Αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει μονοσήμαντος και αδιαμφισβήτητος ορισμός της «δημοκρατίας», η οποία, παρ’ ό,τι πρόκειται για πολιτική κατασκευή –για μια προ-έννοια, γίνεται αντικείμενο επίκλησης ως κάτι πασιφανές στο διάλογο γύρω από τις δημοσκοπήσεις.
Αυτό που υπάρχει είναι ένας αγώνας ώστε να επιβληθεί ένας νόμιμος/θεμιτός ορισμός της δημοκρατίας, ο οποίος ποικίλοι ανάλογα με τα συστήματα συμφερόντων/ενδιαφερόντων που προσιδιάζουν στον καθένα χωριστά.
Οι αποκλίσεις τις οποίες, μέσα στις συνολικά δημοκρατικές κοινωνίες, μπορεί να εισαγάγει ο εκάστοτε δρων ή η εκάστοτε ομάδα στη δική τους αντίληψη περί δημοκρατίας (αντίληψη που σε μια τέτοια περίπτωση δηλώνεται με τις εκφράσεις «πραγματική δημοκρατία» ή «αληθινή δημοκρατία»), και συνεπώς στη σχέση τους με την πρακτική των δημοσκοπήσεων, προδίδουν στην πραγματικότητα την πολλαπλότητα των σχέσεων που οι κοινωνικοί δρώντες –και κυρίως οι δρώντες του πολιτικο-μιντιακού πεδίου, που είναι και οι κυρίως ενδιαφερόμενοι- μπορούν να διατηρούν με τις λαϊκές τάξεις.
Έτσι, θα μπορούσαμε να κατασκευάσουμε, με τον τρόπο του Bachelard, το δημοκρατικό προφίλ που ταιριάζει στο κάθε άτομο ή στην κάθε κοινωνική ομάδα, ιδιαίτερο προφίλ, που απορρέει από το συγκεκριμένο συνδυασμό γνωρισμάτων, όπως η μεγαλύτερη ή μικρότερη εμπιστοσύνη στο «λαό» ή στις «ελίτ», στον πολιτισμό [παιδεία] και στην εκπαίδευση, στην τεχνική ειδημοσύνη κτλ., στοιχεία που συγκροτούν τις συλλογικές και ατομικές αναπαραστάσεις της πολιτικής.
Η ιδιαίτερη αντίληψη για τη δημοκρατία που προσιδιάζει στο κάθε άτομο (και συνεπώς, γενικότερα, στην κάθε τάξη ή κοινωνική ομάδα) οφείλει αναμφίβολα πολλά στην κοινωνική πορεία και στο πολιτισμικό/παιδευτικό κεφάλαιο, αλλά και στα οράματα –τα αισιόδοξα ή απαισιόδοξα- που ο καθένας χωριστά, λαμβανομένης υπόψη της κοινωνικής του θέσης ή της ιδιαίτερη ιστορικής εμπειρίας του, μπορεί να έχει για το ρόλο των λαϊκών τάξεων στην πολιτική, συνεπώς και για τη θέση που πρέπει να κρατηθεί γι’ αυτές στη γενική οικονομία της λειτουργίας του πολιτικού συστήματος.
Η ψήφος, η κοινή γνώμη και οι δημοσκοπήσεις
Η ψήφος και οι θεωρούμενες εκδηλώσεις της «κοινής γνώμης» είναι οι δύο βασικοί τρόποι με τους οποίους, στη δημοκρατία, θεωρείται κατά παράδοση ότι εκφράζεται ο λαός και ότι κατορθώνει να επηρεάσει περισσότερο ή λιγότερο άμεσα το πολιτικό παιχνίδι.
Ωστόσο αυτές οι παρεμβάσεις, απέχοντας από το να επιτρέπουν τη σαφή έκφραση μιας συλλογικής βούλησης, εκλαμβάνονται στην πραγματικότητα από τους διαφόρων κατηγοριών παράγοντες του πολιτικο-μνημονιακού πεδίου ως σημεία προς αποκρυπτογράφηση ή ως απλά προσχήματα σε έναν αγώνα συμβολικής τάξης, ο οποίος παραμένει στα ενδότερα του πολιτικού πεδίου.
Η «λαϊκή βούληση» είναι υποπροϊόν της λειτουργίας του πολιτικού πεδίου που κατασκευάζεται εντός της πάλης και από την πάλη μεταξύ των διαφόρων μερών που συμμετέχουν άμεσα στο πολιτικό παιχνίδι.
Αυτό είναι ιδιαίτερα αισθητό σε ό,τι αφορά την ψήφο, κυρίως το βράδυ των εκλογών, οπότε οι λίγο ή πολύ έντονες ανταλλαγές απόψεων στα μέσα, ανάμεσα σε πολιτικούς, πολιτολόγους και δημοσιογράφους, έχουν ως μείζον διακύβευμα την επιβολή αυτού που πρέπει να πιστεύουμε για τα εκλογικά αποτελέσματα.
Το ζήτημα είναι να δηλωθεί, πέρα από τα βουβά εκατοστιαία ποσοστά των ψηφοδελτίων που ρίχνονται στην κάλπη και αθροίζονται από το πολιτικό παιχνίδι και υπέρ αυτού, το γενικό νόημα που πρέπει να αποδοθεί στην ψηφοφορία, και κυρίως να απαντηθούν τα εξής δύο πολιτικά ερωτήματα, που είναι πάντοτε ουσιώδη το βράδυ των εκλογών: «Ποιος νίκησε στις εκλογές;» και «Τι θέλησαν να εκφράσουν με την ψήφο τους οι εκλογείς;». Με άλλα λόγια, το ζήτημα δεν είναι να ακούσουμε το λαό αλλά να τον κάνουμε να μιλήσει.
Κοινή γνώμη. Το αβέβαιο προϊόν
Σε ό,τι αφορά την «κοινή γνώμη», η ιστορία δείχνει ότι αυτή η ασαφής έννοια, που εμφανίστηκε στα τέλη του δέκατου όγδοου αιώνα, ουδέποτε υπήρξε ό,τι οι παράγοντες του πολιτικού παιχνιδιού ανέκαθεν συμφωνούσαν να βλέπουν σε αυτή.
Η «κοινή γνώμη», πριν να αναμειχθούν οι πολιτολόγοι, δεν ήταν τίποτε άλλο παρά η γνώμη εκείνων που μπορούσαν να παρεμβαίνουν στην πολιτική και, κατά τη συγκεκριμένη λογική αυτού του παιχνιδιού, επιδίωκαν να προσδώσουν συλλογικό χαρακτήρα στην προσωπική γνώμη τους αλλά ισχυριζόταν ότι εκφράζουν, πέραν της δικής τους γνώμης, τη γενική γνώμη: το να λέει κάποιος «Η κοινή γνώμη πιστεύει ότι…» δεν ήταν παρά ένας τρόπος για να πει «Σκέφτομαι ό,τι και ο λαός» ή, πράγμα ισοδύναμό, «Ο λαός σκέφτεται σαν κι εμένα».
Η κοινή γνώμη ουδέποτε υπήρξε «η γνώμη ολόκληρου του λαού» (αν βέβαια αυτή η έκφραση μπορούσε να έχει νόημα άλλο από το μεταφορικό, που έχει κατασκευαστεί ιστορικά από το πολιτικό πεδίο). Αυτή η έννοια παρέπεμπε, στην πραγματικότητα, σε ένα περιορισμένο πεδίο πάλης, αυτό των κοινωνικών ελίτ (πολιτικών, συνδικαλιστικών εκπροσώπων, δημοσιογράφων, διανοούμενων κτλ.) που μπορούσαν να ισχυρίζονται ότι εκφράζουν, πέρα από τα ατομικά τους συμφέροντα, το γενικό συμφέρον, ή τουλάχιστον μπορούσαν θεσμικά να ισχυρίζονται ότι μιλούν εν ονόματι του λαού ή εν ονόματι του τάδε ή του δείνα τμήματός του. Με άλλα λόγια, η κοινή γνώμη δεν ήταν παρά το αβέβαιο προϊόν του αγώνα στον οποίο αποδύονταν οι διάφορες κατηγορίες των διαμορφωτών της κοινής γνώμης που είχαν την αρμοδιότητα να εκφράζουν την «κοινή γνώμη».
Η είσοδος των δημοσκοπήσεων στην πολιτική ζωή και ο ισχυρισμός των πολιτολόγων ότι μετρούν επιστημονικά, χάρη στις έρευνές τους, αυτό που είναι πραγματικά η λαϊκή βούληση, δεν μπόρεσε να μη μεταβάλει τη λειτουργία του πολιτικού πεδίου, και μάλιστα να μην επιφέρει επαναστατικές αλλαγές σε αυτό, επανακαθορίζοντας τους συσχετισμούς δυνάμεων στο εσωτερικό του.
Στο εξής, οι δημοσκόποι παρενέβαιναν ακριβώς σε δύο από τα πιο ευαίσθητα σημεία της λειτουργίας του δημοκρατικού καθεστώτος. Με πρόσχημα ότι μετρούν επιστημονικά την «κοινή γνώμη», οι πολιτολόγοι στην πραγματικότητα επέβαλαν το δικό τους ορισμό αυτής της έννοιας, προχωρώντας σε ένα διπλό συμβολικό πραξικόπημα. Το πρώτο [συμβολικό πραξικόπημα] συνίστατο στην επιβολή ενός νέου συγκεκριμένου υποκειμένου σε αυτή την κατασκευή της πολιτικής μεταφυσικής.
Επιλέγοντας να ρωτήσουν, προκειμένου να τη γνωρίσουν, όχι τους διαμορφωτές της κοινής γνώμης αλλά αντιπροσωπευτικά δείγματα του συνόλου του πληθυσμού που είναι σε ηλικία να ψηφίζει, σιωπηρά όρισαν τον πληθυσμό που θεωρείται θεμιτό να συμβάλλει στη διαμόρφωση της «κοινής γνώμης» και συγχρόνως το ίσιο το περιεχόμενο αυτής της έννοιας.
Δείγματα πληθυσμού
Αυτός ο επαναπροσδιορισμός του περιεχομένου της έννοιας ήταν πολιτικά ανεπίληπτος, αφού συμμορφωνόταν με την (άμεση) δημοκρατική λογική: προκειμένου να μάθουμε τι σκέφτεται ο λαός, δεν είναι αρκετό να πάμε και να τον ρωτήσουμε απευθείας, αντί να περάσουμε πρώτα από εκείνους που ισχυρίζονται ότι μιλούν στο όνομά του;
Εδώ αναμφίβολα έγκειται η βασική αρχή των αρνητικών αντιδράσεων που προκάλεσε η πρακτική των δημοσκοπήσεων: διενεργώντας αυτού του τύπου τα μικρο-δημοψηφίσματα που διατείνονται ότι μετρούν κατά τρόπο ακριβή και αναντίρρητο την «κοινή γνώμη», δηλαδή τη «λαϊκή βούληση», και βάζοντας να ψηφίζουν σε μόνιμη βάση δείγματα του πληθυσμού που θεωρείται ότι αντιπροσωπεύουν το εκλογικό σώμα, οι δημοσκόποι συνέβαλαν στο να εξασθενήσει η ίδια η εξουσία των αιρετών [αρχόντων], μεταβάλλοντας την αντιπροσωπευτική λογική που διείπε την κατάσταση του δημοκρατικού καθεστώτος.
Σε αυτό το πρώτο [συμβολικό] πραξικόπημα πρόσθεσαν, εντελώς ασυνείδητα, ένα δεύτερο, το οποίο επέτρεπε στην τάξη των πολιτικών να παραμείνει εν μέρει κυρίαρχη του παιχνιδιού, αφού συνίστατο στο να θεωρηθούν «γνώμες» οι απλές απαντήσεις που έπαιρναν στις ερωτήσεις γνώμης που τους έβαζαν να θέτουν οι δρώντες.
Στο πολιτικό πεδίο, με τα ερωτηματολόγια που παρεμβάλλονταν, ονοματίζουν την «κοινή γνώμη» την πλειοψηφική κατανομή αυτών των απαντήσεων, με τη διφορούμενη και αβέβαιη σημασία, αφήνοντας έτσι ευρύ περιθώριο ερμηνειών.
Και αυτό το δεύτερο πραξικόπημα ήταν επίσης πολιτικά άψογο, εφόσον οι δημοσκόποι δεν έκαναν παρά ό,τι κάνει κατά κανόνα η εκλογική λογική, όταν προσθέτει ψηφοδέλτια με διαφορετική σημασία το καθένα (αντιπροσωπευτική δημοκρατία).
Είναι κατανοητή συνεπώς η αμηχανία της πλειοψηφίας των πολιτικών, οι οποίοι, όταν αντιτίθενται στην πρακτική των δημοσκοπήσεων, δεν μπορούν εντούτοις να την πολεμήσουν καταμέτωπο, εφόσον αυτή στηρίζεται σε πολιτικές αρχές ανάλογες με αυτές που θεμελιώνουν την ίδια τους τη νομιμότητα.
Να γιατί συχνότατα καταντούν να εκφράζουν γελοίες ή ήσσονος σημασίας επικρίσεις, που συνίστανται στο να καταλογίζουν σφάλματα στους δημοσκόπους, διαδοχικά (αναζητώντας χονδροειδή τεχνικά λάθη, για παράδειγμα, ή πράξεις οφθαλμοφανούς χειραγώγησης), χωρίς να βλέπουν ότι οι σημαντικότερες επιπτώσεις εντάσσονται στην ίδια τη λογική των τεχνικά άψογων δημοσκοπήσεων, που μάλιστα πραγματοποιούνται χωρίς καμιά φανερή πολιτική χειραγώγηση, όπως ακριβώς δείχνει το παράδειγμα των προεκλογικών δημοσκοπήσεων.
Η ιδιαιτερότητα των προεκλογικών δημοσκοπήσεων
Οι προεκλογικές δημοσκοπήσεις είναι οι λιγότερο αμφισβητήσιμες επί της αρχής, υπό τον όρο ωστόσο ότι διενεργούνται τις μέρες που προηγούνται της ψηφοφορίας.
Σε αυτή την περίπτωση και μόνο καταγράφουν μια πραγματική πολιτική κατάσταση, αφού συλλαμβάνουν τις προθέσεις ψήφου ενός πληθυσμού που καλείται να επιλέξει σε συγκεκριμένη ημερομηνία ανάμεσα σε σαφώς και οριστικά καθορισμένους υποψήφιους, στο τέλος μιας εκστρατείας κινητοποίησης που προγραμματίζεται σε συνάρτηση με τη συγκεκριμένη ημερομηνία και προορίζεται να επιτρέψει, κατ’ αρχήν, στον κάθε εκλογέα να τοποθετήσει εντός του πολιτικού χώρου και να κάνει την επιλογή του.
Σε αυτό τον τύπο δημοσκόπησης, το ερώτημα που τίθεται στους ερωτώμενους και έχει γενικά τη μορφή «Αν έπρεπε να ψηφίσεις αύριο, ποιον υποψήφιο θα ψήφιζες;», καταγράφει, όταν τίθεται την κατάλληλη πολιτική στιγμή, δηλαδή τις παραμονές μιας ψηφοφορίας, μια δήλωση συμπεριφοράς η οποία τρόπον τινά προκαλείται από την ίδια τη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτικού παιχνιδιού.
Από τεχνική άποψη, οι αποκλίσεις που ενδέχεται να διαπιστωθούν ανάμεσα στις τελευταίες πραγματοποιημένες δημοσκοπήσεις (το πολύ κατά τις δεκαπέντε μέρες που προηγούνται της ψηφοφορίας) και στα αποτελέσματα που καταγράφονται με την καταμέτρηση είναι γενικά αποδεκτές, λαμβανομένων υπόψη του τρόπου συγκρότησης και του μεγέθους των δειγμάτων, αλλά και των συγκεκριμένων προβλημάτων που τίθεται από αυτό τον τύπο έρευνας (κυρίως είναι η διακύμανση της ειλικρίνειας των δηλώσεων των ερωτωμένων, καθώς και το υψηλότερο ή χαμηλότερο ποσοστό των αναποφάσιστων).
Σε αυτές τις παραδοσιακές πηγές ανακρίβειας ήρθε να προστεθεί, πρόσφατα, ένας άλλος παράγοντας, που συνήθως αυξάνει το συγχρόνως αναπόφευκτο και ανεπίδεκτο μείωσης περιθώριο λάθους.
Αυτός έγκειται στο ότι λαμβάνονται υπόψη, στη διαδικασία διαμόρφωσης αποφάσεων, από έναν αριθμό εκλογέων που πιθανόν παραμένει περιθωριακός, χωρίς ωστόσο να είναι αμελητέος, τα αποτελέσματα των τελευταίων δημοσκοπήσεων που είχαν δημοσιευτεί στον τύπο, καθώς και τα τουλάχιστον άφθονα σχόλια επ’ αυτών – κι αυτός ο παράγοντας θα μπορούσε κάλλιστα να αποκτά ολοένα και μεγαλύτερη βαρύτητα στο μέλλον.
Στρατηγική ψήφος
Η δημοσίευση των προεκλογικών δημοσκοπήσεων δεν μπορεί παρά να προκαλεί, σε ορισμένους εκλογείς, ένα νέο τύπο ψήφου, τον οποίο γνωρίζουν άριστα και κατά κανόνα χρησιμοποιούν οι επαγγελματίες της πολιτικής, δηλαδή τη στρατηγική ψήφο, που συνίσταται στο να μην ψηφίζεις άμεσα και αφελώς τον υποψήφιό σου, αλλά εκείνον που θεωρείται ότι μπορεί να επιφέρει ένα πολιτικό αποτέλεσμα που δεν προκαλείται ούτε κατ’ ανάγκη ούτε πάντοτε από το «δικό σου» υποψήφιο (ενδέχεται να ψηφίσει κάποιος τον αντίπαλο, έτσι ώστε να «δώσει ένα μάθημα» στο ίδιο του το κόμμα, μολονότι θέλει να το δει να νικά, αν και όχι να επιτυγχάνει μεγάλη νίκη – ή να δώσει «χρήσιμη» ψήφο, κλίνοντας προς έναν υποψήφιο δεύτερης επιλογής, ώστε εκείνος να μην αποκλειστεί στο δεύτερο γύρο, κτλ.).
Αν και αυτή η στρατηγική ψήφος, που μπορεί να αποφασιστεί την τελευταία στιγμή, κάποτε και μέσα στο παραβάν του εκλογικού κέντρου, οπότε είναι διαθέσιμα όλα τα στοιχεία από τις απαραίτητες πληροφορίες, και κυρίως οι τελευταίες δημοσκοπήσεις, που θεωρείται ότι αποδίδουν την πιθανή διαμόρφωση της ψηφοφορίας, σήμερα δεν αφορά παρά ένα μάλλον ολιγάριθμο και πολιτικοποιημένο τμήμα του εκλογικού σώματος, αν και, επιπλέον, αρκετές από αυτές τις έσχατες αλλαγές απόφασης αναμφίβολα είναι συχνά προορισμένες να ακυρωθούν, ωστόσο [η στρατηγική ψήφος, ενν.] μπορεί να επιφέρει, σε ορισμένες πολιτικές συγκυρίες, μετατοπίσεις ψήφων της τάξης του 2% ή του 3%, που ενδέχεται να αρκούν για να μεταβάλουν τα αναμενόμενα αποτελέσματα.
Δεν είναι υπερβολή να υποστηρίξουμε ότι είναι φυσιολογικό το ότι υπάρχει απόκλιση ανάμεσα στις τελευταίες προεκλογικές δημοσκοπήσεις και στα πραγματικά αποτελέσματα της κάλπης.
Η ύπαρξη μιας τέτοιας απόκλισης αποτελεί μάλιστα, για όσους είναι ευνοϊκοί προς τις δημοσκοπήσεις, την απόδειξη ότι η δημοσίευσή τους είναι χρήσιμη, αφού έχει επιπτώσεις στις αποφάσεις των πολιτών.
Δεν είναι και πολύ λογικό να προσάπτουμε στα ινστιτούτα δημοσκοπήσεων το ότι δεν δίνουν μέχρι κεραίας την κατανομή των ψήφων, ενώ από την άλλη κρίνουμε απαραίτητη τη δημοσίευση των προεκλογικών δημοσκοπήσεων.
Αν η δημοσίευση αυτή δεν άλλαζε τίποτα στην απόφαση των εκλογέων, δε θα καταλαβαίναμε, στην πραγματικότητα, πώς αξιολογείται ως τόσο ουσιαστική για τη δημοκρατία και την ελευθερία. Μια προεκλογική δημοσκόπηση, άπαξ και δημοσιευτεί, δεν μπορεί πλέον να αποτελεί πρόγνωση: γίνεται πληροφορία που παρεμβαίνει στην εκλογική διαδικασία.
Πηγή: «Η κατασκευή της κοινής γνώμης» Patrick Champagne,
εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ

