ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΣΥΠΑ Banner
ΑΠΟΨΕΙΣ

Σπασμοί ζωής: Στους «Οίκους Ανοχής» του Χαρίδημου Παπαδάκη ((Του Μανώλη Σκαρσούλη))

0

Ένα πρωινό Κυριακής πριν από πολλά χρόνια τα βήματα μου μ’ έφεραν από την Μικρή Αγορά και τον Πλάτανο στην οδό Χειμάρας που με τραβούσε σαν μαγνήτης. Κανείς άνθρωπος στον δρόμο και χώθηκα με όλη μου την άνεση στο πορνείο της στροφής, που ήταν και το ακριβότερο.

Η είσοδος στο μπορντέλο δεν ήταν εύκολη, πάντα πρόσεχες να μη σε δούνε και σε βγάλουν στο μεϊντάνι. Εγώ ήξερα τους πελάτες  από την σάλεψά τους, όπως τους τσέκαρα από τον ΠΛΑΤΑΝΟ, κοίταζαν ευθεία μπροστά, ενώ όσο πλησίαζαν στον τόπο του μαρτυρίου, χαμηλώνουν το κεφάλι τους για να μην τους γνωρίσουν, όπως περπατούσαν σύρριζα στον τοίχο. Η πόρτα στο μπορντέλο ήταν συνήθης ανοιχτή, για να διευκολύνεται η γρήγορη είσοδος.

Πολλές φορές το σαλονάκι επεφύλασσε ανεπιθύμητες συναντήσεις που μπορούσαν να ξεστρατίσουν από τον προορισμό τους. Μια φορά πήγαμε κάμποσοι γαμπροί σε μια γνωστή μας πουτάνα περισσότερο για χαβαλέ, αφού δεν υπήρχε σάλιο. Μπαίνοντας στο σαλονάκι βρήκαμε αραχτό στον καναπέ τον πατέρα του φίλου μας που είμαστε παρέα. Το κοπέλλι έκανε ένα χρόνο ακριβώς πουτανάπαυση, μέχρι να ξεπεράσει το σοκ που πήρε.

Την εποχή εκείνη οι έντονες σεξουαλικές ορμές (πέραν των αυτοσχέδιων επιλογών) έβρισκαν την λύτρωσή τους στις πουτάνες, που ήσαν και οι πρώτες μας ερωμένες. Η πουτάνα όμορφη, λυγερή, επαρκών διαστάσεων και με έντονη προσωπικότητα γύρω στα 30, αλλά το σημαντικότερο, είμαστε οι δυο μας. Για μένα το χείριστο στο bordello ήταν η αίθουσα αναμονής, το να περιμένεις τη σειρά σου και η ασυναίσθητη καταμέτρηση αυτών που προ ολίγου είχαν προηγηθεί. Ποτέ όμως δεν το υπέστην, βλέπεις πάντα επέλεγα άγονες ώρες και μέρες. Έτσι μπορούσες να την αισθανθείς τη γυναίκα και να τη νιώθεις δική σου.

Της μιλούσα στον πληθυντικό και ζήτησα συγνώμη για το ακατάλληλο της ώρας. Με κοιτούσε ερευνητικά στα μάτια λέγοντας «μισό λεπτό να σβήσω το φωτάκι και να κλειδώσω». Η συμπεριφορά της με μετέφερε από τον οίκο ανοχής σε ένα φιλόξενο φιλικό σπίτι. Μιλήσαμε αρκετά (κάτι σπάνιο γι’ αυτά τα σπίτια, όπου όλα γίνονται γρήγορα και με επαγγελματικές προδιαγραφές) και μετά με δική μου πρωτοβουλία κουβεντιάσαμε για τα χούγια των πελατών της.

Η πελατεία μου προέρχεται κυρίως από τη μεσαία τάξη και κάτω. Οι πλούσιοι δεν θα ‘ρθουν σε μας, θα πάνε στα κρυφά διαμερίσματα, δηλαδή σ’ αυτά που λειτουργούν με το τηλέφωνο. Έχω πελάτες και νέους και γέρους και φυσιολογικούς και ανώμαλους.

Ότι μπορεί κανείς να φανταστεί περνάει καθημερινά από το μπουρδέλο. Και το τι ζητάνε από μας οι πελάτες δεν περιγράφεται. Οι βιτσιόζοι γενικά είναι μεγάλοι στην ηλικία κι αριστοκράτες. Ένας ανώμαλος που ‘ρχεται στο μπουρδέλο δεν θα δείξει ποτέ την ανωμαλία του στη νόμιμη γυναίκα του. (Φερ’ ειπείν από εγωισμό δεν θα γλείψει τη γυναίκα του ή δεν θα της ζητήσει να του βάλει αγγούρι πίσω, πράγματα που τα ζητάει από μας.). Πάντως ό,τι και να ‘ναι, φυσιολογικός ή ανώμαλος, αν τυχόν κάνει έρωτα με τη γυναίκα του όπως κάνει μ’ εμάς, η γυναίκα του θα του φύγει. Μ’ εμάς δεν έχει ερωτικό παιχνίδι, ούτε φιλιά, ούτε χάδια. Γι’ αυτό και μέσα στο μπουρδέλο καμιά γυναίκα δεν μπορεί να ευχαριστηθεί. Εγώ δεν έχω ευχαριστηθεί ποτέ με πελάτη. Είναι αδύνατον αυτό το πράγμα. Τον πελάτη τον βλέπεις για χρήμα, κοιτάς πότε θα τελειώσει να φύγει. Μπορεί να ‘σαι από κάτω, αλλά εκείνη την ώρα σκέφτεσαι τις διάφορες δουλειές σου. Δεν το δείχνεις βέβαια, γιατί έτσι δεν πρόκειται να τελειώσει ποτέ, αλλά το μυαλό σου τρέχει. Οι άντρες βέβαια ευχαριστιούνται και μετά τα συζητάνε με τους φίλους τους στο καφενείο και κοκορεύονται πως γάμησαν στο μπουρδέλο απ’ όλες τις τρύπες κι ας την έπαιξαν στο τέλος.

Μου ‘ρχεται μια φορά ένας, πενήντα χρονών θα ‘ταν, με μια τσάντα απ’ αυτήν που κρατάνε οι δικηγόροι. Κύριος, με τη γραβάτα του, με τα όλα του. Δεν είχα τα μπουρίνια μου εκείνη την ημέρα. Μου λέει, θα σου δώσω ένα χιλιάρικο παραπάνω απ’ όσα παίρνεις. Θέλω να μου δώσεις μερικές μπατσούλες ανάποδες και θα μου λες γιατί δεν πήγες σχολείο, γιατί δεν έκανες εκείνο και τ’ άλλο. Εντάξει, του λέω. Την ώρα που τον έδερνα και τον μάλωνα, αυτός με παιδική ναζιάρικη φωνή όλο μου ‘λεγε «όσι ζεν το κάνω αυτό, όσι ζεν σέλω εκείνο», και έβαζε το χέρι του μέσα από την τσέπη του παντελονιού του και τον έπαιζε. Ήρθε αρκετές φορές κι όλο μου ζητούσε να τον δέρνω περισσότερο. Μόνο έτσι ευχαριστιόταν.

Έχουν έρθει, σπάνια βέβαια, πελάτες να συζητήσουν μαζί μου για σεξουαλικά τους προβλήματα, μόνο ένας πολύ καλός και ταχτικός πελάτης θα συζητήσει για τα προσωπικά του. Δεν έχω πάρει όμως ποτέ γνωστό μου. Με κάποιον που ήπια έστω κι έναν καφέ δεν μπορώ να τον πάρω, δεν μπορώ να τον δω σαν χρήμα. Αφού γνωριστήκαμε σαν άνθρωποι έξω από το μπουρδέλο, δεν πρόκειται ποτέ να τον πάρω στο δωμάτιο, δεν μπορώ να ξαπλώσω δίπλα του, δεν μπορώ να τον δω σαν πελάτη. Εγώ στο σπίτι μου ποτέ μα ποτέ δεν έχω πάρει πελάτη. Τρελή είμαι;

Μας λένε πουτάνες. Γιατί μας λένε πουτάνες; Εγώ πήγα στο σπίτι καμιανής γυναίκας να πάρω τον άντρα της; Ο άντρας της ήρθε και με βρήκε ή γιος της ή ο αδελφός της, ο οποιοσδήποτε τελικά άντρας. Γιατί με αποκαλείς εμένα πουτάνα; Πού θα πάει ένας άντρας αν δεν είμαστε εμείς στα μπουρδέλα; Από μια πουτάνα το σπίτι δεν χαλάει, ενώ από μια φιλενάδα χαλάει. Την πουτάνα θα την πληρώσει και θα φύγει, ενώ η φιλενάδα δεν ξέρεις πόσα θα θέλει. Δεν είμαι πουτάνα, κάνω απλώς μια δουλειά. Εμείς εξυπηρετούμε την κοινωνία, είμαστε η ασφαλιστικής της δικλίδα. Χωρίς εμάς, θα γινόντουσαν πολλά κακά.

Ήταν τρυφερή και διαχυτική μαζί μου και με την αισθητική της να περιβάλλει την σεξουαλική μας «εμπλοκή». Πέρασαν όμως 15 περίπου λεπτά (χρόνος ρεκόρ), η γυναίκα έχει ιδρώσει κι εγώ δεν ανταποκρινόμουν στα τρυφερά, ευαίσθητα και αυτοσχέδια χάδια της καθώς και στα ερωτικά )αλλά διόλου χυδαία) της λόγια. Αυτού του είδους η αδράνεια μου συνέβαινε δια πρώτην (και τελευταίαν) φοράν, παρά το κάλλος της ερωμένης. Στην προσπάθειά μου να ερμηνεύσω το φαινόμενο, Φρόϋντ, οδηγήθηκα σε σκέψεις όπως, η πολύμηνη αποχή, ή το ανδροκρατούμενο-σκατοκρατούμενο και κτηνώδες περιβάλλον που βίωνα και η ψυχολογία του υποταγμένου αρσενικού που αυτό επέφερε. Όλα αυτά επιτάχυναν την χιονοστιβάδα που ρυμουλκούσε τον ανεξέλεγκτο σεξουαλικό μου αρνητισμό. Σηκώθηκα λοιπόν, λέγοντας της: «Δεν πρέπει να σας ταλαιπωρήσω άλλο, μάλλον δεν είναι εφικτό, με δική μου ευθύνη βεβαίως». Ντύθηκα, αυτή φόρεσε μια μεταξωτή πολυτελή ρόμπα, έβγαλα να πληρώσω, η αντίδρασή της ήταν μια πρόσκληση: «Αν δεν έχεις προκατάληψη, σε καλώ να φάμε παρέα από την κουζίνα μου και την μαγειρική μου». Καταβάλλοντας μια προσπάθεια να υπερνικήσω την επί κλίνης υστέρησή μου συμφώνησα ερωτικά λέγοντας: «για ένα πελάτη που έχει αλωνίσει τα στενά, δεν θα υπήρχε πιο δελεαστική και σαγηνευτική πρόταση».

Ανεβήκαμε στον επάνω όροφο στο σπίτι της. Μου ζήτησε δυο λεπτά για να κάνει ένα ντους. Τρώγοντες και πίνοντες (εγώ όλο άσπρο πάτο για να υπερβώ την αμηχανία μου), μιλούσαμε για τη Θεσσαλονίκη, αλλά και για τις δυσκολίες μας, όμως με την αισιοδοξία καιροφυλακτούσα. Με ρώτησε για το διάβα μου, κι εγώ κατέβαλα προσπάθεια να το αναδείξω εν συντομεία. Όταν εγώ την ρώτησα δειλά, «τι έχει σπουδάσει», μου απάντησε κοφτά, «αυτό δεν έχει καμιά σημασία. Σήμερα είμαι μια σκληρά εργαζόμενη γυναίκα και σύντομα, για να διασώσω την προσωπική και την κοινωνική μου αξιοπρέπεια, θα πρέπει να αλλάξω δουλειά και να ξαναρχίσω τη ζωή μου απ’ την αρχή. Επειδή είσαι νέος πρέπει να ξέρεις, ότι ο μεγάλος εχθρός της γυναικείας σεξουαλικότητας είναι ο χρόνος». Μετά μου είπε ότι είμαι ωραίο παιδί, για τα μάτια μου που είναι μοναδικά και γι’ αυτό μονοπωλούν την ομορφιά μου, ενισχύοντας τον ταλαιπωρούμενο αυτοθαυμασμό μου. Τα μάτια της εξέπεμπαν αυτοπεποίθηση και ειλικρίνεια, δίχως ίχνος χυδαίου και ως οικοδέσποινα είχε την πρωτοβουλία των κινήσεων, εγώ περιορίστηκα στο, «Μ’ άρεσε πολύ, ως άνθρωπος και ως γυναίκα. Ζω μια πρωτότυπη και ενδιαφέρουσα στιγμή της ζωής μου». Αισθάνθηκα το γυμνό της πόδι πάνω στο δικόν μου, μετά χάδια στον αυχένα και φιλιά εφ’ όλου του προσώπου να ακολουθούν, το ένα χέρι της να κυριεύει το άτολμο δικό μου και σταδιακά να το μεταθέτει στο γυμνό πλέον μηρό της. Ήταν για μένα η αρχή. Παρά το γεγονός ότι είχε την διακριτική πρωτοβουλία των κινήσεων, αυτό δεν μου προκαλούσε αναστολές, γιατί απροσδόκητα βρισκόμουν στο πλάι μιας άλλης γυναίκας και αυτό λειτουργούσε ψυχοδιεγερτικά, με επακόλουθο ο δικός μου νεανικός και «πληγωμένος» ερωτισμός ξαφνικά να μεσουρανεί. Δεν άντεχα άλλο και παίρνοντάς την αγκαλιά την οδήγησα στο προσωπικό της κρεβάτι, στην κάμαρά της. Ήσαν όλα τόσο διαφορετικά, ο αμοιβαίος ερωτικός σεξουαλισμός στο απόγειο. Παρ’ ότι είχε ενσκήψει μια ερωτική συνάντηση ενός άπειρου και συνεσταλμένου νέου με μιαν ιερόδουλο (τι πιο σύνηθες για κείνη την εποχή), το Αυθόρμητο, η Ανίχνευση, και η έρπουσα Απελευθέρωση οδήγησαν μια «συναλλαγή» στην Διέγερση και στην Έκσταση.

Αφού τελειώσαμε, δεν βιάστηκε (ως είθισται) να σηκωθεί από το κρεβάτι. Με κέρασε τσιγάρο διαβάζοντας την επιθυμία μου. Παράλληλα άρχισε να ομιλεί με ένα λόγο υπαινικτικό, κάτι πολύ γοητευτικό όσο και σπάνιο για γυναίκες αυτής της δουλειάς. Σίγκμουντ, δυο απ’ αυτές της φράσεις έχουν αποτυπωθεί στη μνήμη μου, γιατί τις εξέλαβα ως αποφθεγματικές, αυτές: «Η επιθυμία είναι που μας κρατά ζωντανούς», και η εξομολογητική, «Η ελευθερία του νου, οδηγεί στην ελευθερία του κορμιού», που ίσως να συνιστούσε μια πρόγευση απάντησης στην ερώτηση που απέφυγα να της κάνω, αλλά σίγουρα και στις δικές μου αρχικές αναστολές. Αμέσως το νεαρό παιδί ταξίδεψε σ’ αυτά που είχε μάθει για τις εταιρείες της αρχαιότητας, «ως πορνευόμενες γυναίκες, όμως όμορφες με έντονα συναισθήματα ανεξαρτησίας, που συγκέντρωναν συγχρόνως πνευματικό και αισθητικό πλούτο». Φεύγοντας, ως όφειλα, έβαλα το χέρι στην τσέπη. Ήταν κάθετη και μου είπε γλυκά και ευγενικά: «Μη το χαλάσουμε, θα μου κάνεις ένα γεύμα σε ένα καλό ρεστοράν».

Έμεινα με αυτό το προσωπικό βίωμα και τις πουτάνες σε εκτίμηση, αυτός ο ιδιάζων ερωτικός περίπατος ήταν τόσο προσωπικός, που δεν έχω αποπειραθεί να τον αφηγηθώ, για τον πρόσθετο λόγο ότι λίγοι θα τον πίστευαν, ίσως και γιατί πολλοί θα τον ζήλευαν.

Και μια αβγά μάτια…

Στην οδό Χειμάρας στο ισόγειο ενός παλιού διώροφου ήταν η Νίτσα, αγνώστων λοιπών στοιχείων.

Ήταν δε η Νίτσα αυτή κάπως μεγαλούτσικη και όχι τόσο όμορφη για το επάγγελμα, αλλά προσηνής και γλυκομίλητη που προσπαθούσε να αντισταθμίσει τα μειονεκτήματά της με διάφορα πρόσθετα «κολπάκια».

Σε υποδεχόταν ευγενικά και χαμογελαστά στην εξώπορτα πάντα καλοντυμένη διακριτικά και καθαρά και με πολλές… ενθαρρυντικές κουβέντες του τύπου: «καλώς το λεβέντη μου», «πού ήσουν τόσον καιρό;», «γιατί μου άργησες;» κ.λπ.

Σε έμπαζε στο χωλ, πάντα μόνο, και αφού καθόσουν στον καναπέ, εξαφανιζόταν στα ενδότερα για αρκετή ώρα, ίσως για να περιποιηθεί καλύτερα τον εαυτό της ίσως και για να σε κάνει να αδημονείς ακόμα περισσότερο.

Σε μια στιγμή εμφανιζόταν από τη μεσόπορτα και σε ρωτούσε γελαστά: «Να σου φτιάξω δυο αβγά;». «Ναι», έλεγες εσύ και πάλι εξαφανιζόταν η Νίτσα και μετά εμφανιζόταν με έναν κομψό δίσκο, πάνω στον οποίο ήταν ένα πιάτο με δυο αβγά μάτια τηγανιτά, λίγο ψωμί και ένα μικρό ποτήρι κρασί. «Τσίμπα τώρα εσύ και θα τα ξαναπούμε» έλεγε και πάλι εξαφανιζόταν.

Αφού περιδρόμιαζες τα αβγά και διάβαζες και κανέναν Θησαυρό ή Ρομάντζο, που ήταν πάνω στο τραπέζι ξαναπερίμενες. Τέλος εμφανιζόταν η Νίτσα με ένα αραχνοΰφαντο νυχτικό και παρφουμαρισμένη μεθυστικά σε προσκαλούσε γελαστά και σε συνόδευε στην κρεβατοκάμαρα για τα περαιτέρω, στα οποία ήταν άκρως επινοητική και ενδιαφέρουσα.

Στο τέλος της συνάντησης, άφηνες το αντίτιμο επάνω στο τραπέζι (τιμές λογικότατες και προσιτές) και αποχωρούσες με εγκάρδιους αποχαιρετισμούς και ευχαριστίες, μέχρι την εξώπορτα. Η όλη διαδικασία κρατούσε μιάμιση με δύο ώρες!

Λεπτομέρεια: Για να μπεις, όμως στο κονάκι της Νίτσας, έπρεπε από την εξώπορτα, όταν ρωτούσε ποιος είναι, να της πεις, ότι έρχεται από τον «Γιάννη το ναύτη», όσες φορές και να είχες πάει εκεί! Τώρα ποιος ήταν αυτός ο Γιάννης ο ναύτης, δεν μάθαμε ποτέ, όσο και να ψάξαμε. Δεν ξέρουμε, άλλωστε, και αν υπήρξε καν…

Ο επόμενος

Ένα βραδάκι τέσσερις φίλοι μπήκαν στο μικρό και συμπαθητικό σαλονάκι της πουτάνας, κάθισαν τριγύρω και όταν εμφανίστηκε η Ρίτσα της είπαν, ότι ένας από αυτούς είχε τα γενέθλιά τουκαι θα τους κερνούσε ένα γύρο. Αυτή είδε τα συμπαθητικά, καθαρά και ευγενικά παιδιά και δέχτηκε πρόθυμα.

Μπήκε ο πρώτος και αφού έκανε στα γρήγορα την… ανάγκη του, της είπε πως θα πλήρωνε ο επόμενος, ντύθηκε και βγήκε. Μπήκε ο επόμενος και έδειξε τον μεθεπόμενο, που έκανε τα ίδια. Όταν τελείωσε και ο μεθεπόμενος, έδειξε τον μετα-μεθεπόμενο, όταν τελείωσε και αυτός, ρώτησε αθώα: «Καλά δεν σε πλήρωσε ο εορτάζων». η Ρίτσα, αν και λίγο αφελής, κάτι άρχισε να καταλαβαίνει και έβαλε τις φωνές. Ο αγαπητικός της, που εκείνη την ώρα λαγοκοιμόταν στο διπλανό δωμάτιο, πετάχτηκε αμέσως επάνω και άρπαξε τον τελευταίο, που κατά σύμπτωση είχε και την ιδέα. Αφού τον έκανε τόπι στο ξύλο, τον πέταξε έξω από την πόρτα. Οι άλλοι, που τον περίμεναν με αγωνία λίγο παρά κάτω, τον γιατροπόρεψαν όπως όπως και εξαφανίστηκαν στα στενά της Κυρίας των Αγγέλων.

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

KPRINT Banner
ΑΠΟΨΕΙΣ

Σπασμοί ζωής: Στους «Οίκους Ανοχής» του Χαρίδημου Παπαδάκη ((Του Μανώλη Σκαρσούλη))

0
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ