Μάνα άσε με εγώ θα βρω τα λεφτά.
Εποχή 1965-66 πολύ φτώχεια παντού και στο χωριό μου τη Γρηγοριά οι μισοί χωριανοί στη Γερμανία.
Κοπέλι του δημοτικού κι'εγώ ένοιωθα τυχερός που οι γονέοι μου ήτονε στο χωριό καθώς εξάνοιγα τα άλλα κοπέλια, που ελείπανε οι δικοί ντονε.
Ετότε σας ήτονε φαντάρος ο μεγάλος μας αδερφός, ο Μανιός.μουλαράς ήτονε στην Κόνιτσα...δεν είχε πάρει καθόλου άδεια και τό 'χενε παράπονο...έγραψε λοιπόν ένα γράμμα τση μάνας μου τση Βασιλικής, και ήθελε να του πέψει λεφτά να κατεβεί στην Κρήτη...
Το βράδυ γύρω γύρω από το σοφρά, εκαθούμαστονε έξε κοπέλια και τρώγαμε...
'Εφερε η μάνα μας το γράμμα και μου φωνιάζει να πάω να φέρω, τη λάμπα κοντά να μας το διαβάσει...
Το παράπονο τζη εφάνηκε ντελόγω στα μάθια τζη και καθώς μας εξάνοιγε λέει του κύρη μου...
''Εδά Μιχάλη ήντα θα κάμωμε..πως θα πέψωμε τα λεφτά του κοπελιού, απού δεν έχομε και που θα τα βρούμε...
Ετσά που τη νε ξάνοιγε, μου φάνηκε πως με μια ρουφηξά, το κιρίκι του Ματσάγγο που εκάπνιζε επόκαμε...
'Εβαλε μας στο κρεβάτι να κοιμηθούμε...Εγώ εκοιμούμουνε με το Γιώργη μας, μα που να με πάρει ο ύπνος.. Εστριφογύριζε στο νού μου η απογοήτευση του πατέρα μου, απού δεν ήκουσα απάντηση να δώσει τση μάνας μου.μα και που θελα τη βρεί.
Την άλλη μέρα την ώρα του δείπνου, εθώρουνα πως η μάνα μας δεν είχε το συνηθισμένο βλέμμα που μας σε ξάνοιγε ανε τρώμε το βρισκούμενο...
Σε μια στιγμή σηκώθηκα και τση λέω...''Μάνα εγώ θα βρώ τα λεφτά...εγώ θα σου τονε φέρω το Μανιό μας στο σπίτι...
Με ξάνοιξε και έσκασε ένα τεράστιο χαμόγελο γιατί έβλεπε πως τα μάθια μου εβγάνανε σπίθες.
''Πού μωρέ θα βρείς τα λεφτά έρανο θα κάμεις;''
Η σκέψη μου και πίστη μου που θα τα βρώ ήτανε τοσο δυνατή που την έπεισα...
''Θα πάω στην Παναγία την Καλυβιανή, γνωρίζω το Δεσπότη τον Τιμόθεο και εκειά θα τα βρώ'' ..αλήθεια έλεγα...
Ο Δεσπότης είχε έρθει μια φορά στο χωριό και με άκουσε να ψέλνω στον Άι Γιώργη και όταν τέλειωσε η λειτουργία στο τραβαδά στο καφενείο λέει....''Είπανέ μου για τον Αντώνη τον Κουκλινό και θέλω να πάτε να μου τον φέρετε εδά να τον γνωρίσω από κοντά''.
Ένας μπάρμπας μου εκαθότανε δίπλα και έπινε καφέ, γυρίζει και του λέει...''Τον Αντώνη τον Κουκλινό απού γυρεύγεις τον έχεις μπροστά σου, άλλος Κουκλινός Αντώνης επαέ στο χωριό δεν υπάρχει''.
Τότες εγύρισε η καφετζίνα, η Μοτζομιχάλενα και του λέει...''Έχει πως δεν έχει...εκτός τον απατό σου είναι και το Αντωνιό τση Βασιλικής του (ποντίκα) του Μιχάλη''
''Ααααα, ναι έχεις δίκιο λέει ο μπάρμας μου ο Καραμπίνης και λέει του δεσπότη, εγώ θα σου τονε φέρω...
Εκεί γνωριστήκαμε λοιπόν με τον Τιμόθεο...
'' Και ήντα θα του πείς του Δεσπότη εσύ, απού είσαι μικιός για να σε πιστέψει και να σου δώσει λεφτά κι'από πάνω''
''Άσε με μάνα και θα ιδείς, κοντοσιμώνει τση Παναγίας, το δεκαπεντάρη και πάει πολύς κόσμος, ετοτεσάς θα τα βρώ θα δείς. Θα παίξω (μπουκόλυρα) και θα τραγουδήξω μέσα στο κόσμο, το έχω ξανακάμει και στο Τυμπάκι μέσα στου Τίτο, του ζαχαροπλάστη, εξέχασες ήντα λεφτά μου δώκανε;
Έτσι κι έγινε, η χάρη τση Παναγίας έφερε πολύ κόσμο και σ'εμένα αυτό που ήθελα πολύ, να δώ τα μάθια τση μάνας μου να χαμογελούν...
Δε θα ξεχάσω που γυρίζοντας στο σπίτι εκαθότανε ούλοι στην αυλή...ανοίγω την αυλόπορτα και κρατούσα σε μια σακούλα τσι άρτους που μου δώκανε.
Επήρε με μια αγκαλιά η μάνα μου, που δεν θα την ξεχάσω ποτέ.''έλα έλα μέσα τση λέω να μη μα σε ιδούνε''...
Εμπήκαμε μέσα και εντάκαρα να βγάνω λεφτά από τσι τσέπες μου...Εγενήκανε ένα σωρουλάκι τα κέρματα.μα ήτονε κοσάρικα εκειανά με τον καβαλάρη όποιος τα θυμάται...είχε και πενηντάρικα χάρτινα...
'Έκανε το σταυρό τζη η μάνα μου και επήγε στο καντήλι που είχαμε το εικόνισμα της Παναγίας...Ήντα εψυθίριζε δεν εγρήκουνα αλλά από τη κορμοστασά τζη έδειχνε πως την ευχαριστούσε για τη βοήθεια που μας έδωσε...
Κουκλινός Αντώνης

