ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΑΠΟΨΕΙΣ

Χρήστο μου!

0

1

Η θλίψη θολώνει το μυαλό και την καρδιά μαζί

και χάνεται ο άνθρωπος και τρέμει όλη η γη

και σύντροφο του έχει πια ,μόνο τα δάκρυα του,

τον ύπνο και τον ξύπνιο του τον διώχνει μακριά του.

2

Πονάει ο Χρήστος δεν μπορεί να σε έχει μακριά του,

να μην μπορεί να σε χαρεί ούτε στα όνειρά του

σα ζήλεψε ο θάνατος την τόση σας αγάπη

και ήρθε και την έκλεψε και ύστερα εχάθη.

3

Κι έμεινε ο Χρήστος μοναχός, μόνος στα δάκρυα του

κι ο πόνος τον συντρόφευε σε όλη τη στρατιά του

και μέσα από τα χείλη του λυπητερό τραγούδι,

μίλαγε για τα μάτια της ,το όμορφο λουλούδι.

4

Μαρία μου κορίτσι μου, γυναίκα της καρδιάς μου,

έφυγες και με άφησες μόνο στα όνειρά μου,

ανήμερα της Παναγιάς μας αποχαιρετούσες

κι άγγελοι ήταν πλάι σου, να δώσουν ότι ζητούσες.

5

Για τα παιδιά σου μίλαγες, το είδα πως πονούσες

και ήταν το κλάμα σου άρωμα, το φως οπού ζητούσες,

λουλούδια ήταν τριγύρω σου, όμορφες ψαλμωδίες,

το δώρο σου για το φευγιό, χιλιάδες υμνωδίες.

6

Κι ο Χρήστος, αμίλητος εκεί ,δίχως κανένα δάκρυ,

πονούσε μα δεν το δείχνε, η θλίψη ήταν στην άκρη,

έκλαιγε, μα δεν έκλαιγε αυτό το παλικάρι,

που φώτιζε την αγάπη του, με σιωπή και χάρη.

7

Παιδιά μου ! η Μάνα έλεγε, παιδιά μου αγαπημένα ,

στην Παναγιά τα θάρρη σας , νάστε ευλογημένα,

παντού να σπέρνετε το φως, όλη σας την αγάπη,

τον κόσμο κάνετε όμορφο, στολίστε τον με άνθη.

8

Κι ο Χριστός έστεκε όρθιος, με μάτια βουρκωμένα,

έπαιζε με τον πόνο του και ήταν κοντά σε μένα,

γύρω τριγύρω του παιδιά, μικρά -μικρά στη θλίψη

που βλέπανε τη μάνα τους, μη φύγει και τους λείψει.

9

Και πέρασε πολύ καιρός απ΄ το απλό φευγιό της

κι ο Χρήστος πάντα σιωπηλός, για χάρη των παιδιών της,

μάνα, πατέρας ,αδερφός, καλός Αϊβαλιώτης,

που μια γυναίκα πέρνουνε να είναι στο πλευρό της.

10

Μα κείνη την παραμονή, το βράδυ Χριστουγέννων,

τον πήρε το παράπονο στα βάσανα των ξένων

και σαν αγρίμι έτρεχε ,μες΄ την απελπισία

και μίλαγε λόγια πικρά, για τούτη τη θυσία.

11

Τον πόνο του εγέμιζε, με λόγια αγαπημένα,

λόγια για τον συνάνθρωπο, απ΄ το Θεό δοσμένα,

για την αγάπη μίλαγε, αυτή να αγαπάτε

και νάχετε υπομονή, να μην το λησμονάτε.

12

Μιλούσε, μα δεν άντεχε, η μοναξιά είναι βάρος,

που σου πλακώνει την καρδιά και χάνεται το θάρρος

κι ήθελε νάτανε κι αυτή, δίπλα του και κοντά του,

να την κοιτά στα μάτια της, να λάμπει η χαρά του.

13

Όμως, τα κλάματα τον πήρανε ,τα μάτια του θολώσαν,

θες η μορφή, θες η γιορτή κι οι δυο τους το εδώσαν

και σκέφτηκε τη μάνα του ,την κυρά Βιργινία,

που ήτανε κατάκοιτη ,εκεί σε μια γωνία.

14

Κι έπεσε εκεί και έκλαιγε, τα τόσα βάσανά του,

για τη Μαριώ που έχασε και για τη μοναξιά του,

ένα λουλούδι μόνο του π΄αναζητά το ταίρι ,

δίχως καμιά παρηγοριά,κανένα καλοκαίρι.

15

Κι η μάνα η αιώνια ,η μάνα όλου του κόσμου,

γύρισε και χαίδεψε το άρωμα του δυόσμου

κι από τα χείλη της φωνή ,στο κλάμα αγιασμένη,

αγκάλιασε  στον Χρήστο της ,η μάνα η πονεμένη .

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ