Γράφει όπως τα θυμάται ο Γιάννης Τσακπίνης,
Απόστρατος Αξιωματικός
Ο Πετρονικολής καταγότανε από ένα ορεινό χωριό τον Βρύσινα. Ήτανε δραστήριος σε όλα, εργατικός γεωργός και κτηνοτρόφος. Διακρινότανε από το ψηλό μπόι του, το κρουσάτο μανδήλι του, το στριμμένο μουστάκι του και την κατσούνα του που την είχε φτιάξει από πρινάρι.
Διατηρούσε πάντα τις συνήθειες και τα ήθη και έθιμα του τόπου, είχε λόγο και πάντοτε μυστικός στις συναλλαγές του με όλους.
Και η γυναίκα του η Κωστούλα – ανδρογυναίκα που είχε κάνει εννιά παιδιά με πέντε γέννες. Και αυτή με τα ίδια προσόντα του άνδρα της και πάντα κοντά, στο θέρος – στο αλώνι – στον τρύγο – στο άρμεγμα των ζώων – στο μάζεμα των ελιών κ.λπ. και με την καλή τους συνεργασία η οικογένειά τους ήτανε πάντα πρώτη στο χωριό τους.
Ο Νικολής εκτός από τις δουλειές του νοικοκυριού του έκανε και τον προξενητή στο χωριό, στα γύρω χωριά και όταν ήτανε ανάγκη πήγαινε και πιο μακριά στους γειτονικούς νομούς.
Όλοι τον αγαπούσανε γιατί ήτανε το μπρος στα λόγια του και στα ΄εργα του. Με αυτό που έκανε βοηθούσε τις οικογένειες να παντρέψουν με προξενιό τα παιδιά τους με προοδευτικούς ανθρώπους για να έχουν επιτυχία στη ζωή τους. Επειδή ήτανε πολύ της εμπιστοσύνης του λέγανε ν’ αναλάβει το προξενιό γιατί ξέρανε ότι θα έχει επιτυχία σε όλα.
Τα παλιά χρόνια οι νέοι με τις κοπελιές δεν είχανε φιλικές σχέσεις μεταξύ των όπως σήμερα. Τις βλέπανε μόνο στην εκκλησία, στα πανηγύρια και στο δρόμο όταν πηγαίνανε με τη στάμνα να πάρουνε νερό από τη βρύση του χωριού τους κ.λπ.
Στο χωριό ήτανε και άλλος ένας προξενητής αλλά λίγοι τον προτιμούσανε στα προξενιά τους επειδή δεν είχανε την εμπιστοσύνη του. Έλεγε πολλά ψέματα και όταν του λέγανε να κάνει προξενιό στα παιδιά τους πριν τελειώσει το έκανε κουδούνα όπου βρισκότανε και δεν είχε καλό αποτέλεσμα.

Ορισμένοι χωριανοί που είχανε μαζί τα πρόβατά τους και την συζεψά με τα βούγια τους να σπέρνουν τα χωράφια τους και να αλωνίζουν τα σπαρτά τους μόνοι τους οι πατεράδες κάνανε το προξενιό των παιδιών τους όταν είχανε παιδιά της παντρειάς. Έτσι δεν είχανε ανάγκη να βάλουνε τον ένα ή τον άλλο προξενητή και είχανε όλες τις φορές καλό αποτέλεσμα.
Μια μέρα ο Κοντομανώλης που έμενε κοντά στην εκκλησία του χωριού στο καφενείο έκανε νόημα στον Πετρονικολή ότι τον θέλει. Μετά που φύγανε στο δρόμο του λέει ο Μανώλης: Νικολή, πέρασε από το σπίτι που σε θέλω.
Πράγματι, πήγε και κατά τύχη η γυναίκα του είχε ψήσει πέρδικα πιλάφι που την είχε πιάσει την προηγούμενη στα όρη.
Το πιλάφι, το κρασί και ο τάκος το ψωμί στο τραπέζι. Ο νοικοκύρης του σπιτιού λέει: Καλωσόρισες Νικολή, να πιούμε πρώτα ένα κρασί με το κυνήγι μου και μετά θα σου πω τι θέλω από εσένα.
Στο τρίτο κρασί έσκασε το μυστικό ο Μανόλης και του λέει: Νικολή, θέλω να μου κάνεις προξενιά στο γιό μου τον Γιώργη την κόρη του καφετζή τη Μαρία, από το χωριό Χ. Ο γιος μου είχε πάει στο πανηγύρι τους, την είδε και του άρεσε. Προίκα να μην πεις πράμα. Έχω ακούσει ότι θα της δώσει το χειμαδιό που συνορεύει με το δικό μου θα της δώσει 40 αίγες, το μισό αμπέλι και τη μεγάλη πεζούλα στα όρη που βάζει τα μποστάνια το καλοκαίρι. Και του απαντά ο Νικολής: Σίγουρο το έχω και το δικό σου προξενιό μόνο να ετοιμάσεις πια πολλές πέρδικες όταν σου φέρω το καλό μαντάτο.
Την άλλη μέρα σαμαρώνει το γάιδαρο και λέει στη γυναίκα του: Κωστούλα, πάω για μια παραγγελιά του Μανόλη στο άλλο χωριό. Έφυγε καβάλα χαρούμενος και βέβαιος ότι θα γίνει χωρίς δυσκολίες το προξενιό.
Έφθασε στο σπίτι την ώρα που ξεφόρτωνε ο καφετζής τα ξύλα στην αυλή του. Τον χαιρετά ορεξάτα και του λέει: Δέσε τον γάιδαρο και άφησε το καφενείο απόψε γιατί σε θέλω και αφού το κοπέλι σου είναι εκεί φθάνει και περισσεύει. Και του απαντά: Καλά Νικολή, έμπα μέσα και έρχομαι.
Κοντά στο τζάκι κάτσανε να τα πούνε. Τυχερός και εδώ ο Νικολής. Είχανε ψήσει λαγό στιφάδο που τον είχε πιάσει ο καφετζής με τα τέλια (σύρματα) στο Βρύσινα και είπε από μέσα του ο Νικολής: Καλό σημάδι ο λαγός, θα γίνει σίγουρα το προξενιό.
Ο καφετζής και η γυναίκα του η Καλλιόπη βγάλανε όρεξη γιατί μάλλον καταλάβανε τι σκοπό είχε η επίσκεψη του Νικολή. Δεν άργησε και είπε το μαντάτο από τον Κοντομανώλη ότι ζητά τη μεγάλη του κόρη για το γιό του τον Γιώργη. Χαμογελάσανε και οι δυο και λέει ο καφετζής: Αφού εσύ αναλαμβάνεις με σιγουριά θα πούμε το ναι, μόνο όσο για την προίκα είπε τα ίδια που είχανε μάθει από πριν. Το κέφι είχε δυναμώσει από το καλό αποτέλεσμα του προξενιού και σιγά – σιγά που πίνανε ο λαγός με το στιφάδο είχε φύγει εκτός από την κεφαλή του που δεν την έφαγε κανείς τους.
Υπόψιν ότι η κόρη του καφετζή η Μαρία δεν ήτανε μπροστά στο προξενιό. Η μάνα της είπε θα ανεβείς Μαρία, στον οντά γιατί έχουμε προξενιό για εσένα απόψε. Αυτή όμως κρυφάκουγε όλο το σκηνικό του. Μετά που τελείωσε και έφυγε ο προξενητής την φώναξε η μάνα της και της είπε με χαρά: Μαριώ μου, θα παντρευτείς το γιο του Κοντομανώλη το Γιώργη από το διπλανό χωριό Χ. Είναι καλό παιδί και θα ζήσεις καλά μόνο να προσέχεις να μην εκθέσεις το σπιτικό μας.
Την άλλη μέρα το βράδυ ο Πετρονικολής βρέθηκε στο σπίτι του Κοντομανώλη για να τους πει το αποτέλεσμα του προξενιού του και τους λέει: Απόψε όσες πέρδικες και να έχετε δεν θα φθάσουνε γιατί έχουμε καλό μαντάτο από το χωριό της νύφης. Μόνο να φέρεις Μανώλη και τον γιο σου τον Γιώργη στην παρέα μας να το μάθει. Μόλις έφθασε ο πατέρας του, παίρνει τον τσιφτέ και ρίχνει τρεις μπαλωθιές στον αέρα για να το μάθει όλο το χωριό το χαρούμενο γεγονός. Μετά αφού είχανε συνεννόηση με το σπιτικό της νύφης, η οικογένεια του γαμβρού με τους πιο στενούς συγγενείς πήρανε τα δώρα και πήγανε να σημαδέψουν τη νύφη. Μετά από καιρό έγινε ο γάμος και όλα εις το μέλλον τους ήτανε χαρούμενα.
Ο προξενητής, οφείλουμε να αναφέρουμε, ότι για τα προξενιά που έκανε, χρήματα δεν έπαιρνε από κανέναν. Το έκανε από δικό του μεράκι να βοηθά τις οικογένειες να παντρεύουν τα παιδιά τους με εργατικούς και προοδευτικούς νέους για να δημιουργούν καλές οικογένειες στο χωριό και σε όλη την κοινωνία. Γι’ αυτό ήτανε τόσο αγαπητός για το καλό που τους έκανε.
Όμως ο Κοντομανώλης αισθανότανε ότι έχει μεγάλη υποχρέωση στον Πετρονικολή που πέτυχε η παντρειά του γιου του γι’ αυτό του πήγε μια καλή αίγα δώρο και του λέει: Νικολή, σου έφερα μια αίγα επειδή εσύ έχεις πρόβατα να πίνουνε γάλα τα κοπέλια σου και σε ευχαριστώ για τους κόπους που έκανε για το κοπέλι μου και μπήκε σε καλή οικογένεια. Μακάρι και εσύ όταν μεγαλώσουν τα παιδιά σου να έχουν την ίδια τύχη.
Η οικογένεια της νύφης του έστειλε μια βούργια που είχε μέσα: Μια μεγάλη κουλούρα, ένα σφαγμένο αρνί, μια πεντακοσάρα τσικουδιά και ένα σημείωμα που έγραφε: Νικολή, σε ευχαριστώ για τους κόπους που έκανες για την κοπελιά μου να πάρει ένα καλό κοπέλι. Μόνο να πας στον Λελέ «Λελεδάκη» να σου πάρει τα μέτρα για να σου φτιάξει δώρο ένα ζευγάρι στιβάνια, τα έχω πληρώσει.
Τέλος, όσο τα χρόνια περνούσανε οι παλιές συνήθειες, τα ήθη και τα έθιμα κατά τη διαδρομή τους πήρανε πολλές αλλαγές όπου φθάσανε σήμερα να μην τηρούνται καθόλου στην παντρειά των νέων αλλά ούτε προξενητής να υπάρχει και τα αποτελέσματα τις περισσότερες φορές να είναι δυσάρεστα.

