Στις αρχές του 20ου αιώνα το κυρίαρχο νομισματικό σύστημα ήταν ο «Χρυσός Κανόνας». Οι ισοτιμίες των νομισμάτων καθορίζονταν με βάση την αντιστοιχία του καθενός από αυτά με μια προκαθορισμένη ποσότητα χρυσού στην τρέχουσα τιμή της. Υπήρχε δηλαδή η εγγύηση, ότι το χρήμα που τυπωνόταν μπορούσε ανά πάσα στιγμή να ανταλλαγεί με την αντίστοιχη ποσότητα χρυσού που κατείχαν τα κράτη στα θησαυροφυλάκια των κεντρικών τραπεζών τους. Αυτός ο κανόνας εξασφάλιζε ότι τα κράτη δεν μπορούσαν να τυπώσουν ακάλυπτο χρήμα που δεν αντιστοιχούσε στα αποθέματα χρυσού που είχαν στην κατοχή τους. Ως εκ τούτου, τα κράτη που είχαν αυξημένες ανάγκες χρηματοδότησης, θεωρούσαν το «Χρυσό Κανόνα» εμπόδιο για την εκτύπωση φθηνού χρήματος.
Για ένα σημαντικό διάστημα μετά το τέλος του 1ου Παγκοσμίου Πολέμου τα ευρωπαϊκά κράτη αναγκάστηκαν να εξέλθουν από το «Χρυσό Κανόνα» προκειμένου να χρηματοδοτήσουν με φθηνό χρήμα την ανοικοδόμησή τους. Η Ελλάδα αναγκάστηκε να εξέλθει του πλαισίου αυτού το 1919, όταν τα συναλλαγματικά της αποθέματα είχαν ήδη εξαντληθεί και η δραχμή δεχόταν ασφυκτικές πιέσεις. Με μια ουσιαστική διαφορά όμως: ενώ τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κράτη τύπωναν χρήμα για την αποκατάσταση των πληγών του πολέμου, η χώρα μας τύπωνε χρήμα για να χρηματοδοτήσει ένα νέο πόλεμο, που εν τέλει κατέληξε στη Μικρασιατική Καταστροφή και στον ενταφιασμό της «Μεγάλης Ιδέας» στα παράλια της Σμύρνης το καλοκαίρι του 1922. Ο πόλεμος αυτός σαφώς υπερέβαινε τις οικονομικές δυνατότητες της πατρίδας μας και εκτός της οδυνηρής ήττας και τον ξεριζωμό δώδεκα εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων, οδήγησε και στην υπερχρέωσή της.
Δέκα χρόνια αργότερα τον Απρίλιο του 1932 η χώρα κήρυξε χρεοστάσιο, δηλαδή αδυναμία εξυπηρέτησης και παύση πληρωμών του εξωτερικού της χρέους. Παρότι τα αίτια ήταν εν πολλοίς διαφορετικά από αυτά που προκάλεσαν την άτυπη χρεοκοπία της σημερινής Ελλάδας, το κοινό στοιχείο που χαρακτήριζε τόσο εκείνη την περίοδο, όσο και τη σύγχρονη, ήταν το παραγωγικό έλλειμμα της χώρας. Αυτό με τη σειρά του δημιουργούσε πρόσθετες εξαρτήσεις και νέο χρέος, που οδηγούσε το κράτος στην αδυναμία εξυπηρέτησής του και στη σύναψη νέων δανειακών συμβάσεων. Η πικρή αλήθεια όμως είναι, ότι η σημερινή Ελλάδα έχει πολύ μεγαλύτερο παραγωγικό έλλειμμα από εκείνο της Ελλάδας του Μεσοπολέμου.
Σήμερα η σύναψη νέων δανείων φέρνει νέες απαιτήσεις από τους δανειστές και νέα μνημόνια. Η απουσία «χρυσού κανόνα» δίνει την δυνατότητα στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο να μας «δανείζει» χρήμα χωρίς αντίκρισμα σε χρυσό. Τα δάνεια ανταλλάσσονται με υποθήκες δημόσιας περιουσίας και πλουτοπαραγωγικών πηγών της χώρας που ενώ υπήρχαν πάντα, χρειάστηκε να χρεοκοπήσουμε για να ανακαλυφθούν. Τα χρυσαφικά των απελπισμένων πολιτών της χώρας ανταλλάσσονται με χαρτονομίσματα στα ενεχυροδανειστήρια και αφού τηχθούν, γίνονται ράβδοι χρυσού και διοχετεύονται στο εξωτερικό. Ο βαφτιστικός σταυρός, η βέρα του αρραβώνα και το βραχιόλι της γιαγιάς γίνονται χαρτονομίσματα μιας σύγχρονης κατοχής . Ο σημερινός «χρυσός κανόνας» επιτάσσει την επιβίωση με κάθε τρόπο και μέσο, την καταρράκωση της αξιοπρέπειας των Ελλήνων, το δράμα της εκποίησης περιουσιών, τους πλειστηριασμούς πρώτων κατοικιών από τις τράπεζες και την μαζική μετανάστευση των νέων για αναζήτηση καλύτερης τύχης. Η λειτουργία του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος έχει αντιστραφεί συγκρινόμενη με αυτή του Μεσοπολέμου. Σήμερα δανειζόμαστε τραπεζογραμμάτια, υποθηκεύουμε γαίες και ξεπουλάμε το χρυσό μας. Αυτή η αλλοπρόσαλλη ροή πλούτου σε συνδυασμό με την ηχηρή σιωπή της ζέουσας κοινωνικής μάζας δεν είναι ούτε χρυσός, ούτε κανόνας. Είναι κάτι άλλο, πιο βαθύ, πιο άρρωστο, πιο τρομακτικό. Είναι η σύγχρονη τραγωδία που έρχεται. Κι ο «από μηχανής θεός» δεν υπάρχει πια.

