Γράφει ο Ζαχαρίας Δ. Αντωνάκης, ιστορικός-φιλόλογος
I. Ο θάνατος του αρχηγού των δυνάμεων της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος, Αθανάσιου Διάκου, μετά τη Μάχη της Αλαμάνας στις 22 Απριλίου 1821 δημιούργησε κενό εξουσίας, η πλήρωση του οποίου γινόταν μια επιτακτική ανάγκη για τους επαναστάτες.[1] Η χωρίς εμπόδια προέλαση των οθωμανικών στρατευμάτων του Ομέρ πασά Βρυώνη έθετε σε άμεσο κίνδυνο την επιβίωση της Επανάστασης και έφερνε κοντά το ενδεχόμενο της επιστροφής στην προηγούμενη κατάσταση της οθωμανικής νομιμότητας. Προεστοί και οπλαρχηγοί δε διέθεταν επαρκείς δυνάμεις και κατάλληλη ψυχολογία για να επιτευχθεί η γρήγορη ανασύνταξη των δυνάμεων. Στο χρονικό αυτό σημείο καμπής (3 Μαΐου 1821, ίσως και πιο πριν) συντελέστηκε η επάνοδος του Οδυσσέα Ανδρούτσου (1790-1825), η πορεία του οποίου θα συνδεθεί στενά με την μετέπειτα εξέλιξη των στρατιωτικών επιχειρήσεων στην περιοχή και τη διαμόρφωση των πολιτικοκοινωνικών συσχετισμών δυνάμεων. Με την παρουσία του δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις μιας πιο δυναμικής παρουσίας του στρατιωτικού στοιχείου μέσα στα πλαίσια της κοινότητας, αφού, και σε αντίθεση με τον Αθανάσιο Διάκο, ο Ανδρούτσος επιχείρησε την ανατροπή των προεπαναστατικών σχέσεων εξουσίας σε βάρος των προεστών της περιοχής.
Η Μάχη στο Χάνι της Γραβιάς στις 8 Μαΐου 1821 μπορεί να εκληφθεί ως το σημείο εκκίνησης της διαδρομής του Ανδρούτσου στην Επανάσταση. Η αντίσταση κατά του εχθρού αύξησε το κύρος του οπλαρχηγού, χωρίς ωστόσο να ανακοπεί η πορεία του Ομέρ πασά Βρυώνη προς την Αθήνα. Η αποδοχή της ηγετικής φυσιογνωμίας του και της στρατιωτικής ικανότητάς του συντελείται στο χρονικό αυτό διάστημα, που αποκτά ιδιαίτερη σημασία αν αναλογιστούμε το γεγονός ότι ο Ανδρούτσος απουσίαζε από άλλες σημαντικές μάχες της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος, όπως αυτές στα

Βασιλικά στις 25-26 Αυγούστου του 1821 και στην Άμπλιανη στις 14 Ιουλίου 1824. Φαίνεται πως ο Ανδρούτσος εκμεταλλεύτηκε δίκτυα σχέσεων που είχαν ήδη διαμορφωθεί από την παρουσία του στην περιοχή ως αρματολού στα πριν την Επανάσταση χρόνια. Παραθέτουμε ενδεικτικά την αναφορά των εφόρων Σαλώνων προς τους Υδραίους προκρίτους για τη Μάχη της Γραβιάς. «...πριν 15 ημέραις ηθέλαμεν κινδυνεύσει καιρίως, αν δεν μας ερχώνταν από θείαν πρόνοιαν σύμμαχοι ο ήρωας και φρονιμώτατος Οδυσσέας, ο Χρήστος Σουλιώτης, και τρία αδέλφια Κατζικογιαννόπουλα με εκλεκτούς άνδρας, όλοι ως 80, εις την μανιώδη και αιματωδεστάτην εις της Γραβιάς το χάνι μάχην...».[2] Οι απώλειες των Οθωμανών ανέρχονταν περίπου στους 300 νεκρούς ενώ για τους μέσα στο Χάνι επαναστάτες υπάρχουν αναφορές για τρεις νεκρούς. Αμέσως μετά τη μάχη ο διορισμένος από τις 23 Απριλίου 1821 καπετάνιος Λιβαδειάς, Βασίλειος Μπούσγος, παραχώρησε τη θέση του στον Ανδρούτσο που αναγνωρίστηκε αρχηγός των στρατευμάτων και από τους υπόλοιπους οπλαρχηγούς.
Η αδυναμία των επαναστατών μετά την ήττα στην Αλαμάνα να συγκεντρώσουν ικανό αριθμό στρατευμάτων, ώστε να συγκροτήσουν τακτική μάχη και να ανακόψουν την πορεία του Βρυώνη προς τη Λιβαδειά και την Αθήνα υπήρξε εμφανής. Στις 10 Ιουνίου 1821 οι Οθωμανοί ανακαταλαμβάνουν τη Λιβαδειά και την πυρπολούν. Ο Ανδρούτσος θα κατηγορηθεί ότι υποχώρησε χωρίς αντίσταση, γρήγορα όμως θα επιβληθεί σε οπλαρχηγούς και προεστούς. Μετά την ήττα στα Βασιλικά και την πτώση της Τριπολιτσάς ο Βρυώνης υποχώρησε από τη Αττική χωρίς όμως να παραδώσει την Ακρόπολη, που, παρά τις συνεχείς πολιορκίες, έμενε απόρθητη. Η κυριαρχία του οθωμανικού ιππικού και πυροβολικού στα πεδινά μπροστά στην απουσία τακτικού επαναστατικού στρατού και επιμελητείας ανάγκαζε τους επαναστάτες σε τακτικές φθοράς του αντιπάλου με ανταρτοπόλεμο. Λίγους μήνες μετά την έκρηξη της Επανάστασης κρινόταν αναγκαία η σύσταση τακτικού στρατού και η δημιουργία διευρυμένων διοικητικών θεσμών ικανών να υποστηρίζουν τις στρατιωτικές επιχειρήσεις.
II. Στις 15 Νοεμβρίου 1821 δημιουργήθηκε ο Άρειος Πάγος ως ανώτατο όργανο διοίκησης της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος. Από τα πεδία των μαχών ο Ανδρούτσος δε πρόβαλε καμία αντίσταση στη δημιουργία του, θεωρώντας ότι δεν απειλείται η παγίωση της οικονομικής και κοινωνικής του κυριαρχίας. Δεν αντιλήφθηκε εγκαίρως ότι ο Άρειος Πάγος θα εξελισσόταν από έναν οργανισμό υποστήριξης των πολεμικών αναγκών (την ανάγκη του οποίου πρώτος ο Ανδρούτσος διαπίστωνε), σε ένα διοικητικό κέντρο ανασυγκρότησης της προεστωτικής δύναμης και μετέπειτα σε όργανο της Προσωρινής Διοίκησης, που θα καθόριζε τι είναι νόμιμο και τι όχι μέσα στην Επανάσταση. Μέχρι τη Άνοιξη του 1822 Ανδρούτσος και Άρειος Πάγος συμπλέουν και υπερασπίζονται από κοινού του όρους αναπαραγωγής της παραδοσιακής κοινωνίας απέναντι στις εξελίξεις που δρομολογήθηκαν μετά την πρώτη Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου τον Ιανουάριο του 1822. Και οι δύο όμως εποφθαλμιούν να αποκτήσουν τον έλεγχο στις πλούσιες επαρχίες της Ευρίπου (Εύβοιας) και της Αθήνας, ο έλεγχος των οποίων θα διαμόρφωνε νέους συσχετισμούς δυνάμεων στην Ανατολική Χέρσο Ελλάδα.

Μέσα στο 1822 ο Άρειος Πάγος αυτοαναιρεί τις λειτουργίες του ως τοπικό διοικητικό κέντρο και τίθεται στις διαταγές της Προσωρινής Διοίκησης. Προς αυτή την κατεύθυνση δέχτηκε ισχυρές πιέσεις από τη Διοίκηση που απαιτούσε να έχει τον έλεγχο των πολεμικών επιχειρήσεων και τη διαχείριση των οικονομικών πόρων της ευρύτερης περιοχής. Ενώ ο Ανδρούτσος αρχικά δεν αντιδρά στην εισαγωγή φιλελεύθερων δυτικότροπων θεσμών στη συνέχεια αναδιαμορφώνει τους στόχους της δράσης του ανάλογα και με τη συγκυρία. Αρχικά η σύγκρουση περιορίστηκε μεταξύ του Ανδρούτσου και των Αρεοπαγιτών και αφορούσε τον έλεγχο των οικονομικών προσόδων της επαρχίας της Ευρίπου και τον προσεταιρισμό των εγχώριων οπλαρχηγών. Η πρώτη ανοιχτή αντιπαράθεση λαμβάνει χώρα στις αρχές Απριλίου 1822 με αφορμή τα γεγονότα του επαναστατικού στρατοπέδου της Αγίας Μαρίνας, που βρισκόταν πάνω στην οδό που οδηγούσε στο Ζητούνι. Ο Ανδρούτσος κατηγορήθηκε από τους Αρεοπαγίτες ότι αρνήθηκε να ακολουθήσει το στρατηγικό σχεδιασμό του Αρείου Πάγου που προέβλεπε επίθεση στο Ζητούνι και ότι αποχώρησε από εκεί με τις δυνάμεις του με αποτέλεσμα να διαλυθεί το στρατόπεδο.[3] Βλέποντας πίσω από κάθε ενέργεια του Αρείου Πάγου τη Διοίκηση, ο Ανδρούτσος παραιτείται από αρχηγός των δυνάμεων της Λιβαδειάς μη αποδεχόμενος τις κατηγορίες και επιστρέφει επιδεικτικά στις 17 Απριλίου το δίπλωμα της χιλιαρχίας του στον Άρειο Πάγο. Την επομένη η Διοίκηση διόρισε το χιλίαρχο Χρήστο Παλάσκα καπετάνιο Λιβαδειάς. Ο φόβος για μια ένοπλη αντίδραση του Ανδρούτσου υπήρξε διάχυτος, ιδιαίτερα ανάμεσα στους Αρεοπαγίτες που από το Ξεροχώρι της Ευρίπου επιστράτευαν τοπικούς οπλαρχηγούς εναντίον του Ανδρούτσου και των δυνάμεών του. Η Διοίκηση σε μια προσπάθεια συμβιβασμού απέστειλε στις 3 Μαΐου 1822 ως διαπραγματευτές στην περιοχή τους Παλάσκα και Αλέξιο Νούτσο, οι οποίοι, όμως, έπεσαν νεκροί από τα πυρά ανδρών του Ανδρούτσου. Η Διοίκηση απάντησε στις 4 Ιουνίου 1822 με το αφορισμό του Ανδρούτσου από το Μινίστρο της Θρησκείας Ιωσήφ Ανδρούσης, ενώ ο Άρειος Πάγος επιστράτευσε στα τέλη Αυγούστου 1822 τους οπλαρχηγούς από την περιοχή του Ολύμπου αναθέτοντας τους την αρχηγία των στρατευμάτων της Ευρίπου. Μια από τις κυριότερες αποστολές τους θα ήταν να ακυρώσουν την επιρροή του Ανδρούτσου στο νησί με κάθε μέσο.
Στα τέλη Ιουνίου 1822, όμως, η Διοίκηση, ύστερα από πιέσεις που δέχτηκε από τους οπλαρχηγούς της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος, «συγχωρεί» τον Οδυσσέα με την προϋπόθεση να τεθεί στην υπηρεσία της. Η είσοδος του Ανδρούτσου στις 21 Αυγούστου 1822 στο αστικό κέντρο των Αθηνών που μόλις είχε ελευθερωθεί σηματοδοτεί την σε βάρος των Αρεοπαγιτών και των τοπικών προεστών ανατροπή των συσχετισμών δυνάμεων. Οι προεστοί της επαρχίας αποδέχτηκαν τους όρους της διαπραγμάτευσης, που εξασφάλιζαν στον οπλαρχηγό τον πλήρη έλεγχο των στρατιωτικών δυνάμεων και την υλική βάση για τη χρηματοδότηση των επιχειρήσεων. Στις 29 Σεπτεμβρίου 1822 ο Άρειος Πάγος καταργείται πραξικοπηματικά και ο Ανδρούτσος ανακηρύσσεται Αρχιστράτηγος της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος από τη συνέλευση των προεστών της Ανατολικής Ελλάδος, ερήμην της κεντρικής εξουσίας. Η άφιξη των οθωμανικών στρατευμάτων του Χουρσίτ πασά στην περιοχή αδρανοποιεί κάθε αντίδραση της Διοίκησης εναντίον του Αρχιστράτηγου, τις υπηρεσίες του οποίου τώρα είχε ανάγκη περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Ο Μαυροκορδάτος διατύπωσε βέβαια τις υποψίες του ότι ο Ανδρούτσος κινείται «προς κατάργησιν της καθεστώσης Διοικήσεως»[4], αλλά, και με δεδομένη τη συνδρομή του οπλαρχηγού στην ευόδωση των επιχειρήσεων κατά των Οθωμανών, δεν επεδίωξε την ανοιχτή ρήξη στη συγκυρία αυτή. Εν όψει και της Εθνοσυνέλευσης του Άστρους οι Υδραίοι πρόκριτοι κράτησαν αποστάσεις από τις κατηγορίες και προσπάθησαν να προσεγγίσουν τον οπλαρχηγό.

Το 1823 ο Ανδρούτσος εγκατέλειψε για λίγο τα πεδία των μαχών για να συμμετάσχει στην Εθνοσυνέλευση τον Απρίλιο του 1823. Απέτυχε να επηρεάσει τις εξελίξεις. Στις 18 Μαΐου 1823 ετοιμάζει από τη Σιλήμνα, χωριό κοντά στη Τριπολιτσά, τη βίαιη σύγκρουση με την κυβέρνηση του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, όμως η προσέγγιση του Θ. Κολοκοτρώνη με τους Δεληγιανναίους θα καταδικάσει κάθε σχέδιο ανατροπής της προεστωτικής εξουσίας σε αποτυχία. Ο Ανδρούτσος επέστρεψε στην Αθήνα, προλαβαίνοντας μια ενδεχόμενη προσέγγιση του φρουράρχου της Γκούρα με τη Διοίκηση.
Οι επιθετικές ενέργειες του Ομέρ πασά της Καρύστου ανάγκασαν τη Διοίκηση να διορίσει τον Ανδρούτσο στις 14 Σεπτεμβρίου 1823 «προσωρινόν αρχηγόν των αρμάτων της Ευβοίας», παρά τις αντίθετες φωνές μέσα στους κόλπους της. Στις αρχές του 1824 ο Ανδρούτσος προσπάθησε χωρίς επιτυχία να προσεγγίσει το Μαυροκορδάτο και το Κουντουριώτη. Στον πρώτο εμφύλιο, αρχές του 1824, ο Ανδρούτσος παρά τη μη ενεργή συμμετοχή του συντάχτηκε τελικά με την κυβέρνηση Κουντουριώτη, που θα αναλάμβανε τη σύναψη και διαχείριση των δανείων. Ο προσανατολισμός των προεστών της Αθήνας προς τη Διοίκηση το 1824 δημιούργησε ένα πλαίσιο συμμαχιών ικανών να εκτοπίσουν τον Ανδρούτσο από την Αθήνα και να τον αποκόψουν από τις πηγές άντλησης του οικονομικού πλεονάσματος. Σε μια αντίθετη πορεία ο Ανδρούτσος εξισώνει τη προάσπιση της τοπικότητας και του παραδοσιακού πλαισίου της κοινότητας με τη προάσπιση των συμφερόντων του. Η συνδιαλλαγή με τον Οθωμανό, τα καπάκια, εγγραφόταν μέσα στα πλαίσια του παραδοσιακού. Τον Ιούνιο του 1824 ξέσπασε η σύγκρουση Ανδρούτσου και Γκούρα. Στις 15 Ιουνίου ο Γκούρας «το φρούριο των Αθηνών δίδει εις την Διοίκησιν». Στις 27 Αυγούστου η Διοίκηση του έδωσε εντολή στρατολογίας στην περιοχή των Σαλώνων, παρακάμπτοντας τον Ανδρούτσο που αποσύρθηκε στην Βελίτσα. Η συμμετοχή του Ανδρούτσου στη συνέλευση των οπλαρχηγών της Ανατολικής Στερεάς στα τέλη Αυγούστου δεν άλλαξε τις ισορροπίες. Στον δεύτερο εμφύλιο στα τέλη του 1824 τα ρουμελιώτικα στρατεύματα και οι οπλαρχηγοί συμπαρατάχθηκαν με τη Διοίκηση και τους Νόμους, με τη πλευρά, δηλαδή, που διαχειριζόταν τα δάνεια.
Μέσα στον Ιανουάριο του 1825 οριστικοποιήθηκε η ρήξη μεταξύ του Οδυσσέα Ανδρούτσου και της Προσωρινής Διοίκησης της Ελλάδος. Ο νικητής στο Χάνι της Γραβιάς το 1821 ήταν τώρα ο εχθρός των Νόμων και ο προδότης του Έθνους, σύμφωνα με τον ορισμό που διατύπωνε η κεντρική επαναστατική διοίκηση του Έθνους. Στο έσχατο σημείο της καταδρομής του ο Ανδρούτσος επέλεξε την παράδοσή του στον Ιωάννη Γκούρα στις 7 Απριλίου 1825.[5] Ο Γκούρας ως αρχηγός των διοικητικών στρατευμάτων στην περιοχή είχε ουσιαστικά εξουδετερώσει κάθε στρατιωτική απειλή προερχόμενη από τον Ανδρούτσο, παρά το γεγονός ότι ο τελευταίος είχε προσφύγει στη βοήθεια του πανίσχυρου Ομέρ πασά της Καρύστου ήδη από τον Ιανουάριο του 1825. Η αρχική πρόθεση του Ανδρούτσου να μπει νικητής στην Αθήνα αποτελούσε περισσότερο μια λεκτική απειλή παρά μια εφικτή πραγματικότητα, αφού κύριος στόχος του παρέμενε να σύρει τη Διοίκηση σε διαπραγμάτευση με ευνοϊκούς γι’ αυτόν όρους. Η σθεναρή αντίσταση που συνάντησε σε στρατιωτικό και πολιτικό επίπεδο περιόρισε ακόμη περισσότερο την επιρροή του στο στρατιωτικό στοιχείο της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος, ώστε, στην κατάσταση απόγνωσης και αμηχανίας που είχε περιέλθει, η παράδοσή του να αποτελεί τη μοναδική γι’ αυτόν διέξοδο.

III. Η Διοίκηση δεν άφησε περιθώρια κινήσεων στον Ανδρούτσο μετά την παράδοσή του στον Γκούρα. Ο Ανδρούτσος από το 1824 είχε χάσει τα ερείσματά του στο αστικό κέντρο των Αθηνών, ακόμη και μεταξύ των χωρικών, η συμπεριφορά των οποίων δεσμευόταν σε μεγάλο βαθμό από την επιρροή των προεστών που φορολογούσαν την παραγωγή τους. Στις 24 Ιανουαρίου 1825, για παράδειγμα, οι κάτοικοι των Αθηνών συνέταξαν αναφορά προς τη Διοίκηση με την οποία την πληροφορούν ότι ο Ανδρούτσος «ενεργεί κρυφίως προδοσίας» και ζητούν να ληφθούν μέτρα εναντίον του.[6] Στις 26 Μαΐου 1825 οι δημογέροντες της ίδιας πόλης ανέφεραν με επιστολή τους προς την Προσωρινή Επιτροπή της Ανατολικής Ελλάδας ότι «η έξοχος επιτροπή ηξεύρουσα τον κίνδυνον τούτον (δηλαδή τη συγκέντρωση εχθρικών στρατευμάτων στην περιοχή του Ωρωπού), πληροφορηθείσα δε και την επιθυμίαν του λαού ας διατάξη να προφθάση εδώ ο στρατηγός Γκούρας να εμψυχώση τον λαόν, να δώση κάθε ελπίδα σωτηρίας».[7] Η Αθήνα το 1825 ήταν μια πόλη που ελεγχόταν από τη Διοίκηση, παρά το γεγονός ότι οι εγχώριοι προεστοί διατηρούσαν, φαινομενικά μέσα στα πλαίσια των Νόμων, τον έλεγχο των οικονομικών και πολιτικών λειτουργιών της επιβαρύνοντας το Εθνικό Ταμείο.
Στις 9 Δεκεμβρίου 1824 οι κάτοικοι της Λιβαδειάς απαίτησαν από τη Διοίκηση να μείνει ο Ανδρούτσος «ως και πρότερον ο αρχηγός της αυτής επαρχίας και επειδή είναι συμπατριώτης των και έμειναν ευχαριστημένοι απ’ αυτόν».[8] Φυσικά το ζήτημα της επανόδου του οπλαρχηγού «έμεινεν εις σκέψιν» για τη Διοίκηση, η οποία μέσα στη δίνη του εμφυλίου απαιτούσε την εκκαθάριση όλων των κεντρόφυγων δυνάμεων. Στη Λιβαδειά διορίστηκε από τη Διοίκηση ως έπαρχος ο Παναγιώτης Λοιδωρίκης που μαζί με τους οπλαρχηγούς της Διοίκησης Στάθη Κατζικογιάννη και Μήτρο Τριανταφυλλίνα πρωτοστάτησε στην καταδίωξη του Ανδρούτσου. Παρά την ύπαρξη του επάρχου και την επάνοδο των προεστών της Λιβαδειάς στην περιοχή, ο Ανδρούτσος κατάφερε να στρατολογήσει περίπου 600 χωρικούς από την Λιβαδειά και τη Θήβα και να κινηθεί με τη σύμπραξη περιφερειακών οθωμανικών δυνάμεων της Καρύστου κατά των διοικητικών στρατευμάτων.[9] Με διορισμούς οπλαρχηγών και χρηματικές υποσχέσεις η Διοίκηση στερεί τον Ανδρούτσο από κάθε προσδοκία να συσπειρώσει τυχόν δυσαρεστημένους από αυτήν οπλαρχηγούς και τον περιθωριοποιεί. Χαρακτηριστική ήταν η περίπτωση του γέρο Πανουργιά που ενώ αρχικά είχε συνταχθεί με τον Ανδρούτσο μεταπείθεται αργότερα ύστερα από τις απειλές της Διοίκησης ακόμη και του ίδιου του υιού του Νάκου ότι «θα σε πιάσω να σε δέσω, να σε φέρω εις την Διοίκησιν».[10]
Ενώ άλλοι οπλαρχηγοί, όπως ο Καραϊσκάκης, αναδιαμορφώνουν τις στρατηγικές τους και προσεγγίζουν την κυβέρνηση Κουντουριώτη, ο Ανδρούτσος παρά τις προσπάθειές του για διαπραγμάτευση έρχεται αντιμέτωπος με ένα πλέγμα πολιτικών συμμαχιών (Κωλέττης-Κουντουριώτης) που επεδίωκαν την χωρίς όρους υποταγή του στη βούληση της Διοίκησης, προκρίνοντας τον παροπλισμό του στην περίπτωση που δεν πειθαρχούσε. Ο φόβος, όχι τόσο της Διοίκησης όσο των τοπικών αυθεντιών, για ενδεχόμενη επάνοδο του Ανδρούτσου στα πολιτικά πράγματα με τη στήριξη του Καραϊσκάκη και ανάκτηση της επιρροής του στην περιοχή έκανε πολλούς να μη θέλουν την αμνήστευσή του. Η φυσική του εξόντωση, ουσιαστικά, νομιμοποιείται από τους νέους συσχετισμούς δυνάμεων στην περιοχή. Η παρουσία του δε θα μπορούσε να κλονίσει τη δύναμη της Διοίκησης ούτε να επηρεάσει τα πολιτικά πράγματα. Ήταν όμως δυνατόν να προκαλέσει προστριβές και αντεκδικήσεις σε προσωπικό επίπεδο μέσα στα όρια της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος. Εκείνο που έχει ιδιαίτερη σημασία είναι το γεγονός ότι η δολοφονία του, τη νύχτα της 5ης Ιουλίου 1825, δεν είχε τις συνέπειες εκείνες που θα περίμενε κανείς αναλογιζόμενος τις διαστάσεις που θα λάμβανε μια τέτοια πράξη αν είχε συντελεστεί στα προγενέστερα χρόνια. Οι συνέπειες απορροφήθηκαν γρήγορα μέσα στο νέο πλαίσιο εξουσίας, χωρίς να προκληθούν ιδιαίτεροι κραδασμοί στη Διοίκηση.

Οι κατηγορίες εναντίον του Ανδρούτσου για «προδοσία» προήλθαν από έναν συγκεκριμένο κύκλο τοπικών προεστών που ενώ είχαν συνδεθεί με την κεντρική του έθνους διοίκηση επιδίωκαν σε τοπικό επίπεδο να επικρατήσουν έναντι των στρατιωτικών μέσα από πρακτικές που εμφανίζονταν ως σύννομες με τους νόμους του έθνους. Θα είναι οι ίδιοι και η τάξη τους που θα σταθεί, τη στιγμή που θα πληττόταν η δική τους τοπική εξουσία, ενάντια στους νόμους του έθνους και δε θα διστάσουν προκειμένου να υπερασπιστούν τις τοπικές τους εξουσίες να φτάσουν ακόμη και στη δολοφονία του Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια.
[1] Για τον Αθανάσιο Διάκο βλέπε, «Η Επανάσταση του 1821 στη νεοελληνική ιδεολογία: Ο Αθανάσιος Διάκος και η «μάχη της Αλαμάνας (22-24 Απριλίου 1821)», εφημερίδα Ρέθεμνος, 20 Μαρτίου 2010 και «Η αποκάλυψη της κοινωνίας της σύγκρουσης στις αρχές του 1821: Η Επανάσταση στην Ανατολική Ρούμελη», Ρέθεμνος, 3 Απριλίου 2010.
[2] Αντώνιος Λιγνός (επιμ.), Αρχείον της Κοινότητος Ύδρας (Α.Κ.Υ.), 1778-1832, τόμοι Ε΄-Θ΄, εν Πειραιεί, 1926, τ.E΄., σ. 95-96, Επιστολή της 16ης Μαΐου 1821.
[3] Γενικά Αρχεία του Κράτους (εφεξής Γ.Α.Κ.), πρωτόκολλον Αρείου Πάγου, επιστολή Αρείου Πάγου προς την Υπερτάτη Βουλή, 17 Απριλίου 1822.
[4] Ιστορικόν Αρχείον Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, Μνημεία της Ελληνικής Ιστορίας, τόμος Ε΄, τ.χ. ΙΙ., Αθήνα 1965, Α. Μαυροκορδάτος προς αντιπρόεδρον Εκτελεστικού, 16 Σεπτεμβρίου 1822, σ. 354.
[5]Α.Κ.Υ., 1778-1832, τόμος ΙΑ΄, Λουκάς προς Αθανάσιον Σκουρτανιώτην, 8 Απριλίου 1825.
[6] Αρχεία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας (Α.Ε.Π.), τόμος Ζ΄, σ. 113.
[7]Γ.Α.Κ., συλλογή Βλαχογιάννη, επιστολή της 26ης Μαΐου 1825.
[8] Α.Ε.Π., ό.π., τ. Ζ΄, σ. 113.
[9] Α.Ε.Π., ό.π., τ. Ε΄, σ. 105.
[10] Γ.Α.Κ., συλλογή Βλαχογιάννη, επιστολή Νάκου προς στρατηγό Πανουργιά, 9 Φεβρουαρίου 1825.






