέρονται ονομαστικά ήδη μέσα στην Καινή Διαθήκη, στο 2ο κεφάλαιο της Β΄ επιστολής του αποστόλου Πέτρου και στο 1ο κεφ. της Αποκάλυψης, στίχ. 6 και 14-15. Μια άλλη ομάδα, οι οφίτες ή ναασινοί, που λάτρευαν τον όφη (εβραϊκά νάας) και διακλαδίζονταν σε αδαμιανούς, καϊνίτες, σηθιανούς, βαρβηλίτες, αρχοντικούς, κοεδιανούς, φιβιωνίτες κ.λ.π., πήγαιναν απ’ αλλού: μεταλάβαιναν ανθρώπινο σπέρμα και αίμα από πλακούντα ή έκαναν εκτρώσεις και έτρωγαν τα νεκρά έμβρυα.

Αυτές οι τρεις βασικές διδασκαλίες του γνωστικισμού «προσβάλλουν» τη ρίζα της χριστιανικής διδασκαλίας: η θεωρία περί Αιώνων, η ιδέα ότι ο υλικός κόσμος είναι Κακός και έδρα του Κακού και η ιδέα ότι ο Χριστός έγινε άνθρωπος φαινομενικά και όχι πραγματικά.

Πρωτοχριστιανικά κείμενα που σήμερα τα ονομάζουμε «απόκρυφα»

Υπάρχουν όμως και αρχαία ορθόδοξα κείμενα, που συγκεντρώνουν πληροφορίες για τη ζωή του Χριστού και της Παναγίας (αλλά μερικά τις ανακατεύουν με φαντασίες) και που οι σημερινοί φιλόλογοι εντάσσουν κι αυτά στα «απόκρυφα», χωρίς όμως να ήταν στ’ αλήθεια απόκρυφα. Τέτοια είναι π.χ. το Πρωτευαγγέλιο του Ιακώβου, το Ευαγγέλιο του Νικοδήμου, η Αρμενική διήγησις περί των παιδικών του Κυρίου, η Διήγησις του αγίου Ιωάννου του Θεολόγου περί της κοιμήσεως της Θεοτόκου κ.ά. Κάποια από αυτά τα κείμενα περιέχουν παραδόσεις που η Εκκλησία τις δέχτηκε ως αληθινές (την ιστορία των παιδικών χρόνων και της κοίμησης της Παναγίας για παράδειγμα), αλλά τα κείμενα δεν τα έβαλε στην Καινή Διαθήκη, αφού δεν ήταν στ’ αλήθεια γραμμένα από αποστόλους!

Σήμερα μια καλή επιστημονική έκδοση απόκρυφων έργων έχει επιμεληθεί ο καθηγητής Ιωάννης Καραβιδόπουλος και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πουρναρά.

 Το ευαγγέλιο του Ιούδα

Το ευαγγέλιο του Ιούδα, για το οποίο έγινε πρόσφατα τόσος επιτηδευμένος ντόρος, σωζόταν αποσπασματικά, αλλά ανακαλύφθηκε σ’ έναν φθαρμένο πάπυρο τη δεκαετία του 1970 και δημοσιεύθηκε το 2006, αφού διαβάστηκε με την τελευταία λέξη της τεχνολογίας. Προέρχεται από τους λεγόμενους Καϊνίτες, που θεωρούσαν ότι είναι απόγονοι του Κάιν (του γιου του Αδάμ, που σκότωσε τον αδερφό του, τον Άβελ) και τιμούσαν τον Ιούδα ως άγιο, κι επαναλαμβάνει το ίδιο μοτίβο. Μόνο που τώρα η αποκάλυψη των γνωστών «ουράνιων μυστηρίων» δίνεται στον Ιούδα, που θεωρείται ο ωριμότερος μαθητής, και ο νεφελώδης, σχεδόν χωρίς ιστορική υπόσταση και ανθρώπινη μορφή «Ιησούς», τον καλεί να Τον προδώσει για να Τον βοηθήσει ν’ απαλλαγεί από το φαινομενικό ανθρώπινο σώμα Του («τον άνθρωπο, με τον οποίο είναι ντυμένος»).

Οι Καϊνίτες ήταν ένας κλάδος του ευρύτερου γνωστικού «κινήματος» των Ναασινών, που λάτρευαν τον όφη (εβραϊκά νάας –γι’ αυτό λέγονται και «οφίτες») και διακλαδίζονταν σε αδαμιανούς, καϊνίτες, σηθιανούς, βαρβηλίτες, αρχοντικούς, κοεδιανούς, φιβιωνίτες κ.λ.π., και τόσο απεχθάνονταν αυτό που οι χριστιανοί θεωρούσαν «εικόνα του Θεού στον άνθρωπο», ώστε μεταλάβαιναν ανθρώπινο σπέρμα και αίμα από πλακούντα ή έκαναν εκτρώσεις και έτρωγαν τα νεκρά έμβρυα (βλ. Εκπαιδευτική Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, Εκδοτική Αθηνών, τόμ. 21, λήμμα «οφίτες»).

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

KPRINT Banner
ΑΠΟΨΕΙΣ

Τα «απόκρυφα ευαγγέλια» του Θεόδ. Ι. Ρηγινιώτη

0
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ