Του Μανώλη Σκαρσουλή
Σωσμένα πτώματαΟ Αχιλλέας προσπάθησε να διαμελίσει το πτώμα του Έκτορα, πίσω από το άρμα του, αλλά οι θεοί το προστάτευσαν από τη φθορά, τα όρνεα και τα σκυλιά. Παρά τον κίνδυνο και χάρη στη βοήθειά του Ερμή, ο Πρίαμος και ο υπηρέτης του Ιουδαίος έφτασαν με ασφάλεια στο στρατόπεδο του Αχιλλέα, και εκεί ο Έλληνας ήρωας τους έδωσε το πτώμα. Το πήγαν στην Τροία όπου οι γυναίκες ύψωσαν τους θρήνους τους και οι άντρες προετοίμασαν την κηδεία. Παρομοίως, στον Μάρκο, πρώτα ο Ιωσήφ από την Αριμαθαία πήγε στον Πιλάτο για να σώσει το σώμα του Ιησού και να το θάψει κανονικά, και μετά στον τάφο πήγαν γυναίκες για να το φροντίσουν. Όπως θα δούμε, οι παραλληλίες ανάμεσα στην ταφή του Έκτορα και του Ιησού εκτείνονται πολύ πιο πέρα απ0ό αυτές τις επιφανειακές ομοιότητες.
Η επιστολή του Ιωσήφ«Όταν πια βράδιασε, καθώς ήταν Παρασκευή, παραμονή του Σαββάτου, ο Ιωσήφ, αξιοσέβαστο μέλος του συνεδρίου που καταγόταν από την Αριμαθαία και που κι αυτός περίμενε τη βασιλεία του Θεού, τόλμησε να πάει στον Πιλάτο και αν του ζητήσει το σώμα του Ιησού» (Μάρκος 15, 42-43). Άσχετα με το αν υπήρξε ή όχι στην πραγματικότητα ο Ιωσήφ από την Αριμαθαία, ο Μάρκος τον χρειαζόταν για να δώσει έναν τάφο στον Ιησού. Όταν ο Ιωσήφ πρόσφερε αυτή την υπηρεσία, εξαφανίστηκε από την ιστορία. Ο ευαγγελιστής τον παρουσιάζει ως εξέχων μέλος της ομάδας εκείνης που είχε καταδικάσει τον Ιησού, αλλά ο Ιωσήφ είχε μυστικά πάρει το μέρος του ή τουλάχιστον είχε ταυτιστεί με «τη βασιλεία του Θεού». Η αμφιλεγόμενη θέση του παρέχει στον Ιησού έναν σιωπηλό υποστηρικτή αρκετά αξιόπιστο ώστε να πάρει το σώμα από τον Πιλάτο και αρκετά πλούσιο ώστε να του διαθέσει έναν τάφο-σπήλαιο. Ως βασιλιάς της Τροίας ο Πρίαμος ήταν κι αυτός εξέχων και πλούσιος, ικανός να προσφέρει στον Αχιλλέα λύτρα και να χρηματοδοτήσει την πλούσια κηδεία του Έκτορα. Σαν τον Ιωσήφ, ο Πρίαμος διακρινόταν για την ευσέβειά του.
Ο Πρίαμος ξεκίνησε το ταξίδι του σούρουπο κι έφτασε στο στρατόπεδο του Αχιλλέα την ώρα του δείπνου. Ο Ιωσήφ πήγε στον Πιλάτο την ίδια ώρα της ημέρας, «όταν πια βράδιασε… παραμονή του Σαββάτου». Προφανώς ήθελε να ενταφιάσει τον Ιησού πριν από το δείπνο του Σαββάτου.
Το αίτημα του Ιωσήφ για το σώμα του Ιησού ήταν παρακινδυνευμένο. «Τόλμησε να πάει στον Πιλάτο και να του ζητήσει το σώμα του Ιησού». Η φράση «τόλμησε να πάει» (τολμήσας εισήλθε) είναι παρόμοια με την περιγραφή του θάρρους του Πριάμου από τον Όμηρο. Ο Αχιλλέας τον ρώτησε: «Πώς τόλμησες (έτλης) να έρθεις (ελθέμεν) μόνος στα πλοία των Αχαιών;». Αργότερα παρατήρησε: «Γιατί θνητός άνθρωπος δεν θα τολμούσε (τλαίη) να έλθει (ελθέμεν)… στο [ες] στρατόπεδο». Τόσο ο Όμηρος όσο και ο Μάρκος χρησιμοποιούν τον αόριστο των έρχεσθαι και πλήναι ή τολμάν, που και τα δύο προέρχονται από τη ρίζα ταλ.
Εδώ ο Ιωσήφ παίζει τον ρόλο που ο Όμηρος έδωσε στον πατέρα του Έκτορα. Βεβαίως, τα μεταγενέστερα ευαγγέλια ονόμασαν Ιωσήφ τον πατέρα του Ιησού, και ο Μάρκος σίγουρα θα γνώριζε αυτή την παράδοση. Δεν είναι ο πατέρας του Ιησού αυτός που θάβει τον γιό του, αλλά ο συνονόματός του από την Αριμαθαία. Παρόμοιο παιχνίδι με τις λέξεις σχετίζεται με τον Σίμωνα Πέτρο του Μάρκου, ο οποίος δεν πραγματοποίησε την υπόσχεσή του να πεθάνει μαζί με τον Κύριο. Δυο άλλοι Σίμωνες παίζουν ρόλους που θα περίμενε κανείς από τον πρώτο. Ο Σίμων ο λεπρός τον φιλοξένησε και ο Σίμων ο Κυρηναίος σήκωσε τον σταυρό του. Παρόμοιο παιχνίδι θα δούμε με το όνομα Μαρία για τις γυναίκες που ήρθαν στον τάφο για να φροντίσουν το σώμα του Ιησού. Βάζοντας τον Ιωσήφ τον από Αριμαθαίας να αναλαμβάνει την ευθύνη για την ταφή του γιού του Ιωσήφ, ο Μάρκος μπορεί ακόμη μια φορά να ασκήσει κριτική στην οικογένεια του Ιησού.
Ο γρήγορος θάνατος του ΙησούΟι στρατιώτες έβαλαν τον Ιησού στον σταυρό στις εννιά το πρωί, και το σκοτάδι σκέπασε τη γη από το μεσημέρι ως τις τρεις το απόγευμα, οπότε πέθανε ο Ιησούς. Η σταύρωσή του ήταν εκπληκτικά σύντομη. Σταύρωση σήμαινε αργός και βασανιστικός θάνατος. Οι αρχές άφηναν συχνά πτώματα πάνω στους σταυρούς ώστε ο καυτός ήλιος, τα άγρια ζώα, τα σκυλιά και τα όρνεα να κάνουν το φρικιαστικό έργο τους. Ακόμα και τα πτώματα όσων είχαν πεθάνει με άλλο τρόπο κατέληγαν σε σταυρούς για να βεβηλωθούν από ζωα και πουλιά. Πολλές φορές, τα πτώματα σάπιζαν μέχρι που έμεναν μόνο τα κόκκαλα. Ο Φίλων υποστήριξε ότι σε ειδικές περιπτώσεις οι Ρωμαίοι αξιωματούχοι επέτρεπαν στις οικογένειες των σταυρωμένων να τους θάψουν «την παραμονή μιας γιορτής» ώστε «να έχουν το πλεονέκτημα μιας ευγενικής μεταχείρισης». Συνήθως, όμως, τα πτώματα έμεναν στον σταυρό μέχρι να καταβροχθιστούν ή να αποξηρανθούν.
Παρά τη σκληρότητα της σταύρωσης, αυτή του Ιησού ήταν λιγότερο βασανιστική από το σύνηθες, και ο Μάρκος φρόντισε να το επισημάνει : «Ο Πιλάτος απόρησε που ο Ιησούς είχε κιόλας πεθάνει. Κάλεσε τον εκατόνταρχο και τον ρώτησε αν είχε πεθάνει από ώρα. Κι όταν πήρε την απάντηση από τον εκατόνταρχο, χάρισε το σώμα στον Ιωσήφ»(15, 42-45). Επισημαίνοντας ότι οι εγκληματίες που σταυρώνονταν συνήθως επιζούσαν ολόκληρη την ημέρα, τη νύχτα που ακολουθούσε, συχνά και την επόμενη μέρα, ο Ωριγένης αισθάνθηκε την ανάγκη να υπερασπιστεί την συντομία του μαρτυρίου του Ιησού, φοβούμενος μήπως κάποιος τον θεωρήσει αδύναμο. Ο Αλεξανδρινός ερμηνευτής των Γραφών υπέθεσε ότι ο Ιησούς «είχε την δύναμη να προσφέρει ο ίδιος το πνεύμα του», όποτε εκείνος ήθελε. Ο Μάρκος, όμως δεν ενδιαφερόταν να συμβολίσει τη δύναμη του Ιησού αλλά να διατηρήσει το σώμα του άθικτο εν αναμονή του Πάσχα. Συμπιέζοντας τη σταύρωση του Ιησού σε έξι ώρες και παρουσιάζοντας το σώμα να θάβεται αμέσως, ο Μάρκος μπόρεσε να προλάβει την βεβήλωσή του από σκυλιά, όρνεα και τον ήλιο.
Το θέμα της αποτροπής της βεβήλωσης ενός σώματος κυριαρχεί και στην κηδεία του Έκτορα. Ο Αχιλλέας προέβλεψε ότι «σκυλιά και πουλιά»θα κάνουν ό,τι θέλουν το πτώμα, και ο Έκτωρ τον ικέτευσε να μην παραδώσει το πτώμα του στα σκυλιά (Χ 335-36). Ο Αχιλλέας αρνήθηκε. Προσπάθησε μάλιστα να διαμελίσει το πτώμα του τραβώντας το πίσω από το άρμα του και εκθέτοντάς το «στους σκύλους φοβερά να το κατασπαράξουν» (Ψ 21).
Έτσι είπε απειλητικά. Αλλά με κείνον δεν ασχολούνταν οι σκύλοι, αλλά νύχτα και μέρα απομάκρυνε τους σκύλους η κόρη του Δία, η Αφροδίτη, τον άλειφε δε με θεϊκό λάδι που μύριζε σαν τα τριαντάφυλλα για να μην τον γδέρνει όταν τον σέρνει. Προς χάρη του ο Φοίβος Απόλλωνας έφερε κοντά σ’ αυτόν από τον ουρανό στη γη μαύρο σύννεφο, κάλυψε δε όλο τον χώρο, όσο κατείχε ο νεκρός, για να μην μπορέσει η σφοδρότητα του ήλιου να τον αποξηράνει ολόγυρα στις σάρκες, στις ίνες και στα μέλη (Ψ 184-91).
Ο Ερμής διαβεβαίωσε τον Πρίαμο, καθ’ οδόν προς τη σκηνή του Αχιλλέα ότι
Αυτόν βέβαια ακόμη δεν τον έφαγαν τα σκυλιά και τα όρνια, αλλ’ ακόμη εκείνος κείται νεκρός, κοντά στο πλοίο του Αχιλλέα κοντά στις σκηνές. Η δωδέκατη μέρα πέρασε γι’αυτόν που κείται νεκρός και δεν έχει καθόλου σαπίσει το δέρμα του (Ω 411-140.
Το σαβάνωμα
Αμφότεροι ο Αχιλλέας και ο Πιλάτος εντυπωσιάστηκαν από το αίτημα των απρόσκλητων επισκεπτών τους. Ο Αχιλλέας εξεπλάγη από το ότι ο Πρίαμος, ο πατέρας του νεκρού εχθρού του, τόλμησε να μπει στο σπίτι του και να φιλήσει τα χέρια που σκότωσαν τον γιό του. από την πλευρά του, ο Πιλάτος παραξενεύτηκε που ο Ιησούς είχε ήδη πεθάνει. Αμφότεροι ο Αχιλλέας και ο Πιλάτος έδωσαν διαταγές, στους στρατιώτες τους. Ο Αχιλλέας έστειλε δύο στρατιώτες να πάρουν τα λύτρα και κάλεσε (εκκαλέσας) υπηρέτες να «λούσουν και να αλείψουν» τον Έκτορα. Ο Πιλάτος κάλεσε [προσκαλεσάμενος] τον εκατόνταρχο για να δει αν ο Ιησούς είχε ήδη πεθάνει. Συγκρίνετε το σαβάνωμα του Έκτορα και του Ιησού.
Ιλιάς Ω 587-589 | Μάρκος 15, 46 |
Αυτόν λοιπόν οι δούλες αφού τον έλουσαν και τον άλειψαν με λάδι και τον τύλιξαν ολόκληρο με τον όμορφο μανδύα και τον χιτώνα, ο ίδιος ο Αχιλλέας τοποθέτησε [επέθηκεν]πάνω στο στρώμα. | Ο Ιωσήφ αγόρασε ένα σεντόνι, κατέβασε τον Ιησού, τον τύλιξε στο σετόνι και τον τοποθέτησε [έθηκεν] σε μνήμα λαξεμένο σε βράχο. Κατόπιν κύλησε ένα λιθάρι κι έκλεισε την είσοδο του μνήματος. |
Ο Πρίαμος έφυγε από το στρατόπεδο του Αχιλλέα όσο ήταν ακόμα σκοτάδι και μετέφερε το πτώμα στην Τροία. Μιαν αυγή, δέκα μέρες αργότερα, έκαψαν το πτώμα σε μια τεράστια νεκρική πυρά, συνέλεξαν τα οστά και
αφού τα μάζεψαν τα τοποθέτησαν [θήκαν] σε χρυσή λάρνακα, αφού τα κάλυψαν με πορφυρό μαλακό ύφασμα, αμέσως δε σε βαθύ λάκκο τα έχωσαν και από πάνω με πολλές και μεγάλες πέτρες τα έστρωναν (Ω 795-98).
Οι ετοιμασίες για το πτώμα ακολουθούν μια παραδοσιακή σειρά. Λούσιμο, άλειμμα., σαβάνωμα, καύση, ταφή. Η καύση των πτωμάτων δεν συνηθιζόταν πλέον στην εποχή του Μάρκου, σε αντίθεση με το λούσιμο, το άλειμμα, το σαβάνωμα και την ταφή. Ολόκληρη την ελληνική αρχαιότητα, η ετοιμασία των πτωμάτων ήταν έργο κυρίως ηλικιωμένων γυναικών. Ο Μάρκος παρουσίασε αυτές τις προετοιμασίες με μοναδική και παράδοξη σειρά. Ο Ιησούς αλείφτηκε για την ταφή του από την ανώνυμη γυναίκα στο σπίτι του Σίμωνα του λεπρού, μετά σαβανώθηκε και τάφηκε, το πρωί όμως του Πάσχα οι δυο Μαρίες και η Σαλώμη, -πήγαν στον τάφο για να αλείψουν τον Ιησού αφού σαβανώθηκε και ενταφιάστηκε, αγνοώντας προφανώς την προηγούμενη άλλειψη.
Γιατί άλλαξε ο Μάρκος τη συνηθισμένη σειρά των νεκρικών προετοιμασιών; Προφανώς χρειαζόταν να δώσει κάποιο κίνητρο στις γυναίκες για να μπουν στον τάφο, το πρωί του Πάσχα. Αυτός ήταν ο τρόπος που βρήκε για να φέρει τις γυναίκες σε θέση να διαδραματίσουν ρόλο παρόμοιο μ’ εκείνον της Ανδρομάχης, της Εκάβης και της Ελένης.
Πηγή: Τα Ομηρικά έπη και κατά τον Μάρκον ΕυαγγέλιονΕκδόσεις ΚΑΚΤΟΣ

