Το Ρεθυμνάκι μας κρύβει πολλά μυστικά. Αν και έχει μικρή έκταση έκτασή και τα μέρη του είναι γνωστά σε όλους, αυτά τα ίδια μέρη παραμένουν σε πολλές περιπτώσεις τόσο άγνωστα, κουβαλώντας μέσα τους μικρές ιστορίες προσώπων και καταστάσεων του παρελθόντος. Η παρούσα στήλη έχει ως στόχο να φωτίσει κατά το δυνατόν ορισμένες τέτοιες μικρές ιστορίες προσώπων και τοπόσημων που έχουν χαθεί στη λήθη του χρόνου. Η έναρξη αυτού του κύκλου δημοσιεύσεων γίνεται με την αναφορά σε τρία λησμονημένα σήμερα καταστήματα άλεσης καφέ.
Ο καφές, στις μέρες μας, αποτελεί για πολλούς αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητάς μας. (Εικ. 1) Ήδη όμως από την περίοδο της Οθωμανικής κατοχής, το εν λόγω προϊόν είχε αρχίσει να γίνεται αγαπημένη συνήθεια των ανδρών της εποχής. Τα καφεκοπτεία από την εποχή εκείνη έπαιζαν ιδιαίτερο ρόλο στην επεξεργασία και τη διακίνηση του καφέ. Όπως αφήνεται να εννοηθεί από τα λιγοστά στοιχεία που είναι γνωστά έως σήμερα για τα καφεκοπτεία του Ρεθύμνου, επί Τουρκοκρατίας όλοι οι καφεκόπτες ήταν Οθωμανοί. Ακόμη, από αυτά τα στοιχεία εικάζεται, ότι τα παλαιότερα χριστιανικά καφεκοπτεία ήταν αυτά των Ηλιακάκη και Νικολακάκη, επιχειρήσεις που ωστόσο λειτούργησαν αρκετά αργότερα. Όπως παρουσιάζεται παρακάτω, τουλάχιστον δύο καφεκοπτεία χριστιανών λειτούργησαν στο Ρέθυμνο έως το 1907, ενώ μία τρίτη επιχείρηση που δεν ήταν αμιγώς καφεκοπτείο ανέπτυξε δραστηριότητα στην πόλη από το 1912. Κοινό στοιχείο αυτών των καταστημάτων ήταν η αρμενική καταγωγή των ιδιοκτητών τους καθώς επίσης και το γεγονός ότι αυτά λειτούργησαν γύρω από τον «Πλάτανο», τον τόπο λειτουργίας δηλαδή των περισσοτέρων καφεκοπτείων της πόλης προπολεμικά. (Εικ. 2)
Η αναφορά σε Αρμενίους καφεκόπτες ίσως ξενίζει τον σημερινό αναγνώστη. Ωστόσο, η άλεση και το καβούρντισμα του καφέ ήταν μια από τις εργασίες που οι Αρμένιοι γνώριζαν καλά. Έτσι ένα από τα επαγγέλματα που εξάσκησαν στα διάφορα μέρη που βρέθηκαν ήταν αυτό του καφεκόπτη. (Εικ.3) Σίγουρα η πόλη του Ρεθύμνου δεν θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση αυτού και η αναφορά στα παρακάτω καταστήματα το αποδεικνύει.
Το παλαιότερο από τα μνημονευόμενα στο παρόν άρθρο χριστιανικά καφεκοπτεία ήταν συνεργατικό και δημιουργήθηκε το 1901 από τους Χριστόδουλο Πετσελή και Γρηγόρη Παύλου. Ο Πετσελής ήταν Έλληνας με καταγωγή από το Μπιζάνι της Ηπείρου. Ο ίδιος, όπως και αρκετοί συντοπίτες του, έφτασε στο Ρέθυμνο λίγο μετά τη δημιουργία της Κρητικής Πολιτείας. Ο Πετσελής υπήρξε κατά κύριο επάγγελμα αρτοποιός και ζαχαροπλάστης. Έτσι, μετά την άφιξή του στην πόλη το 1899, αγόρασε έναν φούρνο στις παρυφές της Φορτέτζας, στην συνοικία «Μουσαλά» τον οποίο όμως σύντομα πώλησε σε άλλο αρτοποιό. Ακολούθως το Φεβρουάριο του 1901, ο Πετσελής άνοιξε συνεταιρικό καφεκοπτείο με τον Παύλου. Ο Παύλου, παρά το ελληνογενές ονοματεπώνυμό του, ήταν Αρμένιος με καταγωγή από το Ερζερούμ της σημερινής Τουρκίας, ένα σημαντικό τότε χριστιανικό κέντρο της Ανατολίας. Σε αντίθεση με τον Πετσελή, ο οποίος συμμετείχε στο καφεκοπτείο κυρίως ως επενδυτής και διευθυντής του, ο Παύλου ήταν καφεκόπτης και ουσιαστικά αυτός που με την προσωπική του εργασία έτρεχε την επιχείρηση. Επίσης στον Παύλου ανήκαν όλα τα εργαλεία με το οποία γινόταν η άλεση του καφέ. Συγκεκριμένα αυτά ήταν η «μάτσα», το «χαβάνι» και οι «κνισάρες». Όπως αφήνεται να εννοηθεί απο τα παραπάνω, όλη η διαδικασία άλεσης του καφέ γινόταν χειρωνακτικά.
Το πρώτο αυτό συνεταιρικό καφεκοπτείο βρισκόταν στη «Νερατζέ» και συγκεκριμένα στην οδό Ωραίας 23, στη σημερινή δηλαδή πλατεία Τίτου Πετυχάκη. (Εικ. 4) Οι πληροφορίες για το κατάστημα και τη λειτουργία του είναι περιορισμένες, καθώς παραμένει εντελώς άγνωστο στην προφορική παράδοση και όλα τα στοιχεία για αυτό προέρχονται από αρχειακές πηγές. Αναμφισβήτητα, ωστόσο, το μνημονευόμενο καφεκοπτείο αποτελεί το παλαιότερο καταγεγραμμένο «χριστιανικό» καφεκοπτείο του Ρεθύμνου και σίγουρα το παλαιότερο που γνωρίζουμε με λεπτομέρειες την τοποθεσία του.
Τα ίχνη που άφησαν οι ιδιοκτήτες του εν λόγω καταστήματος είναι επίσης ελάχιστα. Τα ίχνη του Πετσελή χάνονται μετά την περίοδο της Κρητικής Πολιτείας, οπότε πιθανόν η συμμετοχή του στο εγχείρημα να υπήρξε σύντομη. Αντίστοιχα το όνομα του Παύλου, του οποίου το επώνυμο είναι σίγουρα διαφορετικό από αυτό που αναφέρεται, δεν εντοπίζεται έκτοτε σε αρχειακές πηγές. Παρενθετικά άλλωστε αξίζει να σημειωθεί ότι δεν ήταν σπάνιο το φαινόμενο της ελληνοποίησης των επιθέτων Αρμενίων μεταναστών την εποχή εκείνη, προκειμένου οι ίδιοι να εγκλιματιστούν και να γίνουν αποδεκτοί στο νέο τόπο διαμονής τους. Σε πολλές περιπτώσεις μάλιστα το νέο επώνυμο των Αρμενίων συνοδευόμενο από τη γνωστή κατάληξη –ακης παρουσιαζόταν ως απολύτως κρητικό.
Μία τέτοια περίπτωση Αρμένιου ήταν ο Μάρκος Λαζάρου Παπαδάκης, ένας επίσης «άγνωστος» καφεκόπτης που έζησε και δραστηριοποιήθηκε στο Ρέθυμνο (Εικ. 5).Το πραγματικό επίθετο του Παπαδάκη ήταν Παπαζιάν. Πιθανότατα το εξεταζόμενο πρόσωπο δεν είχε συγγενική σχέση με τα μέλη της οικογένειας Παπαζιάν τα οποία βρέθηκαν στο Ρέθυμνο μετά τη γενοκτονία των Αρμενίων και τη Μικρασιατική Καταστροφή. Ο ίδιος δήλωνε ότι καταγόταν από τον Πόντο και όχι από τη Φρυγία ή την Πέργαμο, όπως οι συνεπώνυμοί του. Επιπλέον, στη διασωζόμενη στάμπα του καταστήματός του, που δημοσιεύεται σήμερα για πρώτη φορά, η αρμενική απόδοση του επωνύμου του για άγνωστο λόγο ερμηνεύεται ως Γιοβακιμιάν και όχι ως Παπαζιάν.
Ο Παπαζιάν ή Παπαδάκης βρέθηκε στο Ρέθυμνο τουλάχιστον από το 1907, αρκετά νωρίτερα δηλαδή από τη μαζική μετοικεσία των Αρμενίων. Ήταν κατά κύριο επάγγελμα καφεκόπτης, ενώ παράλληλα, κατά δήλωσή του, εξασκούσε και την τέχνη του ζαχαροπλάστη. Το 1907, μίσθωσε ένα μικρό μαγαζί στη συμβολή των οδών Ρώσων και Πρίγκηπος (σημερινή συμβολή Σουλίου και Κ. Παλαιολόγου),(Εικ. 6) όπου και ίδρυσε το καφεκοπτείο του. Σε αυτό ο Παπαζιάν κατά πάσα πιθανότητα άλεθε τον καφέ χειροκίνητα με τον παραδοσιακό τρόπο και όχι με κάποιο ηλεκτροκίνητο μύλο (Εικ. 7). Τουλάχιστον από τα τέλη της Οθωμανικής κατοχής, το κατάστημα αυτό, όπως και η οικία στο ανώγειό του ήταν ιδιοκτησίας του Σουλεϊμάν Γλυστρίδη ή Γλυστριδάκη και εν συνεχεία του γιου του, Μουσταφά Γλυστρίδη, γνωστού και ως «Ντολμά». Ο Γλυστρίδης, όπως και ο γιος του «Ντολμάς» μίσθωναν στον Παπαδάκη το ακίνητο στο «Χατζί Τζαμισί» καθώς αμφότεροι διατηρούσαν ζαχαροπλαστεία σε διαφορετική θέση. Το καφεκοπτείο του Παπαζιάν παρέμεινε ανοικτό στο συγκεκριμένο χώρο από το 1907 έως το 1934. Η λειτουργία του καφεκοπτείου διακόπηκε απότομα, παρά τη θέληση του ίδιου, καθώς το ακίνητο που στέγαζε την επιχείρηση πωλήθηκε σε νέο ιδιοκτήτη, ο οποίος άλλαξε τη χρήση του. Συγκεκριμένα, μετά την απομάκρυνση του Μάρκου, ο χώρος χρησιμοποιήθηκε ως οπωροπωλείο ιδιοκτησίας Νικολάου Μαμαλάκη.
Τα ίχνη του Παπαζιάν τότε χάθηκαν. Δεν αποκλείεται να μετεγκαταστάθηκε σε άλλο χώρο, ωστόσο από την έως τώρα έρευνα δεν έχει προκύψει κάποιο τέτοιο στοιχείο. Έτσι, μεγαλύτερες πιθανότητες συγκεντρώνουν οι περιπτώσεις είτε να εργάστηκε ως υπάλληλος ή άτυπος συνεταίρος σε κάποιο άλλο κατάστημα είτε να μετανάστευσε σε άλλο τόπο {π.χ. στο γειτονικό Ηράκλειο ή την Αθήνα όπως έπραξαν πολλοί συμπατριώτες του}. Το κοινότυπο επώνυμο που χρησιμοποιούσε δυσκολεύει την έρευνα στο σημείο αυτό, καθώς είναι σχεδόν σίγουρο ότι ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1920 έπαψε να χρησιμοποιεί το αρμενικό του όνομα, προσπαθώντας μάλιστα το 1930 να πάρει την ελληνική υπηκοότητα. Αξίζει να σημειωθεί ότι εντελώς συμπτωματικά το ακριβώς διπλανό κατάστημα από αυτό που ενοικίαζε ο Μάρκος Λ. Παπαδάκης ήταν ο φούρνος του επίσης ονομαζόμενου Μάρκου Γ. Παπαδάκη Ρεθυμνιώτη, συνώνυμου του εξεταζόμενου σήμερα Αρμενίου.
Παπαδάκης, βέβαια καταγράφεται και ο τρίτος Αρμένιος που μνημονεύεται σήμερα. Πρόκειται για τον Χαράλαμπο Παπαδάκη, το πραγματικό όνομα του οποίου φαίνεται να ήταν Χαϊραπέτ Καλαϊτζιάν. (Εικ. 8) Ο Καλαϊτζιάν δεν ήταν κατά κύριο επάγγελμα καφεκόπτης, όπως οι προαναφερθέντες, αλλά παντοπώλης. Το παντοπωλείο του όμως, διέθετε μηχανή άλεσης καφέ, οπότε ο ίδιος εργαζόταν και ως καφεκόπτης. Το εν λόγω παντοπωλείο βρισκόταν στην οδό Ωραίας 12, σημερινή πλατεία Πετυχάκη, σε πολύ κοντινή απόσταση από το πρώτο συνεργατικό καφεκοπτείο του Πετσέλη και του Παύλου. Επίσης, απέναντι από το συγκεκριμένο παντοπωλείο βρισκόταν από το 1924 η επιχείρηση του Γεώργιου Μ. Νικολακάκη, γνωστού αργότερα και ως «Μόκα», πιθανότατα του πρώτου καφεκόπτη που χρησιμοποίησε ηλεκτροκίνητο σύστημα άλεσης καφέ στο Ρέθυμνο. (Εικ.9)
Η επιχείρηση αυτή του Καλαϊτζιάν ή Παπαδάκη λειτούργησε στο στενό μαγαζάκι της Οδού Ωραίας/Μαυροκορδάτου από το 1912 έως το τέλος του 1935. Με τα στοιχεία που έχουμε, δεν μπορούμε να γνωρίζουμε αν το εξεταζόμενο κατάστημα λειτουργούσε εξαρχής και ως καφεκοπτείο, ωστόσο γύρω στο 1930 ο Παπαδάκης πιθανότατα χρησιμοποιούσε αυτοκίνητη μηχανή άλεσης καφέ. Το οίκημα που φιλοξενούσε την επιχείρηση του Παπαδάκη σήμερα δεν διασώζεται, καθώς μεταξύ 1935 και 1937 κατεδαφίστηκε με σκοπό τη δημιουργία της πλατείας Τίτου Πετυχάκη. Μετά την απομάκρυνσή του από τον «Πλάτανο», τα ίχνη του Χαράλαμπου Παπαδάκη όπως και του συνεπωνύμου του Μάρκου χάνονται.
Η ταυτόχρονη σχεδόν εξαφάνιση πολλών ακόμη αρμενίων καταστηματαρχών της δεκαετίας του 1920 οφείλεται κυρίως στην έλλειψη από μεριάς του νομοθέτη αντίστοιχης πρόνοιας με αυτήν που εφάρμοσε για την αστική αποκατάσταση των Ελλήνων προσφύγων του 1922 καθώς οι Αρμένιοι, τουλάχιστον νομοθετικά, θεωρήθηκαν αλλοδαποί.
Κλείνοντας, αξίζει να επισημανθεί ότι όλοι οι προαναφερθέντες, εκτός από τον Πετσελή, είχαν πέντε κοινά χαρακτηριστικά. Πρώτον, ήταν αρμενικής καταγωγής. Δεύτερον, χρησιμοποίησαν ελληνογενές ονοματεπώνυμο στην προσπάθειά τους να ενταχθούν στην τοπική κοινωνία. Τρίτον, εξάσκησαν το επάγγελμα του καφεκόπτη. Τέταρτον, ήταν όλοι εγγράμματοι, σε μια εποχή που η μόρφωση δεν ήταν καθόλου αυτονόητη. Πέμπτον, βρέθηκαν στο Ρέθυμνο πριν το μαζικό εκδιωγμό των Αρμενίων από την πατρογονική τους γη και τέλος δεν προκύπτει η συνέχιση της επαγγελματικής τους δραστηριότητας μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1930.
Οι Αρμένιοι γενικότερα διαδραμάτισαν σπουδαίο ρόλο κατά την παρουσία τους στο Ρέθυμνο. Αν και το πέρασμα τους, στις περισσότερες περιπτώσεις ήταν αρκετά σύντομο, άφησαν ανεξίτηλο στίγμα στο ιστορικό γίγνεσθαι του τόπου. Σίγουρα, πολλά στοιχεία μένουν ακόμη στο σκοτάδι τόσο για πρόσωπα που έζησαν και δραστηριοποιήθηκαν στο Ρέθυμνο όσο και για την ίδια την πόλη και την εξέλιξη μέσα στο χρόνο. Στόχος της στήλης λοιπόν είναι να καταφέρει κατα το δυνατόν να φωτίσει τέτοιες μικρές ιστορίες.
Το παρόν άρθρο αφιερώνεται στην μνήμη του Χάρη Καλαϊτζάκη
Υ.Γ. Μια αντιπροσωπευτική εικόνα της Αρμενικής κοινότητας του Ρεθύμνου ο αναγνώστης μπορεί να βρει στο όμορφο λεύκωμα του Μανωλη Καρνιωτάκη «Αρμενίων Νόστος».
Πηγές:
Α. Αρχειακές πηγές:
Γ.Α.Κ. Ρεθύμνου
Δ.Κ.Β.Ρ. –Αρχείο Τοπικών εφημερίδων
Συλλογή Γρηγόρη Παπαδοπετράκη
Β. Δημοσιευμένες πηγες:
Μ.Θ. Καρνιωτάκης – Αρμενίων Νόστος, Ρέθυμνο 2022.
Π.Γ.Συριανόγλου – Μετοικεσία, Ρέθυμνο 2019.
Μ. Χ. Γοργοράπτης - Ρέθεμνος, Σημεία των καιρών 2, Ρέθυμνο 2018.
Χ. Καλαϊτζάκης - Τα δικά μας καφενεία, Ρέθυμνο 2014.
Θ.Μ. Βαλαρής – Μια πόλη αναμνήσεις, Ρέθυμνο 2005.
Γ.Π.Εκκεκάκης (επιμ) - Εικόνες από τη ζωή στο παλιό Ρέθυμνο, Οι εντυπώσεις του Λευκαδίου δημοσιογράφου Π.Θ. Κουνιάκη (1918), Ρέθυμνο 1997.

